ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ)
Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
(24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
(Β΄
Κορινθ. δ΄[4] 6-15)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος στή δημιουργία τοῦ κόσμου διέταξε ἀπὸ τὸ σκοτάδι νὰ λάμψει τὸ φῶς, αὐτὸς καὶ τώρα ἔλαμψε στὶς καρδιές μας, ὄχι μόνο γιά νὰ φωτισθοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά καὶ γιὰ νὰ μεταδοθεῖ μέσα ἀπό
μᾶς ὁ φωτισμὸς πού προέρχεται
ἀπὸ τὴ γνώση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φανερώθηκε
μέσα ἀπό τό πρόσωπο
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε λοιπὸν τὸν θησαυρὸ τῆς φωτιστικῆς καί ἔνδοξης αὐτῆς γνώσεως μέσα
στὰ σώματά μας,
πού εἶναι εὔθραυστα καὶ χωματένια,
γιὰ νὰ ἀποδεικνύεται
ὅτι τό ὑπερβολικὸ μεγαλεῖο τῆς δυνάμεως
πού ὑπερνικᾶ τά ἐμπόδια καὶ τοὺς κινδύνους
μας, εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν
προέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀσθενικοὺς καὶ ἀδύναμους. Κι ἔτσι συμβαίνει
νὰ θλιβόμαστε
σὲ κάθε τόπο
καί περίσταση, ἀλλ’ ὅμως οἱ ἐξωτερικὲς αὐτὲς δυσκολίες
μᾶς δημιουργοῦν ἐσωτερικὸ ἀδιέξοδο καὶ στενοχώρια ἀγωνιώδη.
Φθάνουμε σὲ ἀπορία, χωρὶς ὅμως καί νά ἀπελπιζόμαστε
ἢ νὰ ἀποστερηθοῦμε ποτὲ μέσο καί
δυνατότητα σωτηρίας. Μᾶς
καταδιώκουν οἱ
ἄνθρωποι, ἀλλά δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει
ποτὲ ὁ Θεός. Φαίνεται
ὅτι μᾶς κατανικοῦν καὶ μᾶς ρίχνουν κάτω
στὴ γῆ σὰν τοὺς παλαιστές,
ἄλλα δὲν χανόμαστε.
Διαρκῶς καὶ κάθε μέρα
περιφέρουμε στὶς
περιοδεῖες μας τὸ σῶμα μας κυκλωμένο
ἀπὸ τὸν ἔσχατο κίνδυνο
νὰ πεθάνουμε,
ὅπως πέθανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀλλά αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο μὲ τὴ διάσωση τοῦ σώματός μας
ἀπό τους καθημερινοὺς κινδύνους ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ. Διότι πάντοτε
ἐμεῖς, πού παρὰ τοὺς τόσους κινδύνους
ζοῦμε, παραδιδόμαστε
σὲ θάνατο γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ φανερωθεῖ μὲ τὴ θνητὴ σάρκα μας καὶ ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, πού παρεμβαίνει
καὶ προλαβαίνει
τὸν θάνατό μας.
Κι ἔτσι, ἐνῶ ἐμεῖς ὑποφέρουμε
τοὺς κινδύνους
τοῦ θανάτου, ἐσεῖς ἀντιθέτως
καρπώνεστε τὴν πνευματικὴ ζωὴ πού προέρχεται
ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη
δράση μας. Παρόλους ὅμως
αὐτοὺς τοὺς κινδύνους,
ἐπειδὴ ἔχουμε τὸ ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα πού μᾶς στηρίζει
στὴν πίστη, ὅπως παλιότερα
εἶχε καὶ ὁ Δαβὶδ σύμφωνα μ'
αὐτὸ πού εἶναι γραμμένο
στοὺς ψαλμοὺς· «πίστεψα,
γι' αὐτὸ καὶ μίλησα», ἔτσι κι ἐμεῖς πιστεύουμε,
καὶ γι' αὐτὸ καὶ θαρραλέα ὁμολογοῦμε καὶ κηρύττουμε τὸν λόγο τῆς πίστεώς
μας. Καὶ γνωρίζουμε
ὅτι ὁ Θεός, πού ἀνέστησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ, θὰ ἀναστήσει κι
ἐμᾶς διαμέσου
τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς παρουσιάσει
ἔνδοξους στὸ βῆμα του μαζὶ μέ σᾶς. Ναί, μαζὶ μέ σᾶς. Διότι ὅλα γιὰ σᾶς γίνονται· ἔτσι ὥστε ἡ εὐεργεσία
πού μᾶς κάνει ὁ Θεὸς σώζοντάς
μας ἀπό τους κινδύνους
γιὰ χάρη σας, νὰ πλεονάσει
καὶ νὰ γίνει εὐεργεσία καὶ χάρη ὄχι μόνο σὲ μᾶς ἄλλα καὶ σ' ὅλους ἐσᾶς. Κι ἔτσι αὐτοὶ πού εὐεργετοῦνται θὰ εἶναι περισσότεροι,
ὥστε καὶ ἡ εὐχαριστία
πρὸς τὸν Θεὸ νὰ πλεονάσει
καὶ νὰ περισσεύσει,
γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά Του.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν
παραβολήν ταύτην. Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
(Λουκᾶ ιe΄[15] 11 – 32)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ὅταν ἔφυγε,
τὸ
βλέμμα του ἀκτινοβολοῦσε ἐνθουσιασμὸ καὶ
προσδοκίες εὐτυχίας.
Μαγνητισμένος ἀπὸ τὸ ἄγνωστο
ἔσπευδε
μὲ
λαχτάρα νὰ τὸ συναντήσει, γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖ τὴ
χαρά του, τὴν ἐλευθερία του...
Τώρα
γυρίζει πίσω... Τὸ
βλέμμα του εἶναι
σκοτεινό, ἀλλὰ στὸ βάθος του ἔχει ἀρχίσει
νὰ
φαίνεται καὶ ἡ λάμψη ὑπερκόσμια...
Ὁ ἄσωτος!
Τὸ εὐαγγέλιο τῶν Εὐαγγελίων.
Ἡ
παρηγορία τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ὁδηγὸς τῶν ἐπαναστατημένων. Τῶν ἀπελπισμένων ἡ τελευταία καὶ μόνη ἐλπίδα.
Ἂς παρακολουθήσουμε λοιπὸν τὴν
πορεία του: Ἀπὸ τὸν παράδεισο στὴν κόλαση, στὴν ἐξορία.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Πατρικὴ Βασιλεία.
1. ΕΝΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ
Στὴν συγκινητικότατη παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου
ὁ
Κύριός μας παρουσιάζει ἕνα
οἰκογενειακὸ δράμα. Στὴν εὐτυχισμένη
οἰκογένεια
μὲ τὰ δύο παιδιὰ ξαφνικὰ ξέσπασε ἡ καταιγίδα· ὁ μικρότερος γιὸς ζήτησε ἐπιτακτικὰ νὰ
πάρει τὸ
μερίδιο τῆς
περιουσίας, ποὺ θὰ κληρονομοῦσε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του. Κι ὅταν ὁ
πατέρας μὲ ἕνα ἀπεριόριστο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ του ὑποχώρησε
καὶ
τοῦ
παραχώρησε αὐτὰ ποὺ θρασύτατα ζήτησε, ὁ ἐπαναστάτης
ἐγκατέλειψε
τὸ
σπίτι καὶ ἔφυγε σὲ τόπο μακρινό. Ἐκεῖ
σπατάλησε τὴν
περιουσία του «ζῶν ἀσώτως».
Ἔπειτα ἦρθαν
τὰ
μαῦρα
χρόνια. Ἡ
στέρηση, ἡ
φτώχεια. Ἡ ἀναζήτηση ἐργασίας. Τὸ κατάντημά του νὰ γίνει δοῦλος καὶ νὰ βόσκει χοίρους. Ἡ φρικτὴ πείνα καὶ ἡ ἐπιθυμία του γιὰ λίγα ξυλοκέρατα, ποὺ κι αὐτὰ ὅμως δὲν τοῦ τὰ ἔδινε κανείς.
ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟ
παιδί! Εἰκόνα
παραστατικὴ
τοῦ
κάθε ἁμαρτωλοῦ, ποὺ προσπαθεῖ νὰ
βρεῖ τὴ χαρά του μακριὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό του. Κι ἐδῶ τὸ ἴδιο θλιβερὸ κατάντημα! Λίγες ἡδονὲς
στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἡ ἀηδία, τὸ ἀνικανοποίητο,
ἡ
πείνα καὶ ἡ δίψα γιὰ ἀληθινὴ χαρά, καὶ στὸ
τέλος τὸ
κοπάδι τῶν
χοίρων: ἡ
ψυχὴ
γεμάτη βρώμικα πάθη, ποὺ τὴν σέρνουν ἐδῶ
κι ἐκεῖ καὶ τὴν ἀφήνουν πεινασμένη φρικτά. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ πριγκιπόπουλο τοῦ Οὐρανοῦ, εἶναι αἰχμάλωτος
τώρα στὰ
φρικτὰ
πάθη του. Καὶ
μέσῳ αὐτῶν στοὺς
χειρότερους ἐχθρούς
του, τοὺς
δαίμονες.
Εἰκόνα ἀκόμη, θὰ ἔλεγε
κανείς, καὶ
τοῦ
σημερινοῦ
κόσμου, ἰδιαιτέρως
τῶν
νέων ἀνθρώπων.
Ἕνα
ξεκίνημα γεμάτο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ
τόσα φανταχτερά, ποὺ
πληθωρικὰ
διαφημίζονται... καὶ
στὸ
τέλος ἡ ἀπογοήτευση, ἡ καταφυγὴ στοὺς
ψεύτικους κόσμους τῶν
ναρκωτικῶν,
ἢ αὐτοκτονία. «ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑ
ΜΙΑ ΦΡΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ», ἔγραφε
πρὸ
καιροῦ σὲ κάποιον τοῖχο ἕνας
τέτοιος νέος.
Τὰ εἶχε προφανῶς δοκιμάσει ὅλα: σπουδὲς χωρὶς
νόημα ἴσως,
ξενύχτια στὰ
κέντρα διασκεδάσεως, φιλίες δῆθεν,
ἐλεύθερες
σχέσεις, ἐπαναστάσεις
κατὰ
τοῦ
κατεστημένου, τουρισμὸ σὲ ἐξωτικὲς
χῶρες,
ναρκωτικά, παράδοση στοὺς ξέφρενους
ρυθμοὺς
τῆς
σύγχρονης μουσικῆς
τῆς
ζούγκλας, ὅλα
αὐτά,
ποῦ τὰ ὀνόμασε «μιὰ φρίκη χωρὶς τέλος». Καὶ ποῦ
κατέληξε; Στὸ
«φρικτὸ
τέλος», στὴν
χειρότερη δηλαδὴ
«λύση», ἀκριβῶς διότι αὐτὴ ἡ «λύση» ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἀπείρως
φρικτότερη «φρίκη χωρὶς
τέλος», τὴν
αἰώνια
κόλαση!
Δὲν τὸ φαντάσθηκε, δὲν τὸ
γνώριζε ἴσως,
πὼς ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ἀπαίσιες ἐπιλογὲς ὑπῆρχε καὶ
κάποια τρίτη λύση· ἡ
μόνη διέξοδος στὰ
φρικτὰ ἀδιέξοδα: ὁ δρόμος πρὸς τὸ
σπίτι τοῦ
Πατέρα. Αὐτὸν ποὺ μετανιωμένος ἀκολούθησε ὁ ἄσωτος
υἱός!
2. Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Ἐκεῖ, ὅταν ἔφθασε στὸ χειρότερο κατάντημά του, ξύπνησε ἐπιτέλους τὸ ταλαίπωρο παιδί, ἦρθε στὸν ἑαυτό του, κατάλαβε τὴν ἀθλιότητά του. «Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν Πατέρα μου», εἶπε. «Καὶ θὰ
τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ δὲν εἶμαι
πλέον ἄξιος
νὰ ὀνομασθῶ παιδί σου· πάρε με σὰν ἕνα
μισθωτὸ ὑπηρέτη σου».
Καὶ δὲν ἔμεινε
μόνο στὰ
λόγια, ἀλλὰ τὶς σκέψεις του αὐτὲς
τὶς ἔκανε πράξη. Πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση, ἐγκατέλειψε τὰ κοπάδια τῶν χοίρων καὶ ξεκίνησε. Καὶ τί συγκινητικό! Καθὼς πλησίαζε πρὸς τὸ
πατρικὸ
σπίτι καὶ ἐνῶ ἀπεῖχε ἀκόμη ἀρκετά,
ὁ
γερο-πατέρας του, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὸν περίμενε, τὸν εἶδε
στὸ
βάθος τοῦ
δρόμου νὰ ἔρχεται καὶ ἔτρεξε
νὰ τὸν προϋπάντησει. Ἔφθασε κοντὰ στὸ
βασανισμένο παιδί του καὶ τὸ ἀγκάλιασε καὶ το φίλησε στοργικά, τὴν ὥρα
ποὺ ἐκεῖνο συντετριμμένο ζητοῦσε τὴν
συγχώρηση λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον
εἰς
τὸν
οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός
σου».
Πῶς νὰ περιγραφεῖ ἡ
συνέχεια; Πλημμυρισμένος ἀπὸ χαρὰ, ὁ πατέρας παραγγέλλει στοὺς ὑπηρέτες του νὰ φέρουν τὴν καλύτερη στολή, γιὰ νὰ
ντύσουν τὸ
παιδί του, καὶ νὰ τοῦ φορέσουν δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ ὑποδήματα
στὰ
πόδια, καὶ
τέλος νὰ
σφάξουν τὸ
καλύτερο μοσχάρι, γιὰ νὰ φᾶνε καὶ νὰ χαροῦν, διότι, ὅπως εἶπε,
τὸ
παιδί του αὐτὸ ἦταν νεκρὸ καὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἦταν χαμένο καὶ εὑρέθηκε.
Τὸ πανηγύρι στὸ πατρικὸ σπίτι πλημμύρισε σὲ λίγο τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
καρδιὰ
τοῦ
μεγάλου ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ
καταλάβει πῶς ὁ πατέρας του ἔκανε ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸν ἀλήτη γιό, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία του. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο θύμωσε, μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο, καὶ δὲν ἤθελε κἂν νὰ
μπεῖ
μέσα στὸ
σπίτι. Ἀλλὰ πόσο φιλόστοργος καὶ ὑπομονητικὸς παρουσιάζεται καὶ πάλι ὁ
καλὸς
πατέρας, ποὺ μὲ γλυκύτητα ἐπιμένει νὰ παρακαλεῖ τὸ
μεγάλο παιδί του νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ
μετάσχει στὴν
πλούσια χαρὰ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀδελφοῦ του, ποὺ τὸν
εἶχαν
γιὰ
νεκρὸ
καὶ
χαμένο, καὶ
τώρα ἦταν
κοντά τους ζωντανὸς
καὶ ὑγιέστατος!
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟΤΑΤΗ
πράγματι ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα σὲ ὅλες
της τὶς ἐκδηλώσεις. Θέλει μὲ αὐτὴν
τὴν
εἰκόνα
ὁ
Κύριος νὰ ἐκφράσει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης
τοῦ
Θεοῦ
πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι
ὅλων
μας ὁ
φιλοστοργότατος Πατέρας. Ὁ
Πατέρας, ποῦ
σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, ὅταν φεύγουμε μακριά Του, ποὺ μᾶς περιμένει πάντοτε νὰ ἐπιστρέψουμε
κοντά Του, ποὺ μᾶς συγχωρεῖ καὶ μᾶς ἀγκαλιάζει θερμά, ὅταν μετανοοῦμε, ποὺ δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ὅταν ἀντιδροῦμε καὶ πεισμώνουμε.
Ἡ ἀγάπη
τοῦ
Πατέρα! Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ὅλοι
μας – ἐκτὸς ἀπὸ
τοὺς
μεγάλους ἐγωιστὲς καὶ ὑπερήφανους
– καταλαβαίνουμε πὼς
εἴμαστε
λίγο ἢ
πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἐν τούτοις δὲν συγκλονιζόμαστε ὅλοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά
μας καὶ δὲν συντριβόμαστε οὔτε μετανοοῦμε σὰν
τὸν ἄσωτο υἱό. Γιατί ἄραγε;
Λοιπόν,
ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ. Δὲν συγκλονιζόμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀκριβῶς
διότι δὲν
αἰσθανόμαστε
τὸν
Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ ἑπομένως
ὅτι,
ὅταν
ἁμαρτάνουμε,
ἁμαρτάνουμε
στὴν
Πατρική του ἀγάπη!
Συνήθως νομίζουμε ὅτι
ἔχουμε
ἁμαρτήσει
ἐνώπιον
τοῦ
Νόμου τοῦ
Θεοῦ ἢ ἐνώπιον τῆς Παντοδυναμίας Του. Ἐνώπιον δηλαδὴ τοῦ
Θεοῦ,
ποὺ Τὸν αἰσθανόμαστε αὐστηρό, ἀπόμακρο καὶ ἀπρόσιτο.
Ἡ ἐντύπωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λαθεμένη, εἶναι ὅμως μονομερὴς καὶ
λειψή. Ὁ
Θεὸς
εἶναι
Παντοδύναμος, εἶναι
καὶ
δίκαιος καὶ ἀπρόσιτος πράγματι. Εἶναι ὅμως καὶ Ἀγάπη, εἶναι καὶ
κοντά μας, προσιτός. Εἶναι
Πατέρας! Καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε...
Ὢ, ἀδελφοί!
Πικραίνουμε τὸν
ΠΑΤΕΡΑ μας! Εἴθε
κανείς μας νὰ μὴ τὸ καταλάβει αὐτό, ὅταν
πιὰ θὰ εἶναι πολὺ ἀργά...
Ἀλλὰ ἀπὸ
τώρα νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του, στὴν ἀνοιχτή, τὴν γεμάτη ἔλεος, εὐσπλαγχνία καὶ ἀγάπη
πατρικὴ ἀγκαλιά Του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι
ὁ
Πατέρας μας, ἀδελφοί!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου