-Mπορῶ νὰ τὶς κοιτάξω;
Ὁ φίλος μου εἶχε πάρει στὰ χέρια του τὸ ἄλμπουμ τῶν φωτογραφιῶν κι εἶχε
ἀρχίσει νὰ τὸ περιεργάζεται.
-Καὶ τὸ ρωτᾶς; Γι᾿ αυτὸ τὶς ἔχω ἐκεῖ. Εἶναι βέβαια παλιές, τῆς δεκαετίας
τοῦ ᾿80, νὰ φαντασθεῖς.
-Εἶναι ὅλες ἀπ᾿ τὸ χωριό σου; Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄλμπουμ, ναί.
-Ἐδῶ βλέπω σὲ ἀρκετὲς κόσμο
μὲ ἀξίνες, φτυάρια καὶ τσάπες· τί κάνουν;
-Ἆ! εἶναι γιὰ προσωπικὴ ἐργασία.
-Προσωπικὴ ἐργασία; Τί εἶναι αὐτό;
-Ἔχεις δίκαιο. Ἐσὺ ποῦ νὰ ξέρεις ἀπ᾿ αὐτά; Ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὰ χω- ριά, ὅταν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα,
ἡ Κοινότητα καλοῦσε τοὺς κατοίκους σὲ «προσωπικὴ έργασία» γιὰ νὰ τὸ τακτοποιήσουν. Στὶς φωτο- γραφίες ποὺ βλέπεις, ἔχουν πάει νὰ διορθώσουν τὸ αὐλάκι ποὺ μεταφέρει νερὸ γιὰ νὰ ποτίζονται οἱ κῆποι τοῦ χωριοῦ.
-Καί πηγαίνουν ὅλοι;
-Ὅλοι, μικροί - μεγάλοι, ὅσοι
μποροῦν.
-Λίγους ἄντρες βλέπω καί μάλιστα ἡλικιωμένους.
-Μά φυσικά, ἀφοῦ οἱ ἄντρες λείπουν
στὰ δάση, σὲ ἄλλες περιοχές. Μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶναι ὑλοτόμοι.
-Αὐτὴ ἡ κυρία
μὲ τὸ φτυάρι
καὶ τὸ πλατὺ χαμόγελο
ποιὰ εἶναι;
-Ἄ! αὐτή; Σπουδαία ἱστορία!
-Δὲν θὰ μοῦ τὴν πεῖς;
-Ἀφοῦ τὸ θέλεις, φυσικά. Λοιπόν, ἄκου: Ἡ Δέσπω...
-Δέσπω;
-Ναί, τό ὄνομά της. Αὐτή, ποὺ λές, ἦταν κρυμμένο διαμάντι! Ἐγώ τήν ἀνακάλυψα μετὰ τὸν θάνατό της, περίπου δέκα χρόνια πρὶν καὶ σχεδὸν τριάντα χρόνια μετὰ τὴ φωτογραφία ποὺ βλέπεις.
Καὶ πῶς νὰ τὴ γνωρίσω; Αὐτὴ κρυβόταν. Μετρημένες οἱ κουβέντες της. Δὲν τὴν ἄκουσε ποτὲ κανεὶς νὰ κρίνει ἢ νὰ λέει «λόγια» γιὰ κάποιον. Λὲς καὶ βρισκόταν σὲ ἄλλον πλανήτη. Ζοῦσε σ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της. Δέν ἔκανε δική
της οἰκογένεια, γιὰ νὰ τὸν φροντίζει. Διότι αὐτός, ἕνας λεβέντης, ἦταν κωφάλαλος. Μιὰ ἀσθένεια στὴν παιδική του ἡλικία τὸν εἶχε ἀφήσει ἀνάπηρο. Ἀγαπητὸς σὲ ὅλους, ἐργατικότατος, μὲ αὐτὴ τὴ δυσκολία ὅμως. Κι ἐκείνη στάθηκε δίπλα του. Ξέχασε τὸν ἑαυτό της. Τὸν φρόντισε μέχρι τὸν θάνατό του, δύο χρόνια πρὶν τὸν δικό της. Ἡ ἴδια δὲν ἤξερε τὶ θὰ πεῖ ἀρρώστια. Τὸ Βιβλιάριο Ὑγείας της ἦταν ἄδειο. Οὔτε μιά νοσηλεία, οὔτε
μιὰ συνταγὴ γιατροῦ. Στὰ ἐνενηνταένα χρόνια της
ἐργαζόταν ὅπως τότε
ποὺ τὴ βλέπεις
στὴ φωτογραφία.
-Ἀπὸ τί σκαρὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι!
-Αὐτὸ νὰ μοῦ πεῖς...
Λοιπόν, ἄκου τώρα τὸ πιὸ σπουδαίο, τὸ τέλος της. Ἦταν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ αἰσθάνθηκε τὶς δυνάμεις της νὰ τὴν ἐγκαταλείπουν κι ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Τὴ στενοχωροῦσε ποὺ δὲν μποροῦσε
νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καί μάλιστα στοὺς Χαιρετισμούς.
Μιὰ μέρα λέει σὲ δύο γειτόνισσες συγγενεῖς της:
-Ἐγὼ σὲ τρεῖς μέρες φεύγω. Τὴν Τετάρτη θὰ ἔρθει ὁ Χριστός νά μέ πάρει.
Μὴ σοῦ κάνει ἐντύπωση... Τὸν περίμενε νὰ ἔρθει μὲ κάποιο αἰσθητὸ τρόπο. Ἔφθασε τέλος πάντων ἡ Τετάρτη.
-Λίγες ὧρες ακόμα, τοὺς λέει. Θέλω νὰ φύγω βράδυ, ὅπως ὁ Σπύρος.
Σπύρος ἦταν ὁ ἀδελφός της, ποὺ λέγαμε. Ὅταν σουρούπωσε, τοὺς εἶπε:
-Νὰ μὲ πλύνετε καὶ νὰ μὲ ἀλλάξετε, νὰ εἶμαι ἕτοιμη. Νὰ μὲ πλύνετε καλά.
-Ἆ! τώρα βρῆκα τὴ θέση μου, εἶπε, ὅταν τὴν ἑτοίμασαν. Γιὰ κοιτάξτε λίγο ἔξω· μήπως φάνηκε
ὁ Χριστός;
-Μά περίμενε τὸν Χριστὸ ἔτσι αἰσθητά;
-Ἔτσι φαίνεται...
Ζήτησε νὰ τῆς ἑτοιμάσουν ἕνα πόντσι.
-Πόντσι;
-Ναί, πόντσι. Εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ὀρεινῶν χωριῶν γιὰ κρυολόγημα καὶ παρόμοιες ἰώσεις. Κάτι σὰν τὸ ρακόμελο, μόνο ποὺ ἀντὶ γιὰ μέλι χρησιμοποιεῖται ζάχαρη. Βράζεις τσίπουρο μὲ λίγη ζάχαρη, ἀραιωμένο μὲ νερό. Τῆς τό ἑτοίμασαν. Ἔμεινε ἀρκετή ὥρα σιωπηλή.
Σὲ λίγο ἔκανε μιὰ φορὰ τὸν σταυρό της καὶ σταύρωσε τὰ χέρια της. Αὐτό ἦταν!
-Εἶχε ἔρθει ὁ Χριστός;
-Εἶχε ἔρθει ὁ Χριστός!
-Ξέρεις, μοῦ θυμίζει λίγο τὸ τέλος τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ.
-Κι ἐμένα τό ἴδιο ἀκριβῶς. Μόνο ποὺ ἐκεῖνος ὡς Ἁγιορείτης στο Περιβόλι τῆς Παναγίας περίμενε τὴν Παναγία.
-Κι αυτὴ «Ἁγιορείτης» ἦταν.
-Θὰ συμφωνήσω μαζί σου...
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», ΤΕΥΧΟΣ 2283, 15/03/2023,
ΣΕΛ. 143-144
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου