ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται
ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς
εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ
καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα
σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί,
ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα
πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ
ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ,
ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος
ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ
νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς
πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν
πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται
καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας
ἀνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ
τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε
καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε
καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται
τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε
νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε
στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα
πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά
πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή
στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα
ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή
σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης.
Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε
παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό
βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός,
δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικού
θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή
ἀνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα
μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς
πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά
τή σωτηρία μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ,
πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν
αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί
γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις
Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς
ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας
σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης·
τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν, εἶπε
πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ
ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ
εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες
αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον, ἀφέντες ἡμιθανῆ
τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν
ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ
καὶ Λευΐτης, γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν,
ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν,
καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε
τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας
δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον,
καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν
δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι
αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί
με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι
γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν·
Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ
ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
– «Διδάσκαλε τί πρέπει νὰ κάνω
γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;», ρώτησε ἕνας Ἑβραῖος «νομικός»,
ἐξηγητὴς δηλαδὴ τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Κύριον. Δὲν ἐνδιαφερόταν
ὁ ὑποκριτὴς νὰ μάθει τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ὑπέβαλε
αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μὲ σκοπὸ νὰ πειράξει τὸν Κύριο, νὰ τὸν φέρει, ὅπως νόμιζε,
σὲ δύσκολη θέση. Ὁ Κύριος γνώριζε βέβαια τοὺς κακοὺς σκοπούς του, ἀλλὰ
δὲν τὸν ξεσυνερίστηκε. Τοῦ ἀπάντησε καὶ ὁ Ἴδιος μὲ μιὰ νέα ἐρώτηση:
–Στὸν Νόμο τί ἔχει γραφεῖ σχετικῶς; Ἐσὺ ποὺ τὸν μελετᾶς, πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι;
–Εἶναι γραμμένο, ἀπάντησε ἐκεῖνος,
πὼς πρέπει νὰ ἀγαπᾶς «Κύριον τὸν Θεόν σου» μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μὲ
ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ διάνοιά σου.
Καὶ ἀκόμη, νὰ ἀγαπᾶς τὸν «πλησίον» σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. –Σωστὰ ἀπάντησες.
Αὐτὸ νὰ κάνεις κι ἐσὺ καὶ θὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωή, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος.
«ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ
Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου
καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου».
Ἡ λέξη «καρδία» ἐδῶ φανερώνει
ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ οἱ λέξεις «ψυχή», «ἰσχύς»
καὶ «διάνοια» ἀναφέρονται στὰ τμήματα αὐτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου.
Ἠ λέξη «ψυχὴ» ἐκφράζει τὸ συναίσθημα, ἡ λέξη «ἰσχὺς» τὴ θέληση καὶ ἡ
λέξη «διάνοια» τὸν νοῦ, τὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως τὰ λόγια αὐτὰ
τῆς Ἁγίας Γραφῆς σημαίνουν πὼς πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλο τὸ ἐσωτερικό
μας, δηλαδὴ καὶ μὲ τὸ συναίσθημα (ψυχὴ) καὶ μὲ τὴ θέληση (ἰσχὺς) καὶ
μὲ τὸν νοῦ μας (διάνοια).
Στὴν πράξη τώρα, ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» σημαίνει πὼς ἡ
φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει μέσα μας νὰ καίει διαρκῶς καὶ νὰ
σκεπάζει κάθε ἄλλη ἀγάπη. Νὰ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη φλόγα, καμμία ἄλλη
ἀγάπη νὰ μὴν ξεπερνάει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Δημιουργό μας. Οὔτε τῶν γονέων
πρὸς τὰ παιδιά, οὔτε τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γονεῖς, οὔτε τῶν συζύγων μεταξύ
τους, οὔτε πρὸς ἄλλο πρόσωπο ἢ πράγμα (χρήματα, κτήματα, ἐπιστήμη,
ἀθλήματα κ.τ.λ.).
Νὰ εἶναι ἑπομένως ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς», πλούσια δηλαδὴ
καὶ θερμή, ὄχι ἄψυχη καὶ παγωμένη. Ὅταν προσευχόμαστε, γιὰ παράδειγμα,
ἢ ὅταν μετέχουμε στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν προσφέρουμε στὸν
Θεὸ χασμουρητὰ καὶ ἀφηρημάδα, ἀλλὰ λατρεία θερμή, μὲ αἰσθήματα ἀφοσιώσεως,
μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη, μὲ πόθο πολύ.
Νὰ εἶναι ἀκόμη ἀγάπη «ἐξ ὅλης της ἰσχύος». Ὄχι μόνο συναίσθημα,
ὅπως συμβαίνει συχνὰ μὲ πολλοὺς καὶ μάλιστα τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ θέληση,
δηλαδὴ ἀγώνα καθημερινὸ γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στὴ
ζωή μας, γιὰ τὴ συμμόρφωση τῆς ζωῆς μας πρὸς τὸ θέλημά Του. Ὄχι ἀπὸ τὴ
μιὰ μεγάλους σταυροὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπάτες στὴ δουλειά
μας ἢ θεληματικὴ ὑποδούλωση σὲ ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ ἡδονές.
Καὶ βέβαια νὰ εἶναι ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Κι αὐτὸ σημαίνει
πὼς τὸ κύριο θέμα ποὺ θὰ ἀπασχολεῖ τὸν νοῦ μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ Θεός.
Παραπάνω ἀπ᾿ ὅσο σκέπτονται οἱ ἔμποροι τὰ χρήματα, οἱ φιλόσοφοι
τὶς θεωρίες τους καὶ οἱ ἀστρονόμοι τ᾿ ἀστέρια, θὰ πρέπει νὰ σκεπτόμαστε
οἱ πιστοὶ τὸν Κύριο. Αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ εἶπε τόσο
ἐπιγραμματικά: «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»· εἶναι
ἀνάγκη νὰ θυμόμαστε τὸν Θεὸ πιὸ συχνὰ καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀναπνέουμε.
«Ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης
τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Ἕνα ὁλοκαύτωμα
τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου στὸν βωμὸ τῆς θείας Ἀγάπης. Ἄλλα ὄχι μόνον
αὐτῆς.
2. ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ
Ὅταν ὁ «νομικὸς» ἄκουσε τὸν
Κύριο νὰ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε, κατάλαβε πὼς εἶχε
ἐκτεθεῖ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ λοιπὸν ποὺ ἐρώτησε
κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε τὴν ἀπάντηση, ὑπέβαλε νέα ἐρώτηση
στὸν Κύριο λέγοντας: –Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου, τὸν ὁποῖον ὀφείλω,
σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, νὰ ἀγαπήσω σὰν τὸν ἑαυτό μου;
Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ
τοῦ «νομικοῦ» ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ διηγεῖται τὴ θαυμάσια παραβολὴ
τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποιος ἄνθρωπος, εἶπε, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
στὴν Ἱεριχώ, ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν οἱ ὁποῖοι τὸν λήστευσαν, τὸν τραυμάτισαν
καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Σὲ λίγο ἀκούστηκαν
βήματα στὴν ἐρημιὰ ἐκείνη καὶ ὁ πληγωμένος ἀναθάρρησε. Ἦταν – γιὰ
καλή του τύχη – ἕνας ἱερεὺς τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. «Ἱερεὺς εἶναι,
σώθηκα!», θὰ εἶπε ἀπὸ μέσα του ὁ δύστυχος, μόλις τὸν εἶδε. Ἀλλὰ δὲν
σώθηκε. Ὁ ἱερεὺς τοῦ ἔρριξε μόνο ἕνα βλέμμα καὶ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε.
Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ ἑπόμενος διαβάτης, ποὺ ἦταν Λευίτης, ἄνθρωπος
δηλαδὴ ἀφιερωμένος καὶ αὐτὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Πλησίασε,
τοῦ ἔρριξε μιὰ ματιὰ καὶ ἔφυγε. Τώρα καινούργια βήματα ἀκούγονται.
Ὁ πληγωμένος κυττάζει μὲ ἐλπίδα, ἀλλὰ παγώνει ὁλόκληρος. «Σαμαρείτης
εἶναι, χάθηκα», θὰ ψιθύρισε. Ἦταν πραγματικὰ ἕνας Σαμαρείτης, ποὺ
οἱ Σαμαρεῖτες ἦσαν θανάσιμοι ἐχθροὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους.
Ὅμως, ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς φέρεται
διαφορετικά. Συμπονεῖ τὸν πληγωμένο, τὸν περιποιεῖται καθαρίζοντας
τὰ τραύματά του μὲ κρασὶ γιὰ νὰ τὰ ἀποστειρώσει καὶ μὲ λάδι γιὰ νὰ μαλακώσουν
οἱ πληγές, τὰ δένει προσεκτικά, τὸν φορτώνει στὸ ζῶο του καὶ τὸν ὁδηγεῖ
σὲ ἕνα χάνι, ὅπου τὸν φροντίζει ὅλη τὴ νύχτα. Τὸ πρωὶ δέ, ὅταν ὁ κίνδυνος
εἶχε πιὰ περάσει, ξεκίνησε νὰ φύγει, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε στὸν ξενοδόχο
δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε: «περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι περισσότερο ξοδεύσεις,
ἐγὼ ἐπιστρέφοντας θὰ σοῦ τὸ ἐξοφλήσω».
–Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς τρεῖς,
ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τὸν «νομικό», νομίζεις ὅτι ἀπεδείχθει «πλησίον» τοῦ
ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς; – Ἐκεῖνος ποὺ τὸν συμπόνεσε καὶ τὸν ἐλέησε,
ἀπαντᾶ ὁ «νομικός». –Πήγαινε λοιπὸν καὶ σὺ καὶ κάνε τὸ ἴδιο, συνεπλήρωσε
ὁ Κύριος, κλείνοντας αὐτὴν τὴν πρωτότυπη συζήτηση.
Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ! Μιὰ συγκινητικὴ
μορφή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος οὐσιαστικὰ ἀπεικόνισε τὸν Ἴδιο τὸν Ἑαυτό
Του. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν καλὸς Σαμαρείτης. Αὐτὸς
ὁ Ὁποῖος βλέποντας τὸ ἀνθρώπινο γένος αἱμόφυρτο στὰ χέρια ἀπαίσιων
ληστῶν – τῶν δαιμόνων – δὲν τὸ ἐγκατέλειψε ἀβοήθητο, ὅπως ὁ ἱερεὺς
καὶ ὁ Λευΐτης, ὁ Νόμος δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ δὲν ἔχει τὴ
δύναμη νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ τὸ «ἐσπλαγχνίσθη», τὸ συμπόνεσε,
γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος καὶ μὲ τὸ λάδι (τὴ διδασκαλία
Του) καὶ μὲ τὸν οἶνον (τὸ Αἷμα τῆς λυτρωτικῆς θυσίας Του) τὸ θεράπευσε
ἀπὸ τὰ θανάσιμα τραύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ μέσα στὸ θεϊκό Του πανδοχεῖο
(τὴν Ἐκκλησία) ἀποκαθιστᾶ καθέναν, ὁ ὁποῖος δέχεται νὰ Τὸν ἀκολούθησει
σὲ πλήρη ὑγεία, καὶ τὸν ἀναδεικνύει μέτοχο τῆς ἀπείρου χαρᾶς καὶ δόξης
τῆς Βασιλείας Του.
Αὐτὴ τὴν ἴδια, τὴν ἄπειρη δική
Του ἀγάπη μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος τώρα νὰ δείχνουμε καὶ ἐμεῖς, ὁ ἕνας πρὸς
τὸν ἄλλο. Νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Ἀλλὰ «πλησίον»,
μᾶς ἐξήγησε μὲ τὴν παραβολή, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀνάγκη,
ὄχι μόνον οἱ φίλοι μας, οἱ συγγενεῖς μας, ἢ οἱ ὁμοεθνεῖς μας, ὅπως ἐνόμιζαν
οἱ Ἑβραῖοι.
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ
οἱ ἐχθροί μας!
Ὅποιος δὲν ἔχει αἰσθανθεῖ τὴν
ἀσύλληπτη δύναμη τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς,
ἂς μὴν ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του νομίζοντας πὼς εἶναι Χριστιανός. Εὑρίσκεται
ἀκόμη μακριά. Ἀκόμη δὲν ἔχει καταλάβει τὴν μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ ἔφερε
τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω στὴ γῆ.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου