ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)
ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου,
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι
ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον
ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ
τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν
γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν
τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς,
Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν
ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν
ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις,
καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16]
1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ
Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης
ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει
τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα. 3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς
κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; 4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους
πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καί τά
ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο
νά μετακινηθεῖ. 5 Κι ἀφοῦ
μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν
ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. 6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε
καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο.
Ἀναστήθηκε. Δεν εἶναι ἐδῶ. Να, εἶναι ἀδειανό τό μέρος πού τον ἔβαλαν. 7 Ἀλλά
πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν
ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε
πρίν σταυρωθεῖ. 8 Ἐκεῖνες
τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση.
Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον
τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν
ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν
ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ
σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν
εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ
ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα.
Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων
καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων
καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα
οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ
ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
(Εφεσ. β΄[2] 14-22)
ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη
ἡμῶν»
Ζοῦμε σ᾿ ἕνα κόσμο ἀνειρήνευτο, ποὺ βασανίζεται καθημερινὰ καὶ ἀργοπεθαίνει μέσα σὲ
ἀναστατώσεις καὶ διαμάχες, πολέμους καὶ καταστροφές. Ἀλλὰ καὶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο
σπανίζει ἡ εἰρήνη καὶ ἠρεμία. Ἐκνευρισμοί, ἄγχος, ταραχή, διαξιφισμοί. Ποῦ νὰ τὴ βρεῖς τὴν εἰρήνη; Στις οἰκογένειες, στὶς συνεργασίες,
στὶς συναναστροφές; Ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, στὶς
μεγαλουπόλεις τῆς πολυκοσμίας, ψάχνεις νὰ βρεῖς λίγο χρόνο και τόπο νὰ ἠρεμήσεις καὶ ἠρεμία δεν
βρίσκεις. Γιατί λοιπὸν λείπει ἡ εἰρήνη; Τί φταίει; Στὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ὁ θεῖος
Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Μᾶς λείπει ἑπομένως ἡ εἰρήνη, διότι μᾶς λείπει ὁ Χριστός. Ἂς δοῦμε
λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰρήνη καὶ πῶς αὐτὴν τὴν εἰρήνη
τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε κτήμα μας.
1.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΙΡΗΝΗ;
Ἡ ἀπουσία τῆς εἰρήνης σὲ προσωπικὸ καὶ σὲ γενικότερο ἐπίπεδο δὲν εἶναι τόσο ὑπόθεση ἐκρηκτικῶν χαρακτήρων. Ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι τόσο ἀποτέλεσμα
διακριτικῶν χειρισμῶν καὶ σχέσεων, οὔτε ἐμπνέεται ἀπὸ φιλοσοφίες ἢ ἰδεολογήματα.
Το πρόβλημα τῆς εἰρήνης ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι πρόβλημα σχέσεων ὄχι τόσο τοῦ
ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ὅσο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει προβληματική σχέση μὲ τὸν Θεό, ὅ,τι κι ἂν κάνει, θὰ παραμένει γιὰ πάντα ἀνειρήνευτος.
Γι᾿ αὐτό, τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπὶ αἰῶνες ταλανιζόταν μέσα σὲ ἀλληλοσπαραγμοὺς
καὶ πολέμους. Διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἐπειδὴ διερράγει ἡ εἰρήνη
του μὲ τὸν Θεό, χάθηκε καὶ ἡ εἰρήνη του μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Οἱ ἄνθρωποι «ὁδὸν
εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ψαλ. ιγ'[13] 3). Μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν μποροῦσαν νὰ
βροῦν ἀνάπαυση στὶς ψυχές τους. Διότι ὅταν οἱ ἄνθρωποι διώξουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή τους και
κυριευθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη τους, εἰρήνη δὲν μποροῦν νὰ χαροῦν ποτέ.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, « τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν
εἰρήνης» (Λουκ. α'[1] 79). Γιὰ νὰ συμφιλιώσει πρῶτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ
καὶ ἔπειτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὴ ἡ συμφιλίωση ἔγινε
πραγματικότητα μὲ τὴ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου μας. Διότι μ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς εἰρήνης, κατεπάτησε
τὴν ἁμαρτία, τὸν ἀδυσώπητο ἐχθρὸ τῆς εἰρήνης. Ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὁ
θάνατος τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔχθραν ἀπέκτεινε». Οἱ δύο κεραῖες τοῦ σταυροῦ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποδηλώνουν: καθέτως τὴν
εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁριζοντίως τὴν εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν
συνάνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν σταυρικό θάνατό του μᾶς πρόσφερε τὴν ὄντως εἰρήνη,
«οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι» (Ἰω. ιδ' [14] 27). Διότι ἔγινε ὁ Ἴδιος ὁ
συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς εἰρήνης. Ὅσο πλησιάζουν οἱ ἄνθρωποι πλέον στὸν σταυρό Του, τόσο πλησιάζουν καὶ μεταξύ τους καὶ εἰρηνεύουν
καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους. Διότι ὅπως λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὁ
ζητῶν τὴν εἰρήνην Χριστὸν ἐκζητεῖ, ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν».
2. Η
ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ
Πῶς ὅμως αὐτὴν τὴν εἰρήνη, τὴν τόσο εὔθραυστη καὶ εὐαίσθητη,
ποὺ τόσο ἔχουμε ἀνάγκη στὴν ταραγμένη ἐποχή μας μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε ἔνοικο τῆς ψυχῆς μας;
Λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι «ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης»
(Β ́ Θεσ. γ'[3] 16), θὰ μᾶς δώσει «τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ».
Ὁ βασικότερος τρόπος ποὺ ὁ Θεός χορηγεῖ τὴν εἰρήνη Του εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας,
τὸ Μυστήριο τῆς εἰρηνεύσεως. Χωρὶς τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση δὲν μποροῦμε νὰ εἰρηνεύσουμε. Διότι ὅταν ἔχουμε ἀνειρήνευτη
ψυχή, ὅταν μέσα μας ἔχουμε ἡφαίστειο παθῶν καὶ λάβα ποὺ κοχλάζει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν
μας, ὅσο ἤρεμο χαρακτῆρα κι ἂν ἔχουμε, κάποτε θὰ ἐκραγοῦμε. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μὲ
τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἔρχεται καὶ σηκώνει ὁ Ἴδιος τὸ βαρύ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν
μας, θεραπεύει τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Γι᾿ αὐτὸ πλέον γαληνεύουμε, ἠρεμοῦμε, ξεκουραζόμαστε. Ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ εἰρήνη τά προβλήματα
τῆς ζωῆς καὶ τὶς δυσκολίες τῶν συνανθρώπων μας.
Πολὺ δὲ περισσότερο ἀποκτοῦμε τὴν εἰρήνη ὡς μόνιμη
κατάσταση τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ εἰρηνοποιό Μυστήριο τῆς θείας
Κοινωνίας, ἡ ὁποία κατακαίει μέσα στὴν ψυχή μας κάθε πάθος καὶ φέρνει πλούσια τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον ζοῦμε ἀνάλαφροι μιὰ νέα ζωὴ ἠρεμίας. Ἀγωνιζόμαστε καθημερινὰ νὰ παραμερίζουμε ἐγωισμοὺς
καὶ εὐθιξίες, ἰδιορρυθμίες και μικρότητες, παράπονα καὶ γκρίνιες. Ζοῦμε μὲ εἰρήνη
καὶ μεταδίδουμε ειρήνη, διότι «εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν»
(Ρωμ. β ́[2] 10). «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» φρουρεῖ
πλέον τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας (Φιλιπ. δ'[4] 7).
Ἀδελφοί, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τόσα χρόνια μέσα στὴν Ἐκκλησία
τῆς Χάριτος, ζοῦμε ἆραγε τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ὡς κυρίαρχη κατάσταση τῆς ψυχῆς μας; Ἂν ὄχι, θὰ πρέπει νὰ προβληματισθοῦμε
πολύ. Μήπως κάποιοι ἐγωισμοὶ καὶ πάθη μας γίνονται ἐμπόδιο στὴν εἰρήνευση τῆς ψυχῆς μας καὶ τῆς ζωῆς μας; Ἂς πάρουμε λοιπὸν
τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ζητῶντας ἀπὸ τὸν Κύριο «τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν
εἰς ὁδὸν εἰρήνης».
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην.· Ἀνθρώπου
τινὸς
πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·
καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ
μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά
μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων
ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
(Λουκ.
ιβ΄[12] 16 – 21)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος την πιο κάτω παραβολὴ: Κάποιου
πλουσίου ἀνθρώπου τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια ἀπέδωσαν ἄφθονη σοδειὰ
καὶ μεγάλη παραγωγή. Ἀντὶ ὅμως νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ
κι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὐφορία αὐτή, συλλογιζόταν μέσα του, ἀγωνιοῦσε
κι ἀναστατωνόταν λέγοντας: Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω
τοὺς καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου πού μοῦ περισσεύουν; Θέλω νά γίνουν ὅλοι
δικοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος μου. Τελικά, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη
σκέψη εἶπε: Αὐτὸ θὰ κάνω: Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω
μεγαλύτερες καὶ πιὸ εὐρύχωρες. Καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου
καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ σὰν ἄνθρωπος πού μόνο τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς
γνώρισα θὰ πῶ στὴν ψυχή μου. Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού εἶναι ἀποθηκευμένα
καὶ σοῦ φτάνουν γιά πολλά χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι πλέον γιὰ τίποτε, ἀλλά
ἀπόλαυσε μιά ζωή ἀναπαυτική· φάε, πιές, γέμισε χαρά. Ἀφοῦ ὅμως
τὰ ἑτοίμασε ὅλα, πρὶν ἀκόμη προφθάσει νὰ πεῖ στὴν ψυχή του τὰ ὅσα σχεδίαζε,
τοῦ εἶπε ὁ Θεός εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ συνείδησή του εἴτε στὸν ὕπνο του: Ἄμυαλε
καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε ποὺ στήριξες τὴν εὐτυχία σου μόνο στὶς ἀπολαύσεις
τῆς κοιλιᾶς καὶ νόμισες ὅτι ἡ μακροζωία σου ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὰ πλούτη
σου καί ὄχι ἀπὸ μένα· τὴ νύχτα αὐτή, ποὺ ἐδῶ καί πολύ καιρό ὀνειρευόσουν
ὡς νύχτα εὐτυχίας καί νόμιζες ὅτι θά ἄρχιζε ἀπό δῶ καί πέρα ἡ ἀναπαυτική
καί ἀπολαυστική ζωή σου, οἱ φοβεροί δαίμονες ἀπαιτοῦν νά πάρουν τήν
ψυχή σου. Σέ λίγο θά πεθάνεις. Αὐτά λοιπόν πού ἑτοίμασες καί ἀποθήκευσες
σέ ποιόν θά ἀνήκουν καί σέ ποιούς κληρονόμους θά περιέλθουν; Ἔτσι θά
τήν πάθει καί τέτοιο τέλος θά ἔχει ἐκεῖνος πού θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό
του, γιά νά ἀπολαμβάνει ἐγωιστικά αὐτός καί μόνο τά ἀγαθά τῆς γῆς,
καί δέν ἀποταμιεύει μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης στόν οὐρανό θησαυρούς
πνευματικούς. Μόνο σ᾿ αὐτούς τούς θησαυρούς εὐχαριστεῖται ὁ Θεός.
Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ
διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ
πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ
λέω ἂς ἀκούει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου