ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι
ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ
Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ
θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ
γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ
ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι
ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ
στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ
λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ
σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος
ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
(Γαλ. Ϛ΄[6] 11 -18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, δεῖτε μέ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μέ τό ἴδιο μου τό χέρι. Ὅσοι θέλουν νά κάνουν καλή ἐντύπωση καί νά ἀρέσουν σέ ἀνθρώπους γιά πράγματα πού ἀναφέρονται στή σάρκα, αὐτοί σᾶς παρακινοῦν καί σᾶς παρασύρουν νά
περιτέμνεσθε, μόνο καί μόνο γιά νά μήν καταδιώκονται ἀπ᾿ τούς Ἰουδαίους γιά τό
κήρυγμα πού ἀναφέρεται στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί μόνο σᾶς ἀναγκάζουν νά περιτέμνεσθε. Κι αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι οὔτε κι αὐτοί πού ἔχουν περιτμηθεῖ τηροῦν τίς τελετουργικές διατάξεις τοῦ νόμου, τίς καθάρσεις δηλαδή καί τίς ζωοθυσίες· ἀλλά θέλουν νά περιτέμνεσθε ἐσεῖς γιά νά καυχηθοῦν αὐτοί γιά τή δική σας σάρκα. Θέλουν δηλαδή νά καυχηθοῦν ὅτι σᾶς ἔπεισαν νά δεχθεῖτε τήν περιτομή. Ἐγώ ὅμως δέν κινοῦμαι ἀπό τέτοια ἁμαρτωλά ἐλατήρια. Ποτέ νά μή συμβεῖ ἐγώ νά καυχηθῶ γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τό ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά χάρη μου πῆρε μορφή δούλου καί σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία μου. Μόνο καύχημά μου εἶναι ὁ σταυρικός
θάνατος τοῦ Κυρίου. Καί μέ τήν πίστη στό θάνατό
του αὐτόν ἔχει νεκρωθεῖ κι ἔχει χάσει τή
δύναμή του ὁ κόσμος γιά μένα. Ἀλλά κι ἐγώ ἔχω νεκρωθεῖ γιά τόν κόσμο. Εἶμαι νεκρωμένος γιά τόν κόσμο, καί
τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν δέν μέ δελεάζει οὔτε μέ φοβίζει. Διότι στήν κοινωνία καί τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό οὔτε ἡ περιτομή ἔχει καμία ἀξία οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλά ἰσχύει νέα κτίση
καί δημιουργία. Ἡ καινή αὐτή
κτίση εἶναι ἡ ἀναγέννηση πού
δίνει ὁ Χριστός σέ κάθε πιστό μέ τή δύναμη τῆς ἀπολυτρωτικῆς του σταυρικῆς θυσίας. Καί ὅσοι θ᾿ ἀκολουθήσουν τή διδασκαλία αὐτή γιά τή νέα κτίση καί θά τήν ἔχουν ὡς μέτρο καί ὑπόδειγμα γιά νά συμμορφώσουν τή ζωή τους μ᾿ αὐτή, ἄς ἔχουν ἐπάνω τους τήν εἰρήνη καί τό ἔλεος· ἀλλά καί γενικότερα ὅλος ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς χάριτος, ὁ νέος λαός πού μέ τήν πίστη ἔγινε ἐκλεκτός στό Θεό καί ἀντικατέστησε τόν παλαιό κατά σάρκα Ἰσραήλ. Στό ἑξῆς ἄς μή μοῦ δημιουργεῖ κανείς κόπους
καί ἐνοχλήσεις,
ζητώντας ἀπό μένα νά ἀπολογοῦμαι γιά ὅσα κάνω. Διότι ἐγώ βαστάζω στό σῶμα μου τά σημάδια τῶν πληγῶν πού δέχθηκα
γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ. Καί οἱ πληγές μου αὐτές εἶναι ἡ ἀπολογία μου. Σᾶς εὔχομαι, ἀδελφοί, ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά ἐνισχύει καί νά ἐνδυναμώνει τίς
πνευματικές σας δυνάμεις, ὥστε νά διατηρεῖτε πάντοτε τόν ἁγιασμό πού σᾶς ἔδωσε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην.· Ἀνθρώπου
τινὸς
πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς
μου; καὶ εἶπε· τοῦτο
ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας
οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά
μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν
ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας
τίνι
ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα
ἀκούειν, ἀκουέτω.
(Λουκ. ιβ΄[12] 16 21)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ
Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος
τῆς σημερινῆς παραβολῆς βρέθηκε ξαφνικὰ σὲ δύσκολη θέση. Ἡ χρονιὰ
ἐκείνη ὑπῆρξε τόσο ἀποδοτικὴ γιὰ τὰ χωράφια του, ποὺ τὰ πλημμύρισε
κυριολεκτικὰ μὲ καρπούς. Ἔπεφτε γιὰ ὕπνο, ἀλλὰ ὕπνο δὲν εἶχε, τὸν ἔτρωγε
ἢ ἀγωνία: –Τὶ νὰ κάνω, ἔλεγε, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρπούς
μου; Ξαφνικὰ ἡ λύση ἄστραψε μὲς στὸ μυαλό του: –Τὸ βρῆκα, συλλογίστηκε.
Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες
καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ μέσα ὅλα τὰ προϊόντα μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. Καὶ τότε
θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ χρόνια
πολλά· ἀναπαύσου, τρῶγε, πίνε, γλέντησε».
«ΑΝΑΠΑΥΟΥ, φάγε, πίε, εὐφραίνου»! Τὸ ὑπέρτατο ὅραμα τοῦ καταναλωτισμοῦ
κάθε ἐποχῆς, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς σημερινῆς μας κοινωνίας, ποὺ δίκαια
ἀποκαλεῖται «καταναλωτικὴ κοινωνία». Ἕνα ὅραμα, στὸν βωμὸ τοῦ ὁποίου
θυσιάζονται τὰ πάντα! Πρόκειται
γιὰ ἕνα φρικιαστικὸ ὁλοκαύτωμα – μιὰ ἑκατόμβη
ἀληθινῆς τρέλλας. Ἑκατόμβη ἦταν
ἡ μεγαλύτερη θυσία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Ἑκατὸ βόδια
θυσιάζονταν μὲ μιᾶς, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς ἀνύπαρκτους θεοὺς
τοῦ Ὀλύμπου. Σήμερα ὁ ἀριθμὸς ἀνέρχεται σὲ ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια.
Καὶ δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ βόδια, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ προσφέρουν τὸν ἑαυτό τους θυσία σ᾿ αὐτὸ τὸ παρανοϊκὸ ὅραμα τοῦ
καταναλωτισμοῦ: «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά...
ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Ὅραμα παρανοϊκὸ
πράγματι. Γιατί; Διότι ἡ ψυχὴ δὲν χορταίνει ποτὲ μὲ γήινα «πολλὰ ἀγαθά». Ὅσο περισσότερα ἔχει,
τόσο πιὸ ἀνικανοποίητη μένει. Καὶ ὄχι μόνο μὲ ὑλικά, ἀλλὰ οὔτε
κἂν μὲ τὰ θεωρούμενα καὶ λεγόμενα πνευματικὰ ἀγαθὰ μπορεῖ νὰ χορτάσει.
Τὴν ψυχὴ οὔτε τὸ ψωμὶ τὴν στηρίζει, οὔτε τὸ νερὸ τὴν ξεδιψᾶ. Οὔτε ἡ
φιλοσοφία τὴν γεμίζει, οὔτε ἡ τέχνη τὴν ἱκανοποιεῖ, οὔτε ἡ ὅποια
ἐπιστήμη τὴν ἀναπαύει. Τὴν ψυχὴ δὲν τὴν εὐφραίνουν τὰ πολλὰ ἀγαθά,
ἀλλὰ μόνον ἕνα - τὸ ΕΝΑ. Τὸ ἄκρον Ἀγαθὸν καὶ ἐφετόν, ἡ Αὐτοαγαθότης,
ὁ ἄπειρος καὶ πανάγαθος Δημιουργός της, «ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ
ζωῆς χορηγός», ὁ ἀπειροτέλειος Θεός.
Ἀδελφοί, ἂς
τὸ καταλάβουμε καὶ ἐμεῖς αὐτὸ καλά. Ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι ὁ πολυτιμότερος
θησαυρὸς τοῦ σύμπαντος καὶ ὅτι ἔχει ἀπ᾿ αὐτὴν τὴ δημιουργία της τὸν
πόθο τῆς ἀθανασίας, τοῦ ἀπείρου, τῆς τελειότητος. Αὐτοὺς τοὺς ἄπειρους
πόθους της δὲν ὑπάρχει τίποτε μέσα σ᾿ ὅλη τὴ δημιουργία ποὺ νὰ μπορεῖ
νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Οὔτε ἄψυχο, οὔτε ἔμψυχο, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε
ἄγγελος, παρὰ μόνον ὁ πανυπερτέλειος Δημιουργός της.
Τὸ μέγα λάθος
τοῦ πλουσίου – αὐτὸ ποὺ μαστίζει καὶ τὴ δική μας ἐποχή – εἶναι ὅτι ζήτησε στὰ δημιουργήματα αὐτὸ
ποὺ μόνο ὁ Δημιουργὸς μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε:
«Ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθά... ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἀνόητα
λόγια ἀνόητου ἀνθρώπου. Ὁ ἄφρων νόμιζε πὼς μποροῦσε νὰ χορτάσει
τὴν ψυχή του μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ δράμα του.
Καὶ ἐδῶ βρίσκει ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ὅτι «ὅποιος δὲν εἶναι πνευματικὸς μέχρι
τὴν σάρκα του, θὰ εἶναι σαρκικὸς ὣς τὸ πνεῦμα του».
Ὅμως τὸ λάθος
τοῦ ἄμυαλου πλουσίου δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἐκεῖνο τὸ «κείμενα εἰς ἔτη
πολλά», ποὺ εἶπε, δείχνει, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, πόσο ἀπροσγείωτος
καὶ ἀπερίσκεπτος ἦταν.
2. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
Ἐπιτέλους
ξένοιασε. Τὰ σχέδιά του πραγματοποιήθηκαν. Νέες ἀποθῆκες κτίσθηκαν
καὶ τὰ ἀγαθά του ὅλα ἀσφαλίστηκαν. Ἔπεσε εὐχαριστημένος πιὰ νὰ
κοιμηθεῖ... Ἑτοιμαζόταν νὰ πεῖ στὴν ψυχή του αὐτὰ τὰ «ἀναπαύου, φάγε,
πίε, εὐφραίνου», ποὺ εἶχε λογαριάσει, ὅταν...
Ὁ ἀπρόσκλητος
ἐπισκέπτης τὸν ξάφνιασε. Καὶ τί ἐπισκέπτης... Μήπως, ἀναρωτιέται,
ἔγινε κάποιο λάθος; Εἶναι δυνατόν; Καὶ ὅμως ἦταν! Ἡ τρομερὴ ὥρα εἶχε
φθάσει καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἀντηχοῦσε τώρα σὰν βροντὴ μὲς στὴ συνείδησή
του: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας
τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, αὐτὴν τὴ νύχτα πεθαίνεις καὶ οἱ δαίμονες
ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, σὲ
ποιὸν θὰ περιέλθουν;
Καὶ κλείνει τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος
λέγοντας πὼς ἔτσι θὰ πάθει καὶ καθένας ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό
του ἐπίγειους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει μὲ οὐράνιους θησαυρούς, στοὺς ὁποίους εὐαρεστεῖται
ὁ Θεός. Καὶ πρόσθεσε: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω», ὅποιος ἔχει αὐτιὰ
γιὰ νὰ ἀκούει, ἂς ἀκούει.
ΑΝ ΖΟΥΣΕ
ΣΗΜΕΡΑ ὁ πλούσιος της παραβολῆς, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀπεκάλεσε ἀνόητο,
σίγουρα κάθε ἄλλο παρὰ ἀνόητος θὰ ἐθεωρεῖτο. Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι
θὰ τὸν ἐπαινοῦσαν ὡς ἔξυπνο, ἐνεργητικὸ καὶ δραστήριο, καὶ οἱ περισσότεροι
θὰ τὸν ζήλευαν. Ἀκόμη καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔλεγαν
στὰ παιδιά τους: «Βλέπετε, Αὐτὸς εἶναι σπουδαῖος καὶ ἔξυπνος. Λοιπόν,
κυττάξτε νὰ τοῦ μοιάσετε».
Φυσικά, ἂν
ζοῦσε σήμερα, θὰ ἦταν ἐργοστασιάρχης, ἐφοπλιστής, ἰδιοκτήτης κάποιας
πολυεθνικῆς ἑταιρείας ἢ κάτι τέτοιο. Δὲν ἀποκλείεται ἀσφαλῶς νὰ
εἶχε γίνει καὶ ὑπουργός.
Ὁ ἄφρων.
Πιθανὸν ὅμως
νὰ ἦταν καὶ ἁπλός ἐργάτης ἢ ὑπάλληλος τοῦ δημοσίου ἤ... αὐτὸ ποὺ εἶναι
ὁ καθένας μας, διότι, ἀδελφοί, αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ νοοτροπία,
τὸ πνεῦμα τοῦ πλουσίου, καὶ αὐτὴν τὴ νοοτροπία τὴν ἔχουμε δυστυχῶς
πολλοί. Τὴ νοοτροπία δηλαδὴ τῶν μακρόπνοων προοπτικῶν – «κείμενα
εἰς ἔτη πολλά».
Τὴ νοοτροπία,
μὲ ἄλλα λόγια, νὰ λογαριάζουμε πὼς ἔχουμε καιρό. Νὰ μὴ σκεπτόμαστε
πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ φύγουμε ξαφνικὰ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἑπομένως
νὰ βρεθοῦμε ἀπροετοίμαστοι. Κινδυνεύουμε συνεπῶς νὰ τὴν πάθουμε
σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο, σὰν τὶς μωρὲς παρθένες. Ἐμεῖς ποὺ νομίζουμε
πὼς ἐδῶ θὰ εἴμαστε αἰώνιοι «εἰς ἔτη πολλά»! Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ
πορευόμαστε. Καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ σκεφθοῦμε πὼς... «δὲν εἶναι δυνατόν, κάποιο
λάθος θὰ ἔγινε...», ὅταν ξαφνικὰ ἀκούσουμε νὰ σφυρίζει τὸ τραῖνο
γιὰ τὴν ἀναχώρηση: Ἔκτακτη ἁμαξοστοιχία
γιὰ τὸ ὑπερπέραν! Φεύγεις!
Ἐγώ; Κάποιο
λάθος θὰ ἔγινε!
Ἀσφαλῶς καὶ
ἔγινε κάποιο λάθος, αὐτὸ ὅμως τὸ λάθος εἶναι δικό μας! Δὲν εἴχαμε
προσέξει πὼς στὸ ἔγγραφο, ποὺ μᾶς εἶχε δώσει κατὰ τὴ γέννησή μας ὁ Θεός,
ἔγραφε ἐπάνω: «ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΑΝΑ ΠΑΣΑΝ ΣΤΙΓΜΗΝ!».
Ἐμεῖς λοιπὸν
αὐτὸ τὸ «ΑΝΑ ΠΑΣΑΝ ΣΤΙΓΜΗΝ» τὸ ἑρμηνεύσαμε: «εἰς ἔτη πολλά». Ἐδῶ βρίσκεται
τὸ λάθος. Λάθος φρικτό. Νὰ νομίζουμε καθένας μας πὼς... «εἰδικὰ ἐγὼ
θὰ τύχω κάποιας εἰδικῆς μεταχειρίσεως. Ξέρει ὁ Θεὸς πὼς δὲν εἶμαι
ἀκόμη ἕτοιμος καὶ δὲν θὰ μὲ πάρει ξαφνικά. Ἑπομένως... ἔχω ἀκόμα
καιρό!»
Ἄφρον, ἔχεις
ἀκόμη καιρό, ὅσο σὲ ἀφήνει ὁ Θεὸς στὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μετανοήσεις,
ὄχι γιὰ νὰ συνεχίζεις τὴν ἀμέλειά σου καὶ τὶς παρανομίες σου. «Μὴ ἀπατῶ,
ἄφρον ἐργάτα, χρόνῳ χρόνον ἀναπληροῦν· οὐ γὰρ ἐξαρκεῖ ἡ ἡμέρα οὐδὲ
τὸ ἑαυτῆς χρέος τῷ Δεσπότῃ πληρῶσαι ἀνελλιπῶς» («ΚΛΙΜΑΞ» ΣΤ', κε').
Μὴν ξεγελιέσαι, ἀνόητε ἐργάτη, ὅτι θὰ ἀναπληρώσεις ἀργότερα
τὸν χρόνο ποὺ σήμερα χάνεις. Διότι δὲν φτάνει ἡ κάθε μέρα τὸ δικό της
χρέος νὰ ξεπληρώσει πλήρως στὸν Θεό.
Ἀληθινὰ ἔξυπνοι
ἑπομένως εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ θησαυρίζουν οὐράνιους θησαυροὺς καθημερινῶς.
«Ὁ ἔχων ὦτα
ἀκούειν ἀκουέτω»!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου