ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
(8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Διαγενομένου
τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα,
ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ
τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν
τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται
ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον
καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ
λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη,
οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς
αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς
εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος
καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μᾶρκ.
ιϚ΄[16] 1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα
τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν
τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος
ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι,
καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα. 3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς
κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; 4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους
πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά
ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο
νά μετακινηθεῖ. 5 Κι ἀφοῦ
μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν
ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. 6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε
καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο.
Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν. 7
Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν
ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε
πρίν σταυρωθεῖ. 8 Ἐκεῖνες
τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση.
Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη
ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας,
τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας,
ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην,
καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ,
ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν
τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι
ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι,
ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες
ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου
αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει
εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον
τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
(Ἐφεσ.
β΄[2] 14-22)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Η
ΕΙΡΗΝΗ
Μέσα στὴν ταραγμένη
ἀτμόσφαιρα τοῦ σημερινοῦ κόσμου ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸ Ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ὅλων μας, ἀντηχεῖ κατ' ἐξοχὴν
ἐπίκαιρος. «Χριστὸς ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν»,
γράφει στοὺς Ἐφεσίους ὁ μέγας Ἀπόστολος, ἀναφερόμενος στὴ συμφιλίωση τῶν
Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ μὲ τὴν Σταυρικὴ Του θυσία ἐπέτυχε ὁ Χριστός.
Πρὸ τῆς θυσίας αὐτῆς ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν δύο λαῶν «μεσότοιχον φραγμοῦ», φράχτης, μεσοτοιχία, ποὺ χώριζε καὶ
δημιουργοῦσε ἔχθρα καὶ ἀντιπάθεια. Οἱ Ἑβραῖοι, ἔχοντας τὸν ἐπιβλητικὸ νόμο τοῦ
Μωϋσέως καὶ λογαριάζοντας τὸν ἑαυτό τους σάν τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ,
θεωροῦσαν ἀδιανόητο νά ἔχουν ἀκόμη καὶ τὴν ἐλάχιστη ἐπικοινωνία μὲ τοὺς
εἰδωλολάτρες.
Αὐτὴ τὴν ἔχθρα τὴν κατάργησε
ὁ Χριστός μας. Γκρέμισε τὸν τοῖχο, ποὺ ὢρθωνε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἀνάμεσα στοὺς
δύο λαούς, παύοντας τὴν ἰσχύ του, ἀντικαθιστώντας τον μὲ τὸν νέο νόμο τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας, τὸν ὁποῖο φανέρωσε ὁ Ἴδιος ἐπάνω στὸ Σταυρό. Ἰουδαῖοι
τώρα καὶ εἰδωλολάτρες ἑνώνονται καὶ ἀποτελοῦν ἕνα νέο λαό, τὴν Ἐκκλησία, μέσα
στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν διακρίσεις, οὔτε ἐθνικές, οὔτε κοινωνικῆς τάξεως, οὔτε
φύλου. Οἱ πάντες, Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἄνδρες καὶ
γυναῖκες, μετέχουν ἰσότιμα καὶ ἑνώνονται μὲ τοὺς σφιχτοὺς δεσμοὺς τῆς ἀγάπης
τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα
τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης θὰ μποροῦσε νά ἐπικρατήσει καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἄν
στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων βασίλευε ὁ μέγας Εἰρηνοποιός, ὁ Χριστός. Διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ὅλων μας. Μακριὰ ἀπό
τὸν Χριστὸ οὔτε τὰ ἔθνη μποροῦν νὰ εἰρηνεύσουν, οὔτε οἱ κοινωνικὲς ὁμάδες, οὔτε
ἡ οἰκογένεια, οὔτε ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Μακριὰ ἀπό τὸν
Χριστὸ ὑπάρχει ἔχθρα καὶ διχασμὸς καὶ τοῖχος ποὺ χωρίζει. Κοντὰ Του ὅμως, ἐκεῖ
πού Ἐκεῖνος βασιλεύει καὶ κυβερνᾶ, ἐπικρατεῖ ἡ εἰρήνη. Γλυκειά καὶ εὐλογημένη
ἀτμόσφαιρα συμφιλιώσεως καὶ ἀγάπης.
Μακάρι αὐτὸ νὰ τὸ δεχτοῦμε
ὅλοι! Ἰδιαιτέρως μέσα στὴν οἰκογένεια, ἡ ὁποία συχνὰ μετατρέπεται σὲ πεδίο
μάχης καὶ κατασπαράσσεται ἀπό μίση καὶ καχυποψίες. Νὰ δεχτοῦμε τὴν παρουσία τοῦ
Χριστοῦ μας, νά κυβερνᾶ Ἐκεῖνος τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν μελῶν
του. Τότε καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ κοινωνία θὰ εἰρηνεύσουν μὲ τὴν γλυκειά εἰρήνη
τοῦ Κυρίου μας. Μακάρι!
2. «ΟΙΚΕΙΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
Ἀπευθυνόμενος τώρα ὁ
Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἐφεσίους, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἦσαν εἰδωλολάτρες, τοὺς
λέγει αὐτὰ τὰ συγκινητικὰ λόγια: «Ἄρα οὖν
οὐκέτι ἐστε ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ
Θεοῦ». Λοιπόν, δὲν εἶστε πιὰ ξένοι καὶ προσωρινοὶ ἐπισκέπτες τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶστε μόνιμοι κάτοικοί της, εἶστε συμπολίτες τῶν Ἁγίων καὶ
οἰκιακοὶ τοῦ Θεοῦ.
«Οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»! Ἄνθρωποι δηλαδή
τοῦ σπιτιοῦ, ὄχι φιλοξενούμενοι, ἀλλά νοικοκύρηδες, μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ
Θεοῦ, παιδιά Του ἀγαπημένα. Τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ξένο σπίτι, στὸ
ὁποῖο μπαίνουμε γιὰ λίγο σάν ξένοι. Εἶναι τὸ δικό μας σπίτι.
«Οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»! Ἐδῶ, σ' αὐτὸν
τὸν κόσμο, μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, κοινωνοὶ τῶν ἱερῶν της Μυστηρίων, μέτοχοι
τῆς ἁγιαστικῆς καί θεοποιοῦ θείας Χάριτος, παιδιά πού ἀπολαμβάνουμε τὴν
στοργικὴ φροντίδα, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Καὶ κατόπιν,
ὅταν φύγουμε ἀπό τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο, μέλη τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του,
κληρονόμοι τῆς ἀπείρου πατρικῆς περιουσίας, συγκάτοικοι τῶν Ἁγίων, φίλοι τῶν
Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ὁμοτράπεζοι τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου! Τί τιμή! Τί εὐλογία! Τί προνόμια ἐκπληκτικὰ χαρίζει
ὁ Πανάγαθος Θεὸς σὲ ὅσους μέ πίστη θερμὴ καὶ ἀγάπη φλογερὴ τὸν ἀκολουθοῦν, τὸν
ἀγαποῦν καὶ τὸν λατρεύουν!
Ὤ, ἀδελφοί! Ἂν ζοῦμε ὅπως
θέλει ὁ Θεός, δὲν εἴμαστε ἄσημοι καὶ παραπεταμένοι σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ταραγμένου
κόσμου μας. Εἴμαστε διάσημοι, τιμημένοι, προωρισμένοι γιὰ τὰ μέγιστα ἀξιώματα
καὶ τὴν ἐκπληκτικότερη δόξα! Εὐλογημένοι! Υἱοὶ τοῦ Θεοῦ! Μακάριοι!
3. ΑΓΙΟΣ
ΝΑΟΣ
Διευκρίνηση τῆς οἰκειότητας
αὐτῆς πρὸς τὸν Θεό, μοιάζουν τὰ ἑπόμενα λόγια τοῦ Ἀποστόλου, μὲ τὰ ὁποῖα λέγει
ὅτι οἱ πιστοί, σάν ζωντανὲς πέτρες, κτιστήκαμε πάνω στὸ θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων
καὶ τῶν Προφητῶν, ἐνῷ ἀγκωνάρι, ποὺ στηρίζει ὅλη τὴν οἰκοδομή, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. Γύρω ἀπό αὐτὸν τὸν πανίσχυρο συνεκτικὸ δεσμό, τὸν Χριστό,
συναρμολογεῖται ἡ οἰκοδομὴ αὐτὴ καὶ αὐξάνει «εἰς
ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ». Γίνεται ἅγιος ναὸς τοῦ Κυρίου.
Ὅλοι οἱ πιστοί, τὰ μέλη τῆς
ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, ἀποτελοῦμε ἕνα ζῶντα ἅγιο ναό. Ἀποτελοῦμε μιὰ
κοινωνία ἁγία, κοινωνία ἀγάπης, κοινωνία στὴν ὁποία λατρεύεται ὁ Πανάγιος ἐν
Τριάδι Θεός. Πῶς γίνεται αὐτό; Γίνεται, ὅταν ὁ καθένας μας ἁγιάζεται καὶ
γίνεται «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ».
Ὅταν ὁ καθένας μας ἁγνίζεται, καθαρίζεται, λαμπρύνεται ἐσωτερικὰ μὲ τὴν
μετάνοια καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τότε ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, ὅλο
τὸ σύνολο τῶν πιστῶν γίνεται ναὸς ἅγιος τοῦ Κυρίου. Κοινωνία λατρευτικὴ καὶ
δοξολογητικὴ τοῦ Ἀπείρου Θεοῦ!
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ ἦν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν μιᾷ
τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας
ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς
τὸ παντελές. ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας·
καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος,
ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ
ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε,
καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά·
ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης
καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν
ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου
τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες
οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις
τοῖς γινομένοις ὑπ' αὐτοῦ.
(Λουκ. ιγ΄[13] 10
– 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς ἕνα Σάββατο δίδασκε σὲ μία συναγωγή.
Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ μία γυναίκα πού ὑπέφερε δέκα
ὀκτὼ χρόνια ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια ἐξαιτίας κάποιου πονηροῦ πνεύματος.
Καὶ γι' αὐτὸ ἦταν σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένο τὸ σῶμα της καὶ δὲν
μποροῦσε καθόλου νὰ σηκώσει ὄρθιο τὸ κεφάλι της. Ὅταν λοιπὸν τὴν εἶδε
ὁ Ἰησοῦς, τῆς φώναξε καὶ τῆς εἶπε: Γυναίκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη
ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου. Κι ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια του. Τὴν ἴδια στιγμὴ
ἐκείνη ἐπανέκτησε τὴν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ
γιὰ τὴ θεραπεία της. Τότε ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμάτος ἀγανάκτηση
πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία αὐτή μέρα Σάββατο, στράφηκε στὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ κι ἔλεγε: Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στὴ διάθεσή μας νὰ ἐργαζόμαστε,
καὶ μόνο μέσα σ' αὐτὲς δικαιούμαστε καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε αὐτό.
Τίς ἐργάσιμες αὐτὲς ἡμέρες λοιπὸν νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ
ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τότε λοιπὸν ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Ὑποκριτή,
κάτω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου κρύβεις
φθόνο καὶ μοχθηρία. Ὁ καθένας σας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δὲν λύνει τὸ
βόδι του ἢ τό γαϊδούρι ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσει;
Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ χωρὶς νὰ θεωρεῖται παραβάτης τῆς ἐντολῆς τῆς ἀργίας
τοῦ Σαββάτου, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐντολῆς αὐτῆς πού εἶναι ἀναγνωρισμένη
ἀπὸ τὴν παράδοση. Αὐτὴ ὅμως, πού εἶναι κόρη καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ
καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς μὲ τέτοια ἀρρώστια, ὤστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ
ὄρθια δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἦταν σωστὸ καὶ ἐπιβεβλημένο
νὰ λυθεῖ ἀπό τὰ μακροχρόνια αὐτὰ καὶ ὀδυνηρὰ δεσμὰ της τὴν ἡμέρα τοῦ
Σαββάτου; Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί
του. Κι ὅλος ὁ λαὸς χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα πού
διαρκῶς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου