ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Η΄ ΛΟΥΚΑ
(12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα
μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄
καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν
αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν
μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν,
καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
(Ματθ. κη΄[28]
16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν
στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν
προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη
φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε
μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους
ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία,
θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας
αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως
καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει.
Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν
γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι
εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε
εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν·
δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ
σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν
καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι
εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
(Β΄ Κορινθ. θ΄[9] 6-11)
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις
ἐπ᾿ εὐλογίαις
καὶ θερίσει»
Θέλοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ μιλήσει παραστατικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς
ἐλεημοσύνης, παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῶν γεωργῶν, ποὺ πηγαίνουν τὸ φθινόπωρο νὰ σπείρουν τὰ
χωράφια τους καὶ λέγει: Ἐκεῖνος ὁ γεωργὸς ποὺ σπέρνει μὲ τσιγγουνιὰ τοὺς
σπόρους του, μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἁπλόχερα, μὲ
ἀφθονία καὶ θὰ θερίσει. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τσιγγουνιά δίνει ἐλεημοσύνη
στοὺς πτωχούς, μὲ τσιγγουνιά θα δεχθεῖ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δίνει μὲ ἀφθονία ἐλεημοσύνη,
μὲ ἀφθονία θὰ δεχθεῖ καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ
Θεοῦ. Ἂς δοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς ὅτι ὁ ἐλεήμων ὄχι μόνον δὲν στερεῖται ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ κερδίζει πλούσια καὶ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ
πνευματικὰ ἀγαθά.
1. ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη ὄχι μὲ
τσιγγουνιά ἢ μὲ ἐσωτερικὴ λύπη, ἐπειδὴ εἴμαστε φιλάργυροι και πλεονέκτες καὶ φοβούμαστε μὴ
χάσουμε κάποια ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας. Νὰ μὴ φοβούμαστε τὴν ἐλεημοσύνη, ἐπειδὴ σκεπτόμαστε ὅτι θὰ στερηθοῦμε οἱ ἴδιοι ἢ ὅτι
θὰ ἀδικήσουμε τὰ παιδιά μας παραδίνοντάς τους μικρότερη περιουσία.
Αὐτὸς ὁ φόβος δυστυχῶς ὑπῆρχε πάντοτε στοὺς ἀνθρώπους. Ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα, στὴν ἐποχὴ τοῦ συμφέροντος, τὸ κακὸ ἔχει
παραγίνει. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε συχνὰ κάποιους νὰ λένε: «Δὲν ἔχω χρήματα γιὰ ἐλεημοσύνες· ἔπειτα ἔχω ἐγὼ τόσες ἀνάγκες, ἂς
δώσουν ὅσοι τὰ ἔχουν». Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ζητεῖ τὴν ἐλεημοσύνη μόνον ἀπὸ τοὺς
πλουσίους ἀλλὰ ἀπὸ ὅλους μας. Και μάλιστα μᾶς ζητεῖ νὰ ἐλεοῦμε χωρίς νά λυπούμαστε ἢ νὰ φοβούμαστε. Διότι ἀκριβῶς
δὲν πρόκειται να στερηθοῦμε ὑλικά ἀγαθά. Δὲν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός, ποὺ εἶναι
πανάγαθος και παντοδύναμος, νὰ ἀφήσει αὐτὸν ποὺ προσφέρει ὑλικὰ ἀγαθὰ νὰ
στερηθεῖ καὶ νὰ πεινάσει Ἀντιθέτως, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χαρίσει ἀκόμη
περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἔχει πάντοτε κάθε ἐπάρκεια καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν
του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ καὶ
πάλι νὰ δίνει μὲ χαρὰ καὶ προθυμία.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς ὑλικῆς
σπορᾶς. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρόνοιά του αὐξάνει τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἔχουμε
γιὰ ἕνα ὁλόκληρο ἔτος ὄχι μόνο τοὺς καρποὺς ποὺ χρειαζόμαστε, ἀλλὰ καὶ
περίσσεια σπόρων, ὥστε νὰ τοὺς σπείρουμε γιὰ τὴν συγκομιδὴ τοῦ ἑπομένου ἔτους. Ὅπως
λοιπὸν ὁ γεωργὸς σπείρει τὰ περισσεύματα τῶν σπόρων του καὶ ἐξασφαλίζει ἔτσι τὴ
νέα συγκομιδή, ἔτσι κι ἐμεῖς τὰ περισσεύματα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μας καλούμεθα νὰ
σκορπίζουμε μὲ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἔτσι θὰ ἐξασφαλίζουμε συγκομιδή πλούσια. Ἄρα
λοιπόν, ὅταν ἐλεοῦμε, ὄχι μόνον δὲν κινδυνεύουμε νὰ πτωχύνουμε, ἀλλὰ ἀντίθετα
γινόμαστε πιὸ πλούσιοι.
2. ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ!
Ὅμως ὁ Θεὸς στοὺς ἐλεήμονες ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ
τοὺς χαρίζει ὡς εὐλογία στὴ ζωή
τους, τοὺς παρέχει καὶ ἀσυγκρίτως ἀνώτερα και πλουσιότερα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ γι᾿ αὐτὴ
τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν αἰώνιο. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε δὲν
μπορεῖ νὰ σβήσει τόσο πολὺ τὴν φωτιὰ τῶν ἁμαρτημάτων μας ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη». «Τὰ
χρήματα τῆς ἐλεημοσύνης διαλύουν τὶς ἁμαρτίες μας, ἐξημερώνουν τὴ
φλόγα τῆς κολάσεως, ἐξευμενίζουν τὸν δικαστή». Ἐνῶ ὅσοι εἶναι δύσκολοι στὸ νὰ δίνουν, κάποια ὥρα, ὅταν πεθάνουν, θὰ ἀναχωρήσουν γιὰ
τὴν ἄλλη ζωή μὲ τὴν ψυχὴ πάμφτωχη, ἀφήνοντας σ᾿ αὐτὴ τὴ
γῆ ὅ,τι κρατοῦσαν σφιχτὰ στὰ χέρια τους.
Διότι ὅποιος μοιράζει χρήματα στοὺς πτωχοὺς μαζεύει παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Δίνει ροῦχα καὶ ψωμί, καὶ ἀντὶ
γι᾿ αὐτὰ εὐτρεπίζει τὴ θέση του στὴν οὐράνια
Βασιλεία καὶ ἐξασφαλίζει τὰ μύρια ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν ἐκεῖ. Αὐτὸ τονίζει ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν λέγει «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται»
(Ματθ. ε'[5] 7). Εἶναι τρισευτυχισμένοι οἱ ἐλεήμονες, διότι θὰ ἐλεηθοῦν καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν ἔνδοξη αἰωνιότητα. Τὸ μεγαλύτερο
ὅμως ἀγαθὸ ποὺ κερδίζουν οἱ ἐλεήμονες εἶναι τὸ ὅτι γίνονται ὅμοιοι μὲ τὸν Θεὸ
Πατέρα, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε: « ̓Αγαθοποιεῖτε... καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου...
Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. Ϛ'[6] 35-36). Μόνο ἡ φιλανθρωπία λοιπόν συνάπτει τόσο πολὺ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, κάνει τὸν ἄνθρωπο κατά χάριν Θεὸ καὶ τὸν
τοποθετεῖ μέσα στὸν χορὸ τῶν ἁγίων.
Ἀδελφοί, ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἕνα ἀπὸ
τὰ πλέον εὐώδη θυμιάματα ποὺ καθιστᾶ τὴν προσευχή μας εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό. Ἂς
τὴν προσφέρουμε στὸν Κύριό μας μὲ ταπείνωση καὶ ἁπλοχεριά, καὶ θὰ δοῦμε τὴ ζωή μας νὰ πλουτίζει μὲ καρποὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικούς, ἀνεξάντλητους
καὶ αἰώνιους.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός
τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας
ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται;
πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε
δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν
ἑαυτὸν, εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ
ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ,
καὶ λησταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες
ἀπῆλθον, ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς
τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως
δὲ καὶ Λευΐτης, γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν, ἀντιπαρῆλθε.
Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,
καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον,
ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον,
καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια
ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν
προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων
τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
Ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς·
Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνον
τόν καιρό, σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος γιὰ νὰ δοκιμάσει
τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν γνώριζε τὸ νόμο, καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε,
ποιὸ ἔργο ἀρετῆς ἢ ποιὰ θυσία πρέπει νὰ κάνω γιὰ νά κληρονομήσω τὴ
μακάρια καὶ αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Στὸν νόμο τί ἔχει γραφεῖ;
Ἐσὺ πού σπουδάζεις καὶ ἐρευνᾶς τὸν νόμο, τί διαβάζεις ἐκεῖ γιὰ τὸ ζήτημα
αὐτό; Καὶ πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι; Ὁ νομικὸς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε:
Στὸν νόμο εἶναι γραμμένο τὸ ἑξῆς: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη
σου τὴν καρδιά, ὥστε σ' αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος,
μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου· καὶ μὲ
ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε αὐτὸν νὰ ποθεῖς μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά σου· καὶ
μὲ ὅλη τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε κάθετί πού θὰ κάνεις νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ
μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι
γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του. Νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁλόκληρο,
ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον
σου, τὸν συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε
τότε ὁ Κύριος: Σωστὴ ἀπάντηση ἔδωσες. Νὰ κάνεις πάντοτε αὐτὸ πού εἶπες,
καὶ θὰ κληρονομήσεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσεις σ' αὐτή. Ὁ νομοδιδάσκαλος
ὅμως θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του, ἐπειδή, ὅπως ἀποδείχθηκε,
ἔθεσε στὸν Ἰησοῦ ἕνα ἐρώτημα πάνω στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση,
εἶπε στὸν Ἰησοῦ: Καὶ ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή;
Τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ἀφορμὴ
αὐτὴ πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα
στὴν Ἱεριχώ κι ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ δὲν ἀρκέστηκαν μόνο
νὰ τοῦ πάρουν τὰ χρήματά του, ἀλλά καὶ τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν,
τὸν γέμισαν μὲ πληγὲς καὶ ἔφυγαν, ἀφοῦ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Κατὰ
σύμπτωση τότε κατέβαινε στὸν δρόμο ἐκεῖνο κάποιος ἱερεύς, κι ἐνῶ
τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου χωρὶς νὰ
τοῦ δώσει σημασία ἢ κάποια βοήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος Λευΐτης
πού περνοῦσε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐνῶ πλησίασε καὶ εἶδε τὸν πληγωμένο,
ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως καὶ τὸν προσπέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι
μέρος τοῦ δρόμου. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως πού περνοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο,
ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε
καὶ τὸν πόνεσε. Τὸν πλησίασε τότε καὶ τοῦ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους τὰ
τραύματά του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ
μὲ κρασί. Κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, τὸν πῆγε σὲ κάποιο πανδοχεῖο
καὶ τὸν περιποιήθηκε, διακόπτοντας ἔτσι τὸ ταξίδι του. Τὴν ἄλλη μέρα
τὸ πρωί, φεύγοντας ἀπὸ τὸ πανδοχεῖο πού εἶχε διανυκτερεύσει, ἔβγαλε
δύο δηνάρια, τὰ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου τον
γιὰ νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ καθώς θά ἐπιστρέφω
στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ ξαναπεράσω ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. Λοιπόν,
ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Ἰησοῦς, ποιός ἀπό τους τρεῖς αὐτούς σοῦ φαίνεται
ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν
πράξη «πλησίον» καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου πού ἔπεσε στά χέρια τῶν ληστῶν;
Κι αὐτὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε
αὐτός πού τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν ἐλέησε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς:
Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσύ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδή συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο
πού πάσχει, χωρίς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης
σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες καὶ τούς κόπους καὶ τὶς δαπάνες
πού θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν πού πάσχει, ἔστω
κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, πού οἱ ἐχθροί του τὸν ἔβριζαν
«Σαμαρείτη», στὴν καταπληγωμένη
καὶ μισοπεθαμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα ἔγινε ὁ καλὸς καὶ
ἀγαθὸς Σαμαρείτης. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ' τὶς πληγές της, ὄχι
μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλά ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου