ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ)
(21 ΜΑΪΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία
εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον,
καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς
τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ
κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν,
καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει
ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη
δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι
ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη
λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω
γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ
αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν,
ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ
ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ
στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι
ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 12 Ἐνῶ
λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ
πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ
ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν,
ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα,
γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν
ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν. 14 Καὶ
ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ
δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ
μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀναστήθηκε. 15
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς
καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ
θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο. 16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ
σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ,
στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου. 17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ
μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ
σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς
λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται
νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ
τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν
ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση
τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ
τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς
ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας. 18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει
στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη·
Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ἐκτείνας τὴν
χεῖρα. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ' ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς
παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, Βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ
τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους.
Πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν, ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν
τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα
λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ
διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι,
προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι·
ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι
ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ
ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις
πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ
ὀπτασίᾳ· ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τὴν χώραν τῆς
Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν,
ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.
(Πράξ. Ἀποστ. κστ΄[26] 1, 12-20)
ΤΑ ΔΥΟ ΟΡΑΜΑΤΑ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην
σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα»
Bασιλικὴ
καὶ ἀποστολικὴ ἡ σημερινή ἑορτή, ἑορτὴ τῶν ἁγίων θεοστέπτων βασιλέων καὶ
ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς
ἡμέρας εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς μεγάλους αὐτοὺς Ἁγίους μας, τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο
καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη. Ἀναφέρεται στὴ μεγάλη κλήση τῆς Δαμασκοῦ ποὺ ἔγινε στὸν
ἀπόστολο Παῦλο. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὴν κλήση ποὺ ἔκαμε ὁ Θεὸς στὸν ἀπόστολο Παῦλο
καὶ στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ τὴν ἀνταπόκρισή τους ἀντιστοίχως.
1. ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ
Δημόσια
εξομολόγηση κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μᾶς λέγει ὅτι ἦταν κάποτε διώκτης τῶν
Χριστιανῶν καὶ κάποια ἡμέρα ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴ Δαμασκὸ μὲ φονικὰ
σχέδια συλλήψεως και τιμωρίας τῶν Χριστιανῶν, κάποιος οὐράνιος κυνηγὸς τὸν
περίμενε στὸν δρόμο του. Ἦταν μεσημέρι κι ἐνῶ πλησίαζε νὰ φθάσει στὴν πόλη,
ξαφνικὰ ἕνα φῶς οὐράνιο καὶ θεῖο ἄστραψε ὁλόγυρά του. Κι ἄκουσε φωνὴ ἐπιβλητικὴ
ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τοῦ λέγει:
—Σαούλ,
Σαούλ ! Τί με διώκεις;
—Ποιός
εἶσαι, Κύριε; ρώτησε μὲ ἔκπληξη.
—Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ καταδιώκεις! Σήκω ἐπάνω καὶ στάσου στὰ πόδια
σου. Ἦρθε γιὰ σένα τώρα ἡ ὥρα τῆς χάριτος, Σαῦλε. Σοῦ φανερώθηκα γιὰ νὰ σὲ
καταστήσω ὑπηρέτη, μάρτυρα, Ἀπόστολο. Σὲ ἀποστέλλω σὲ Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς,
νὰ τοὺς ἀνοίξεις τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι
τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς πίστεως.
Τί
ὑψηλὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ τοῦ Παύλου! Διότι ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ὕψιστος
Θεὸς τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητής του καὶ Ἀπόστολος!
Ἀλλὰ
τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, σὲ διάφορες
ἐποχές. Ἐπαναλήφθηκε καὶ στὸν εἰδωλολάτρη βασιλέα Κωνσταντῖνο. Στὸν
Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια μέσα στὴν ἀπάνθρωπη αὐλὴ τοῦ
αἱμοσταγοῦς διώκτου Διοκλητιανοῦ καὶ κατόπιν μέσα στὸ εἰδωλολατρικό περιβάλλον
τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ.
Ἦρθε
ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς του. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι
ἤδη τετράρχης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Καίσαρ τῆς Δύσεως Μαξέντιος
ἐκστρατεύει ἐναντίον του. Ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου μικρὸς καὶ οἱ δυνάμεις του
λίγες. Στη δύσκολη αὐτὴ κατάσταση, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συγκλονιστικότερες στιγμὲς
τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ὁ Κωνσταντῖνος βλέπει ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὸν τύπο τοῦ
Σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα». Ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καλεῖ τὸν
εἰδωλολάτρη Κωνσταντίνο νὰ ἀποβεῖ ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Χριστιανῶν, ἀπόστολος
καὶ ἅγιος καὶ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
Δὲν
ἀρνεῖται τὸ θεῖο κάλεσμα τῆς οὐράνιας ὀπτασίας ὁ διώκτης Σαούλ. Ἀμέσως λέει τὸ
ναί, ὑπακούει, μετανοεῖ καὶ βαπτίζεται. Καὶ ἀναλαμβάνει τὸ κοπιῶδες ἀλλὰ καὶ
πανένδοξο ἔργο τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχαιτίσει
τὸν διδάσκαλο τῶν ἐθνῶν στὸν καινούργιο του δρόμο. Οὔτε οἱ ἀνυπέρβλητες
δυσκολίες, οὔτε τὸ φοβερὸ κρύο καὶ ὁ καύσωνας, οὔτε οἱ συκοφαντίες καὶ οἱ
διωγμοί, οὔτε οἱ ραβδισμοὶ καὶ τὰ ξίφη. Κάθε μέρα πεθαίνει γιὰ τὸν Χριστό,
βαστάζοντας πάνω του τὰ στίγματα ἀπὸ τὶς πληγές γιὰ τὸν Κύριο. Καὶ στὸ τέλος
τῆς ζωῆς του στεφανώνεται μὲ τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς
εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἐπειδὴ ἀναδεικνύεται κορυφαῖος Ἀπόστολος, ἀνακαινιστής τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ οὐρανοπολίτης.
Ἀλλὰ
τὸ ἴδιο δὲν κάνει καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος; Ἀνταποκρίνεται ἀμέσως στὴν
κλήση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ ὑψωμένο στὰ χέρια του κατατροπώνει
ὁλοσχερῶς τὸν Μαξέντιο καὶ χαρίζει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία. Κατόπιν μὲ
τὴν ἴδια πίστη νικᾷ καὶ τὸν Λικίνιο καὶ γίνεται μονοκράτωρ. Μὲ βασιλικό
διάταγμα παύει τοὺς σκληρούς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν· ἐξέρχονται ἀπὸ
τὶς κατακόμβες οἱ πιστοί, περίλαμπροι ναοὶ κτίζονται, νέα χριστιανικὴ
αὐτοκρατορία οἰκοδομεῖται θεμελιωμένη στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὁ
Κωνσταντῖνος γίνεται ὁ ὑπέρμαχος καὶ προστάτης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ βοηθὸς τῆς ἱεραποστολῆς σὲ γειτονικὰ ἔθνη· ὁ πρόεδρος τῆς
πρώτης καὶ ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του βαπτίζεται
Χριστιανὸς καὶ μέχρι τὸν θάνατό του δὲν ἀποχωρίζεται ποτὲ τὸν ὁλόλευκο χιτῶνα
τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Ἀδελφοί, στὰ δύσκολα χρόνια τῆς
ἱστορίας ὁ πάνσοφος Θεὸς ἔχει τὸ ἐκλεκτό του «λεῖμμα», τοὺς δικούς του
ἀνθρώπους. Αὐτοὶ ἀθόρυβα καὶ μυστικὰ ζυμώνουν τὴν κοινωνία, ἀλλάζουν τὸ ρεῦμα,
συνεργοῦν στὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό. Στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ
καὶ σήμερα ζοῦμε, ὁ Κύριος μὲ τοὺς δικούς του ανθρώπους θὰ ἀναστρέψει τὴν
πορεία τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴ τὸ
ἀρνηθοῦμε.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· καὶ ἠρώτησαν
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς
αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε
οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ
ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε
οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε
τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι
εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν
οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες
αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος
καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ
ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν
σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς
πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε
εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.
εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν
πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν
καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ
μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων
τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ.
ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;
καὶ σχίσμα
ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ
σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν
τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός
ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι
βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι
οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει
οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς
ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. ταῦτα
εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη
γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος
γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ·
Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ
ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.
εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;
ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε
ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν
αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν
μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ
οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ
θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου
τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν
τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος
οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν
οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον
αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον
αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν
εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος
καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη·
Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
(Ἰωάν.
θ΄[9] 1 – 38)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καθὼς ὁ
Ἰησοῦς
περνοῦσε ἀπὸ
τὸ κέντρο
τῆς πόλεως,
εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τότε οἱ μαθητὲς του τὸν ρώτησαν: Διδάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τυφλός; Ἁμάρτησε ὁ ἴδιος, ὅταν ἦταν ἀκόμη μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἢ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του καὶ τιμωρεῖται
αὐτὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπάντησε: Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς
του. Ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθοῦν μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ θεραπεία
τῶν ματιῶν του τὰ ἔργα πού ἐπιτελεῖ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ
Θεοῦ. Ἐγώ, ὅσο ζῶ στὴ ζωὴ αὐτή, πρέπει νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ σωτηρία
τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο. Ἔρχεται ὅμως ἡ
μέλλουσα ζωή, καὶ ὅπως στὴ διάρκεια τῆς νύχτας σταματοῦν τὰ ἔργα τους
οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τότε κανεὶς πιὰ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται γιὰ
νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή του. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε στιγμὴ νὰ χάνω.
Ἐφόσον εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ
θαύματά μου. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφτυσε κάτω καὶ ἔκανε πηλό, καί ἔχρισε
μ' αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Καί δοκιμάζοντας τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ
τοῦ εἶπε: Πήγαινε, νίψου στὴ στέρνα
τοῦ Σιλωάμ, ὄνομα ἑβραϊκό πού μεταφράζεται «ἀπεσταλμένος». Ὕστερα λοιπόν ἀπὸ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ
πῆγε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλθε στὸ σπίτι του μὲ μάτια ὑγιῆ. Τότε
οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν:
Δὲν εἶναι αὐτὸς πού καθόταν καὶ ζητοῦσε
ἀπό τους διαβάτες ἐλεημοσύνη; Μερικοὶ ἔλεγαν: Αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι αὐτός,
ἀλλά κάποιος ἄλλος πού τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἐγώ
εἶμαι ὁ τυφλὸς πού παλιότερα ζητοῦσα ἐλεημοσύνη. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴ βεβαίωση αὐτὴ τοῦ τυφλοῦ τόν ρώτησαν ἐκεῖνοι: Πῶς θεραπεύθηκαν τὰ μάτια σου; Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: Ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνομάζεται Ἰησοῦς
ἔκανε πηλὸ καὶ μοῦ ἄλειψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πήγαινε στὴν
κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ καὶ νίφτηκα, καί
βρῆκα τὸ φῶς μου.
Μετὰ ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ τοῦ
τυφλοῦ πού εἶχε θεραπευθεῖ τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέρω, τοὺς ἀπάντησε. Τὸν ὁδήγησαν τότε
στοὺς Φαρισαίους, αὐτὸν πού ἦταν κάποτε τυφλὸς καὶ εἶχε ἤδη θεραπευθεῖ
ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μάλιστα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰησοῦς τὸν πηλὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ
μάτια ἦταν Σάββατο. Ὅταν λοιπὸν τὸν ὁδήγησαν στοὺς Φαρισαίους, ἄρχισαν
κι αὐτοὶ νὰ τὸν ἀνακρίνουν καὶ νὰ τὸν ρωτοῦν πάλι πῶς θεραπεύθηκε καὶ
βρῆκε τὸ φῶς του. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Αὐτὸς
πού μὲ θεράπευσε μοῦ ἔβαλε πηλὸ πάνω στὰ μάτια μου καὶ μετὰ ἐγώ πλύθηκα
καὶ βλέπω. Μερικοὶ ἀπό τους Φαρισαίους ἔλεγαν: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι
σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Ἄλλοι
ἔλεγαν: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος
ἁμαρτωλὸς νὰ κάνει τέτοια ἀποδεικτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα; Καὶ
διαφωνοῦσαν μεταξύ τους. Κι ἐπειδὴ ἡ διαφωνία τους συνεχιζόταν,
ἄρχισαν πάλι νὰ ἐξετάζουν τὸν τυφλό, καὶ τὸν ρώτησαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτό; Πρέπει
νὰ ἀκουστεῖ καὶ ἡ δική σου γνώμη· διότι τὰ δικά σου μάτια θεράπευσε
ἐκεῖνος κι ἐσύ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον γνωρίζεις τὰ περιστατικὰ
τῆς θεραπείας σου. Κι αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: Ἐγὼ λέω ὅτι εἶναι προφήτης. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ
αὐτὸ πού ἔδωσε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὁ τυφλὸς πού θεραπεύθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι
δυσαρεστήθηκαν. Δὲν ἐννοοῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι αὐτὸς ἦταν τυφλὸς
καὶ ἀπέκτησε πραγματικὰ τὸ φῶς του· ὥσπου ἀποφάσισαν νὰ καλέσουν
τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώτησαν:
Αὐτὸς εἶναι ὁ γιός σας, πού ἐπιμένετε
νὰ βεβαιώνετε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς λοιπόν, ἀφοῦ γεννήθηκε τυφλός,
τώρα βλέπει; Οἱ γονεῖς του τότε τοὺς ἀποκρίθηκαν: Γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ
γιός μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Πῶς ὅμως τώρα βλέπει δὲν ξέρουμε.
Ἢ ποιὸς τοῦ θεράπευσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, ἐμεῖς δὲν ξέρουμε. Αὐτὸς
δὲν εἶναι μικρὸ παιδί, ἔχει ὥριμη ἡλικία, καὶ συνεπῶς ἀντιλήφθηκε
πῶς καὶ ἀπὸ ποιὸν ἔγινε ἡ θεραπεία του. Αὐτὸν λοιπὸν ρωτῆστε, αὐτὸς
μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συνέβη. Καὶ
μίλησαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους
ἄρχοντες, διότι αὐτοί πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ εἶχαν συμφωνήσει νά
ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀφορισθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συναγωγὴ ὅποιος θὰ
τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν
φοβοῦνταν οἱ γονεῖς του μήπως
ἀποδιωχθοῦν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴ συναγωγή, γι' αὐτὸ εἶπαν ὅτι ἔχει ὥριμη
ἡλικία ὁ γιός μας, αὐτὸν ρωτῆστε.
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ
πληροφορηθοῦν τίποτε ἀπό τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θεραπεία
του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τον Ἰησοῦ, κάλεσαν
γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε τόν Θεό ὁμολογώντας ὅτι πλανήθηκες
καὶ ἀναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐτὸν πού σὲ θεράπευσε. Ἐμεῖς λόγῳ τῆς
θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέρουμε καλὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού καταλύει
τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνος τότε τοὺς ἀπάντησε:
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλὸς
δὲν τὸ ξέρω, καὶ γι' αὐτὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκφράσω γνώμη γι' αὐτό. Ξέρω ὅμως
καλά ἕνα πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ λίγο πιὸ πρὶν ἤμουν τυφλός τώρα βλέπω. Ἐπειδὴ
ὅμως ἡ νέα αὐτὴ βεβαίωση τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄρεσε, τοῦ εἶπαν πάλι:
Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς
σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο σᾶς τὸ εἶπα, τούς
ἀπάντησε, καὶ δὲν θελήσατε νὰ προσέξετε καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶπα.
Γιατί τώρα θέλετε νὰ ἀκούσετε πάλι τά ἴδια; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ
γίνετε μαθητές του; Τότε τοῦ μίλησαν ὑβριστικὰ καὶ περιφρονητικά
καί τοῦ εἶπαν: Ἐσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου.
Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ. Ἐμεῖς, πού εἴμαστε σπουδασμένοι
καὶ ἀναγνωρισμένοι ἄρχοντες τοῦ ἔθνους, ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει μιλήσει
στὸ Μωυσῆ καὶ σὲ κανέναν ἄλλον. Αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δὲν ξέρουμε
ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ἀπό ποῦ στάλθηκε. Τότε αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς προκαλεῖ
θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη! Ὅτι δηλαδὴ ἐσεῖς δὲν ξέρετε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ
ἐὰν ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἄγνωστος
σὲ σᾶς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Εἶναι ὅμως γνωστὸ καὶ τὸ ξέρουμε ὅλοι ὅτι
ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ἐὰν κάποιος σέβεται τὸν Θεὸ
καὶ ἐφαρμόζει τὸ θέλημά του, αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀκούει. Ἀπὸ τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δὲν ἀκούστηκε
ποτὲ νὰ ἔχει θεραπεύσει κανεὶς μάτια ἀνθρώπου πού νὰ ἔχει γεννηθεῖ
τυφλός. Πρώτη φορὰ ἔγινε τέτοιο θαῦμα, καὶ αὐτὸς πού τὸ ἔκανε πρέπει
νὰ ἔχει θεϊκὴ ἀποστολή. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπεσταλμένος
ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε, οὔτε τὸ παραμικρὸ θαῦμα.
Τοῦ ἀποκρίθηκαν τότε ἐκεῖνοι: Ἐσὺ
γεννήθηκες βουτηγμένος ὁλόκληρος στὴν ἁμαρτία, ὅπως ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὴν τύφλωση πού εἶχες ἀπ' τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄθλιος
καὶ ἁμαρτωλὸς κάνεις τὸ δάσκαλο σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπουδαγμένοι
ἀπ' ὅλους τούς Ἰουδαίους; Καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἀπ' τὸν τόπο πού συνεδρίαζαν,
σκοπεύοντας νὰ τὸν ἀφορίσουν καὶ νὰ τοῦ ἀπαγορεύσουν νὰ συμμετέχει
πλέον στὶς λατρευτικὲς τελετὲς τοῦ ναοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω γιὰ
τὴν παρρησία μὲ τὴν ὁποία διεκήρυττε τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆκε,
τοῦ εἶπε: Ἐσύ, ἀντίθετα μὲ τοὺς ἄπιστους
Ἰουδαίους, πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε:
Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός, Κύριε, γιὰ νὰ
τὸν πιστέψω; Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Μὰ τὸν ἔχεις κιόλας δεῖ μὲ τὰ μάτια σου. Αὐτὸς πού μιλάει αὐτὴ
τὴ στιγμὴ μαζί σου, αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Τότε ἐκεῖνος εἶπε:
Πιστεύω, Κύριε. Καὶ τὸν προσκύνησε
ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου