Nωρίς χήρεψε ἡ κυρα-Ἀνθή μεγάλωσε μόνη της καί τά
τέσσερα ἀγόρια της. Τά μεγάλα τῆς στάθηκαν ἀρκετά,
τὴ βοήθησαν, ὅσο μποροῦσαν, μέσα στην οικογένεια.
Μὰ ὁ μικρότερος, ὁ Γιάννης,
τη δυσκόλεψε πολύ. Ὅσο ἦταν μικρός, τήν ἄκουγε, τὴν ὑπάκουε, τὴ βοηθοῦσε. Δὲν ἔλειπε ποτέ
ἀπό τήν ἐκκλησία· τὸν καμάρωνε ἡ κυρα-Ἀνθή. Στὴν ἐφηβεία του ὅμως τὴν
κούρασε, τήν πόνεσε μὲ τὶς ἀντιδράσεις του, τίς ἀμφισβητήσεις του γιά τόν Θεό, τις
ποικίλες ἀνυπακοές του. Νά ᾿φταιγε ἡ ὀρφάνια; ἡ ἀπουσία τοῦ πατέρα; Τά ξέχασε ὅλα ὁ Γιάννης. Ἀντίθετος
σ᾿ ὅλα. Ὅ,τι τοῦ θύμιζε ἐκκλησία, τ᾿ ἀποστρεφόταν. Όποιες συμβουλές
κι ἂν τοῦ ἔδινε ἡ μητέρα του, τὸ ἀντίθετο ἔκανε αὐτός. Ἔφηβος μὲ τὰ ὅλα του.
Ἔγινε φοιτητής, πέρασε καὶ στὸ
πανεπιστήμιο. Κι ἐκεῖ συνέχιζε τὴν ἀντίδρασή του, τήν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Παράλληλα με τίς σπουδές του στη Νομική ἔστρεψε τό ἐνδιαφέρον του στή μουσική. Παρακολουθοῦσε σεμινάρια
γιά τήν παραδοσιακή μουσική καὶ ἰδιαίτερα τον συνάρπαζε ἡ μουσική τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ταξίδευε συχνά στην Προύσα,
ὅπου μαθήτευε σέ καλούς δασκάλους, μάθαινε ἀπό τήν τεχνική τους. Στα ταξίδια
του αὐτὰ περνοῦσε καὶ ἀπὸ τὴν Πόλη. Τὴν ἀγαποῦσε πολύ την Πόλη ὁ Γιάννης. Τὸν μεθοῦσε
τὸ ἄρωμά της· ὅλοι οἱ πολιτισμοί θαρρεῖς σέ μιά Πόλη! Κάθε φορά που πήγαινε, χαιρόταν
τ ̓ ἀξιοθέατά της, χανόταν στους
δρόμους της, φανταζόταν ὅ,τι εἶχε ἀκούσει σὲ ἱστορίες. Ἡ ἀντίδρασή του ὡστόσο πρὸς τὸν Θεὸ συνεχιζόταν.
Πέρασε κάποιο διάστημα καὶ ὁ
Γιάννης βρέθηκε ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την Προύσα, στην Πόλη τῶν
ὀνείρων. «Στοῦ Βοσπόρου τ᾿ ἁγιονέρια, κάτω ἀπ᾿ τὴν Ἁγια-Σοφιά», ποὺ λέει καὶ τὸ τραγούδι. Περιπλανιόταν μὲ τὴν παρέα του
καὶ πάλι στούς δρόμους της καί χαιρόταν.
Μά κάτι περίεργο αὐτή τή φορά τὸν τραβοῦσε πρὸς τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἤθελε πολὺ νὰ βρεθεῖ
ἐκεῖ μόνος. Τά κατάφερε. Μπῆκε μέσα... δεν χόρταινε νὰ βλέπει, σάν νά ᾿μπαινε γιά πρώτη του φορά. Κοίταζε τοὺς
τρούλους, τὰ ἐλάχιστα ἐπιβλητικά
ψηφιδωτά καί θαύμαζε. Μά ξαφνικά κάτι ἔνιωσε μέσα του, κάτι συγκλονιστικό, σάν κάποιος νὰ τὸν
καλοῦσε. Ἡ καρδιά του ζεσταινόταν μὲ κάτι ἔντονο... Τὸν ἔπιασαν τά κλάματα. Γιά ὥρα πολλή ἔκλαιγε
ἀσταμάτητα. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε;
Ὅταν ἠρέμησε, ὅλα τά σύννεφα τῆς ἀμφισβητήσεως,
τῆς ἀρνήσεώς του γιά τόν Θεὸ εἶχαν ἐξαφανισθεῖ. Μέσα στήν ψυχή του εἶχε ἁπλωθεῖ μιά ἀπέραντη γαλήνη, μιὰ χαρὰ ποὺ
δὲν μποροῦσε μὲ λόγια νὰ περιγράψει, μιά ζεστασιά, μιὰ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει.
Δὲν ἄργησε νά ἐπιστρέψει στὴν Ἑλλάδα. Μὲ τὴν
πρώτη εὐκαιρία κατέφυγε στόν Πνευματικό τῶν παιδικῶν του
χρόνων. Ἐξομολογήθηκε ὅλο τό παρελθόν του, τίς ἀμφισβητήσεις, τίς ἀντιδράσεις του, τά λάθη καί
τά πάθη του. Ἄκουγε με προσοχή και συμπάθεια ὁ σοφὸς Γέροντας. Τὸν βοήθησε νὰ ἐμβαθύνει
σ᾿ αυτό τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ:
-Κάτι μεγάλο θέλει ό Θεός, παιδί
μου, ἀπὸ σένα... Σκέψου το...
Ἡ μητέρα του, ἡ κυρα-Ανθή, κατάλαβε τὴν ἀλλαγὴ
τοῦ παιδιοῦ της. Δὲν τοῦ εἶπε τίποτε. Μόνο προσευχόταν, τὸν ἔβλεπε καὶ χαιρόταν.
Ὕστερα ἀπὸ ἡμέρες, ὅταν ὁ Γιάννης τῆς ἐξηγοῦσε τὴν ἀλλαγὴ ἐκείνη ποὺ ἔζησε μέσα
στην Αγια-Σοφιά, δακρυσμένη ἄκουγε, σταυροκοπιόταν καί χαιρόταν βαθιά.
Ὁ Γιάννης ἀνταποκρίθηκε στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα εἶναι
ἕνας ἄξιος κληρικός, πού χαίρεται τὴν ἱερωσύνη του καί διηγεῖται μέ συγκίνηση τό
θαυμαστό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Δὲν παραλείπει πότε-πότε νὰ ἐπισκέπτεται την Πόλη, μὲ
εὐλάβεια νά προσκυνεῖ στην Ἁγια-Σοφιά καί μ᾿ εὐγνωμοσύνη
νά δοξάζει τόν ἅγιο Θεό, τόν Καλό του Ποιμένα, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀναζήτησε καί τόν κάλεσε κοντά Του, στην
ποίμνη τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΡΙΘΜ. 2288,1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου