Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

(22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας με­τὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.

                                             (Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΠΑΡΟΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕΠΙΔΗΜΟΙ

Ἡ μεγάλη ἑορτὴ πλησιάζει. Ἡ σημερινὴ Κυριακή – Κυριακή πρὸ τῶν Χριστουγέννων – εἶναι ἀφιερωμένη στή μνήμη τῶν ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν Ἰωσήφ, τὸν Μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Στή μνήμη ἐπίσης ὅλων τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Προφητίδων καὶ μάλιστα τοῦ Προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων.

Ἡ πρώτη φράση τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, ποὺ ἀναγινώσκεται πρὸς τιμή τους, ἀναφέρεται στόν Πατριάρχη Ἀβραάμ: «πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ», μᾶς λέγει, «εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς». Δηλαδή, χάρη στήν πίστη του ὁ Ἀβραάμ ἔμεινε σάν περαστικὸς στὸν τόπο, πού τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, σάν νὰ ἦταν ξένη χώρα καὶ ὄχι δική του. Καὶ κατοίκησε σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονός, ὅτι ὁ μέγας Πατριάρχης ἔμενε σάν ξένος καὶ περαστικὸς «εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας», στὸν τόπο, ποὺ ἀμετάκλητα εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς ὅτι ἀνήκει στὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἀπογόνους του. Μᾶς ἐντυπωσιάζει ἐπίσης τὸ ὅτι ἔμενε σὲ σκηνή, μολονότι ἦταν πλούσιος καὶ θὰ μποροῦσε νὰ κτίσει ὄχι ἁπλῶς ἕνα σπίτι, ἀλλά μέγαρα. Τὸ ἔκανε αὐτό, μᾶς λέγει τὸ ἀνάγνωσμα στή συνέχεια, διότι δὲν ἦταν προσκολλημένος σ' αὐτὸν τὸν μάταιο κόσμο, ἀλλά ἦταν στραμμένος πρὸς τὸν Οὐρανό, πρὸς τὴν Οὐράνια Πόλη, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Εὐλογημένη ψυχὴ ὁ Ἀβραάμ! Ἀξιομίμητος! Μέσα ἀπό τὰ βάθη τῶν 4000 ἐτῶν, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τὴν ἐποχή του, τὸν αἰσθανόμαστε τόσο κοντά μας! Βλέπουμε τὸ φωτεινὸ βλέμμα του νά ἀτενίζει τὸν Οὐρανό, τὸ πρόσωπό του νά 'ναι στραμμένο πρὸς τὰ ἄνω· ἀκοῦμε τὴ στοργικὴ φωνή του νά μᾶς προτρέπει πατρικά:

Παιδιά μου, μὴ παρασύρεσθε ἀπό τὶς ἀπατηλὲς καὶ φευγαλέες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶσθε μόνιμοι πάνω στὴ γῆ. Ἡ Πατρίδα σας εἶναι ὁ Οὐρανός. Ἐκεῖ λοιπὸν ἂς εἶναι καρφωμένο τὸ βλέμμα σας. Στὴν εὐλογημένη Βασιλεία, ποὺ ὁ Θεός θεμελίωσε γιά σᾶς «πρὸ καταβολῆς κόσμου». Στὴ μόνιμη καὶ ἀληθινὴ καὶ αἰωνία Πατρίδα σας!

2. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ

Τὰ ἡρωικά κατορθώματα, ποὺ ἐπιτέλεσαν μέ τή δύναμη τῆς πίστης οἱ ἅγιοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, περιγράφει στή συνέχεια τὸ ἀνάγνωσμά μας. Σύντριψαν, λέγει, βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν φωτιές, ἀναδείχθησαν ἀνίκητοι σὲ πολέμους, διάλυσαν ἐχθρικὰ στρατεύματα καὶ τόσα ἄλλα.

Ὅλα αὐτὰ προτρέπουν καί ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς πιστοὺς νὰ εἴμαστε θαρραλέοι στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Ἀγῶνες, πού, ὡς πρὸς τὴν ἔνταση καὶ τὴν κρισιμότητά τους, εἶναι ἀφάνταστα δύσκολοι, τιτάνιοι. Διότι ἡ πάλη μας δὲν εἶναι ἐναντίον ἀνθρώπων, ἀλλά πρὸς τὰ δαιμονικὰ τάγματα, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ βυθισμένου στό σκοτάδι κόσμου μας. Ἔχουμε νὰ παλαίψουμε ἐναντίον πονηρῶν πνευμάτων, νὰ μονομαχήσουμε μὲ τὸν σατανᾶ, τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους.

Θά ἐπιτύχουμε νὰ τὸν νικήσουμε; Μὲ τὶς δικὲς μας δυνάμεις ποτέ. Μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστης ὅμως, τῆς πίστης στήν αἰώνια νίκη τοῦ Χριστοῦ μας, ναί. Θὰ τὸν συντρίψουμε!

Νὰ τονώσουμε λοιπὸν μέσα μας τὴν πίστη! Νὰ πιστεύουμε ἀκράδαντα πώς ὁ Κύριός μας εἶναι μαζί μας, καί πώς – ἄν καὶ ἐμεῖς μείνουμε κοντά Του – θὰ νικήσουμε καὶ τὸν κόσμο καὶ τὸν κοσμοκράτορα διάβολο.

3. ΤΑ ΦΡΙΚΤΑ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Ἂν τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ἁγίων μᾶς προξενοῦν κατάπληξη καί θαυμασμό, τὰ ὅσα βλέπουμε στή συνέχεια μᾶς ἀφήνουν ἄφωνους. Τί βλέπουμε; Βλέπουμε τὰ παθήματα ποὺ ὑπέστησαν, χάριν τῆς πίστεως τους τόν Θεό, οἱ ἡρωικοὶ αὐτοὶ ἀνδρες. Καί τί παθήματα! Δέθηκαν πάνω στὰ βασανιστικὰ τύμπανα, μαστιγώθηκαν, φυλακίσθηκαν, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, τριγυρνοῦσαν ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων καί γιδιῶν στὶς ἐρημιές, στὰ βουνά, στὶς σπηλιὲς καί στὶς τρύπες τῆς γῆς.

Ὤ γενναῖοι καὶ πανθαύμαστοι ἥρωες τῆς πίστεως, πόσο μᾶς συγκινεῖ τὸ ἀδούλωτο φρόνημά σας! Οἱ καρδιὲς σας φλέγονταν ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καί, παρόλο ὅτι ζήσατε πρὸ τῆς Χάριτος, στή ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐν τούτοις δεχθήκατε μὲ χαρὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικτὰ μαρτύρια. Εἶσθε νικητές! Εἶσθε μακάριοι! Εἶσθε εὐλογημένοι!

Σήμερα ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ἀνέσεις. Διωγμοὺς γιὰ τὴν πίστη δὲν ἀντιμετωπίζουμε. Ἑπομένως μαρτύρια καὶ βασανιστήρια δὲν ἔχουμε. Ἀλλά καὶ τὸ νὰ κακοπαθήσουμε λίγο χάριν τοῦ Χριστοῦ τὸ δεχόμαστε; Νὰ ἀδικηθοῦμε, νὰ περιφρονηθοῦμε, νὰ περιπαιχτοῦμε χάριν τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε πρόθυμοι; Ἀμφίβολο. Γιατί ὅμως;

Μήπως, διότι δὲν Τὸν ἀγαποῦμε; Ἢ Τὸν ἀγαποῦμε λίγο; Ὤ, νὰ μπορούσαμε νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπό τὶς μεγάλες αὐτὲς μορφὲς τῶν ἡρώων τῆς πίστεως! Νά ἀγαποῦμε καί ἐμεῖς τὸν Κύριό μας μὲ ἀγάπη θερμὴ καί φλογερή! Νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Του, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἴδιος (Ἀποκ. β'[2] 10): «ἄχρι θανάτου»! Νὰ δεχόμαστε μὲ προθυμία καί ἐμπιστοσύνη τὶς μικρὲς θλίψεις καὶ ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς μας. Καί, ἄν ἡ ὥρα τό καλέσει, νὰ ἀξιωθοῦμε καί διωγμοὺς νὰ ὑποφέρουμε πρὸς χάρη Του! Καί τότε Ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίσει τὸ στεφάνι τῆς νίκης: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Ἀμήν!

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνεύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον  γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.    

                               (Ματθ. α΄[1] 1-25)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Γε­νε­α­λο­γι­κὸς κα­τά­λο­γος στὸν ὁποῖο φαί­νε­ται ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁποῖος πά­λι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­σα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ού­δα καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, ὁ Ἰ­ού­δας γέν­νη­σε δί­δυ­μα παι­διά, τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ νύ­φη του τὴ Θά­μαρ, ὁ Φα­ρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ράμ, ὁ Ἀ­ρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀ­μι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Να­ασ­σών, ὁ Ναασσών γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ Σαλμών γέν­νη­σε τὸν Βο­ὸζ ἀ­πὸ τὴ Ρα­χὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέ­χθη­κε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ τοὺς κα­τα­σκό­πους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυ­γά­δευ­σε σώ­ους· ὁ Βο­ὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβήδ ἀ­πὸ τὴ Ρούθ, ἡ ὁ­ποί­α ὡς προσή­λυ­τη Μω­α­βί­τισ­σα κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἔ­θνος πο­λὺ μι­ση­τὸ σ­τοὺς Ἑ­βραί­ους· ὁ Ὠβήδ γέν­νη­σε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέν­νη­σε τὸν Δα­βὶδ τὸν βα­σι­λιά. Ὁ Δα­βὶδ ὁ βα­σι­λιὰς γέν­νη­σε τὸν Σο­λο­μών­τα ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα πού ὑ­πῆρ­ξε σύ­ζυ­γος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαί­νε­ται σα­φῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Θά­μαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ τὸ ὀ­λί­σθη­μα αὐ­τὸ τοῦ Δα­βίδ, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς προ­γό­νους τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ Σο­λο­μών γέν­νη­σε τὸν Ρο­βο­άμ, ὁ Ρο­βο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­βιά, ὁ Ἀ­βιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­σά, ὁ Ἀ­σὰ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ὀζία, ὁ Ὀζίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέν­νη­σε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέν­νη­σε τὸν Μα­νασ­σῆ, ὁ Μανασσῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμών γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ωσία, ὁ Ἰωσίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ Βα­βυ­λώ­να. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να, ὁ Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σα­λα­θι­ήλ, ὁ Σα­λα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸν Ζο­ρο­βά­βελ, καὶ τοῦ Ζο­ρο­βά­βελ ἀ­πό­γο­νος ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἀ­βιούδ. Ὁ Ἀ­βιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ζώρ, ὁ Ἀ­ζὼρ γέν­νη­σε τὸν Σα­δώκ, ὁ Σα­δὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέν­νη­σε τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, ὁ Ἐ­λε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, ὁ Ματ­θάν γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, κι ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κὸ τῆς Μα­ρί­ας. Ἀλλά καί ἡ Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὸ ἴ­διο γέ­νος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖ­ο κα­τα­γό­ταν κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πὸ τὴ Μα­ρί­α αὐ­τή, ἡ ὁποία ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰησοῦς πού ἐ­πο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὸν πα­ρα­πά­νω κα­τά­λο­γο ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βίδ, ὅ­πως ἀ­ριθ­μοῦν­ται ἀ­πό τους συν­τά­κτες τοῦ κα­τα­λό­γου, εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἰ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν στὴ Βα­βυ­λώ­να μέ­χρι τὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις.

Ἡ γέν­νη­ση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔ­γι­νε μὲ τὸν ἑξῆς  ὑ­περ­φυ­σι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νῆ τρό­πο: Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ἡ μη­τέ­ρα του Μα­ρί­α ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν ὡς σύ­ζυ­γοι, βρέ­θη­κε ἡ Μα­ρί­α ἔγ­κυ­ος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κός της, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὴ δι­α­πομ­πεύ­σει γιὰ δη­μό­σιο πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώ­σει μυ­στι­κὰ δι­α­ζύ­γιο. Ἐ­νῶ ὅ­μως σκε­πτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού, ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου φά­νη­κε στὸ ὄ­νει­ρό του καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ, μὴ δι­στά­σεις καὶ μὴ φο­βη­θεῖς νὰ πα­ρα­λά­βεις στὸ σπί­τι σου τὴ Μα­ρί­α τὴ μνη­στή σου. Δι­ό­τι τὸ παι­δὶ πού συ­νέ­λα­βε μέ­σα της προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Θά γεν­νή­σει γιό, καὶ σὺ πού ἀ­πὸ τὸ νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζε­σαι ὡς προ­στά­της καὶ πα­τέ­ρας του, θὰ τοῦ δώ­σεις τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς», τὸ ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρας». Καὶ θὰ τοῦ δώ­σεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του τὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πι­στέ­ψει ὡς σω­τή­ρα καὶ θὰ γί­νει μὲ τὴν πί­στη αὐ­τὴ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς λα­ός του. Μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ θα­ῦμα τῆς ὑ­περ­φυ­σι­κῆς συλ­λή­ψε­ως τῆς Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο πού εἶπε ὁ Κύ­ριος μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­πε: Νά, ἡ παρ­θέ­νος, πού δὲν γνώ­ρι­σε ἄν­δρα, θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ό, καὶ ὅ­σοι θὰ πι­στεύ­ουν σ' αὐ­τὸν θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κὸ πού ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας». Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τόν ὑπνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως τὸν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴ μνη­στή του στὸ σπί­τι του καὶ δὲν ἦλ­θε σὲ σχέ­ση συ­ζυ­γι­κὴ μα­ζί της πο­τέ, ἄ­ρα καὶ ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τὸν πρῶ­το καὶ μο­νά­κρι­βο υἱ­ό της. Καὶ τό­τε ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου