Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.                                                            

   (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΑ

Ποιά ἦταν ἡ αἰτία νὰ ὑπάρχουν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου «ἔριδες» καὶ «σχίσματα» φιλονικίες δηλαδὴ καὶ κόμματα – γιά τὰ ὁποῖα κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα; Δὲν ἦταν κάποιο ζήτημα πίστεως, ποὺ δημιούργησε αὐτὴ τὴν ἀναστάτωση, ἀλλά οἱ προσωπικὲς προτιμήσεις τῶν πιστῶν σὲ κάποιον ἀπό τούς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἐθαύμαζαν.

Ἔτσι ἔφτασαν στὸ θλιβερὸ κατάντημα νά μαλώνουν μεταξύ τους καὶ νὰ διχάζονται. – Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου. – Ἐγώ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ. – Ἐγώ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ (τοῦ Πέτρου δηλαδή). – Ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ! Αὐτές ἦσαν οἱ ἐκφράσεις, πού σάν ξίφη χρησιμοποιοῦσαν στὶς φιλονικίες τους οἱ πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου. Τὸ φαινόμενο βέβαια ἦταν θλιβερό, καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπενέβη δραστικά, νὰ χτυπήσει τὸ κακὸ στὴ ρίζα του ἀμέσως. Ἐν τούτοις, στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, ἡ μάστιγα αὐτὴ τῶν προσωπικῶν προτιμήσεων δὲν ἔπαυσε νά ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία. Μιὰ ματιὰ στὶς σελίδες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας θὰ μᾶς γέμιζε μὲ μελαγχολία, καθὼς θὰ βλέπαμε τὰ ἀναρίθμητα σχίσματα, πού ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ τυφλὴ προσκόλληση σὲ πρόσωπα δημιούργησε μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Τὸ ἴδιο αὐτὸ κακὸ μὲ διάφορες μορφὲς ταλαιπωρεῖ δυστυχῶς καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία. Πολλοὶ πιστοὶ ἀπό εὐγνωμοσύνη πρὸς κάποιον κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος τοὺς βοήθησε πνευματικὰ ἢ τοὺς ὁδήγησε σέ μετάνοια, ἀφοσιώνονται στὸ πρόσωπό του ἀποκλειστικά καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν γιὰ κανένα ἄλλον. Πολὺ περισσότερο, ἄν αὐτὸς συμβαίνει νὰ εἶναι ὁ πνευματικός, στὸν ὁποῖο ἐξομολογοῦνται.  Ἄλλοι πάλι κάνουν τὸ ἴδιο λάθος, συνδεόμενοι μὲ ἕνα θρησκευτικὸ σύλλογο ἢ μὲ ἕνα μοναστήρι. Κλείνονται στὸ περιβάλλον αὐτὸ καὶ ὑποτιμοῦν ὅλους τοὺς ἄλλους.

Εἶναι πολὺ καλὸ τὸ νὰ συνδεόμαστε οἱ πιστοὶ μὲ κάποιο μοναστήρι, νὰ ἀνήκουμε σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σύλλογο καὶ ὁπωσδήποτε νὰ κατευθυνόμαστε ἀπό κάποιον πνευματικό. Καλὸ καὶ σωτήριο. Ποιό εἶναι τὸ κακό; Τὸ κακὸ εἶναι, ὅταν μπαίνει στὴ μέση τὸ Ἐγώ καί ἡ συνακόλουθη περιφρόνηση τῶν ἄλλων. – Ἐγώ εἶμαι τοῦ πάτερ τάδε. – Ἐγώ τοῦ τάδε συλλόγου. – Ἐγώ συνδέομαι μὲ τὸν τάδε γέροντα ἀσκητή. – Ἐγώ εἶμαι τῆς Ἐκκλησίας, λένε οἱ πιο ὑπερήφανοι, σάν τοὺς Κορινθίους ποὺ ἔλεγαν: – Ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ κακό: Ἡ ἀποκλειστικὴ καὶ ἐγωιστικὴ προσκόλληση, ποὺ κομματιάζει καὶ ὁμαδοποιεῖ, δίκην πολιτικῶν κομμάτων ἢ ποδοσφαιρικῶν ὁμάδων, τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτὸ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη οἱ πιστοὶ μὲ κάθε θυσία νὰ τὸ ἀποφεύγουμε.

2. Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

Καταδικάζοντας τὸ φαινόμενο αὐτὸ τῆς διαιρέσεως τῶν Χριστιανῶν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὑποδεικνύει μὲ πολὺ ἔντονα λόγια τὸ χρέος τῆς ἑνότητας. Σᾶς παρακαλῶ, λέγει, νὰ ὁμολογεῖτε ὅλοι τὴν ἴδια πίστη καί νά μή ὑπάρχουν σχίσματα μεταξύ σας, ἀλλά νὰ εἶστε ἁρμονικὰ ἑνωμένοι μὲ μία σκέψη καὶ μία γνώμη. Μὴ προσκολλᾶσθε σέ ἀνθρώπους. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» Κομματιάστηκε λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἢ μήπως ἐγώ ὁ Παῦλος σταυρώθηκα γιὰ τὴ σωτηρία σας; Ἤ μήπως βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου;

Συγκλονιστικὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ Χριστὸς μας εἶναι Ἕνας καί ἀδιαίρετος. Δὲν εἶναι κομματιασμένος. Ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι τὸ κέντρο. Ὁ Χριστὸς μας εἶναι τὸ Πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε προσκολλημένοι, ἀφοῦ Αὐτὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἐφόσον λοιπὸν στὸν ἴδιο Χριστὸ πιστεύουμε, τὸν ἴδιο Χριστὸ ἀγαπᾶμε, στὸ ὄνομά Του βαπτιστήκαμε, ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἐνωμένοι «ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Νὰ ἀποτελοῦμε ὅλοι μέλη τοῦ ἰδίου σώματος, τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Μέσα σ' ἕνα κόσμο διχασμοῦ, διαίρεσης καί ἀπομόνωσης ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι κέντρο ἑνότητας καί ἀγάπης. Ὡστόσο ἡ ἀναντίρρητη αὐτὴ θεολογικὴ ἀλήθεια ὀφείλει νὰ ἐπιβεβαιώνεται καθημερινὰ στὴν πράξη ἀπό τὰ μέλη της. Ἄπό τούς Ἐπισκόπους της πρωτίστως, πού – περισσότερο αὐτοὶ – ἔχουν καθῆκον ἱερὸ νὰ ὑπερβαίνουν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ νὰ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, μία ἑνότητα θαυμαστὴ καὶ ἀξιοζήλευτη. Τὸ ἴδιο καὶ ἀπό τούς ἱερεῖς, καὶ ἀπό ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς ἐπίσης, πού ὀφείλουμε νὰ ξεπερνᾶμε τὶς προσωπικὲς μας προτιμήσεις καὶ νὰ ἀνοίγουμε τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας, γιά νά γίνεται ἕνα μὲ τὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕναν ὁρίζοντα ποὺ δὲν ἔχει ὅρια, ἀφοῦ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους – ζῶντες καὶ τετελειωμένους – ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καί δίδαξε ὁ Χριστός μας.

3. ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

«Ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Χριστὸς δὲν μοῦ ἀνέθεσε τό ἀποστολικὸ ἔργο γιὰ νὰ βαπτίζω, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ὁποιοσδήποτε ἱερέας, ἀλλά γιὰ νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο. Καί νὰ τὸ κηρύττω ὄχι μὲ ἀνθρώπινη τέχνη καὶ ἐντυπωσιακὰ ἐπιχειρήματα, «ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ», νά μή ἀδειάσει ἀπό τὴ θεία του δύναμη τό κήρυγμα γιὰ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ γράφει στὸ τέλος της σημερινῆς περικοπὴς ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Οἱ πολιτικοὶ στηρίζουν τὴ δύναμή τους στὰ ὡραῖα λόγια, στὶς μεγαλόστομες διακηρύξεις, στὶς ἐντυπωσιακὲς – ἀλλά ἀπατηλές – ὑπο-σχέσεις. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦν ἀκατανόητες ἐκφράσεις, ἐπιχει-ροῦν σκοτεινὲς ἐμβαθύνσεις, προτείνουν δῆθεν τολμηρὲς θεωρίες. Ἡ δύναμη ὅμως τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν βρίσκεται, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, στὰ ὡραῖα λόγια ἢ τὰ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα, ἀλλά στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, στὴ λυτρωτικὴ δύναμη τῆς σταυρικῆς Του θυσίας.

Ἂς τὸ κατανοήσουμε αὐτὸ καὶ ἐμεῖς οἱ πιστοὶ καὶ ἂς μὴ ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπό τὰ δῆθεν βαθιὰ καί φιλοσοφημένα λόγια, ποὺ ὅμως στὴν οὐσία δὲν ἔχουν καμμιά ἐπίδραση στὴ ζωή μας, ἀλλά ἀπό τό ἀπλό καὶ ζωντανὸ κήρυγμα, ποὺ ἔχει κέντρο τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Νὰ ἀγαπᾶμε τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ, πού μᾶς ἀλλάζει, μᾶς μεταμορφώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια καὶ παμπόθητη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.

                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε πο­λὺν κό­σμο καὶ τοὺς σπλα­χνί­στη­κε, καὶ θε­ρά­πευ­σε τοὺς ἄρ­ρω­στούς τους. Κα­θὼς ὅ­μως πλη­σί­α­ζε νὰ βρα­διά­σει, τὸν πλη­σί­α­σαν οἱ μα­θη­τές του καὶ τοῦ εἶ­παν: Εἶ­ναι ἔ­ρη­μος ὁ τό­πος καὶ ἡ ὥ­ρα πλέ­ον πέ­ρα­σε. Δῶ­σε δι­α­τα­γὴ νὰ δι­α­λυ­θοῦν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ, γιὰ νὰ πᾶ­νε στὰ χω­ριὰ καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τοὺς τους τρο­φὲς νὰ φᾶ­νε. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ φύ­γουν καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δῶ­στε τους ἐ­σεῖς νὰ φᾶ­νε. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι τοῦ εἶ­παν: Δὲν ἔ­χου­με ἐ­δῶ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο πέν­τε ψω­μιὰ καὶ δύ­ο ψά­ρια. Κύ­ριος τό­τε εἶ­πε: Φέρ­τε τά μου ἐ­δῶ. Κι ἀ­φοῦ πα­ρα­κί­νη­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ νά ἀ­να­κλι­θοῦν στὴν πρα­σι­νά­δα, πῆ­ρε τὰ πέν­τε ψω­μιὰ καὶ τὰ δύ­ο ψά­ρια, σή­κω­σε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ κι εὐ­χα­ρί­στη­σε καὶ ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τὸν Πα­τέ­ρα του. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κο­ψε τὰ ψω­μιά, τὰ ἔ­δω­σε στοὺς μα­θη­τὲς καὶ οἱ μα­θη­τὲς στὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἔ­φα­γαν ὅ­λοι καὶ χόρ­τα­σαν, καὶ μά­ζε­ψαν ὅ­σα κομ­μά­τια εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει, δώ­δε­κα δη­λα­δὴ κο­φί­νια γε­μά­τα. Ἐ­κεῖ­νοι μά­λι­στα πού ἔ­φα­γαν ἦ­ταν πε­ρί­που πέν­τε χι­λιά­δες ἄν­δρες, χω­ρὶς νὰ συ­νυ­πο­λο­γί­ζον­ται στὸν ἀ­ριθ­μὸ αὐ­τὸ οἱ γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά. Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου