ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(26 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί
τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός,
ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος
ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος
ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί,
οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε. Διότι ὅταν
ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἐπαγγελίες στὸν Ἀβραάμ, ὁρκίστηκε ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει.
Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἀνώτερό του ὁ Θεὸς νὰ ὁρκιστεῖ σ' αὐτόν,
ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: Σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινὰ ὅτι θὰ σὲ
εὐλογήσω πολὺ πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολύ τούς ἀπογόνους σου.
Ἔτσι πῆρε ὁ Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ περίμενε μὲ ὑπομονὴ
πολλὰ χρόνια, πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑποσχέθηκε
ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο πού ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἀπέκτησε
δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σάρρα παιδί, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ
πατριάρχη κι ἔγιναν ἕνα μεγάλο ἔθνος. Ὁ Θεὸς ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό
του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπ'
ὅλους. Καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντιλογία
καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν
λόγων τους. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὸν ὅρκο ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδή
ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα σ' ἐκείνους
πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐπαγγελίες ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη
ἡ ἀπόφασή του νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε, γι' αὐτὸ δέχθηκε
ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσει ὅρκος στὰ
λόγια του. Καὶ δέχθηκε τὴ μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα
στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσή του καὶ μὲ τὸν ὅρκο
του, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε
ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ' αὐτὸν μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ προτροπὴ καὶ
στήριγμα προκειμένου vά κρατήσουμε τὴν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπροστά
μας. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τὴν ἔχουμε σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει
ἀπό τούς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη
καὶ εἰσέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς
σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ πού ἐκτεινόταν πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καί
λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. Ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς
πρὶν ἀπό μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ γιὰ νὰ μᾶς
ἑτοιμάσει τόπο. Καὶ ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινὸς
ἀλλά αἰώνιος, «κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ».
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων. Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε
αὐτὸν πρός με.
καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν·
ἀλλ' εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα
δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε
τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός,
ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο
διὰ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν,
καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
(Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ
ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ
Μόλις
ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ, ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω στὸν
κόσμο, ἕνας πατέρας ἔτρεξε κοντά του νά Τοῦ πεῖ τὸν μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε,
σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου, ποὺ τὸν κυρίευσε δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ τοῦ πῆρε τὴ φωνή.
Ὑποφέρει πολύ! Ὅταν τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει στὴ γῆ, τὸν κάνει ν’ ἀφρίζει, νὰ
τρίζει τὰ δόντια του καὶ τὸν ἀφήνει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔριξε
στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ γιά νὰ τὸν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νά τὸν
ἐλευθερώσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν.
Τότε
ὁ Κύριος γεμάτος παράπονο ἀναφώνησε:
— Ὦ
γενεὰ ποὺ παραμένεις ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἐνῶ εἶδες τόσα θαύματα! Μέχρι
πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ.
Μόλις
ὅμως ἔφεραν τὸν νέο μπροστὰ στὸν Κύριο, τὸ θέαμα ἦταν φοβερό. Τὸ πονηρὸ πνεύμα
ἄρχισε νὰ συνταράζει μὲ σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοὺ ἔπεσε στὴ γῆ, κυλιόταν
κι ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.
Δὲν
μποροῦσε ὅμως νὰ πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυγὲς μποροῦσε νὰ βγάζει πολλές, ποὺ
συγκλόνιζαν τὶς καρδιὲς ὅσων τὸν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει,
νὰ ἐκφράσει τὴν ἱκεσία του στὸν Κύριο, νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία του. Κι ἀντὶ γι’
αὐτὸν παρακαλεῖ ὁ πατέρας.
Ἐδῶ
ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Ὅμως ὁ διάβολος καὶ μὲ πολλοὺς
ἄλλους τρόπους ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως στὴ δαιμονοκρατούμενη
ἐποχή μας. Πόσοι νέοι ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑποφέρουν κυριευμένοι ἀπὸ τὰ
δαιμονικὰ τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται καὶ οἱ συγγενεῖς τους. Κι ὅταν
αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὑποφέρουν ἀκόμη περισσότερο κατανοώντας τὴν
κατάσταση τῶν ἀγαπημένων τους.
Ὁ
πατέρας ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου δίνει σ’ ὅλους αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἕνα
μεγάλο δίδαγμα.Ὅταν αὐτοὶ δὲν μποροῦν ἢ δὲν θέλουν νὰ προσευχηθοῦν γιά τὸν
ἑαυτό τους, νὰ προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Κάθε φορὰ ποὺ βλέπουμε
στοὺς ἱεροὺς ναούς μας ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴ θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι
ποὺ ξενύχτησαν στὰ σκοτεινὰ κέντρα τοῦ κόσμου καὶ πολλοὶ ἔχασαν τὴ νεανικὴ τοὺς
δροσιὰ καὶ καθαρότητα, ἂς προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Ἂς πονέσουμε ἐμεῖς
για τὸ δικό τους μαρτύριο. Ἂς κλάψουμε ἐμεῖς γιά τὸ δικό τους δράμα. Καὶ νὰ
εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ δικά μας δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θὰ μαλακώσουν
κάποτε τὶς ψυχὲς πολλῶν νέων, θὰ φέρουν τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή τους.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ
Ὁ
πατέρας συνεχίζει τὴν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου
μας καὶ βοήθησέ μας. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται: Ἐσὺ ἐάν μπορεῖς νὰ
πιστεύσεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας
γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε μὲ στὴν ὀλιγοπιστία μου.
Τότε
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ θεϊκὴ ἐξουσία λέει: Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω,
βγὲς ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ μέσα του. Καὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ
ἔκραξε καὶ συντάραξε τὸν νέο, ἔφυγε ἀφήνοντάς τον κάτω στὴ γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ
Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε. Οἱ μαθητὲς ἔκπληκτοι Τὸν ρωτοῦν
κατόπιν ἰδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ πονηρὸ
πνεῦμα; Κι Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν φεύγει ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Γιατί
ὅμως τὸ σκληρὸ αὐτὸ εἶδος διαμονίου δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ
μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία; Ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιατί ἡ προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴ
νηστεία ἔχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπὸ νηστεία τροφῶν καὶ
παθῶν, ἡ προσευχὴ του ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καὶ τῆς
προσφορᾶς. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν δυσκολεύεται νὰ προσευχηθεῖ, δὲν
κουράζεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν ἢ ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τύψεων, ἀλλὰ εἶναι
ἀνάλαφρος. Ἡ νηστεία ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας δίνει φτερὰ στὴν προσευχή, διότι
ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν γυμνάζει σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἀπονεκρώνει τὶς
σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονὲς καὶ προετοιμάζει τὸ σῶμα κατάλληλα γιά νὰ μὴν καταστεῖ
ἐμπόδιο, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μια τέτοια
προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ νηστεία τροφῶν καὶ παθῶν, ἐπειδὴ ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς
ταπεινώσεως, αὐξάνει καὶ τὴν πίστη. Καὶ γίνεται ἔτσι μια ζωντανὴ ἐμπειρία,
αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κάνει νᾶ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τοῦ
Θεοῦ μπροστά μας. Καὶ φέρνει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θαῦμα.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ δύο
πνευματικὰ ὅπλα, τὴν προσευχὴ συνδυασμένη μὲ τὴ νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία
μας νὰ χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ
αὐστηρότερη νηστεία, ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἂς συνεχίσουμε λοιπὸν τὸν ἀγώνα
μας στὸν πνευματικὸ στίβο μὲ τὰ ὅπλα αὐτὰ καὶ θὰ ἔχουμε μαζί μας τὴν
ἀκατανίκητη δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου