ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες
παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς. Λέγει
γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι·
ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν
ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν
παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν
θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν
ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι,
ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ
ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς
δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ
δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ
ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι
καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ
πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
(Β΄ Κορ. Ϛ΄[6] 1-10)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, συνεργαζόμενοι μέ τόν Θεό στό ἔργο αὐτό τῆς συμφιλιώσεως καί τῆς καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων, σᾶς παρακαλοῦμε νά δείξετε μέ τή διαγωγή σας ὅτι δέν δεχθήκατε μάταια καί ἀνώφελα τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί μή νομίσετε ὅτι πάντοτε ὁ Θεός θά σᾶς στέλνει τούς ἀντιπροσώπους του νά σᾶς παρακαλοῦν. Ὄχι. Διότι λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Στόν κατάλληλο
καιρό,
ὅταν ὁ Θεός δείχνει τό ἔλεός του καί τήν ἀγάπη του, σέ ἄκουσα μέ προσοχή, καί τήν ἡμέρα πού δίνεται ἡ σωτηρία, σέ βοήθησα. Νά λοιπόν, τώρα εἶναι καιρός κατάλληλος,
νά, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας. Καί τώρα
σᾶς ἀπευθύνουμε αὐτά τά παρακλητικά
λόγια χωρίς
νά δίνουμε καμία ἀφορμή σκανδάλου σέ τίποτε,
γιά νά μήν κατηγορηθεῖ στό ἐλάχιστο ἡ διακονία τοῦ κηρύγματος. Ἀλλά ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συστήνουμε τούς ἑαυτούς μας καί ἀποδεικνυόμαστε ἀληθινοί
διάκονοι τοῦ Θεοῦ: μέ ὑπομονή πολλή, μέ θλίψεις, μέ ἀνάγκες, μέ στενοχώριες, μέ δαρμούς καί μαστιγώσεις
πού πληγώνουν τό σῶμα μας, μέ φυλακίσεις, μέ καταδιώξεις πού δέν μᾶς ἀφήνουν νά σταθοῦμε πουθενά,
μέ κόπους, μέ ἀγρυπνίες, μέ στερήσεις φαγητοῦ, μέ καθαρότητα ἀπό κάθε ἁμαρτία, μέ γνώση τῆς ἀλήθειας, μέ μακροθυμία, μέ καλοσύνη, μέ ἁγιασμό καί μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀγάπη πραγματική κι ἐλεύθερη ἀπό ὑποκρισία, μέ λόγο πού κηρύττει τήν ἀλήθεια, μέ δύναμη Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τά ἐπιθετικά, πού εἶναι κατάλληλα
γιά τήν ἐπιβολή τῆς δικαιοσύνης καί μοιάζουν μ’ αὐτά πού ἔχουν στό δεξί τους χέρι οἱ στρατιῶτες πού μάχονται, ὅπως καί μέ τά ὅπλα τά ἀμυντικά, πού μοιάζουν μ’ αὐτά
πού ἔχουν στό ἀριστερό τους χέρι. Εἴμαστε δηλαδή πάνοπλοι, καί γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τή δικαιοσύνη καί τήν
ἀλήθεια, καί γιά νά δημιουργήσουμε τό θρίαμβό της. Ἀποδεικνύουμε ποιοί εἴμαστε μέ τή δόξα πού δεχόμαστε ἀπ’ αὐτούς πού πιστεύουν στό Εὐαγγέλιο καί μέ τήν ἀτιμία ἀπό τούς ἀπίστους, μέ τή δυσφήμηση ἀπό τούς συκοφάντες μας καί μέ τά ἐγκώμια
καί τούς ἐπαίνους ἀπό τούς πιστούς. Παρουσιαζόμαστε
ὡς ἀπατεῶνες ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὡς εἰλικρινεῖς ἀπό τούς πιστούς· ὡς ἄγνωστοι ἐξαιτίας τῆς κοινωνικῆς ἀσημότητός μας, καί ὡς πολύ γνωστοί καί σπουδαῖοι· ὡς ἄνθρωποι πού κινδυνεύουμε νά
πεθάνουμε, κι ὅμως, νά
πού ζοῦμε· ὡς ἄνθρωποι πού παιδαγωγούμαστε ἀπό τόν Θεό μέ βαρύτατες δοκιμασίες, ἀλλά δέν φτάνουμε στό θάνατο. Ἐξαιτίας τῶν δοκιμασιῶν μας αὐτῶν μᾶς νομίζουν βυθισμένους στή λύπη, ἐμεῖς ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε.
Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, ἐμεῖς ὅμως κάνουμε πολλούς νά πλουτίζουν μέ πνευματικούς καί οὐράνιους θησαυρούς. Παρουσιαζόμαστε σάν νά μήν ἔχουμε τίποτε, κι ὅμως κατέχουμε τά πάντα.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο
ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ
καὶ ὄχλος
πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε
τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ
ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς
ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν
αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο
τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν
ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο
λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν
αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε
δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον
τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι
ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ.
ζ΄[7] 11 – 16)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΝΟΣ
Σπάνια συναντᾶ κανεὶς τέτοιον
συμπυκνωμένο πόνο σὰν αὐτὸν ποὺ ἐβάστασε ἐκείνη ἡ χήρα γυναίκα
τῆς Ναΐν, ποὺ τὴν εἴδαμε στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα νὰ κηδεύει τὸ μοναδικὸ
παιδί της, τὸν μονάκριβό της, τὸ στήριγμά της, τὴ μεγάλη ἀγάπη της,
τὸ φῶς τῆς ζωῆς της. Ἡ τρομερὴ εἴδηση συνετάραξε τὴ μικρὴ πόλη καὶ ὅλοι
πικραμένοι ἀφάνταστα ἀκολουθοῦσαν τὴν ἐκφορά του. Ἀλλὰ κι ἄλλοι
τόσοι νὰ ἔφθαναν, κι ὅλη ἡ οἰκουμένη νὰ ἔτρεχε ἐκεῖ, ποιὸς θὰ μποροῦσε
νὰ παρηγόρηση τὴ δύστυχη μάννα;
Ἕνας μόνο θὰ μποροῦσε νὰ τὸ
κάνει. Ὁ Κύριος! Καὶ τὸ ἔκανε. Τὴν συμπόνεσε, μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής,
καὶ τῆς ἀπηύθυνε αὐτὸν τὸν λόγο: «Μὴ κλαῖε».
ΜΗ ΚΛΑΙΕ! Παρήγορος ὁ λόγος
τοῦ Κυρίου μας. Λόγος ἀγάπης, συμπαθείας, ἐνισχύσεως. Λόγος στηριγμοῦ
τῆς ἀφάνταστα πονεμένης ψυχῆς.
«Μὴ κλαῖε»! Εἶναι ἀλήθεια πὼς
ἀρκετὰ ποτάμια στέρεψαν στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ ἀρκετὲς
λίμνες ξεράθηκαν. Ἀλλὰ τὸ ποτάμι τῶν δακρύων τῶν ἀνθρώπων ὁλοένα
καὶ πιὸ πολὺ φουσκώνει καὶ δὲν πρόκειται νὰ στερέψει ποτέ, ὅσο θὰ διαρκεῖ
ἡ παρούσα τάξη τῶν πραγμάτων. Κοιλάδα κλαυθμῶνος εἶναι ὁλόκληρος ὁ
κόσμος μας. Δάκρυα, πόνος, θλίψη παντοῦ. Μιὰ ἀφόρητη δυστυχία πιέζει
τὰ στήθη τῆς οἰκουμένης. Ἕνα σκουλήκι ἀχόρταγο κατατρώγει ἀθέατο
τὰ σπλάγχνα μικρῶν καὶ μεγάλων. Ἐκεῖ ποὺ ὁ ἄνθρωπος νομίζει πὼς βρῆκε
τὴ χαρά, ξαφνικὰ συναντάει τὴν ἀβάστακτη θλίψη. Μιὰ καταστροφή,
μιὰ ἀρρώστια, ὁ θάνατος, καὶ ὁ πύργος τῆς εὐτυχίας μονομιᾶς καταρρέει.
Καὶ τότε;
Ὢ, τότε! Τότε ἡ ψυχὴ γεμίζει
ἀπελπισία. Πνίγεται. Δὲν βλέπει φῶς πουθενά. Δὲν τὴν ἱκανοποιεῖ τίποτε
ἀπολύτως. Δὲν βρίσκει νόημα κανένα πιὰ στὴ ζωή. Καὶ μάλιστα ἂν εἶναι
μάννα, σὰν τὴν χήρα της Ναΐν, ποὺ χάνει τὸ παιδί της. Τί τρομερὸς πόνος
τὴν πνίγει! Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ὅσα χρόνια καὶ νὰ περάσουν, στὸ πρόσωπό
της τὸ χαμόγελο δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἀνθίσει. Πάντα ἕνα ἀόρατο χέρι
θὰ συσπᾶ τὰ χείλη ἀπότομα, θὰ ρίχνει μιὰ σκιὰ στὴ μορφή της.
Ἀδελφὴ ψυχή, ἴσως σὲ ἄγγιξε
καὶ σένα κάποτε αὐτὸ τὸ χέρι τοῦ μεγάλου πόνου. Ἀφαίρεσε ἴσως ἀπὸ
τὸ πρόσωπό σου τὴ χαρά, ἀπὸ τὰ μάτια σου τὴ γαλήνη. Πόνεσες πολύ. Ἴσως
πονᾶς ἀκόμα. Συνεχίζεις νὰ κλαῖς!...
Λοιπόν, τὸ ξέρουμε, πὼς λόγια
δύσκολο πολὺ νὰ σὲ παρηγορήσουν. Ὅμως, τί ἄλλο νὰ σοῦ ποῦμε, αὐτὸν
τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ μονάχα: μὴν κλαῖς! Ὄχι γιὰ «νὰ τὸ ρίξεις ἔξω», ὅπως
λένε μερικοί, ἢ νὰ ξεχάσεις. Ὄχι! Μάλιστα τὸ ἀντίθετο θὰ λέγαμε: ποτὲ
νὰ μὴν ξεχάσεις! Ἀλλὰ πρόσεξε. Πρόσεξε μήπως ξεχάσεις κάτι ἄλλο πιὸ
σημαντικό. Μήπως δὲν θυμηθεῖς νὰ ψάξεις νὰ βρεῖς τὸ μήνυμα τοῦ πόνου
σου, τὸ νόημά του. Ψάξε, λοιπόν! Ψάξε βαθιά. Παῦσε τὰ δάκρυα καὶ ρώτησε
τὸν ἑαυτό σου εἰλικρινά: Γιατί; Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν θλίψη
στὴ ζωή μου; Τί εἶναι ποὺ θέλει νὰ μοῦ πεῖ; Μήπως μέσα στὴν πρώτη εὐτυχία
μου Τὸν εἶχα ὁλότελα ξεχάσει; Μήπως ζοῦσα χωρὶς νὰ ζῶ, ἀφοῦ ζωὴ μακριὰ
ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι μονάχα θάνατος;
Μὴν κλαῖς, πονεμένη ἀδελφὴ
ψυχή. Ἄλλωστε ὁ Κύριος ἔχει ἀκόμη κάτι νὰ σοῦ πεῖ, ἢ μᾶλλον ἕναν θησαυρὸ
ἀσύλληπτο νὰ σοῦ χαρίσει.
2. Ο ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Συγκλονιστικὴ ἡ στιγμή! Τὰ
λόγια του Κυρίου πρὸς τὴν πονεμένη μάννα ἀκούγονται παράξενα. Νὰ
μὴν κλάψει! Μὰ αὐτὴ ἦταν δύο φορὲς νεκρή. Καὶ δύο φορὲς εἶχε τὰ ὄνειρά
της θάψει.
Μὴν κλαῖς! Καὶ τὴν ἴδια ἐκείνη
ἐκεῖ στιγμὴ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ
ἄγγιξε τὸ φέρετρο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. Οἱ μεταφορεῖς σταμάτησαν παραξενεμένοι.
Τί νὰ σημαίνει τώρα αὐτό;
Ἀλλὰ δὲν προλαβαίνουν περισσότερο
νὰ ἀπορήσουν. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ τώρα πανίσχυρος, προστακτικός:
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», νεαρέ, σὲ σένα μιλάω, σήκω ἐπάνω!
Καὶ ἀμέσως ἀνασηκώθηκε ὁ νεκρὸς νέος καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Τὸν παρέδωσε
τότε ὁ Κύριος στὴ μητέρα του, ἐνῶ φόβος μεγάλος γέμισε τὶς ψυχὲς τῶν
ἀνθρώπων. Φόβος μπροστὰ στὴν παντοδύναμη ἐξουσία τοῦ Κυρίου. Γι᾿
αὐτὸ καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι μεγάλος προφήτης φάνηκε ἀνάμεσά
μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε κοντὰ στὸν λαό Του, «ἐπεσκέψατο τὸν λαὸν αὐτοῦ».
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΩΣ εἶχε ἔρθει ὁ Θεὸς
κοντὰ στὸν λαό Του. Ὄχι βέβαια μὲ τὸν τρόπο ποὺ νόμισαν οἱ κάτοικοι
τῆς Ναΐν. Αὐτοὶ στὴν λέξη «ἐπεσκέψατο» ἔδιναν τὴ σημασία ὅτι ὁ Θεὸς
τοὺς ἔστειλε ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, ἕναν μεγάλο προφήτη, γιὰ νὰ τοὺς καθοδηγήσει
καὶ νὰ τοὺς προστατεύσει. Δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ φανταστοῦν αὐτὸ ποὺ
πράγματι εἶχε συμβεῖ. Ὅτι δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς – αὐτοπροσώπως – βρισκόταν μπροστά
τους ἐκείνη τὴ στιγμή. Δὲν χωροῦσε στὸ νοῦ τους ποτέ, δὲν τοὺς περνοῦσε
κἂν αὐτὴ ἡ σκέψη, ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε γίνει ἄνθρωπος καὶ περπατοῦσε ἐκεῖ
ἀνάμεσά τους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους ἦταν ὁ ἴδιος
ὁ Θεός, τὸν Ὁποῖο λάτρευαν στὸν Ναό τους (τῶν Ἱεροσολύμων) προσφέροντας
καθημερινὰ θυσίες καὶ ἀναπέμποντάς Του ὕμνους καὶ προσευχὲς συνεχεῖς.
Καὶ ὅμως αὐτὸ εἶχε συμβεῖ.
Δὲν γνωρίζουμε τί ἔκανε κατόπιν ἐκείνη ἡ μάννα καὶ τὸ παιδί της. Ἂν
δηλαδὴ γνωρίστηκαν στενώτερα μὲ τὸν Κύριο καὶ ἂν δέχθηκαν μετὰ ἀπὸ
λίγο τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι
πιθανὸν νὰ τὸ ἔκαναν. Ἡ εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν μεγάλο Εὐεργέτη
τους θὰ τοὺς ἔφερε ἴσως κοντά Του. Ἀλλὰ εἴπαμε, δὲν τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ
τὸ πράγμα. Ξέρουμε μόνον πὼς ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ μεγάλου πόνου ὁ Θεὸς
τοὺς εἶχε ἐπισκεφθεῖ, τοὺς ἄγγιξε ἁπαλά, καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη ἄπειρη
σκούπισε τὰ δάκρυα τῆς μάννας, χάρισε χαρὰ μεγάλη στὴν πονεμένη
της ψυχή.
Ἀλλά, ἀδελφοί, ὁ Κύριος εἶναι
δίκαιος κι οὔτε ποτέ του ἔκανε, οὔτε καὶ κάνει διακρίσεις· κι οὔτε
σὲ μιᾶς μονάχα μάννας τὸν πόνο ὑπῆρξε συμπαθὴς κι οὔτε εὐεργέτης μόνο
τότε, ἐκείνης ἐκεῖ τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ τώρα Αὐτὸς ὁ Ἴδιος
εἶναι. Συμπαθὴς καὶ τώρα στὸν πόνο τῶν πονεμένων, στὶς τραγωδίες τῶν
δυστυχούντων, στὶς πίκρες τῶν ἀδικημένων τῆς ζωῆς. Ἐπισκέπτεται καὶ σήμερα, «τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Ἐπισκέπτεται ἰδιαιτέρως τοὺς δοκιμαζόμενους πιστούς. Θὰ πεῖτε ἴσως:
γιατί λοιπὸν δὲν ἀνασταίνει καὶ τοὺς δικούς μας τοὺς νεκρούς; Ἂλλὰ καὶ
τότε δὲν ἀνέστησε ὅλους τοὺς νεκρούς. Τρεῖς μόνον νεκραναστάσεις ἀναφέρονται
στὰ Εὐαγγέλια· ἁπλῶς γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους τὴ δύναμή Του, τὴ
θεϊκή Του ἐξουσία. Ἔδωσε κάτι λίγο καὶ μικρὸ γιὰ νὰ μᾶς βεβαίωσει
πὼς μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει καὶ τὸ μεγάλο.
Λοιπόν, καὶ τοὺς νεκροὺς θὰ ἀναστήσει
καὶ μάλιστα ὅλους, ὄχι μονάχα δύο ἢ τρεῖς. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ πιὸ
μεγάλο ποὺ χαρίζει. Τὸ πιὸ μεγάλο, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι χαρίζει σὲ
μᾶς τὴ δόξα Του τὴν θεϊκή, τὸν πλοῦτο τῶν ἀπείρων δωρεῶν Του, αὐτὸν
τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του. Μᾶς ἐπισκέπτεται καὶ ἐμᾶς. Κι ὄχι μονάχα μία
ἐπίσκεψη στιγμῆς. Ἀλλὰ ἑνώνεται αἰώνια μαζί μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπει
τὸν πόνο στὴ ζωή μας. Γιὰ νὰ ἀνοίξει ἡ καρδιά μας, γιὰ νὰ διασταλεῖ ἡ ὕπαρξή
μας ὅλη, ὥστε νὰ χωρέσει μέσα μας Ἐκεῖνος, τὸν Ὁποῖο οὔτε ἡ γῆ μας
τὸν χωρεῖ οὔτε τὸ Σύμπαν μπορεῖ ποτὲ νὰ περικλείσει.
Αὐτή Του τὴν ἀσύλληπτη δωρεὰ
ὅμως, μήπως δὲν τὴν ἔχουμε, ἀδελφοί μου, ὅσο πρέπει ἐκτιμήσει;
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου