ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
(1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ
λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς
ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ
ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν
ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ
ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ)
Τέκνον Τιμόθεε, παρακαλῶ πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις,
προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ
πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ
εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Εἷς
γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς, ὁ δοὺς
ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ
κήρυξ καὶ ἀπόστολος, ― ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, ― διδάσκαλος ἐθνῶν
ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.
(Α΄Τιμ, β΄ [2] 1-7)
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ
Σήμερα πρώτη Σεπτεμβρίου,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νέου Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὅπως σημειώνει τό Ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο. Τά τροπάρια
πού ψάλλονται στήν Ἐκκλησία μας σήμερα εἶναι σχετικά μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καί τήν ἐπίκληση στόν Θεό νά εὐλογήσει τόν «νέον ἐνιαυτόν» τῆς χρηστότητός Του.
Ὁ ἱερός ὑμνῳδός, μέ ἀφορμή τόν νέο χρόνο, ἀνάγεται στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί ἔρχεται νά ὑμνήσει τόν Χριστό σάν τόν προαιώνιο Λόγο τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τήν σύμπασα κτίση ἐδημιούργησε, «παραγαγών ἐκ μή ὄντων εἰς τό εἶναι» καί νά Τόν παρακαλέσει νά εὐλογήσει καί τή νέα χρονική
περίοδο, τήν ὁποία βλέπει ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἔρχεται νά μᾶς βοηθήσει νά δοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά περαιώσουμε μέ τρόπο
ὠφέλιμο γιά μᾶς τόν χρόνο πού ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα
μας.
Στό ἀνάγνωσμα αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στόν
Τιμόθεο καί μέσῳ αὐτοῦ στούς πιστούς νά προσεύχονται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καθώς, ἐπίσης, καί γιά τούς ἄρχοντες καί γενικότερα αὐτούς πού βρίσκονται σέ ὑψηλές θέσεις, γιά νά ζοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι βίο ἤρεμο καί ἥσυχο μέ κάθε εὐσέβεια καί σεμνότητα.
Τονίζει μάλιστα ὅτι αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πολύ ἀρεστή στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια.
Ὁ ἱερός Ἀπόστολος καί σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλλει στούς
πιστούς νά ἐξαγοράσουν τόν καιρό τους, γιατί οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς ἐξαγορᾶς, προκειμένου ὁ χρόνος νά γίνει μέσο
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ καθημερινή, ζωντανή καί ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν τρόπος καθαγιασμοῦ τοῦ χρόνου καί φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐπίγεια πορεία του.
Μάλιστα ἡ παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου γιά προσευχή γιά
ὅλους τούς ἀνθρώπους προσανατολίζει
τόν πιστό γιά τήν κατεύθυνση τῆς ζωῆς του.
Κατ᾿ ἀρχήν ἡ προσευχή διατηρεῖ ζωντανή τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή εἶναι δρόμος ἑνώσεως, κοινωνίας καί
παραμονῆς στόν Θεό. Δέν προσευχόμεθα μόνο καί μόνο γιά νά
ζητήσουμε κάτι ἀπό τό Θεό. Προσευχόμεθα γιατί θέλουμε τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ τήν προσευχή σάν τήν ἀναπνοή τῆς ψυχῆς καί τονίζει ὅτι εἶναι πιό ἀπαραίτητο νά προσευχόμαστε παρά νά ἀναπνέουμε.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τό Θεόν προσεύχεται καί μάλιστα
προσεύχεται πολύ. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ζωή του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλει «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται προσευχή
καί δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν καθημερινότητα ἡ προσευχή του. Ὅταν ἡ προσευχή μᾶς κουράζει, ὅταν τήν θεωροῦμε καθῆκον ἤ καί κατά κάποιον τρόπο «ἀγγαρεία», αὐτό φανερώνει ὅτι ἔχει παγώσει ἡ ἀγάπη μας γιά τόν Χριστό. Ἄν μᾶς κουράζει ἡ προσευχή, ἄν τήν ἀντιμετωπίζουμε ὡς ὑποχρέωση, αὐτό φανερώνει ὅτι μᾶς λείπει καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωϊστής ἄνθρωπος δέν νιώθει τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει ὅτι εἶναι ἀρκετός ὁ ἑαυτός του.
Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, τό μέσο γιά
τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ, τό μέσο τῆς συνεχοῦς παραμονῆς μας στόν Θεό.
Γιά τό πῶς θά πρέπει νά προσευχόμαστε, νά θυμηθοῦμε ὅσα οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν. Πρῶτα – πρῶτα εἶναι ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας νά εἶναι ζωντανή ἡ προσευχή μας, νά εἴμαστε παρόντες στήν προσευχή μας. Ὁ νοῦς μας εὔκολα διασπᾶται. Πολλές φορές
διαπιστώνουμε ὅτι ἐνῶ προσευχόμαστε, ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει μακρυά. Νά μήν ἀποκάνουμε, νά μαζεύουμε
καί πάλι τό νοῦ μας.
Ἀνάγκη ἀκόμα νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι πρῶτα τρόπος καί μετά λόγος.
Νά ἀφήσουμε στήν ἄκρη ὅλα τά ἄλλα, νά σταματήσουμε ἀπό τίς ποικίλες, ἀκόμα καί τίς καλές, ἀσχολίες μας, νά εἰσέλθουμε στό «ταμιεῖον» μας, στόν νοῦ μας, ἀφήνοντας ἔξω ὅλα τά ἄλλα καί νά ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε μόνοι «μόνῳ Θεῷ».
Πρακτικότερα γιά τήν ἀτομική μας προσευχή, πού
καταχρηστικά τή λέμε ἀτομική γιατί τίποτα μέσα στήν ἐκκλησία δέν εἶναι ἀτομικό, οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας προσφέρονται
σέ καθημερινή χρήση. Ἡ χρησιμοποίηση, ἐπίσης, τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» εἶναι ἕνα ἰσχυρότατο πνευματικό ὅπλο, γι᾿ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας μᾶς συμβουλεύουν «ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους». Ὅμως ὁ κάθε πιστός γιά νά μήν
πλανηθεῖ, ἐπειδή ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ τεχνάσματα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό πνευματικό πατέρα, πού
θά παρακολουθεῖ συστηματικά τήν
πνευματική του πορεία καί θά τοῦ δώσει καί τόν κατάλληλο
κανόνα προσευχῆς.
Ἡ προσευχή εἶναι βασική λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πάθος κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ μέ καθαρότητα στον Θεό. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή προσευχή χωρίς ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ οὐσιαστικότερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό εἶναι ἡ προσευχή γι᾿ αὐτόν. Ἡ προσωπική προσευχή δέν
μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή
λειτουργική τῆς Θ. Λειτουργίας καί τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὅπως καί ἡ λειτουργική προσευχή δέν
καταργεῖ τήν προσωπική προσευχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πού στόν χρόνο τῆς ζωῆς του βάζει τήν προσευχή
σάν τό κύριο συστατικό του, θά μπορέσει νά διαφυλάξει τή ζωή του καί νά ἐξαγοράσει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ΑΜΗΝ!
(Blogger: Προφίλ
Χρήστη: ΜΙΚΡΟΣ ΤΣΟΠΑΝΟΣ)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος,
καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν,
καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον τοῦ προφήτου ᾽Ησαΐου, καὶ
ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον, Πνεῦμα κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ,
οὗ εἵνεκεν ἔχρισέν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἀπέσταλκέν με κηρύξαι αἰχμαλώτοις
ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι
ἐνιαυτὸν κυρίου δεκτόν. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν· καὶ
πάντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. Ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς
αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. Καὶ πάντες
ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις
ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
(Λουκ. δ΄[4] 16 –22)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἦλθε
στὴ Ναζαρέτ, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀνατραφεῖ καὶ εἶχε μεγαλώσει. Κι ὅπως συνήθιζε ἀπὸ
τὴν παιδική του ἀκόμη ἠλικία, μπῆκε τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στὴ συναγωγὴ καὶ
σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του γιὰ νὰ διαβάσει κάποια προφητικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴ
Βίβλο. Καὶ τοῦ παρέδωσαν τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα. Ξεδίπλωσε τότε τὸ βιβλίο
ποὺ ἦταν τυλιγμένο σὲ κυλινδρικὸ σχῆμα καὶ βρῆκε τὸ μέρος ἐκεῖνο ὅπου ἦταν
γραμμένο τὸ ἑξῆς: Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μένει καὶ ἀναπαύεται σὲ μένα τὸν Μεσσία,
γιὰ νὰ συνεργάζεται μαζί μου στὸ σωτηριῶδες ἔργο μου. Καὶ μένει τὸ Πνεῦμα αὐτὸ
σὲ μένα, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔχρισε ὡς ἄνθρωπο καὶ μὲ ἀπέστειλε νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιο
τῆς βασιλείας σ᾿ ἐκείνους ποὺ στεροῦνται τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι πνευματικὰ
φτωχοὶ καὶ βρίσκονται σὲ ἄθλια κατάσταση. Μὲ ἔστειλε νὰ θεραπεύσω ἐκείνους ποὺ ἡ
καρδιὰ τους ἔχει συντριβεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεση
καὶ ἐλευθερία στοὺς δούλους καὶ αἰχμάλωτους τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω τὸ φῶς σ᾿
ἐκείνους ποὺ ἔχουν τυφλωμένο τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε
νὰ ἐλευθερώσω ἀπὸ κάθε ἐνοχὴ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καταπληγωθεῖ καὶ συντριβεῖ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτία. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξη τῆς νέας
περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεὸ καὶ ἐπιθυμητὴ στοὺς ἀνθρώπους· διότι τὴν
περίοδο αὐτὴ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὸν Μεσσία ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν
ἀνθρώπων. Κι ἀφοῦ τύλιξε τὸ βιβλίο, τὸ ἔδωσε πάλι στὸν ὑπηρέτη τῆς συναγωγῆς καὶ
κάθισε γιὰ νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ ἀναπτύξει τὴν περικοπὴ ποὺ διαβασε. Καὶ τὰ μάτια ὅλων
ὅσων ἦταν στὴ συναγωγὴ εἶχαν στραφεῖ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴ σ᾿ αὐτόν. Ἄρχισε
λοιπὸν νὰ τοὺς λέει ὅτι σήμερα πραγματοποιήθηκε καὶ ἐπαληθεύθηκε ἡ προφητεία αὐτὴ
μὲ τὸ κήρυγμα ποὺ ἀκούγεται τὴ στιγμὴ αὐτὴ στὰ αὐτιά σας ἀπὸ μένα, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται
ἡ προφητεία αὐτή. Καί ὅλοι ὅσοι ἄκουσαν τήν ἐξήγηση τῆς προφητείας πού στή
συνέχεια ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ὁμολογοῦσαν ὅτι κήρυξε ἐξαίρετα. Καί ἀποροῦσαν γιά τά
λόγια πού ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα του καί ἦταν γεμάτα μέ θεία χάρη καί γλυκύτητα·
κι ἔλεγαν: Περίεργο! Δέν εἶναι αὐτός ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ, πού μέχρι χθές ἐργαζόταν σάν ἕνας ἀπό μᾶς;