ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς
καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας,
ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει
τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην
διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει
μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον
ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου
οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον
καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου
καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις
μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ·
φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι
ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη
μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν
μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται·
ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ
ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄ Κορ. ια΄[11] 31-33, ιβ΄[12] 1-9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, θά
σᾶς πῶ πράγματα πού ἴσως σᾶς
φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλά ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος
στούς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δέν λέω ψέματα. Στή Δαμασκό ὁ διοικητής πού εἶχε διορισθεῖ ἀπό τόν βασιλιά Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδή ἤθελε νά μέ συλλάβει. Κι ἀπό κάποιο παράθυρο μέ κατέβασαν κάτω μέσα σέ δικτυωτό καλάθι,
μέσα ἀπό κάποιο ἄνοιγμα τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του. Νά σᾶς μιλήσω λοιπόν καί γιά ἄλλους διωγμούς
μου, δέν μέ συμφέρει νά καυχιέμαι. Σταματῶ λοιπόν γι’ αὐτό νά μιλῶ
γιά τούς διωγμούς καί τούς ἄλλους κόπους μου. Θά ἀναφερθῶ ὅμως σέ ὀπτασίες
καί ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο
πού βρίσκεται σέ στενή σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτός πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καί ἀνυψώθηκε μέχρι
τόν τρίτο οὐρανό, ὅπου διαμένουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζω
ὅμως ἐάν ἦταν μέ τό σῶμα του τήν ὥρα ἐκείνη ἤ ἦταν σέ ἔκσταση, ἔξω ἀπό
τό σῶμα του. Ὁ Θεός ξέρει. Καί γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε
μέ τό σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τό σῶμα του, μόνο μέ τήν ψυχή του, δέν γνωρίζω,
ὁ Θεός γνωρίζει) ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στόν Παράδεισο κι
ἄκουσε λόγια πού κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τή δύναμη νά τά πεῖ, κι οὔτε
ἐπιτρέπεται νά τά ξεστομίσει λόγῳ τῆς ἱερότητός τους. Γιά τόν
ἄνθρωπο αὐτόν θά καυχηθῶ. Δέν εἶναι ὁ συνηθισμένος Παῦλος αὐτός, ἀλλά
ἄλλος Παῦλος, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλές χάριτες. Γιά τόν ἑαυτό
μου ὅμως δέν θά καυχηθῶ παρά μόνο γιά τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς
μου, ὅπου φανερώνεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού
δέν μ’ ἀφήνει νά καταρρεύσω. Μόνο γιά τίς ἀσθένειές μου αὐτές θά
καυχηθῶ κι ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες καί τή δράση μου. Διότι ἐάν θελήσω
καί γι’ αὐτά νά καυχηθῶ, δέν θά εἶμαι ἄμυαλος καί ἀνόητος, ἐπειδή θά
πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως νά καυχηθῶ, γιά νά μή μοῦ λογαριάσει
κανείς τίποτε περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Καί
ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί
μοῦ δόθηκε ἀγκαθωτό ξύλο στό σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος
τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ χτυπᾶ στό πρόσωπο καί νά μέ ταλαιπωρεῖ, γιά νά
μήν ὑπερηφανεύομαι. Γιά τόν πειρασμό αὐτό τρεῖς φορές παρακάλεσα
τόν Κύριο νά μοῦ τόν ἀπομακρύνει. Ἀλλά ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: Σοῦ εἶναι
ἀρκετή ἡ χάρις πού σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί μέ τήν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα
καί θαυμαστά. Μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν θά καυχιέμαι περισσότερο στίς
ἀσθένειές μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις
προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτός ἄρχων
τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
παρεκάλει
αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν
δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι
συνέπνιγον
αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ
ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον
τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν
ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη
ἡ ῥύσις
τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός
μου; ἀρνουμένων
δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι
συνέχουσί
σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν· Ἥψατό
μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων
δύναμιν ἐξελθοῦσαν
ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε
καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο
αὐτοῦ ἀπήγγειλεν
αὐτῷ ἐνώπιον
παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη
παραχρῆμα.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγων αὐτῷ
ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν
δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν
εἰσελθεῖν
οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον
δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει.
καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι
ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε
λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε
τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη
παραχρῆμα,
καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν
οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠΡΟΣΙΤΟ
Στὸν δρόμο
πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου ἔγινε τὸ θαῦμα. Λίγο πρίν,
ὁ Ἰάειρος εἶχε πέσει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ δεχθεῖ
νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἑτοιμοθάνατη δωδεκάχρονη
κόρη του. Καὶ ὁ Κύριος τὸ εἶχε δεχθεῖ καὶ ἤδη βάδιζε πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Ἐκεῖ λοιπόν,
στὸν δρόμο, κάποια γυναίκα Τὸν ἄγγιξε. Ἦταν ἡ δύστυχη ἄρρωστη, ταλαιπωρημένη,
αἱμορραγοῦσε συνεχῶς. Δώδεκα χρόνια βασανιζόταν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια,
κι ἐνῶ εἶχε ξοδέψει ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς γιατρούς, γιατρειὰ
δὲν εὕρισκε. Τώρα πλησίασε τὸν Κύριο μὲ πίστη. Δὲν Τοῦ εἶπε τίποτε.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ τὰ πλήθη συνωστίζονταν γύρω Του, βρῆκε τὴν εὐκαιρία
νὰ ἀγγίξει κρυφὰ τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Του, τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός
Του. Καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα σταμάτησε. Ἔγινε καλά. Εὐτυχισμένη ἡ γυναίκα
γύρισε νὰ φύγει – δὲν τὴν εἶχε πάρει εὐτυχῶς εἴδηση κανείς!
«Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Τὰ ἀπρόσμενα τοῦτα λόγια τοῦ Κυρίου δημιουργοῦν
ἀπορία μεγάλη. Κύριε, τοῦ λέγει ὁ Πέτρος, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ Σὲ κυκλώνουν
ἀπὸ παντοῦ καὶ Σὲ πιέζουν, καὶ Ἐσὺ λὲς «ποιὸς μὲ ἄγγιξε»; Ἀλλὰ ὁ Κύριος
ἐπιμένει: «Ἠψατό μού τις». Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι ἐγὼ ἔνιωσα
νὰ βγαίνει δύναμη ἀπὸ ἐπάνω μου. Ἡ γυναίκα κατάλαβε πόσο λάθος ἦταν
νὰ νομίζει πὼς θὰ ἔμενε ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου. Τρέμοντας
ἦρθε μπροστά Του καὶ πέφτοντας στὰ πόδια Του τὰ ἐξήγησε ὅλα. Ἔχε θάρρος,
κόρη μου, τῆς εἶπε στὸ τέλος ὁ Κύριος. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Πήγαινε
στὸ καλό σου. Εἰρήνευε.
«ΤΙΣ Ο
ΑΨΑΜΕΝΟΣ ΜΟΥ;» Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;
Ποιὸς νὰ Σὲ
ἀγγίξει, Κύριε; Δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ἐξακολουθοῦμε νὰ συνωστιζόμαστε
γύρω σου, νὰ Σὲ σπρώχνουμε... Συγκεντρωνόμαστε στοὺς ναούς, τρέχουμε
στὰ ἱερὰ προσκυνήματα, μερικὲς φορὲς σχεδὸν πατᾶμε ὁ ἕνας ἐπάνω
στὸν ἄλλον γιὰ νὰ κοινωνήσουμε, ἀλλὰ ποιοὶ ἀπὸ ἐμᾶς Σὲ ἐγγίζουν πραγματικά;
Παίρνουν δύναμη ἀπὸ Σένα; Ποιοὶ ἀληθινὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί σου, ἑνώνονται
μὲ Σένα;
Ναί, δὲν ὑπάρχει
ἀμφιβολία πὼς ἀνάμεσα στοὺς τόσους ποὺ Σὲ περικυκλώνουμε, ἀσφαλῶς
ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνες οἱ ὑπέροχες ψυχές, ποὺ Σὲ πλησιάζουν μὲ ἕναν ἰδιαίτερο
τρόπο, ποὺ ἀγγίζουν τὴν ἀνθρώπινη φύση Σου καὶ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ
τὴν ἀχώριστη ἀπὸ αὐτὴ θεότητά Σου, μὲ Σένα, τὸν ὕψιστο καὶ ὑπεράπειρο
Δημιουργὸ καὶ Θεό μας. Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς αὐτὲς οἱ ψυχές, γιὰ τὶς ὁποῖες
θὰ μπορεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνεις καὶ σήμερα: «ἥψατό μού τις» - κάποιος
μὲ ἄγγιξε!
Ναί, ὑπάρχουν!
Ἀλλὰ πόσες εἶναι; Γιατί πολλοί, Κύριε, Σὲ πλησιάζουμε χωρὶς βαθειὰ
συναίσθηση, χωρὶς τὸν ἅγιο καὶ ζωοποιὸ φόβο Σου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν Σὲ
ἀγγίζουμε. Δὲν καταλαβαίνουμε πὼς ἐκείνη τὴν ὥρα ἔρχεσαι μέσα μας
Ἐσὺ ὁ Ἴδιος, ὁ ἀπρόσιτος Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν παίρνουμε δύναμη,
δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὶς ἀκατάσχετες πνευματικὲς αἱμορραγίες
μας.
Ὦ Κύριε,
δῶσε νὰ καταλάβουμε κάποτε τὸ τί μᾶς χαρίζεις καὶ ὄχι μόνο νὰ Σὲ ἀγγίζουμε,
ἀλλὰ καὶ αἰώνια καὶ ἀδιάσπαστα νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Σου.
2. ΟΤΑΝ ΠΥΚΝΩΝΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Ἐνῶ ἀκόμη
ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος πρὸς τὴν εὐλογημένη ἐκείνη γυναίκα, ἡ ὑπόθεση
τοῦ Ἰαείρου ἐξελίχθηκε σὲ τραγωδία. Διότι ἔφθασε κάποιος ἀπὸ
τὸ σπίτι του καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς κόρης του. Πέθανε ἡ κόρη
σου, τοῦ εἶπε, μὴν κουράζεις ἄδικα τὸν Διδάσκαλο. Ἦταν πράγματι φοβερό!
Ὁ Κύριος ἀντελήφθη
ἀμέσως τὴ δραματικὴ τροπὴ τῶν πραγμάτων καὶ γυρνώντας πρὸς τὸν Ἰάειρο
τοῦ εἶπε: μὴ φοβᾶσαι· μόνον νὰ πιστεύεις καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου. Φθάνοντας
δὲ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε κανένα νὰ μπεῖ μέσα παρὰ μόνον
τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα
τοῦ κοριτσιοῦ. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς ἐκεῖ. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος συνέστησε
στοὺς συγκεντρωμένους συγγενεῖς καὶ γνωστοὺς νὰ μὴν κλαῖνε, βεβαιώνοντάς
τους πὼς ἡ κόρη δὲν ἀπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται, ἄρχισαν νὰ Τὸν περιγελοῦν,
διότι ἦσαν βέβαιοι, ὅτι τὸ κορίτσι ἦταν νεκρό. Δὲν ἤξευραν τί ἔκαναν.
Τὸ κορίτσι ἦταν ὄντως νεκρό, ἀλλὰ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἦταν
ἐκεῖ, καὶ γιὰ Ἐκεῖνον ὁ θάνατος τῆς κόρης δὲν διέφερε ἀπὸ ἁπλὸ ὕπνο.
Καὶ πράγματι
ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὅλα εἶχαν τελειώσει. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους
τοὺς ὀλιγόπιστους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι τῆς κόρης καὶ τῆς ἐφώναξε: Κόρη,
σήκω ἐπάνω! Καὶ ἀμέσως ἡ ψυχή της ξαναγύρισε στὸ σῶμα καὶ τὴν ἴδια
στιγμὴ ἀναστήθηκε. Τὰ ἔχασαν οἱ γονεῖς της. Ὁ Κύριος ὅμως, ἀφοῦ τοὺς
συνέστησε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγει, τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν ἀνακοινώσουν
σὲ κανέναν αὐτὸ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίσουν περισσότερο τὸν φθόνο
τῶν ἐχθρῶν Του.
Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ
ἐξέλιξη αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ τὸ κάνει ἀναμφιβόλως ἰδιαίτερα
διδακτικό. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἐκείνη τὴν πραγματικὰ τραγικὴ
στιγμὴ ποὺ ἄκουγε ὁ Ἰάειρος τὴν εἴδηση τοῦ θανάτου τῆς κόρης του. Θὰ
ἦταν κάτι σὰν κεραυνός. Καὶ σίγουρα θὰ τὸν ἔπνιξε στοὺς λογισμούς:
Ἄχ! – θὰ ἔλεγε – λίγα λεπτὰ ἐνωρίτερα ἂν πήγαινα στὸν Κύριο... ἂν
δὲν καθυστεροῦσε μὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν γυναίκα... ἄν... ἄν... ἄν... θὰ ἐγλύτωνε
τὸ παιδάκι μου. Θὰ πνίγηκε κυριολεκτικὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ «ἄν». Καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ θέλησε ὁ Κύριος
νὰ τὸν γλυτώσει, στρεφόμενος ἀμέσως πρὸς τὸ μέρος του καὶ λέγοντάς
του «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται».
Αὐτὰ τὰ «ἄν»! Τὸ φρικτὸ μαστίγωμα τῶν ψυχῶν
ποὺ ἔχουν λίγη πίστη! Ὅταν τοὺς ἔρθει κάποια θλίψη, κάποια δοκιμασία,
τρέχουν ἀμέσως στὸν Κύριο. Ἀλλά. βλέπετε, ποτὲ κανένα κακὸ δὲν ἔρχεται
μόνο του. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ἡ θλιμμένη ψυχὴ περιμένει τὴν ἐπέμβαση
τοῦ Θεοῦ, βλέπει ξαφνικὰ καινούργια μπόρα νὰ πλησιάζει, κι ὣς ὅτου ξεσπάσει
αὐτή, ὁ οὐρανὸς ἔχει πάλι σκοτεινιάσει καὶ τὰ μαῦρα σύννεφα σέρνονται
ἀπειλητικὰ πάνω ἀπὸ τὸ ρημαγμένο κιόλας σπιτικό της. Καὶ βέβαια
τότε ἡ ψυχὴ ἀρχίζει νὰ λυγίζει. Εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα, ἡ ὥρα ποὺ ρίχνεται
μέσα στὸ φοβερὸ καμίνι τοῦ πειρασμοῦ. Εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ ὥρα
ποὺ ἀρχίζουν τὰ «ἄν».
Τὰ «ἄν»! Ἂν οἱ γονεῖς μου πρόσεχαν σ᾿
αὐτό... Ἂν δὲν εἶχα κάνει αὐτὴν τὴν ἐργασία... Ἂν δὲν εἶχε γίνει ἐκεῖνος
ὁ γάμος... Ἂν ὁ ἄνδρας μου μὲ ἄκουγε... Ἂν ἡ γυναίκα μου δὲν ἐπέμενε
τόσο πολύ... Ἂν οἱ γνωστοί μου φρόντιζαν λιγάκι... Ὁλόκληρη ἁλυσίδα
ἀπὸ ἄν, ποὺ πραγματικὰ γίνεται θηλειὰ φρικτὴ καὶ ἀπειλεῖ νὰ πνίξει
τὴν ψυχή.
Λοιπόν, ἀδελφοί,
δὲν τὴν ἀκοῦμε τὴν φωνή; Ἐκείνη τὴν ἴδια, τὴν γλυκειά, ποὺ στοργικὰ
μᾶς συνεφέρνει; «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε», μᾶς λέγει!
Νὰ μὴ φοβόμαστε
λοιπόν, ποτέ! Ποτὲ νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη! Νὰ μὴν ξεχνᾶμε!
Νὰ μὴν ξεχνᾶμε: τὸ σκοτάδι πυκνώνει λίγο προτοῦ ροδίσει ἡ αὐγή· ὅταν
τ᾿ ἀστέρια τρεμοσβήνουν καὶ τὸ φεγγάρι ἔχει χαθεῖ!
Θὰ ἔρθει ἡ
αὐγή, ἀδελφοί! Τὰ ἀδιέξοδα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ εὐκαιρία τοῦ Θεοῦ.
Νὰ μὴ φοβόμαστε ποτέ. Νὰ μὴν τὰ χάνουμε. Αὐτὴν τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ
ὅπου πυκνώνει τὸ σκοτάδι, ἡ ψυχὴ δίνει τὶς πιὸ μεγάλες ἐξετάσεις.
Καλὴ ἐπιτυχία σ᾿ αὐτὲς τὶς πιὸ μεγάλες ἐξετάσεις, ἀδελφοί!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου