ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί
τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς
ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον
βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας
τὸ ἀμετάθετον
τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων
ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον
ψεύσασθαι
Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες
κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν
ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,
ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί,
οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε. Διότι ὅταν
ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἐπαγγελίες στὸν Ἀβραάμ, ὁρκίστηκε ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει.
Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἀνώτερό του ὁ Θεὸς νὰ ὁρκιστεῖ σ' αὐτόν,
ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: Σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινὰ ὅτι θὰ σὲ
εὐλογήσω πολὺ πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολύ τούς ἀπογόνους σου.
Ἔτσι πῆρε ὁ Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ περίμενε μὲ ὑπομονὴ
πολλὰ χρόνια, πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑποσχέθηκε
ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο πού ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἀπέκτησε
δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σάρρα παιδί, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ
πατριάρχη κι ἔγιναν ἕνα μεγάλο ἔθνος. Ὁ Θεὸς ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό
του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπ'
ὅλους. Καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντιλογία
καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν
λόγων τους. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὸν ὅρκο ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδή
ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα σ' ἐκείνους
πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐπαγγελίες ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη
ἡ ἀπόφασή του νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε, γι' αὐτὸ δέχθηκε
ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσει ὅρκος στὰ
λόγια του. Καὶ δέχθηκε τὴ μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα
στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσή του καὶ μὲ τὸν ὅρκο
του, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε
ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ' αὐτὸν μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ προτροπὴ καὶ
στήριγμα προκειμένου vά κρατήσουμε τὴν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπροστά
μας. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τὴν ἔχουμε σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει
ἀπό τούς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη
καὶ εἰσέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς
σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ πού ἐκτεινόταν πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καί
λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. Ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς
πρὶν ἀπό μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ γιὰ νὰ μᾶς
ἑτοιμάσει τόπο. Καὶ ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινὸς
ἀλλά αἰώνιος, «κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ».
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ,
γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων. Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται·
καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
αὐτῷ
λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν;
φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν
αὐτόν,
καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ
αὐτόν·
ἀλλ' εἴ τι δύνασαι,
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς
ἐφ' ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι,
πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ
δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων
αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτόν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς
οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν
ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν,
καὶ ἀποκτανθεὶς
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
(Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἐπάνω
στὸ ὄρος Θαβὼρ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ζοῦσαν τὶς πιὸ μεγαλειώδεις
στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, καθὼς ἀντίκρυζαν τὸ ἐκπληκτικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς
ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Τὴν ἴδια ὥρα στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ οἱ ὑπόλοιποι
ἐννέα μαθηταὶ περνοῦσαν στιγμὲς κρίσιμες. Γιὰ πρώτη φορά, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κύριος
τοὺς εἶχε δώσει τὴ δύναμη νὰ θαυματουργοῦν καὶ νὰ νικοῦν τοὺς δαίμονες, χάνουν
τὴ μάχη! Τὸ δαιμόνιο, ποὺ προσπαθοῦν νὰ διώξουν ἀπὸ ἕνα δαιμονισμένο νέο, δὲν
ὑποτάσσεται στὸ χάρισμά τους. Ἡ ἀγωνία τους κορυφώνεται, καθὼς οἱ κακόψυχοι
γραμματεῖς ἀρχίζουν νὰ τοὺς εἰρωνεύονται καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα νὰ γίνεται πολὺ
βαρειά. Ἀλλὰ νά, ὁ Κύριος ἐπιτέλους ἐμφανίζεται, πλησιάζει. Ἀνακούφιση καὶ χαρὰ
γεμίζει τὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ
ἐκεῖ.
Ἀπὸ
τὸ σημεῖο ἀκριβῶς αὐτὸ ἀρχίζει ἡ περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ μας ἀναγνώσματος τῆς
τετάρτης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
1. Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΠΟΝΕΙΤΑΙ!
Πικραμμένος
ἀφάνταστα ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ
γονατίζοντας ἐνώπιόν Του δίνει τὶς ἐξηγήσεις, ποὺ ζητάει ὁ Κύριος: Ἔφερα τὸ
παιδί μου σὲ Σένα, Κύριε, λέγει, διότι ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ δαιμόνιο, ποὺ τοῦ
πῆρε καὶ τὴν λαλιά του ἀκόμη. Καὶ ὅπου τὸ πιάσει, τὸ ρίχνει κάτω καὶ τὸ κάνει
νὰ ἀφρίζει καὶ νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ νὰ μένει ξερό, ἀναίσθητο. Καὶ εἶπα
στοὺς μαθητὲς Σου νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν.
–
Ὦ γενεὰ ἄπιστη!, ἀναφωνεῖ ὁ Κύριος ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ πατέρα, μέχρι
πότε θὰ εἶμαι ἀκόμη μαζί σας; Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;
ΜΕΧΡΙ
πότε, Κύριε, θὰ μᾶς ἀνέχεσαι; Καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ ἡ σύγχρονή Σου ἐκείνη γενεὰ
καὶ ὁ ὀλιγόπιστος πατέρας τοῦ βασανισμένου παιδιοῦ, εἴμαστε πράγματι ἄπιστοι
σχεδόν. Ἄπιστοι! Δηλαδὴ ὀλιγόπιστοι. Δὲν Σὲ ἀρνούμεθα ἐντελῶς, ὄχι! Οὔτε
καταπατοῦμε ἐν ψυχρῷ τὰ προστάγματά Σου, οὔτε πολεμοῦμε μὲ ἀσέβεια τὴν ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου Σου. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποφασίζουμε νὰ παραδοθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου σὲ
Σένα.
Ἐρχόμαστε
κοντά Σου, ἀλλὰ μὲ δισταγμούς!
Σὲ
πλησιάζουμε, ἀλλὰ μὲ ἀμφιβολίες!
Κάνουμε
νὰ Σοῦ παραδώσουμε τὴ ζωή μας, κρατᾶμε ὅμως καὶ κρατούμενα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
ὑποφέρουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βασανιζόμαστε. Καὶ οἱ ταλαιπωρίες μᾶς πνίγουν. Πῶς
λοιπὸν νὰ μὴ παραπονεῖσαι, Κύριε, γιὰ μᾶς; Πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸν
πατέρα τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ καὶ τὴ γενεὰ ἐκείνη τῶν ἀπίστων Ἑβραίων! Διότι
ἐκεῖνοι ἀκόμη δὲν γνώριζαν Ποιὸς εἶσαι. Ἴσως νὰ νόμιζαν πὼς εἶσαι κάποιος
μεγάλος προφήτης – αὐτὸ μόνον!
Ἐμεῖς
ὅμως; Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ Χριστιανοί Σου, ποὺ γνωρίζουμε ὅτι εἶσαι ὁ
Ἴδιος ὁ Θεός. Ἐμεῖς, ποὺ γνωρίζουμε ὅτι γιὰ χάρη μας ἔγινες ἄνθρωπος καὶ ἔχυσες
γιὰ μᾶς τὸ Αἷμα Σου. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀναστάσεώς Σου, ποὺ
εἴμαστε λουσμένοι στὴ φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐμεῖς, οἱ πνιγμένοι στὸν ὠκεανὸ
τῶν ἀπείρων εὐεργεσιῶν Σου. Οἱ βαπτισμένοι, οἱ μυρωμένοι, οἱ κοινωνοὶ τοῦ
Μυστικοῦ Σου Δείπνου, οἱ γεννημένοι πρίγκιπες στὴν ἐπὶ γῆς Βασιλεία Σου, τὴν
Ἐκκλησία. Ἐμεῖς, λοιπόν, νὰ διστάζουμε; Νὰ Σὲ λυποῦμε τόσο πολύ;
Πῶς
νὰ μὴ παραπονεῖσαι ἑπομένως, Κύριε, γιὰ μᾶς; Αὐτοὶ εἴμαστε καὶ χειρότεροι
μᾶλλον. Ὅμως μὴ μᾶς ξεσυνερίζεσαι. Δός μας λίγο καιρὸ ἀκόμη. Καὶ τὴν πολλή Σου
Χάρη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεος τῆς ἄπειρης ἀγάπης Σου. Ἴσως οἱ πέτρες τῶν καρδιῶν
μας κάποτε ἔτσι μπορεῖ νὰ ραγίσουν...
2. ΟΤΑΝ Η ΦΛΟΓΑ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ
Πολυέλεος
καὶ πολυεύσπλαγχνος ὁ Κύριος, παρόλο ποὺ παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀπιστία τῶν
ἀνθρώπων καὶ τοῦ ταλαιπωρημένου ἐκείνου πατέρα, δὲν ἐγκαταλείπει τὸ πλάσμα Του,
ἀλλὰ ζητάει νὰ φέρουν κοντά Του τὸ δαιμονισμένο παιδί. Καὶ τί τρομερό! Μόλις τὸ
πονηρὸ πνεῦμα εἶδε τὸν Κύριο, ἀμέσως «ἐσπάραξεν αὐτόν», ἐτάραξε μὲ φοβεροὺς
σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω καὶ στριφογύριζε βγάζοντας ἀπὸ τὸ στόμα
του ἀφρούς.
«Πόσος
καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε, ποὺ ἔπαθε αὐτὸ τὸ πράγμα;», ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τὸν πατέρα,
καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «παιδιόθεν», ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ ἦταν μικρὸ παιδί. Καὶ σ᾿
ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα πολλὲς φορὲς τὸ ἔρριξε καὶ σὲ φωτιὰ καὶ σὲ νερά, γιὰ νὰ τὸ
θανατώσει. Ἀλλὰ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας,
ψιθύρισε ὁ ἀπογοητευμένος πατέρας. Παράκληση μὲ πολὺ πόνο, ἀλλὰ μὲ λίγη πίστη.
Αὐτὸ τὸ «εἲ τι δύνασαι», ἂν μπορεῖς, δείχνει ἀκριβῶς τὴν λίγη πίστη τοῦ πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Ἂν μπορεῖς νὰ πιστεύσεις, ὅλα εἶναι κατορθωτὰ
σ᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως, σὰν τότε μόλις νὰ ξύπνησε, φώναξε μὲ δάκρυα ὁ
δύστυχος πατέρας: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, ἀλλὰ ἡ
πίστη μου εἶναι ἀδύνατη ἀκόμη· βοήθησέ με Ἐσύ, Κύριε, νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν
ὀλιγοπιστία μου.
Καὶ
βέβαια ὁ ἐλεήμων Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὴν ἱκεσία τοῦ πατέρα καὶ ὅταν μὲ τὸ
παντοδύναμο πρόσταγμά Του διέταξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ φύγει καὶ νὰ μὴ ξαναεισέλθει
σ᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, ἐκεῖνο κράζοντας καὶ σπαράζοντας ἐξαφανίστηκε, ἀφήνοντας
σχεδὸν νεκρὸ τὸ παλληκάρι. Ὅμως ὁ Κύριος ἦταν κοντά του, ἐγγύηση ζωῆς καὶ
σωτηρίας, καὶ πιάνοντας τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ τὸ σήκωσε ὄρθιο γεμάτο ὑγεία καὶ
δύναμη.
Ἕνα
ἐκπληκτικὸ θαῦμα, ποὺ εἶχε ὡστόσο ἀφήσει ἀπορία στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν, γι᾿
αὐτὸ καὶ ρώτησαν ἰδιαιτέρως τὸν Κύριο, γιὰ ποιὸ λόγο οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ
βγάλουν τὸ διαμόνιο αὐτά. Ἐκεῖνος τότε τοὺς ἐξήγησε πὼς αὐτὸ εἰδικά τὸ εἶδος
τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ μὲ νηστεία.
ΑΛΗΘΕΙΑ,
πόσο ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχος εἶναι ὁ Κύριος! Καλάμι μισοτσακισμένο δὲν τὸ σπάζει
ποτὲ ἐντελῶς καὶ φυτίλι, ποὺ ἐλάχιστα καπνίζει, δὲν τὸ σβήνει. Ὅταν ἡ φλόγα τῆς
πίστεως τρέμει, Ἐκεῖνος προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν δυναμώσει. Γιατί δὲν
ἦρθε νὰ τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ θεραπεύσει.
Νὰ
θεραπεύσει! Γνωρίζει τὶς δυσκολίες μας, τοὺς φόβους, τὶς ἀμφιβολίες μας.
Γνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας, τὴ λύπη, τὴν ἀπόγνωση, ποὺ συχνὰ κυριεύει τὴν ψυχὴ
μας. Ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀπορρίπτει. Προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς ἐνισχύσει, νὰ μᾶς
ἑλκύσει κοντά Του. Δὲν ἀπαιτεῖ ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουμε τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ
νὰ Τὸν πλησιάσουμε. Μακάρι νὰ τὴν εἴχαμε, αὐτὸ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς τὸ ἄριστο. Ἐκεῖνος ὅμως καὶ ἔτσι, ποὺ εἴμαστε, μᾶς
δέχεται. Ἀρκεῖ βέβαια νὰ καταφεύγουμε κοντά Του.
Λοιπόν,
ἀκόμη κι ὅταν νιώθουμε πὼς οἱ ἀμφιβολίες μᾶς πνίγουν, κι ὅταν ἀκόμη ἡ ψυχὴ μας
παραδέρνει στοὺς πέντε ἀνέμους, ὅταν δὲν βρίσκουμε δύναμη οὔτε δύο λόγια
προσευχῆς νὰ ψιθυρίσουμε, νὰ μὴ τὰ χάνουμε καὶ τότε ἀκόμη! Διότι Ἐκεῖνος καὶ τότε ἀκόμη μᾶς δέχεται. Ἤ μᾶλλον μὲ
ἁπλωμένα τὰ χέρια Του μᾶς περιμένει.
Ὅσο
ἀδύναμοι καὶ ἄδειοι ἐὰν νιώθουμε, ὅσο χαμηλὰ κι ἂν βλέπουμε πὼς εἴμαστε
πεσμένοι, ἀδελφοί, αὐτὸ τουλάχιστον μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε· νὰ στρέψουμε τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς μας πρὸς Ἐκεῖνον κι αὐτὸ μονάχα νὰ Τοῦ ποῦμε: «Πιστεύω, Κύριε,
βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»!
Ἰδοὺ
ὅτι Ἐκεῖνος πορεύεται πρὸς τὸ Πάθος. Στοὺς τελευταίους στίχους τοῦ κειμένου μας
μάλιστα ἀκούσαμε νὰ τὸ προλέγει στοὺς μαθητὲς Του. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ πηγαίνει πρὸς
τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὸν Σταυρό, στὸν Γολγοθᾶ: γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σώζει τοὺς ναυαγούς
της ζωῆς καὶ τοὺς ἀπελπισμένους! Αὐτὸ ποτὲ νὰ μὴ τὸ λησμονοῦμε, ἀδελφοί!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου