Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

(22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν.  7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω. Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν. ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.

                        

                                                         (Α΄ Κορ. ιστ΄[16] 13-24)

ΝΑ βασιλεΥει Η ΑγΑπη

«Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω»

Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ εἶναι ἡ κατακλείδα τῆς Α´ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς, ὁ ἐπίλογος, οἱ τελευταῖες νουθεσίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. Ἡ περικοπὴ εἶναι μεστὴ ἀπὸ θαυμάσια πνευματικὰ νοήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Ἀπόστολος προτρέπει τοὺς Κορινθίους: Ὅλα ὅσα κάνετε, ἂς γίνονται μὲ ἀγάπη, τοὺς λέει. Ἡ προτροπὴ αὐτὴ ἀπευθύνεται βέβαια καὶ σὲ μᾶς.

Ἂς δοῦμε λοιπὸν σὲ ποιὲς περιπτώσεις εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθεῖ αὐτὴ καὶ πόσο ὠφελεῖ καὶ ἐμᾶς καὶ τοὺς ἄλλους.

1. Πάντοτε ἐφαρμόσιμη

Ἡ θεόπνευστη αὐτὴ ἐντολὴ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ κυριολεκτικὰ σὲ κάθε περίσταση, τὴν κάθε στιγμὴ τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Μποροῦμε π.χ. νὰ ἐπιτελοῦμε τὴν ἐργασία μας μὲ ἀγάπη, μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὠφελοῦμε τοὺς συν­ανθρώπους μας. Ὁ καταστηματάρχης, ὅταν ἔχει ἀγάπη, συνεργάζεται ἁρμονικὰ μὲ τοὺς ὑπαλλήλους του καὶ εἶναι λογικὸς στὶς ἀπαιτήσεις του ἀπὸ αὐτούς· εἶναι ἐπίσης ἐξυπηρετικὸς στὸν κάθε πελάτη. Ὁ γιατρὸς παρομοίως δείχνει εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς του καὶ ἔχει συναίσθηση τῆς μεγάλης εὐθύνης του γιὰ τὴ θεραπεία τους. Ὁ ἐκπαιδευτικὸς φροντίζει γιὰ τὴ μόρφωση καὶ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν του. Ἀπὸ ἀγάπη μάλιστα μπορεῖ νὰ φέρεται κάποτε καὶ αὐστηρά, μὲ στόχο τὴν ὠφέλεια τῶν μαθητῶν του. Ἀλλὰ καὶ ὁ τεχνίτης, ὁ γεωργός, ὁ ὁποιοσδήποτε ἐπαγγελματίας μπορεῖ νὰ ἀσκήσει τὴν ἐργασία του μὲ ἀγάπη.

Ἀκόμη καὶ τὰ ἔργα τῆς προσφορᾶς καὶ ἐλεημοσύνης εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ κάνουμε μὲ ἀγάπη. Νὰ ἐλεοῦμε καὶ νὰ διακονοῦμε ὄχι ἀπὸ καθῆκον, ψυχρὰ ἢ μὲ γογγυσμό, ἀλλὰ μὲ εἰλικρινὴ διάθεση προσφορᾶς, καὶ ἀπὸ ἀληθινὴ συμπάθεια στὸ πρόβλημα τοῦ πλησίον μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλεημοσύνη.

Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, εἶναι τίμιος στὶς συν­αλλαγές του, ἀνεκτικὸς καὶ ἀνεξίκακος στὶς διαφορές του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, σεβαστικὸς στοὺς μεγαλύ­τερους, συγκαταβατικὸς στοὺς νεότερους, πράος, εὐγενικός, φιλάνθρωπος.

Οἱ Ἅγιοι ἐνεργοῦσαν μὲ ἀγάπη ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ μικρά. Ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Πορφύριος, μελετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια τὸ μάθημα μουσικῆς ποὺ ἔκανε, διότι δὲν ἤθελε νὰ στενοχωρήσει τὴ δασκάλα του, ἡ ὁποία, ὅπως ἔλεγε, ἦταν ἁγία!

2. Λύνει ὅλα τὰ προβλήματα

Ἂν εἴχαμε ἀγάπη σὲ ὅλα ὅσα κάναμε, θὰ εἴχαμε λύσει ὅλα τὰ προβλήματά μας· θὰ ἤμασταν πανευτυχεῖς· καὶ ἡ κοινωνία μας θὰ ἦταν Παράδεισος. Αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸν λόγο αὐτό. Ὅλα τὰ θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολήθηκε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στὴν παρούσα ἐπιστολή, εἶχαν προκύψει «ἐκ τοῦ ταύτην ἠμελῆσθαι»· ἐπειδὴ οἱ πιστοὶ τῆς Κορίνθου εἶχαν ἀμελήσει τὴν ἀγάπη, γράφει ὁ Ἅγιος. Διότι ἂν καλλιεργοῦσαν τὴν ἀγάπη, οὔτε διαιρέσεις θὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους, οὔτε θὰ κατέφευγαν στὰ δικαστήρια καὶ μάλιστα τῶν εἰδωλολατρῶν, οὔτε οἱ δυνατοὶ στὴν πίστη Χριστιανοὶ θὰ σκανδάλιζαν τοὺς ἀδύνατους τρώ­γοντας τὰ εἰδωλόθυτα, οὔτε θὰ ἐπιδίωκαν τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ χαρίσματα.

Ὅταν ὅλα τὰ κάνουμε μὲ ἀγάπη, τότε μπαίνει στὴν ἄκρη ἡ ἰδιοτέλεια, ὁ ἐγωι­σμός, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία κάθε ἁμαρτίας. Ἡ ἀγάπη περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἐ­κεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους, πολεμάει συγχρόνως καὶ ὅλα τὰ πάθη· καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ μεράκι, μὲ πολλὴ Χάρη. Χαίρον­ται τὰ ἔργα του οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ ὁ Θεός. Ὅλα τότε γίνονται προσευχή, εὐάρεστη θυσία στὸν Θεό.

Ὅλα ὅσα κάνετε, ἂς γίνονται μὲ ἀγάπη. Ποιὸς μιλᾶ; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ὁ ἄν­θρωπος τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ζωὴ ἀπὸ τότε ποὺ γνώρισε τὸν Χριστό, ἦταν προσφο­ρὰ ἀγάπης. Νουθετοῦσε τὸν κά­θε πι­στὸ μὲ δάκρυα, λυπόταν μὲ τὴν πτώση τοῦ καθενός, ἔπασχε γιὰ τὰ προβλήματα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καρδιά του φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, χωροῦσε ὅλη τὴν οἰκουμένη, χωροῦσε τὸν Θεό. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ ἀνάψει καὶ στὴ δική μας καρδιὰ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο, σ᾿ αὐτὴν βρίσκεται τὸ μυστικὸ τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς αἰώνιας σωτηρίας μας.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π’ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­πα­ύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π' ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐτῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.                                                              

      (Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

 Κά­πο­τε, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς στε­κό­ταν στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ ἄρ­χι­σαν νὰ συ­νω­στί­ζον­ται γύ­ρω του καὶ νὰ τὸν στρι­μώ­χνουν, ἐ­πει­δὴ ἤ­θε­λαν ν' ἀκοῦν τὸ λό­γο τοῦ Θεοῦ. Τό­τε εἶ­δε δύ­ο μι­κρὰ πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στὴν ἄ­κρη τῆς λί­μνης· οἱ  ψα­ρά­δες μά­λι­στα εἶχαν βγεῖ ἀπ’ αὐ­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἐ­πλε­ναν τὰ δί­χτυ­α. Κι ἀφοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλοῖ­α αὐ­τά, σ' αὐ­τὸ πού ἦ­ταν τοῦ Σί­μω­να, τὸν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ τὸ τρα­βή­ξει λί­γο πιὸ μέ­σα, σὲ μι­κρὴ ἀπό­στα­ση ἀ­πὸ τὴ στε­ριά. Καί τότε κάθισε μέ­σα στὸ πλοῖ­ο καὶ δί­δα­σκε ἀ­πὸ ἐκεῖ τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού βρί­σκον­ταν στὴν πα­ρα­λί­α. Κι ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὴν ὁ­μι­λί­α του, εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Πά­ρε πά­λι τὸ πλοῖ­ο στὰ βαθιὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης καὶ ρίξ­τε τὰ δί­χτυ­ά σας γιὰ νὰ πι­ά­σε­τε ψά­ρια. Ὁ Σί­μων τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τὴ νύ­χτα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­τας τὰ δί­χτυ­α καὶ δὲν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ δι­ατά­ζεις ἐσύ, θὰ ρί­ξω τὸ δί­χτυ ἔ­χον­τας τέ­λεια πε­ποί­θη­ση, καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ λό­γο σου. Κι ἀφοῦ τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τό, ἔπιασαν μέ­σα στὸ δί­χτυ πά­ρα πολ­λὰ ψά­ρια. Τό­σα πολ­λά, πού τὸ δί­χτυ τους ἄρ­χι­σε νὰ σπά­ζει, ἐπειδή δὲν ἄν­τε­χε στὸ βά­ρος τοῦ πλή­θους τῶν ψα­ρι­ῶν. Καὶ μὲ νεύ­μα­τα εἰδοποίησαν τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στὸ ἄλ­λο πλοῖ­ο νὰ ἔλ­θουν καὶ νὰ πιά­σουν μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς τὰ δί­χτυ­α καὶ νὰ τοὺς βο­η­θή­σουν νὰ τὰ σύ­ρουν ἐ­πά­νω. Ἐ­κεῖ­νοι ἦλθαν καὶ γέ­μι­σαν καὶ τὰ δύ­ο πλοῖα τό­σο πο­λύ, πού κιν­δύ­νευ­αν νὰ βυ­θι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν ψα­ρι­ῶν. Ὅ­ταν λοι­πὸν εἶ­δε ὁ Σί­μων Πέ­τρος τὸ πρω­το­φα­νὲς αὐ­τὸ καὶ ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε κά­τω στὰ γόνα­τα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶ­πε: Βγὲς ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο μου καὶ φύ­γε ἀ­πὸ μέ­να, Κύ­ρι­ε, διότι εἶμαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καὶ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σ' ἔ­χω στὸ πλοῖ­ο μου. Καὶ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Πέ­τρος, δι­ό­τι κι αὐ­τὸς κι ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἦ­ταν μαζί του κυριεύθηκαν ἀ­πὸ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη καὶ δέ­ος γιὰ τήν πρωτοφανή ἁ­λι­εί­α τό­σων ψα­ρι­ῶν πού εἶ­χαν πιά­σει, καὶ ἡ ὁποία μό­νο ἀ­πὸ πα­ρέμ­βα­ση τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ. Πα­ρό­μοι­α μά­λι­στα κυ­ρεύ­θη­καν ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη καὶ ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ γιοί τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, οἱ ὁ­ποῖοι ἦ­ταν συ­νέ­ται­ροι τοῦ Σί­μωνος. Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Μὴ φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πὸ τώ­ρα πού σὲ κα­λῶ νὰ γίνεις ἀ­πό­στο­λός μου καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ συ­νε­χί­σεις νὰ ψαρεύεις, ἀλλά δὲν θὰ πιά­νεις ψά­ρια ἀλλά ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νούς, πού μὲ τὸ κή­ρυγ­μά σου θὰ τοὺς ὁ­δη­γεῖς στὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἀφοῦ ἐ­πα­νέ­φε­ραν τὰ πλοῖ­α στὴ στε­ριά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καὶ τὰ ψά­ρια δη­λα­δὴ καὶ τὰ δί­χτυ­α καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου