ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ
(ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
(17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ϛ΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη
ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς΄ Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι
γενόμενοι, ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Τὶ τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ
διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ
τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε΄ ὅτι πνεῦμα σάρκα
καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς
τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἒτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων,
εἶπεν αὐτοῖς΄ Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος,
καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν, ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς΄ Οὗτοι
οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ
γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν
αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς Γραφάς΄ καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Ὃτι οὕτω γέγραπται,
καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ
κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη,
ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω
τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς΄ ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ,
ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας
τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη
ἀπ' αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ, προσκυνήσαντες αὐτόν, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ
εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
(Λουκ. κδ΄[24] 36 – 53]
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀφοῦ ἀναστήθηκε
ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους καί τούς λέει: Νά εἶναι μαζί σας εἰρήνη. Εἰρήνη μέ τόν Θεό καί μεταξύ σας. Εἰρήνη καί
στίς ψυχές σας. 37 Ἡ αἰφνιδιαστική
ὅμως ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου τούς κατατρόμαξε. Κι ἐπειδή κυριεύθηκαν ἀπό φόβο,
νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου πού ἦλθε ἀπό τόν Ἅδη χωρίς
νά ἔχει σῶμα. 38 Ὁ Κύριος ὅμως
τούς εἶπε: Γιατί εἶστε ταραγμένοι; Καί γιατί γεννιοῦνται στίς σκέψεις σας
λογισμοί ἀμφιβολίας γιά τό ἄν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστημένος Διδάσκαλός σας; 39 Δεῖτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου
ὅτι ἔχουν τά σημάδια τῶν καρφιῶν, καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ
Διδάσκαλός σας πού σταυρώθηκε. Ψηλαφῆστε με μέ τά χέρια σας καί βεβαιωθεῖτε ὅτι
δέν εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχή καί τό φάντασμα ἑνός νεκροῦ δέν ἔχει σῶμα
καί ὀστά, ὅπως βλέπετε καί πείθεσθε ὅτι ἔχω ἐγώ. 40 Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά
χέρια του καί τά πόδια του. 41
Ἐπειδή ὅμως αὐτοί ἀπό τή χαρά τους δέν πίστευαν στά μάτια τους καί νόμιζαν ἀκόμη
ὅτι ἔβλεπαν ὄνειρο, καί θαύμαζαν γιά τά πρωτοφανή αὐτά καί ἀνέλπιστα γεγονότα,
τούς εἶπε ὁ Κύριος: Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμο γιά νά φάω κι ἔτσι νά πεισθεῖτε ἀκόμη
περισσότερο ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα; 42 Κι αὐτοί τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι
ψάρι ψημένο καί λίγη κηρήθρα. 43
Τότε τά πῆρε κι ἔφαγε μπροστά τους. Καί τό ἔκανε αὐτό ὄχι γιατί τό σῶμα του εἶχε
ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά τούς βεβαιώσει ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε. 44 Τούς εἶπε ἐπίσης: Αὐτά τά γεγονότα
πού βλέπετε καί σᾶς προκαλοῦν θαυμασμό εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῶν λόγων πού σᾶς
εἶχα πεῖ προφητικῶς, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μαζί σας πρίν σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή ὅτι
σύμφωνα μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐκπληρωθοῦν καί νά
πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ γιά μένα στό νό ο τοῦ Μωυσῆ καί στούς
προφῆτες καί στούς ψαλμούς. 45
Τότε τούς μετέδωσε θεῖο φωτισμό καί τούς ἄνοιξε τό νοῦ γιά νά κατανοοῦν τίς
Γραφές. 46 Κι ἀφοῦ τούς ἀνέπτυξε
τίς κυριότερες προφητεῖες, τούς εἶπε ὅτι ἔτσι ἔχει γραφεῖ προφητικά στίς
Γραφές, κι ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες αὐτές νά πάθει ὁ Χριστός καί
τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του ν’ ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς, 47 καθώς καί ὅτι πρέπει νά κηρυχθεῖ σ’
ὅλα τά ἔθνη μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν στό ὄνομά μου (σύμφωνα δηλαδή μέ ὅσα
διδαχθήκατε καί μάθατε γιά τό ὄνομά μου, ὅτι εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων).
Καί τό κήρυγμα αὐτό πρέπει ν’ ἀρχίσει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. 48 Ἐσεῖς εἶστε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν,
δηλαδή τοῦ κηρύγματός μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ Πάθους μου καί τῆς Ἀναστάσεώς μου.
Καί μέ τή μαρτυρία πού θά δώσετε γιά μένα θά συντελεσθεῖ τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ
κηρύγματος τῆς μετανοίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σ’ ὅλα τά ἔθνη. 49 Κι ἐγώ σᾶς ὑπόσχομαι νά σᾶς βοηθήσω
ἀποτελεσματικά στό ἔργο αὐτό. Ἰδού ἐγώ, πού ἀπό τώρα εἶμαι καί ὡς ἄνθρωπος ὁ
βασιλεύς τοῦ κόσμου καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, θά σᾶς στείλω σέ λίγο ἀπό τόν οὐρανό
ἐπάνω σας αὐτό πού σᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτό
τό Πνεῦμα προανήγγειλαν οἱ προφῆτες ὅτι θά δοθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἐσεῖς λοιπόν
καθίστε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ καί μήν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ’ αὐτήν, μέχρι νά
φορέσετε ὡς πνευματικό ἔνδυμα τή δύναμη καί τήν ἐνίσχυση πού θά σᾶς ἔλθει ἀπό τόν
οὐρανό μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 50 Ὅταν ὁ Κύριος τελείωσε τίς
διδασκαλίες αὐτές, τούς ὁδήγησε ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, μέχρι πού πλησίασαν στή
Βηθανία. Κι ἐκεῖ ὕψωσε τά χέρια του καί τούς εὐλόγησε. 51 Καί καθώς τούς εὐλογοῦσε,
ἄρχισε νά ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτούς καί ν’ ἀνεβαίνει ἐπάνω, πρός τόν οὐρανό. 52 Κι αὐτοί, ἀφοῦ τόν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν
στήν Ἱερουσαλήμ μέ μεγάλη χαρά γιά τήν ἔνδοξη ἀνάληψη τοῦ Διδασκάλου τους καί
γιά τήν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν ὁποία τούς βεβαίωσε. 53 Καί ἦταν πάντοτε στό ἱερό τίς ὧρες
τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας, ὑμνώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Ἀδελφοί, ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν,
αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.
(Κολ. γ΄[3] 4-11)
ΠΟΤΕ ΨΕΜΑΤΑ!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους»
Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ
ψεύδους. Τὰ γεγονότα μεγεθύνονται, σμικρύνονται, παραποιοῦνται, διαστρέφονται.
Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται πρόοδος καὶ ἡ ἀρετὴ ὀπισθοδρόμηση. Τὸ ψέμα κυριαρχεῖ ὄχι
μόνο στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ γενικὰ στὴν ζωὴ καὶ νοοτροπία τους. Ψέματα οἱ
γονεῖς, ψέματα οἱ μαθηταί, ψέματα οἱ ἐργαζόμενοι, ψέματα οἱ πολιτικοί, ψέματα
παντοῦ. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ξέρεις ποιὸν νὰ πιστεύσεις καὶ τί νὰ
πιστεύσεις. Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παραζάλη ἂς ἀκούσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ θείου Παύλου
ποὺ μᾶς λέγει «μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους»·
κι ἂς δοῦμε ὅτι τὸ ψεῦδος εἶναι πολὺ σοβαρὸ ἁμάρτημα, διότι εἶναι σατανικὸ καὶ
μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.
1. ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ
ΔΙΑΒΟΛΟΥΣ!
Τὸ ψέμα εἶναι
σατανικὴ ἐπινόηση, ἀφοῦ ἐφευρέτης καὶ πατὴρ τοῦ ψεύδους εἶναι ὁ διάβολος. Μέσα
στὸν Παράδεισο παρουσιάζεται μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ φιδιοῦ καὶ ἐκστομίζει στὴν Εὔα
τὸ πρῶτο ψέμα: «Δὲν πρόκειται νὰ
πεθάνετε, ἐὰν φᾶτε ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, ἀλλὰ θὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια σας "καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ"» (Γέν.
γ'[3] 5). Ὁ πονηρὸς διάβολος συκοφαντεῖ τὸν Θεὸ ὄχι μόνον ὡς ψεύτη ἀλλὰ καὶ ὡς
φθονερό. Εἶναι σὰν νὰ λέγει στὴν Εὔα: «Εἶναι
ψεύτης ὁ Θεός σας. Σᾶς εἶπε ὅτι ἐὰν φᾶτε τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ θὰ πεθάνετε, ἐπειδὴ
φοβᾶται μὴ γίνετε κι ἐσεῖς θεοί. Σᾶς ζηλεύει ὁ Θεός».
Ποιὰ ὅμως εἶναι
ἡ ἀλήθεια; Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ὁ διάβολος λέει ψέματα, διότι φθονεῖ τὸν
ἄνθρωπο, «τὸν καθ' ὅμοίωσιν Θεοῦ
πλασθέντα», διότι ξέρει ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει κατὰ χάριν θεός. Ἐνῶ
αὐτός, ποὺ θέλησε νὰ γίνει Θεός, κατήντησε ἀπαίσιος δαίμων. Αὐτὴ ἡ σπορὰ τοῦ
ψεύδους εἶναι πάγια τακτικὴ τοῦ διαβόλου μέσα στὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. «Διαστρέφει τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας»
(πρβλ. Πράξ. ιγ΄[13] 10). Παρουσιάζει τὸ φῶς ὡς σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι ὡς φῶς
(πρβλ. Ἡσ. ε΄[5] 20).
Γι' αὐτὸ ἄλλωστε
ὁ Κύριός μας ὠνόμασε τὸν Ἑωσφόρο διάβολο, διότι ἀκριβῶς διαβάλλει, διαστρέφει,
ψεύδεται. Καὶ μάλιστα μᾶς ἐξήγησε ὁ Κύριος ὅτι ὁ διαβολος «ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὄτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ
αὐτοῦ» (Ἰω. η΄[8] 44). Εἶναι λοιπὸν ὁ διάβολος ὁ ἐμπνευστὴς καὶ ὑποβολεὺς
τοῦ ψεύδους στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μιμοῦνται τὸν διάβολο στὸ
ψεῦδος, διάβολοι γίνονται κι αὐτοί, ψεῦται καὶ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας. Διότι «μεταλλάσσουν τὴν ἀλήθειαν... ἐν τῷ ψεύδει» (Ρωμ.
α΄[1] 25).
Δὲν εἶναι λοιπὸν
μικρὸ ἁμάρτημα τὸ νὰ ψεύδεται κανείς. Οὔτε ὑπάρχουν μικρὰ καὶ μεγάλα ψέματα ἢ
κατὰ συνθήκην ψεύδη ἢ ἀστεῖα ψέματα. Τὸ ψέμα, ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτό, εἶναι
βαρύτατο σατανικὸ ἁμάρτημα. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας,
μικροὶ καὶ μεγάλοι.
2. ΜΑΣ
ΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ!
Τὸ ψεῦδος εἶναι
βαρύτατο ἁμάρτημα, διότι ἐπιπλέον μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀληθείας. Κάθε
φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος λέγει ἔστω καὶ γι᾿ ἀστεῖα ἕνα ψέμα, ὄχι μόνο μιμεῖται τὸν
διάβολο, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει ἀρνεῖται τὸν Θεό. Ψεύδεται ὄχι μόνον
ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ψεύδεται καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ φαίνεται
χαρακτηριστικὰ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀνανία, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπε ὁ ἀπόστολος
Πέτρος: «Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ
Θεῷ. ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε» (Πράξ. ε΄[5]
4-5). Τοῦ εἶπε δηλαδή: Ἀνανία, δὲν εἶπες ψέματα σὲ ἀνθρώπους ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν
Θεό. Καὶ ἀμέσως, μόλις ἄκουσε τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἀνανίας, ἔπεσε κάτω νεκρός.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ Ἀνανία θὰ πρέπει νὰ μᾶς φοβίσει καὶ
νὰ μᾶς κάνει νὰ καταλάβουμε ὅλοι μας πόσο βαρὺ ἁμάρτημα εἶναι τὸ ψέμα. Διότι
ἀκριβῶς κάθε ψέμα, στὸν Θεὸ ἀναφέρεται καὶ τὸν Θεὸ τῆς ἀληθείας περιφρονεῖ,
ἀκόμη κι ὅταν αὐτὸ δὲν γίνεται συνειδητῶς.
Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ: «Βδέλυγμα Κυρίῳ χείλη
ψευδῆ» (Παρ. ιβ΄[12] 22. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς λέγει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ
καταστρέψει «πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ
ψεῦδος» (Ψαλ. ε΄[5] 7). Καὶ ἂν μᾶς φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ λόγος αὐτός, ἂς
ἀνοίξουμε τὸ βιβλίο τῆς «Ἀποκαλύψεως»
νὰ δοῦμε ὅτι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἔχουν θέση οἱ ψεῦται: «Ἔξω... πᾶς ὁ φιλῶν... ψεῦδος» (Ἀποκ.
κβ΄[22] 15). Ἔξω ἀπὸ τὴν οὐράνια πόλη ὅσοι ἀγαποῦν τὸ ψεῦδος.
Ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς
τὸ ψέμα στὴν ἐποχή μας κυριαρχεῖ καὶ μεταδίδεται ἐπιδημικά, ἐμεῖς ποὺ
γνωρίζουμε πόσο σοβαρὸ ἁμάρτημα εἶναι, ποτὲ καὶ γιὰ κανένα λόγο νὰ μὴν
ψευδόμαστε. Αὐτὸ νὰ καλλιεργήσουμε καὶ στὶς οἰκογένειές μας, μάλιστα δὲ στὰ
μικρὰ παιδιά μας μὲ τὸν λόγο μας καὶ τὸ παράδειγμά μας. Νὰ λέμε πάντα τὴν
ἀλήθεια καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἀλήθεια, ὅ,τι κι ἂν αὐτὴ μᾶς κοστίζει. Διότι,
ὅταν ζοῦμε μὲ τὴν ἀλήθεια, ζοῦμε μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀληθείας.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄνθρωπός
τις
ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά·
ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου
τοῦ δείπνου.
(Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ
Κύριος τήν πιό κάτω παραβολὴ: Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ
συμπόσιο καὶ κάλεσε πολλούς. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπόλαυση δηλαδὴ τῆς αἰώνιας
βασιλείας παρομοιάζεται μ' ἕνα μεγαλοπρεπὲς δεῖπνο πού ἑτοίμασε
ὁ Θεός. Σ' αὐτὸ δὲν κάλεσε ἀρχικὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλά πολλούς,
δηλαδὴ μόνο τούς Ἰουδαίους. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸν δοῦλο
του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους: Ἐλᾶτε
καὶ μὴν ἀναβάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα. (Σὲ κάθε ἐποχὴ
δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔστελνε τοὺς ἀπεσταλμένους του. Καὶ στὸ τέλος ἔστειλε
τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ κι ἔπειτα τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐνανθρώπησή
του ἔλαβε μορφὴ δούλου). Τότε ἄρχισαν μεμιᾶς ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ
ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, σάν νά ἦταν συνεννοημένοι, νὰ δικαιολογοῦν
τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸ δεῖπνο. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: Ἔχω ἀγοράσει κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ.
Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση
νὰ ἔλθω. Ἄλλος πάλι τοῦ εἶπε: Ἔχω
ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ,
συγχώρησε τὴ δικαιολογημένη ἀπουσία μου. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε:
Εἶμαι νιόπαντρος καὶ γι’ αὐτό δὲν μπορῶ
νὰ ἔλθω. Δηλαδὴ οἱ προσκεκλημένοι ὅλοι ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὶς βιοτικὲς
καὶ τὶς σαρκικές τους μέριμνες καὶ ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος τοὺς καλοῦσε νὰ γίνουν μέτοχοι καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας
του. Ὅταν λοιπὸν γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, διηγήθηκε στὸν κύριό του
τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι. Τότε ὁ νοικοκύρης θύμωσε καὶ εἶπε
στὸ δοῦλο του: Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες
καὶ στὰ στενὰ τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ μέσα τοὺς φτωχούς, τοὺς σακάτηδες,
τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς πού θὰ βρεῖς ἐκεῖ. Κάλεσε δηλαδὴ ὅσους
εἶναι περιφρονημένοι μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀφοῦ οἱ ἐπίσημοι ἄρχοντες
τοῦ Ἰσραὴλ ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὴ σωτηρία πού τοὺς προσφέρει ὁ Μεσσίας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἐπέστρεψε πάλι ὁ δοῦλος καὶ εἶπε: Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καὶ ὑπάρχει
ἀκόμη τόπος ἀδειανὸς στὸ σπίτι γιὰ νὰ προσκληθοῦν κι ἄλλοι. Τότε
εἶπε ὁ κύριος στὸ δοῦλο: Βγὲς ἔξω ἀπ᾿
τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται
οἱ περιπλανώμενοι, πού δὲν ἔχουν σπίτι καὶ μόνιμη κατοικία. Κι ἐπειδὴ
αὐτοὶ θὰ διστάζουν ἀπὸ συστολὴ νὰ πάρουν μέρος στὸ δεῖπνο μου, παρακίνησέ
τους ἐπίμονα νὰ μποῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου. Προσκάλεσε
δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐθνικοὺς νὰ πάρουν μέρος στὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας
μου. Διότι σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας
ἀπό τους ἀνθρώπους ἐκείνους πού κάλεσα ὄχι μόνο δὲν θὰ καθίσει, ἀλλ'
οὔτε κἄν θὰ γευθεῖ τὸ δεῖπνο μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου