ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν
ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων
Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει
αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει
αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει
αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον,
φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες
σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου,
καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ
δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ
Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ
δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν
ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω
μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ ἀκολούθει
μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει,
καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως
ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας
ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι
τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.
(Ἰωάν.
κα΄[21] 14 – 25)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε
φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς. 15 Ὅταν
λοιπόν πῆραν τό πρωινό τους, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στό Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ,
μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ
καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά
του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ.
Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί
φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ
κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας. 16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη
φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ
γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου,
ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους. 17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά:
Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν
ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε
διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα
τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά
μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς
τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος,
πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει: 18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν
πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως
γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει
ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα
θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο
φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι. 19
Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ
Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με. 20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ
Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ
μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ
καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει; 21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε
ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ
στό μέλλον; 22 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή
δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν
μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου
σωτηρία. 23 Ἀπό παρανόηση
λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη
αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν
Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω
νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει; 24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ
καί τώρα νά δίνει μαρτυρία
γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί
γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή. 25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε
ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος
ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά
γραφοῦν. Πραγματικά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι
θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον
ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον
φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ
καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν
᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ
Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ
κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ
Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου
᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ
τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
(Γαλ. Ϛ΄[6] 11 -18)
ΧΡΙΣΤΟΣ Ή ΚΟΣΜΟΣ;
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
1.
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ;
Δέστε μὲ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ ἴδιο
μου τὸ χέρι, γράφει στους Γαλάτας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅσοι θέλουν νὰ ἀρέσουν σὲ
ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς παρακινοῦν νὰ περιτέμνεσθε, μόνο και μόνο γιὰ νὰ μὴν
καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Οὔτε ὅμως κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν
περιτμηθεῖ τηροῦν τίς τελετουργικές διατάξεις τοῦ νόμου, τις
καθάρσεις δηλαδή καὶ τὶς ζωοθυσίες. Ἀλλὰ θέλουν νὰ περιτέμνεσθε γιὰ νὰ καυχηθοῦν
ὅτι σᾶς ἔπεισαν νὰ δεχθεῖτε την περιτομή. Ἐγὼ ὅμως ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ
τῷ κόσμῳ». Ἔχει πλέον νεκρωθῆ καὶ ἔχει χάσει τὴν δύναμή του γιὰ μένα ὁ κόσμος. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔχω νεκρωθεῖ γι ̓ αὐτόν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ λοιπὸν εἶχε νεκρωθεῖ γιὰ
τὸν κόσμο. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε καθόλου τί θὰ ἔλεγε ὁ ἁμαρτωλὸς και γεμάτος πάθη
κόσμος. Δὲν ἤθελε νὰ ἀρέσει στοὺς πολλούς. Τὸν ἐνδιέφερε τί ἤθελε ἀπὸ αὐτὸν ὁ
σταυρωθεὶς καὶ ἀναστὰς Κύριος. Καὶ μᾶς διδάσκει κι ἐμᾶς νὰ μὴν ἔχουμε κριτήριο
τῆς ζωῆς μας τὴ γνώμη τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι
ἰδιαίτερα φανερὸ σὲ πολλοὺς Χριστιανούς, ὅτι ὑπολογίζουν πάρα πολὺ στὴ
συμπεριφορά τους καὶ τὴ ζωή τους τὸ τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος. Δὲν ἀντέχουν να διαφοροποιοῦνται, να
ξεχωρίζουν. Φοβοῦνται νὰ ἐκδηλώσουν τὴν πραγματική τους ἰδιότητα, γιὰ νὰ ἀρέσουν στοὺς ἄλλους. Κριτήριό τους,
τουλάχιστον ἐξωτερικά, ὁ κόσμος καὶ οἱ ἀπαιτήσεις του. Στις συνήθειες, τὴν ἐνδυμασία,
τὴ συμπεριφορά, τὶς συζητήσεις, τὶς νοοτροπίες. Ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος, ὅ,τι κάνουν οἱ
γύρω, ὅ,τι διατάζει ἡ μόδα καὶ τὸ ρεῦμα τῶν πολλῶν. Γιὰ νὰ φανοῦμε ἀρεστοί, γιὰ
νὰ τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ ὅλους.
Ὅποιος ὅμως, μᾶς λέγει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος, ἐνεργεῖ μὲ τρόπο τέτοιο, ὥστε νὰ ἀρέσει στὸν κόσμο δὲν εἶναι γνήσιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄνθρωπος χωρίς
προσωπικότητα, χωρίς στόχο καὶ πορεία. Καταντᾷ δοῦλος τῶν ἄλλων. Καὶ στὴν ἀρχὴ
μπορεί βέβαια νὰ κάνει ἀβαρίες σὲ εξωτερικές συνήθειες. Ὅμως ἡ ἀνθρωπαρέσκεια εἶναι πάθος φοβερό και μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πολὺ μεγαλύτερα κακά. Διότι ὁ ἄνθρωπος φθάνει σιγά - σιγά στὸ βαρύτατο ἁμάρτημα νὰ περιφρονεῖ τὸν
Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του. Καὶ ἔτσι πολύ γρήγορα χάνει καὶ τὴν ἠθική του καὶ τὴν
πίστη του. Και τελικὰ ἐξευτελίζεται στὰ μάτια ὅλων.
2.
ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γιά ὅσους ζοῦν πλέον μέσα στην Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δεν ισχύει οὔτε ἡ περιτομή οὔτε
ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ νέα κτίση καὶ δημιουργία, δηλαδὴ ἀναγέννηση, ποὺ δίνεται σὲ κάθε πιστό μέ τή δύναμη τῆς λυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ. Καὶ σ ̓ ἐκείνους ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τη διδασκαλία αὐτή, ἂς
εἶναι ἐπάνω τους εἰρήνη καὶ ἔλεος.
Στὸ ἑξῆς, προσθέτει ὁ Ἀπόστολος, κανείς ἂς μήν μοῦ παρέχει κόπους καὶ ἐνοχλήσεις, ζητώντας ἀπολογία ἀπὸ μένα γιὰ ὅσα κάνω. Διότι «ἐγὼ
τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» βαστάζω στὸ σῶμα μου
τὰ σημάδια τῶν πληγῶν, τίς ὁποῖες ὑπέστην γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἂς ἐνδυναμώνει τὶς πνευματικές σας δυνάμεις, ὥστε νὰ διατηρεῖτε τὸν
ἁγιασμό, ποὺ σᾶς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
ΣΕ ΜΙΑ μικρή φράσι τοῦ θείου Αποστόλου ἄς σταθοῦμε
στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ ὁποία ὅμως περικλείει πολύ σπουδαῖο νόημα. Ἐκεῖνοι, λέγει,
ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τὴ νέα
ἐν Χριστῷ ζωή, ἂς ἔχουν, ἐπάνω τους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔλεος, τὸ ὁποῖο τόσες φορὲς τὸ ἐκζητοῦμε
σὲ κάθε μας προσευχή και λατρευτικὴ Ἀκολουθία, μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
Αὐτή ἡ μικρὴ φράση «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ τὴν λέμε ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὰ χείλη μας καὶ ἐλάχιστες φορὲς τὴν
συνειδητοποιοῦμε ἐκφράζει τὸν πόθο τοῦ ἀδύναμου ἀνθρώπου
γιὰ τὸ θεῖο ἔλεος. Ἡ ἐκζήτηση αὐτὴ τοῦ θείου ἐλέους θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ
καθοριστικὰ στὴ ζωή μας. Διότι χωρὶς αὐτὸ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἄνθρωποι
μικροί καὶ ἀδύναμοι. Γεμάτοι ἐλαττώματα, ἀσθένειες καὶ πάθη. Κάποτε μᾶς ἐγκαταλείπουν καὶ οἱ
ψυχικὲς ἢ οἱ σωματικές μας δυνάμεις. Ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται καὶ ἡ ἐπίγειος
πορεία μας, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ αἰώνιος. Διότι μόνο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ
νὰ μᾶς βοηθήσει να ξεπεράσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, καὶ
νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τόσους κινδύνους πρόσκαιρους καὶ
αιώνιους.
Γιὰ νὰ ἑλκύουμε ὅμως αὐτὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ
πρέπει, ὅπως μᾶς λέγει τὸ θεόπνευστο κείμενο, νὰ ζοῦμε τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Νὰ
στοιχίζουμε τὴ ζωή μας στὸ θέλημά Του. Καὶ νὰ ἐκζητοῦμε αὐτὸ τὸ
παντοδύναμο θεῖο ἔλεος μὲ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση, μὲ πόθο καὶ ἀγάπη πολλή. Καθημερινά, ἀδιαλείπτως,
ὅπου κι ἂν εἴμαστε, νὰ
ψελλίζουμε μὲ τὰ χείλη μας καὶ νὰ κραυγάζουμε μὲ τὴν καρδιά μας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν
ὁ Κύριος. Ἄνθρωπος τις
ἦν πλούσιος, καὶ
ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ
βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς.
πτωχὸς δέ τις ἦν
ὀνόματι Λάζαρος,
ὃς ἐβέβλητο
πρὸς τὸν
πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ
ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν
ψιχίων τῶν πιπτόντων
ἀπὸ τῆς
τραπέζης τοῦ πλουσίου·
ἀλλὰ καὶ
οἱ κύνες ἐρχόμενοι
ἀπέλειχον τὰ
ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν πτωχὸν
καὶ ἀπενεχθῆναι
αὐτὸν ὑπὸ τῶν
ἀγγέλων εἰς
τὸν κόλπον Ἀβραάμ·
ἀπέθανε δὲ
καὶ ὁ
πλούσιος καὶ ἐτάφη.
καὶ ἐν
τῷ ᾅδῃ
ἐπάρας τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων
ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ
ἀπὸ μακρόθεν καὶ
Λάζαρον ἐν
τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ
αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ,
ἐλέησόν με καὶ
πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ
τὸ ἄκρον
τοῦ δακτύλου
αὐτοῦ ὕδατος καὶ
καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν
μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ
φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ·
τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ
τὰ ἀγαθά
σου ἐν τῇ
ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος
ὁμοίως τὰ
κακά· νῦν δὲ
ὧδε παρακαλεῖται, σὺ
δὲ ὀδυνᾶσαι·
καὶ ἐπὶ πᾶσι
τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ
ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται,
ὅπως οἱ
θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς
ὑμᾶς μὴ
δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς
διαπερῶσιν. εἶπε δέ·
ἐρωτῶ οὖν
σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς
αὐτὸν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ πατρός
μου· ἔχω γὰρ
πέντε ἀδελφούς·
ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς,
ἵνα μὴ
καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν
εἰς τὸν
τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ·
ἔχουσι Μωϋσέα καὶ
τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν
αὐτῶν. ὁ δὲ
εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ,
ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν
πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς,
μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ·
εἰ Μωϋσέως καὶ
τῶν προφητῶν οὐκ
ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις
ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ
πεισθήσονται.
(Λουκ. ιστ΄
[16] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ:
Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ ἐνδύματα.
Ἀπ' ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπὸ
μέσα φοροῦσε λευκὸ χιτώνα
πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ
λινάρι. Καὶ διασκέδαζε σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια.
Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος φτωχὸς πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος
πληγὲς καὶ παραπεταμένος κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε
νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός,
ἔρχονταν καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως
ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου
ἐναντίον τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε
λοιπὸν πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ
τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε
καὶ ὁ πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ
ὅμως δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου