27 Ὀκτωβρίου. Παραμονή τῆς Ἁγίας Σκέπης. Παραμονή τῆς ἐπετείου τοῦ «ΟΧΙ». Ἦταν παράκληση θερμή τοῦ φίλου μου ν᾿ ἀνέβουμε μαζὶ στὸν Ἀκροκόρινθο. Δὲν ἔνιωθε καλά. Ἦταν ἀπογοητευμένος. Ἤθελε στήριξη, παρέα, βόλτα μακριὰ ἀπὸ τὴν παραζάλη τοῦ κόσμου. Ξεκινήσαμε μὲ ΙΧ ἀπὸ τὴ Γλυφάδα. Ἡ μέρα ἦταν ἡλιόλουστη. Ταξιδεύοντας τὰ λέγαμε κιόλας, ὅσα μπορούσαμε νὰ μοιρασθοῦμε.
Κάποτε φθάσαμε στὴν κορυφή, στὸ ψηλὸ τὸ κάστρο. Ξαποστάσαμε λίγο.
Περάσαμε τὴν Πύλη. Ἤμασταν μόνοι χωρίς κανέναν ἄλλον ἐπισκέπτη. Μπροστά μας ἀπέραντη θέα, μοναδική.
Μὲ οὐρανὸ πεντακάθαρο, μὲ ἥλιο ἀστραφτερό καὶ ἀεράκι ἀπαλὸ ποὺ μᾶς δρόσιζε εὐχάριστα καὶ μᾶς ξεκούραζε ἀπὸ τὸ ταξίδι. Βαδίζαμε σιωπηλοὶ στὸ κακοτράχαλο ὕψωμα. Κάποια στιγμὴ ὁ φίλος μου ξεμάκρυνε. Ἔφθασε
στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου ἀπόκρημνου. Κάθισε συλλογισμένος γιὰ λίγα λεπτά. Σηκώθηκε
μετά ὄρθιος. Κοιτοῦσε μιὰ τὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ καὶ μιὰ τὸ χάος τοῦ γκρεμοῦ. Τὸν
φοβήθηκα. Τὶ ἄραγε νὰ ἤθελε νὰ κάνει; Τόν πλησίασα σιγά-σιγά, ἁπαλά. Ἔδειχνα ὅσο μποροῦσα ἀτάραχος.
–Ἀλέξη, τί σκέπτεσαι;
–Δημήτρη, θέλω να πετάξω, να φύγω στό...
–Ποῦ;
–Θέλω νὰ πετάξω στὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ, νὰ πέσω κάτω στὸ χάος.
–Ἀλέξη, μή... Γύρνα πίσω. Κοίταξέ με. Ἔλα μαζί μου...
Μὲ ἄκουσε, εὐτυχῶς, ὁ φίλος
μου. Και μ᾿ ἀκολούθησε βουβός, μὲ βλέμμα στεγνὸ καὶ ἀνέκφραστο πρόσωπο, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Γιατί μοῦ
χάλασες τὸ σχέδιο;». Μετὰ ἄλλαξε βήματα, ξεμάκρυνε. Τώρα σε ἀσφαλέστερο δρομάκι.
«Μὲ ντράπηκε», σκέφτηκα. Ἐγὼ δὲν ἡσύχαζα. Το χτυποκάρδι τῆς ἀγωνίας μου δὲν ἔλεγε
νὰ σταματήσει. Θρῆσκος ἰδιαίτερα δὲν ἤμουνα τότε. Οὔτε ἐγὼ οὔτε καί ὁ φίλος μου. Ὅμως κείνη τὴ στιγμὴ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν ψυχή μου φωνὴ ποὺ δὲν ἀκούστηκε ἔξω. «Θεέ μου», εἶπα, «ἂν ὑπάρχεις, σῶσε τὸν φίλο μου. Ἂν ὑπάρχεις,
σῶσε τον!».
Ρίχνω γύρω μου πάλι τὴ ματιά μου. Τὸν Ἀλέξη τόν εἶχα χάσει. Σὲ λίγο ἄκουσα γοερὸ θρῆνο. Ἦταν ἡ γνώριμη φωνὴ τοῦ φίλου μου σὲ κλάμα δυνατό. Ἀσυνήθιστο γιὰ τὴ σκληρή, ἀθλητική του ἰδιοσυγκρασία. Πῆγα τὰ βήματά μου κατά ᾿κεῖ πού ἐρχόταν ἡ φωνή. Ἔβγαινε μέσα ἀπὸ
ἕνα μισάνοικτο παραθύρι μιᾶς μικρῆς ἐκκλησίας, κρυμμένης στὰ σπλάχνα τοῦ κάστρου.
«Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἀσφαλισμένος»,
σκέφτηκα. «Δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσω. Κλάμα εἶναι, θὰ ξεσπάσει καὶ θὰ ξεθυμάνει.
Ὅμως δὲν σταματοῦσε. Φοβήθηκα. Δὲν εἶναι συνηθισμένο τοῦτο τὸ κλάμα»,
σκέφτηκα. Μπῆκα μέσα. Τὸν εἶδα στὸ μισοσκόταδο νὰ κάθεται σκυμμένος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Μὲ τὰ χέρια του νὰ κρύβει τὸ πρόσωπό του καὶ νά ᾿ναι πνιγμένος στα δάκρυα. Τὸν χτύπησα φιλικά.
–Ἀλέξη, πές μου, εἶσαι καλά;
Καὶ ἄκουσα γαληνεμένη τὴ φωνή του.
–Καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, Δημήτρη. Αὐτό πού
μοῦ συμβαίνει δὲν μπορῶ νὰ σ᾿ τὸ ἐκφράσω. Μὲ ἄγγιξε... μὲ ἄγγιξε ὁ Θεός!
Δὲν τοῦ ἀπάντησα. Μέσα μου ἡσύχασα βαθιά. Τὸν ἀκούμπησα ἁπαλὰ στὴν πλάτη καί τόν ἄφησα πάλι μόνο. Βγῆκα ἔξω. Ἡ καρδιά μου ἔβρισκε τώρα τοὺς κανονικούς της ρυθμούς. Σιγοευχαριστοῦσα τὸν
Θεό γιά τό θαῦμα ποὺ εἶδα. Σὲ λίγο βγῆκε καὶ ὁ Ἀλέξης. Ἕνας ἄλλος Ἀλέξης. Κοιτοῦσε γύρω του μέ ἄλλα μάτια.
–Δημήτρη, τώρα βλέπω διαφορετικά τό φῶς. Νιώθω
ἀναστημένος. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει! Νιώθω εὐτυχισμένος!...
Πέρασε ἀπὸ τότε ἕνας μήνας. Καί ἐγὼ δὲν ἔπαυσα νά ᾿μαι κοντὰ στὸ φίλο μου. Ἄκουγα καθημερινὰ τοὺς λογισμούς του.
«Τί νά ᾿ταν αὐτὸ ποὺ ἔζησα; Γιατὶ τὸ ἔζησα; Ποιὸς μοῦ τὸ δημιούργησε; Ἡ φαντασία; Ἡ ψυχολογία; Ὁ Θεός;».
Ὅλα ὅμως τὰ ἐρωτήματα λύθηκαν 31 μέρες μετά.
Στὶς 29 Νοεμβρίου, παραμονὴ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Πάντα θὰ θυμᾶται
ὁ Ἀλέξης τὴν ἡμερομηνία αὐτή. Με προτροπή ἑνὸς παλιοῦ παιδικοῦ του φίλου, τοῦ Στέφανου, ἔμπαινε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐξομολογητήριο. Ἔμεινε σιωπηλὸς μπροστὰ στὸν ἱερέα γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Ὕστερα μίλησε γιὰ τὸ κενὸ
τῆς ψυχῆς του.
«Τίποτε δὲν μοῦ ἔλειπε, πάτερ.
Μέσα στὴν κρίση τὰ εἶχα ὅλα. Δυὸ δουλειές, αὐτοκίνητα, περιουσία μεγάλη, χρέος κανένα, ἐκτίμηση τοῦ κόσμου. Καί ὅμως,
ἤμουνα δυστυχισμένος. Εἶχα μέσα μου κενό. Σήμερα θὰ ἐξομολογηθῶ...».
Τὴν ἑπόμενη μέρα, 30 Νοεμβρίου, ὁ Ἀλέξης ξύπνησε πρωί-πρωί, στις
5.30 ́, τελείως διαφορετικός. Τὸ βάρος τὸ ἀνεξήγητο ποὺ καταπλάκωνε τήν καρδιά του,
εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Κατέβηκε στὴν παραλία τῆς Γλυφάδας. Ἤθελε νὰ δεῖ τὸ πρῶτο φῶς
στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας. Καὶ μὲ μιὰ ἀπερίγραπτη εἰρήνη εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν εἶχε μόλις χθὲς ἐλευθερώσει ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια
εἶχε ἐξομολογηθεῖ. Μετά, στὴν ἐκκλησία, ἄναβε κερὶ εύγνωμοσύνης στὴ χάρη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ἔστελνε μὲ τὸ κινητό του σὲ μήνυμα
τὸ μεγάλο του εὐχαριστῶ στοὺς δύο καλούς του φί- λους, τὸν Δημήτρη καὶ τὸν Στέφανο...
Πάντα θὰ θυμᾶμαι τὴ συγκλονιστικὴ ἱστορία μιᾶς ζωῆς, τοῦ φίλου μου τοῦ Ἀλέξη. Ὅταν περνῶ ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία
ὁδὸ Ἀθηνῶν – Πατρῶν, πάντα χαμηλώνω ταχύτητα στὸ ὕψος τῆς ἀρχαίας Κορίνθου.
Ὑψώνω τὸ βλέμμα μου ἀριστερὰ ψηλά, πολὺ ψηλά, στὸ δαντελωτὸ κάστρο στὸν Ἀκροκόρινθο, καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ ἔσωσε τὸν φίλο μου. Μαζί του καὶ μένα. Γιατὶ καὶ ἐγὼ ἀνακάλυψα μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ὀμορφιά τοῦ Μυστηρίου τῆς
Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως.
Μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε, ἂν δὲν
κήρυττες τὸν Χριστιανισμὸ στὴν Κόρινθο, δὲν θὰ ὑπῆρχε τῆς σωτηρίας τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Δημητρίου ψηλὰ στὸ κάστρο. Σὲ σένα χρωστάει ἡ Ἑλλάδα τὴ σωτηρία της. Σὲ σένα καὶ οἱ δυό μας, μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε!...
Περιοδικὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθμ. 2121,
15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015, σελ. 473-474
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου