Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ      

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς.  25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω.  26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’ αὐτή.  28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.  29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν.  30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό.  31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ­ποι­κο­δο­μεῖ· ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­­με­νον, ς ­στιν ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ­ποι­κο­δο­μεῖ ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ­τι ν πυ­ρὶ ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ­κά­στου τ ἔρ­γον ­ποῖ­όν ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ­τι να­ὸς Θε­οῦ ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ­γι­ός ­στιν, οἵ­τι­νές ­στε ­μεῖς.           

    (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1.Ο «ΣΟΦΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ»

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του! Παράδοξο δὲν φαίνεται κάτι τέτοιο; Καὶ ὅμως τὸ κάμνει. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ἔργο του στήν Ἐκκλησία. Καί παρομοιάζει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν μὲ μιά οἰκοδομή, ἕνα κτίριο. Ἐσεῖς οἱ πιστοί, λέγει, εἶσθε ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ, εἶσθε τὸ κτίριο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δι’ ἡμῶν τῶν οἰκοδόμων κτίζει ὁ Θεός. Καὶ ποιά εἶναι ἡ συμβολὴ ἡ δική μου στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς οἰκοδομῆς; Μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἐγὼ ἔχω ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ ἀρχιτέκτονα, εἶμαι δηλαδή πρωτομάστορας σ’ αὐτὸ τὸ κτίσιμο. Ὅμως δὲν εἶμαι ἕνας τυχαῖος ἀρχιτέκτων, διευκρινίζει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλὰ τί εἶμαι; Εἶμαι «σοφὸς ἀρχιτέκτων»! Εἶμαι πρωτομάστορας ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, σοφός.

Λοιπόν, δὲν εἶναι παραδοξο νά αὐτοεπαινεῖται ὁ Ἀπόστολος καί νά ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του «σοφὸν ἀρχιτέκτονα»; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα, στό ὁποῖο θὰ πρέπει τώρα νὰ ἀπαντήσουμε.

Λοιπὸν ἡ ἀπάντηση εἶναι διπλή. Πρῶτον ὁ Ἀπόστολος σημειώνει ὅτι εἶναι «σοφὸς ἀρχιτέκτων» ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλά «κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσαν» σ’ αὐτόν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε τέτοιο σοφὸ ἀρχιτέκτονα. Τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖ, εἶναι ἔργο τό ὀποῖο τοῦ ἀνέθεσε ὅ ἴδιος ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἔμπνευση δική του, δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμά του προσωπικό. Ἔργο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἔργο του.

Κυρίως ὅμως ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του «σοφὸν ἀρχιτέκτονα» γιά τὸ θεμέλιο, τὸ ὁποῖο ἔβαλε στό ἔργο του. Ποιό εἶναι τὸ θεμέλιο αὐτό; Εἶναι, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι τὸ βασικότερο ἀπό ὅλα, θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά σημειώσει ὅτι αὐτὸ μόνο ἕνας «σοφὸς ἐπιστήμων» θὰ μποροῦσε νὰ τό κάμει.

Πόσο, ἀλήθεια, σημαντικὸ εἶναι αὐτό! Διότι πολλοὶ κτίζουν στήν πνευματικὴ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Πόσοι ὅμως δὲν βάζουν σαθρὰ θεμέλια στό κτίσιμό τους! Ἄλλοι βάζουν ὡς θεμέλιο τὸν ἑαυτὸ τους ἄλλοι κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο ἢ μιά ἰδέα καὶ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ. Αὐτὸ βεβαίως κάμνουν πολὺ περισσότερο οἱ αἱρετικοὶ καὶ πλανεμένοι. Οἱ Παπικοὶ βάζουν ὡς θεμέλιο τὸν πάπα. Οἱ Προτεστάντες βάζουν ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του. Οἱ Χιλιαστές τὴν ἑταιρεία «ΣΚΟΠΙΑ».

Ἀλλὰ καὶ διαφοροι ἄλλοι πλανεμένοι ποὺ ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, βάζουν παρόμοια σαθρὰ θεμέλια. Συλλαμβάνουν μίαν ἰδέα καὶ θέλουν νὰ τὴν ἐπιβάλουν σ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοποθετοῦν ὡς θεμέλιο αὐτήν. Προβάλλουν ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τους καί τίς ἱκανότητές τους, ἀλλὰ δὲν στερεώνουν τὸ ἔργο τους πάνω στό ἀκλόνητο θεμέλιο, τὸν Χριστό. Καὶ ἑπομένως εἶναι ἀρχιτέκτονες ἄσοφοι, ἀνόητοι, μωροί.

Ὅσο γιά μᾶς, εἶναι σημαντικὸ νὰ προσπαθοῦμε νά ξεχωρίζουμε τοὺς σοφοὺς ἀπό τούς ἀνόητους ἀρχιτέκτονες. Καὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τούς ἄσοφους, νὰ συμπαραστεκόμαστε δὲ στό ἔργο τῶν κατὰ Θεό σοφῶν ἀρχιτεκτόνων, πού οἰκοδομοῦν τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας.

2. ΤΟ ΑΚΛΟΝΗΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

Τὸ ἀκλόνητο θεμέλιο λοιπόν, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τί ὅμως σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μας; Σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα κάμνουμε, πρέπει νά τά κάμνουμε μόνο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸν Χριστό. Μόνο τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ προβάλλουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ νά τιμοῦμε καί νά δοξάζουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε ὁδηγό στή ζωή μας, μόνο τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε θεμέλιο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν μας, μόνο στόν Χριστό νά στηρίζουμε τίς ἐλπίδες μας, μόνο τὸν Χριστὸ νά θεωροῦμε θησαυρό ἀληθινό, καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ κηρύττουμε.

Μόνο τὸν Χριστό! Διότι ἀπό τή στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θά θελήσουμε νὰ προβάλουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας ἢ κάτι ἄλλο, χρεωκοπήσαμε, ναυαγήσαμε. Ὁ δὲ διάβολος, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς σπρώχνει στό νά νοθεύσουμε κάπου τὴν ἀλήθειά της, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της. Καὶ ἄν αὐτὸ τὸ ἐπιτύχει, τὸ κέρδος του εἶναι μεγαλύτερο. Διότι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ μεταδίδεται καὶ σ’ ἄλλους καὶ τὸ κακὸ ἑξαπλώνεται.

Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός! Ἐμεῖς τί εἴμαστε; Ἐμεῖς ζημιά κάμνουμε στό ἔργο τοῦ  Κυρίου μὲ τὰ λάθη καὶ τίς ἁμαρτίες μας. Λοιπὸν πολὺ νὰ τὸ προσέξουμε αὐτὸ τὸ πράγμα. Μὴ προβάλλουμε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς ἀγαποῦμε μᾶλλον νά ἐργαζόμαστε ἀφανῶς. Ἄς ἀφήνουμε γιά ἄλλους τίς πρῶτες θέσεις. Ἄς ἐπιλέγουμε ἐμεῖς τήν ἀφάνεια, τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»!

Ἂν αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἐργασίας προτιμήσουμε, τότε τὸ ἔργον μας στό καμίνι τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς δὲν θὰ καεῖ ὡς ἄχυρο καὶ καλαμιά, ἀλλά θά λάμψει ὡς χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Καὶ ἡ δόξα, τὴν ὁποία ὁ Κύριος γι’ αὐτὸ θὰ μᾶς χαρίσει, θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο τώρα ὁ νοῦς μας εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴ συλλάβει. Εἴθε ὅμως ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολαύσουμε.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν ­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ δι­έ­λυ­σε τ πλή­θη, ἀ­νέ­βη­κε στ βου­νὸ γι ν προ­σευ­χη­θεῖ μό­νος του. Κι ὅ­ταν βράδιασε κα­λά, ἦ­ταν μό­νος του ἐκεῖ. Τ πλοῖο ὅ­μως εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στ μέ­ση τῆς λί­μνης κα συν­τα­ρασ­σό­ταν ἀ­πὸ τ κύ­μα­τα. Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος ὁ ἄ­νε­μος. Κα στ τε­λευ­ταῖ­ο τρί­ω­ρο τῆς νύ­χτας, ὅ­ταν τ τέ­ταρ­το τμῆ­μα τν σκο­πῶν πα­ρα­λαμ­βά­νει τ στρα­τι­ω­τι­κὴ φρου­ρά, ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φυ­γε ἀ­π' τ βου­νὸ κα ἦλ­θε πρς αὐ­τοὺς περ­πα­τών­τας πά­νω στ θά­λασ­σα, σν ν ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα στε­ριά. Ὅ­ταν λοι­πὸν τν εἶ­δαν οἱ μα­θη­τὲς ν περ­πα­τά­ει πά­νω στ θά­λασ­σα, τα­ρά­χθη­καν λέ­γον­τας ὅ­τι αὐ­τὸ πού ἔ­βλε­παν εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Κι ἀπ’ τό φόβο τους ἔ­βγα­λαν κραυ­γή. Ἀ­μέ­σως ὅ­μως τος μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς κα τος εἶ­πε: Ἔ­χε­τε θάρ­ρος, ἐγώ εἶ­μαι, μ φο­βά­στε. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­ὰν εἶ­σαι ἐσύ, δῶ­σε μου ἐν­το­λὴ ν ἔλ­θω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πά­νω στ νε­ρά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἔ­λα. Κα τό­τε ὁ Πέ­τρος κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τ πλοῖ­ο κα περ­πά­τη­σε πά­νω στ νε­ρὰ γι ν ἔλ­θει κον­τὰ στν Ἰ­ησοῦ. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν εἶ­δε τν ἀ­έ­ρα πό­σο δυ­να­τὸς ἦ­ταν, κλο­νί­στη­κε ἡ πί­στη του κα φο­βή­θη­κε, κα κα­θὼς ἄρ­χι­σε ν βου­λιά­ζει, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κύ­ρι­ε, σῶ­σε με, δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ω ν πνι­γῶ. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς ἅ­πλω­σε τ χέ­ρι του, τν ἔπιασε καί τοῦ εἶ­πε: Ὀ­λι­γό­πι­στε, για­τί δείλιασες; Κι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς κα ὁ Πέ­τρος μπῆ­καν στ πλοῖ­ο, ἡ­σύ­χα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τό­τε ὅ­σοι ἦ­ταν ἤ­δη στ πλοῖ­ο ἦλ­θαν κα τν προ­σκύ­νη­σαν μ πολ­λὴ εὐ­λά­βεια λέ­γον­τας: Ἀ­λη­θι­νά, εἶ­σαι Υἱ­ὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­π' τ ἕ­να μέ­ρος τς λί­μνης στ ἄλ­λο, ἦλ­θαν στ χώ­ρα Γεν­νη­σα­ρέτ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου