ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄
ΛΟΥΚΑ
(10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ
Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα
μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν
πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ,
ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων
τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας
συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε
δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες,
καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ
μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις
ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου,
ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς
τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα
θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων
λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον,
ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι
ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν
ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ
μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄ αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς
εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν
οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;
Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις
ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς
προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον
μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν
αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε,
καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄
καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν
καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς;
Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους
τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη
Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ
ἄρτου.
(Λουκ.
κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος
σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς
ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι
πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;
21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι
αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΖ΄
ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ.
Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς
μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ
πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους αἰῶνος
τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο
ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ
καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν
ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς
πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν
τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ
τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι
ῥῆμα Θεοῦ.
(Ἐφεσ. Ϛ΄ [6] 10-17)
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ
ΠΟΛΕΜΟΣ
1.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ἀναφέρεται
στὸν σκληρὸ πνευματικὸ πόλεμο ποὺ ἔχουμε ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ τὸν μισάνθρωπο
ἐχθρό μας, τὸν διάβολο. Καὶ μᾶς προτρέπει νὰ προβάλλουμε ἔντονη ἀντίσταση
ἀπέναντί του. Μᾶς λέει: Νὰ ἐνισχύεσθε μὲ τὴ δύναμη ποὺ σᾶς δίνει ἡ
κοινωνία σας μὲ τὸν Κύριο καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν πανίσχυρη δύναμή του.
Νὰ φορέσετε ὁλόκληρο τὸν ὁπλισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ὁπλίζει ὁ Θεὸς τοὺς
στρατιῶτες του, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ ἀντιστέκεστε στὰ πανοῦργα τεχνάσματα
τοῦ διαβόλου. Διότι δὲν ἔχουμε νὰ παλέψουμε μὲ ἀντιπάλους ἴδιους
μὲ μᾶς, μὲ αἷμα καὶ σάρκα σὰν τὴ δική μας. Ἀλλὰ ἡ πάλη καὶ ὁ πόλεμός μας
εἶναι μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες, μὲ τὰ διαβολικὰ αὐτὰ τάγματα,
μὲ τοὺς κοσμοκράτορες ποὺ ἐξουσιάζουν τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι
βυθισμένοι στὸ ἠθικὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν αἰώνα αὐτό. Καλούμαστε
νὰ παλέψουμε μὲ τὰ πνευματικὰ ὄντα ποὺ εἶναι γεμάτα πονηριὰ καὶ κατοικοῦν
ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.
Ὅλοι οἱ πιστοὶ
λοιπὸν καθημερινὰ βρισκόμαστε σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση. Διεξάγουμε
διαρκῶς ἕναν ἀόρατο πόλεμο, λυσσώδη καὶ ἐξοντωτικό. Ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε
τὸν χειρότερο ἐχθρό, τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο, ὁ ὁποῖος δὲν παύει
νὰ μᾶς πολεμᾶ. Ἐπειδὴ ἔχασε τὴ μάχη στὸν οὐρανὸ καὶ μισεῖ τὸν Θεό,
θέλει νὰ ἐξοντώσει ἐμᾶς, τὰ ἐπίγεια δημιούργηματά Του. Σὰν λιοντάρι
ποὺ βρυχᾶται καὶ ὠρύεται, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς νὰ μᾶς καταπιεῖ καὶ νὰ
μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ μᾶς κυνηγᾶ ἀσταμάτητα, μᾶς πολιορκεῖ
ἀδίστακτα, θέλει τὴν καταστροφή μας. Ἐκτοξεύει τὰ πεπυρωμένα βέλη
του καὶ περιμένει νὰ ὑποκύψουμε, νὰ συμβιβαστοῦμε μαζί του· ἄλλοτε
μὲ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου καὶ ἄλλοτε μὲ τὰ φόβητρα καὶ τὸν διωγμό. Ἄλλοτε
κρύβεται γιὰ νὰ ἐφησυχάσουμε, καὶ μᾶς αἰφνιδιάζει ἀμέριμνους. Κάποτε
μᾶς παρακινεῖ στὴν ἀναβολή, στὴν ἀμέλεια, σὲ μικροϋποχωρήσεις· κι
ἄλλοτε συκοφαντεῖ τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει τελικὰ στὴν πτώση,
στὴν ἀπόγνωση, στὸν θάνατο. Μὴν ξεγελιόμαστε λοιπόν. Ἔχουμε πόλεμο.
Πόλεμο διαρκῆ. Νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε. Καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι
ὁ διάβολος δὲν ἔχει τίποτε καλὸ νὰ μᾶς δώσει. Θέλει μόνο τὸ κακό
μας, τὴν καταστροφή μας, τὴν ἐπίγεια καὶ τὴν αἰώνια.
2. Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συνέχεια ὁ
ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συνιστᾶ νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ μᾶς
χαρίζει ὁ Θεός. Λέει συγκεκριμένα: Ἐπειδὴ ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι φοβερός,
γι᾿ αὐτὸ πάρτε πάνω σας καὶ φορέστε τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός,
γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθεῖτε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ πειρασμὸς θὰ σᾶς
προσβάλει μὲ δύναμη. Κι ἀφοῦ ἐπιτελέσετε μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ καθήκοντά
σας, νὰ σταθεῖτε στὴ θέση σας καὶ νὰ τὴν κρατήσετε καλά. Σταθεῖτε λοιπὸν
στὴν παράταξη τοῦ ἀγώνα. Ζωσθεῖτε τὴν ἀλήθεια ὡς ζώνη, ὥστε ὁ φωτισμὸς
τῆς ἀλήθειας νὰ σᾶς δίνει πνευματικὴ δύναμη καὶ εὐκινησία. Βάλτε
ὡς θώρακα τὴ δικαιοσύνη, ὥστε νὰ εἶστε ἀπλήγωτοι ἀπὸ κάθε βέλος ἀδικίας
καὶ νὰ μὴν παρασύρεσθε σὲ κανένα ἄδικο ἔργο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων
γύρω σας. Φορέστε στὰ πόδια σας ὡς ὑποδήματα ποὺ διευκολύνουν νὰ
περπατᾶτε ἐλεύθερα, τὴν ἑτοιμότητα ποὺ δίνει στὴν ψυχὴ ἡ τήρηση
τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης. Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ πάρετε πάνω σας καὶ
νὰ φορέσετε ὡς θυρεὸ τὴν πίστη, μὲ τὴν ὁποία θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε
ὅλους τους καυστικοὺς πειρασμοὺς τοῦ πονηροῦ, ποὺ μοιάζουν μὲ πύρινα
βέλη. Καὶ νὰ δεχθεῖτε ὡς περικεφαλαία τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ὥστε
ὁ νοῦς σας νὰ περιφρουρεῖται ἀπὸ ἀγαθοὺς λογισμούς, τοὺς ὁποίους ἐμπνέει
ἡ χριστιανικὴ ἐλπίδα. Πάρτε καὶ τὸ μαχαίρι ποὺ δίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ.
Στὸ δεύτερο αὐτὸ
τμῆμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος μᾶς
προτρέπει νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀναφέρει τὰ
πνευματικὰ ὅπλα ποῦ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀντισταθοῦμε
στὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου. Τὰ ὅπλα μας αὐτὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη,
ἡ ἑτοιμότητα, ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέσα
σὲ λίγες γραμμὲς βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ἀναπτύξουμε ἕνα
πρὸς ἕνα. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ κατανοήσουμε ὅλοι
μας εἶναι ὅτι πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε διαρκῶς καὶ μ᾿ αὐτὰ νὰ ἀντιστεκόμαστε
στὸν διάβολο. Καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀποφεύγουμε τὶς ἀφορμὲς τῶν πειρασμῶν.
Ξέρει ὁ καθένας μας πότε, ποῦ καὶ πῶς μᾶς πολεμᾶ ὁ διάβολος. Ἂς ἀποφεύγουμε
λοιπὸν τὶς αἰτίες ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Καὶ ἰδιαιτέρως ἂς
προσέξουμε τὰ ἀδύναμα σημεῖα μας. Σ᾿ αὐτὰ μᾶς πολεμᾶ περισσότερο
ὁ διάβολος. Γι᾿ αὐτὸ ἂς πάρουμε τὰ μέτρα μας. Ὄχι διάλογο μὲ τὸν πειρασμὸ.
Ἀλλὰ μὲ γενναῖο φρόνημα, μὲ ἐγρήγορση, ἑτοιμότητα καὶ ἄμεση ἀντίδραση
νὰ ἀποκρούουμε τὰ πεπυρωμένα βέλη του. Τὸ σπουδαιότερο, νὰ χρησιμοποιοῦμε
τὰ ἁγιαστικὰ μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν προσευχή,
τὴ νηστεία, τὴ μετάνοια. Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς θά συντρίψει τὸν
διάβολο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας πολὺ γρήγορα. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἀντιστεκόμαστε
καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ ἦν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν μιᾷ
τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας
ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς
τὸ παντελές. ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας·
καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος,
ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ
ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχό μενοι θεραπεύεσθε,
καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά·
ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης
καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν
ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου
τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες
οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις
τοῖς γινομένοις ὑπ' αὐτοῦ.
(Λουκ.
ιγ΄[13] 10 – 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἕνα Σάββατο δίδασκε σὲ μία συναγωγή.
Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ μία γυναίκα ποὺ ὑπέφερε δέκα
ὀκτὼ χρόνια ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια ἐξαιτίας κάποιου πονηροῦ πνεύματος.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένο τὸ σῶμα της καὶ δὲν
μποροῦσε καθόλου νὰ σηκώσει ὄρθιο τὸ κεφάλι της. Ὅταν λοιπὸν τὴν εἶδε
ὁ Ἰησοῦς, τῆς φώναξε καὶ τῆς εἶπε: Γυναίκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη
ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου. Κι ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια του. Τὴν ἴδια στιγμὴ
ἐκείνη ἐπανέκτησε τὴν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ
γιὰ τὴ θεραπεία της. Τότε ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμάτος ἀγανάκτηση
πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία αὐτή μέρα Σάββατο, στράφηκε στὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ κι ἔλεγε: Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στὴ διάθεσή μας νὰ ἐργαζόμαστε,
καὶ μόνο μέσα σ᾿ αὐτὲς δικαιούμαστε καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε αὐτό.
Τίς ἐργάσιμες αὐτὲς ἡμέρες λοιπὸν νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ
ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τότε λοιπὸν ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Ὑποκριτή,
κάτω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου κρύβεις
φθόνο καὶ μοχθηρία. Ὁ καθένας σας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δὲν λύνει τὸ
βόδι του ἢ τό γαϊδούρι ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσει;
Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ χωρὶς νὰ θεωρεῖται παραβάτης τῆς ἐντολῆς τῆς ἀργίας
τοῦ Σαββάτου, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐντολῆς αὐτῆς πού εἶναι ἀναγνωρισμένη
ἀπὸ τὴν παράδοση. Αὐτὴ ὅμως, πού εἶναι κόρη καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ
καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς μὲ τέτοια ἀρρώστια, ὤστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ
ὄρθια δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἦταν σωστὸ καὶ ἐπιβεβλημένο
νὰ λυθεῖ ἀπό τὰ μακροχρόνια αὐτὰ καὶ ὀδυνηρὰ δεσμὰ της τὴν ἡμέρα τοῦ
Σαββάτου; Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί
του. Κι ὅλος ὁ λαὸς χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα πού
διαρκῶς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου