ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ
ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017)
(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Τέκνον
Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ,
τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
(Β΄ Τιμοθ.
γ΄ [3] 10 – 15)
|
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Παιδί μου
Τιμόθεε, ἐσὺ ἔχεις παρακολουθήσει τὴ διδασκαλία μου, τὴ γενικότερη συμπεριφορά
μου, τὴν πρόθεση καὶ τὰ ἐλατήριά μου, τὴ φωτισμένη πίστη μου, τὴ μακροθυμία
μου, τὴν ἀγάπη μου, τὴν ὑπομονή μου, τοὺς
διωγμούς μου, τὰ παθήματά μου, σὰν αὐτὰ ποὺ
ὑπέμεινα στὴν Ἀντιόχεια,
στὸ
Ἰκόνιο,
στὰ
Λύστρα. Τί φοβεροὺς διωγμοὺς ὑπέφερα!
καὶ ἀπ᾿ ὅλους
μὲ
γλύτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγὼ ἔπαθα
καὶ
πάσχω αὐτά,
ἀλλὰ κι ὅλοι
ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια,
ὅπως ἁρμόζει στοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι
ἑνωμένοι μὲ
τὸν
Ἰησοῦ
Χριστό, θὰ
καταδιωχθοῦν. Ἀντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, ποὺ
καταδιώκουν καὶ βασανίζουν τοὺς εὐσεβεῖς,
ἀλλὰ καὶ
ἀπατεῶνες, θὰ
προχωροῦν
ἀπὸ τὸ
κακὸ
στὸ
χειρότερο· θὰ πλανοῦν καὶ θὰ
ἐξαπατοῦν
τοὺς
ἄλλους,
ἀλλὰ καὶ
αὐτοὶ οἱ
ἴδιοι θὰ
πλανῶνται
καὶ
θὰ
ἐξαπατῶνται.
Ἐσὺ ὅμως, Τιμόθεε, μένε ἀκλόνητος σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες
καὶ
βεβαιώθηκες γιὰ τὴν ἀλήθειά
τους ἀπὸ τὴν
προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλὰ ἀπὸ
ποιὸν
διδάσκαλο τὰ ἔμαθες.
Αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾶς
ποτέ, ἀλλὰ νὰ τὸ
διατηρεῖς
ζωντανὰ
στὴ
μνήμη σου, καὶ ὅτι ἀκόμη
ἀπὸ μικρὸ
παιδὶ
γνωρίζεις τὶς Ἅγιες
Γραφές, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ σοῦ
μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ
σοφία, ποὺ
ὁδηγεῖ στὴ
σωτηρία μὲ
τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη
οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
(Λουκᾶ
ιη΄ 10 – 14 )
Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ
Ἡ
ἁγία
μας Ἐκκλησία
μᾶς
εἰσάγει
σὲ
περίοδο μετανοίας, τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα
τῆς
ἡμέρας
μᾶς
παρουσιάζει τὸ μεγαλύτερο πάθος ποὺ μᾶς
καθιστᾶ
ἐχθροὺς τοῦ
Θεοῦ,
τὴν
ὑπερηφάνεια·
καὶ
τὴ
μεγαλύτερη ἀρετή, τὴν ταπείνωση, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ
μετάνοια καὶ σωτηρία.
1. Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΥΦΛΩΝΕΙ
Δυὸ
ἄνθρωποι ἀνέβηκαν
στὸ
Ναὸ
τοῦ Σολομῶντος
γιὰ
νὰ
προσευχηθοῦν.
Δυὸ
ἄνθρωποι τόσο διαφορετικοὶ μεταξύ τους. Ὁ ἕνας
Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος
στάθηκε ὄρθιος
σὲ
περίοπτη θέση γιὰ νὰ
φαίνεται καλὰ ἀπὸ τοὺς γύρω ἀνθρώπους
καὶ
ξεκίνησε τὴν
προσευχή του λέγοντας: Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ!
Διότι δὲν
εἶμαι
ἐγὼ σὰν τοὺς
ἄλλους
ἀνθρώπους,
ποὺ
εἶναι
ἅρπαγες,
ἄδικοι,
ἀνήθικοι,
ἢ
καὶ
σὰν αὐτὸν ἐκεῖ
τὸν
τελώνη. Ἐγὼ εἶμαι
τόσο καλός. Ἔχω πολλὲς ἀρετές,
πολλὰ
καλὰ
ἔργα,
πολὺ
περισσότερα ἀπὸ ὅσα ζητάει ὁ Νόμος τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν
ἑβδομάδα καὶ δίνω τὸ ἕνα
δέκατο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποκτῶ, ἀκόμη
καὶ
ἀπὸ τὰ
πλέον ἀσήμαντα,
ποὺ
δὲν
τὰ
προέβλεψε ὁ Νόμος.
Ἔτσι
τελείωσε τὴν
προσευχή του ὁ Φαρισαῖος. Μιὰ
προσευχὴ
γεμάτη ὑπερηφάνεια
καὶ
ἀλαζονεία.
Ἡ ἀλαζονεία
του αὐτὴ τὸν
εἶχε
τυφλώσει τόσο πολύ, ὥστε δὲν τὸν ἄφηνε νὰ δεῖ καθαρὰ οὔτε
τοὺς
ἄλλους
οὔτε τὸν
ἑαυτό
του. Δὲν
μποροῦσε
νὰ
κατανοήσει τὴν πνευματική του πτωχεία.
Βέβαια τὰ
καλὰ
ἔργα
ποὺ
ἀπαρίθμησε,
τὰ
εἶχε
πραγματικά. Δὲν ἔλεγε
ὡς πρὸς
αὐτὸ
ψέματα. Αὐτὸς
πράγματι ὄχι
μόνο ἀπέφευγε
τὰ
μεγάλα ὁρατὰ καὶ βαριὰ ἁμαρτήματα,
ἀλλὰ ἀντιθέτως
εἶχε
καὶ
πολλὰ
καλὰ
ἔργα.
Ἦταν
λοιπὸν
γιὰ
ὅλα αὐτὰ
τέλειος; Δὲν
τοῦ ἔλειπε
τίποτε; Ὁ ταλαίπωρος! Δὲν ζήτησε τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό,
διότι ἦταν
πλήρως ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὰ κατορθώματά του. Δὲν
μποροῦσε
νὰ
κατανοήσει τὸ πιὸ ἁπλό,
πὼς ὅ,τι καλὸ εἶχε, ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωσε
καὶ
δὲν
ἦταν
δικό του.
Ἡ
ἀλαζονεία
του τὸν
ἔκανε
νὰ
βλέπει ἀκόμη
καὶ
ὅλους
τοὺς
ἄλλους
ὡς ἁμαρτωλούς.
Ἀλλὰ εἶναι
δυνατόν; Μόνο αὐτὸς ἦταν
ἄνθρωπος ἀρετῆς;
Ὅλοι
οἱ ἄλλοι
ἄνθρωποι γύρω του ἦταν ἅρπαγες,
ἄδικοι
καὶ
ἀνήθικοι;
Δὲν
ὑπῆρχε
κανεὶς δίκαιος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν; Καὶ ἐπιπλέον
πῶς
ἤξερε
τὴν
ψυχὴ
τοῦ
τελώνη; Καὶ
πῶς
μποροῦσε
νὰ
τὸν
χαρακτηρίζει δημοσίως καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζει
καὶ
νὰ
τὸν
παρουσιάζει ὡς χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα τῶν ἁμαρτωλῶν; Ἀκόμη
κι ἂν πράγματι ὁ τελώνης ἦταν τόσο ἁμαρτωλός,
δὲν
θὰ
ἔπρεπε νὰ
δείξει εὐσπλαχνία
καὶ
νὰ
προσευχηθεῖ
γιὰ
τὴ
μετάνοιά του; Ὁ Φαρισαῖος λοιπὸν ὄχι
μόνο δίκαιος δὲν ἦταν,
ἀλλὰ ἦταν
τυφλὸς
καὶ
κυριευμένος ἀπὸ πολλὰ καὶ βαριὰ ἐσωτερικὰ ἑωσφορικὰ πάθη,
τὸ
πάθος τῆς
κατακρίσεως, τῆς ἀσπλαχνίας, τῆς ὑπερηφανείας.
Καὶ
τὸ
σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶχε
ἀγάπη.
Πόσο
λοιπὸν
μᾶς
τυφλώνει ἡ ἀλαζονεία! Μᾶς
κάνει ψεῦτες
καὶ
ἄδικους,
σκληροὺς
καὶ
ἄσπλαχνους.
Δὲν
μᾶς
ἀφήνει
νὰ
δοῦμε
τὴν
πνευματική μας πτωχεία καὶ νὰ
ζητήσουμε τὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ.
Καὶ
τὸ
φοβερότερο, μᾶς ρίχνει τελικὰ στὴν αἰώνια
κόλαση.
2. Η TΑΠΕΙΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ
Ὁ τελώνης
ἀντιθέτως
στεκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ
θυσιαστήριο. Δὲν εἶχε τὴν
τόλμη ὄχι
μόνο τὰ
χέρια του ἀλλὰ οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό.
Χτυποῦσε
διαρκῶς
τὸ
στῆθος
του, ποὺ περιέκλειε τὴν ἁμαρτωλὴ
καρδιά του. Μιὰ κραυγὴ μόνο
μετανοίας ἔβγαινε
διαρκῶς
μὲ
συντριβὴ
ἀπὸ τὰ
χείλη του. Θεέ μου, σπλαχνίσου με, συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό.
Καὶ ὁ
Κύριος δικαίωσε τὸν τελώνη διακηρύττοντας ὅτι
καθένας ποὺ
ὑψώνει
τὸν
ἑαυτό
του θὰ
ταπεινωθεῖ
ἀπὸ τὸν
Θεό. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ
ταπεινώνει τὸν ἑαυτό
του, θὰ
ὑψωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὸν
τελώνη.
Διότι
ὁ τελώνης ἔβλεπε
καθαρὰ
τὸν
ἑαυτό
του. Κατανοοῦσε τὴν
ἁμαρτωλοτητά του καὶ γι᾿ αὐτὸ
στεκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ
θυσιαστήριο. Καὶ μὲ τὴ στάση
τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὶς
κινήσεις τῶν
χεριῶν
του καὶ
μὲ
τὰ
λόγια του ἐξέφραζε
τὴ
συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του,
τὴ
βαθιά του ταπείνωση καὶ τὴν
κατάνυξη τῆς
καρδιᾶς
του. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τοὺς ἄλλους
παρὰ
μόνο μὲ
τὸν
ἑαυτό
του. Ἔβλεπε
μόνο τὴ
δική του μικρότητα καὶ αἰσθανόταν
τὴ
θεία μεγαλειότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν
τολμοῦσε
νὰ
ὑψώσει
στὸν
οὐρανὸ οὔτε
τὰ
μάτια του οὔτε τὰ χέρια του οὔτε τὸ
πρόσωπό του. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό
του ἀνάξιο
τῆς
θέας τοῦ Θεοῦ. Ἡ συναίσθηση τῆς
ἁμαρτωλότητάς του δὲν τοῦ ἔδινε τὸ
δικαίωμα νὰ
λέει πολλὰ
καὶ
κομπαστικὰ
λόγια. Κι ὅσο περισσότερο ἐπανελάμβανε τὴ
σύντομη προσευχή του, τόσο περισσότερο στενάζοντας χτυποῦσε τὸ ἁμαρτωλὸ στῆθος
του. Καὶ
ὁμολογοῦσε ἔτσι τὴν
ἁμαρτωλότητά του. Ἐξαρτοῦσε τὴ ζωή
του ἀπὸ τὸ
θεῖο
ἔλεος.
Τὸ
ἔλεος
τοῦ Θεοῦ
μόνο ζητοῦσε
σὰν πεινασμένος ζητιάνος ποὺ κινδυνεύει νὰ
πεθάνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Γι' αὐτὸ καὶ τὰ λόγια
του ἀνέβαιναν
ἀπευθείας
στὸν
οὐρανό.
Διότι ἔβγαιναν
μέσα ἀπὸ μία συντετριμμένη καὶ
τεταπεινωμένη καρδιά.
Μιὰ
τέτοια ταπείνωση καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε.
Διότι ἡ ταπείνωση μᾶς ὁδηγεῖ στὴ
μετάνοια καὶ τὴ
σωτηρία. Αὐτὴ
καθαρίζει τὸ νοῦ μας γιὰ νὰ δοῦμε
κατάματα τὴ
μικρότητά μας, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὰ ἀμέτρητα
πάθη μας καὶ νὰ
ζητήσουμε τὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ.
Ἂς
ἀγωνιστοῦμε
λοιπὸν
ἐντονότερα
ἀπὸ σήμερα, πρώτη ἡμέρα τοῦ Τριωδίου, νᾶ ζοῦμε μὲ
ταπείνωση καὶ συντριβὴ καὶ
κατάνυξη. Κι ἂς προσευχόμαστε καθημερινὰ στὸν Θεὸ νὰ
μᾶς χαρίσει τὴν πολύτιμη αὐτὴ ἀρετή.
Γιὰ
νὰ μὴ
μᾶς
καταδικάσει ὁ Θεὸς ἐνώπιον
τοῦ φοβεροῦ βήματός του, ἀλλὰ νὰ μᾶς
δικαιώσει μαζὶ μὲ τὸν
τελώνη καὶ
νὰ
μᾶς
ὁδηγήσει
στὴ
Βασιλεία του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου