ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(5 ΜΑΪΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς
ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων
ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ·
καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν
ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος·
τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς
ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός. Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων
εἰς Ἱερουσαλήμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν
ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ.
Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ
τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών
τε
αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες
λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
(Πράξ.
Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὸ μεταξὺ μὲ τὰ χέρια τῶν ἀποστόλων
γίνονταν συνεχῶς πολλὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἐξαιρετικὰ θαύματα, πού ἐπιβεβαίωναν
ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀληθινὴ καὶ προκαλοῦσαν κατάπληξη στὸ
λαό. Κι ὅλοι οἱ πιστοὶ μαζὶ, μὲ μιὰ καρδιὰ, μαζεύονταν στὴ στοὰ τοῦ Σολομῶντος.
Καὶ ἀπό τους ὑπόλοιπους πού δὲν εἶχαν πιστέψει, κανεὶς δὲν τολμοῦσε
ν' ἀνακατευθεῖ μ' αὐτούς, νὰ ἀστειευθεῖ μαζί τους καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθεῖ
σὰν συνηθισμένους ἀνθρώπους τοῦ δρόμου∙ ἀλλά ὁ πολὺς λαὸς τοὺς τιμοῦσε
καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε. Ἔτσι ὁλοένα καὶ περισσότερο προσελκύονταν
πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στὸν Κύριο καὶ γίνονταν
μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν. Τόσο
πολὺ μάλιστα τοὺς σεβόταν ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν τοὺς ἀρρώστους ἀπὸ τὰ
σπίτια τους στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς ἔβαζαν πάνω σὲ πολυτελῆ κρεβάτια
οἱ πλουσιότεροι, καὶ σὲ φτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ φτωχότεροι, ἔτσι
ὥστε, ὅταν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νὰ πέσει ἔστω
καὶ ἡ σκιά του σὲ κάποιον ἀπό τους ἀρρώστους αὐτοὺς γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.
Ἐπιπλέον μαζεύονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πλήθη ἀπό τούς κατοίκους
τῶν γειτονικῶν πόλεων· ὅλοι αὐτοὶ ἔφερναν κάθε εἴδους ἀρρώστους, καθὼς
καὶ ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα, καὶ ὅλοι τους θεραπεύονταν.
Ὅλα ὅμως αὐτὰ προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅλων ὅσων ἦταν
μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τὴ θρησκευτικὴ παράταξη τῶν Σαδδουκαίων.
Γέμισαν οἱ καρδιές τους ἀπὸ φθόνο καὶ κακία καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ δράσουν.
Ἅπλωσαν λοιπὸν τὰ χέρια τους πάνω στοὺς ἀποστόλους, τοὺς συνέλαβαν
καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ δημόσια φυλακή. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως μέσα στὴ νύχτα
ἄνοιξε τὶς θύρες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε
ἀμέσως καὶ σταθεῖτε γεμάτοι θάρρος στὸν ἱερὸ περίβολο τοῦ ναοῦ καὶ
κηρύξτε δημόσια στὸ λαὸ ὅλα τὰ λόγια της νέας αὐτῆς ζωῆς, τὴν ὁποία σᾶς
μετέδωσε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀπὸ πείρα γνωρίσατε.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων,
καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων
ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι
διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν
ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ
με
ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν
ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς·
Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται
αὐτοῖς,
ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος
Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν
ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ
τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν
μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ,
οὐ μὴ πιστεύσω.
Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου,
καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν
μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν
ὁ
Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε
ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες
ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ.
(Ἰωάν.
κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν βράδιασε
τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῷ οἱ μαθητὲς ἦταν
μαζεμένοι σ' ἕνα σπίτι καὶ εἶχαν τὶς θύρες κλειστὲς ἐπειδὴ φοβοῦνταν
τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε στὴ μέση καὶ
τοὺς εἶπε: Ἂς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς.
Κι ἀφοῦ τὸ εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευρά του, γιὰ
νὰ δοῦν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ νὰ πεισθοῦν ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Διδάσκαλός
τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι' αὐτὸ μὲ τὴν ἐπίδειξη
τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητὲς πού εἶδαν τὸν Κύριο. Ὅταν λοιπὸν οἱ
μαθητὲς ἠρέμησαν κάπως ἀπὸ τὴν πρώτη σφοδρὴ συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν
ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τοὺς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σὲ σχέση μὲ
τὴ μελλοντική τους τώρα κλήση καὶ ἀποστολή: Ἂς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιὰ
τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νὰ συνεχίσετε
τὸ ἴδιο ἔργο. Κι ἀφοῦ τὸ εἶπε αὐτό, προκειμένου νὰ τοὺς μεταδώσει
τὴν πνοὴ τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στὰ πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε
ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καὶ τοὺς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. Σ' ὅποιους συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες,
θὰ τοὺς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπὸ τὸν Θεό. Σ' ὅποιους ὅμως τὶς κρατᾶτε
ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες. Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν
ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καὶ τὸν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι
Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε
ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τὸν Κύριο. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε:
Ἐὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μάτια μου στὰ χέρια
του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι τῶν
καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μὲ τὰ
μάτια μου ἀλλά καὶ μὲ τά δάχτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστέψω.
Πράγματι λοιπόν,
ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦσαν πάλι μέσα στὸ σπίτι οἱ μαθητές, καὶ μαζὶ
μ' αὐτοὺς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές
οἱ θύρες, καὶ στάθηκε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς καί εἶπε: Ἂς εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς. Ἔπειτα λέει
στὸν Θωμᾶ: Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ.
Ψηλάφησε καὶ ἐξέτασε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δὲς συγχρόνως μὲ
τὰ μάτια σου τὰ χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου
καὶ βάλ' το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη. Καὶ μὴν ἀφήνεις
τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ὥστε νὰ γίνεις μόνιμα
καὶ ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καὶ νὰ στηρίζεσαι
στὴν πίστη, ὥστε νὰ γίνεις ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος σ' αὐτή. Ὁ
Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω
καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς:
Πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακάριοι
καὶ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν
δεῖ μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως μὲ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τὰ
μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θὰ ἔλθουν.
Σύμφωνα λοιπὸν
μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὀ Ἰησοῦς
μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν
τὴ θεότητά του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο αὐτό. Αὐτὰ
πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς
πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι
πιστεύοντας νὰ ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τὴ νέα, θεία καὶ αἰώνια
ζωή, τὴν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται
τό ὄνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου