ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄
ΛΟΥΚΑ
(1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα
μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄
καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν
αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν
μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν,
καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
(Ματθ. κη΄[28]
16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν
στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν
προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη
φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε
μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους
ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία,
θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας
αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄
ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ
ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ
Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς
ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις
τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ
᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν,
Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν
αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
(Ἐφεσ. β΄[2] 4-10)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Η ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ ΑΓΑΠΗ
Μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν ὑψηλῶν θεολογικῶν νοημάτων τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου βρισκόμαστε σήμερα! Στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τοῦ ἀναγνώσματος μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους ἡ ἔκφραση τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, λέγει, μᾶς ἐχάρισε τὴν ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ «διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς», ἕνεκα τῆς πολλῆς ἀγάπης, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε.
Ποιά γλώσσα, ἀλήθεια, θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἐκφράσει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους; Ὄχι μόνο ἡ γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψει, ἀλλὰ οὔτε ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ τὴν συλλάβει, οὔτε ἡ φαντασία μας νὰ τὴν φανταστεῖ.
Ἄσύλληπτη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Μᾶς ἀγάπησε «πρό καταβολής κόσμου»! Πρίν ἀκόμη δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος, ὁ Θεός, προγνωρίζοντας τήν μελλοντική ὕπαρξή μας, μᾶς εἶχε μὲς στὴν ἀγάπη Του. Μᾶς ἀγαποῦσε πρὶν ὑπάρξουμε! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐδημιούργησε ὅλο τὸ σύμπαν, γι᾿ αὐτὸ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. ̓Απὸ ἀγάπη! Γι᾿ αὐτό μᾶς ἐπροίκισε μὲ ὑπέροχα χαρίσματα καί τό ἰλιγγιῶδες προνόμιο τῆς ἐλευθερίας. ̓Απὸ ἀγάπη!
Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης Του: ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς ἑλκύσει κοντά Του. Ὑπέμεινε τὰ ἀτιμωτικά πάθη καὶ τὸν θάνατο στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σατανᾶ καὶ τὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, στὰ ὁποῖα εἴχαμε ὑποδουλωθεῖ, ὅταν ἀποστατήσαμε κι ἐφύγαμε μακριά Του. Ἐφύγαμε. Ἐκεῖνος ὅμως σαν φιλόστοργος Πατέρας ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του στὰ ἄσωτα παιδιά Του. Στὴν ἀχαριστία μας ἀνταπέδωσε ἀγάπη, στὴν ἀποστασία μας συγχώρηση· στὴν περιφρόνηση τιμή. Δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Δὲν μᾶς ἐκάλεσε μέ νοήματα ἀπὸ μακριά. Δὲν ἔστειλε κάποιον ἀντιπρόσωπό Του νὰ μᾶς ὁδηγήσει κοντά Του. Ἦρθε ὁ Ἴδιος σὲ μᾶς! Πῶς χώρεσε στό χωματένιο σῶμα μας;
Ὤ, Θεὲ τῆς ἀγάπης! Πότε θὰ μᾶς συγκινήσει ἡ ἄπειρη ἀγάπη Σου; Πότε θὰ ἀνάψει στο σβησμένο θυσιαστήριο τῶν ψυχῶν μας ἡ φλόγα τῆς δικῆς Σου ἀγάπης; Πότε θὰ πλημμυρίσει ἡ καρδιά μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη; Πότε θὰ παύσουμε νὰ Σὲ λυποῦμε μὲ τὴν ἐπιμονή μας στὴν ἁμαρτία; Πότε, ἀλλὰ πότε θὰ Σὲ ἀγαπήσουμε;
2. ΝΕΚΡΩΣΗ ΚΑΙ
ΖΩΟΠΟΙΗΣΗ
Ὁ Θεός, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς πολλῆς Του ἀγάπης, συνεχίζει ὁ ̓Απόστολος, «καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ», καὶ ὅταν ἀκόμη ἤμαστε νεκροὶ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν, μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ ζωή.
Εἶναι μεγάλη αλήθεια τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς ἁμαρτίες μας νεκρωθήκαμε. Νεκρωθήκαμε διπλά:
καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Ὑπάρχει θάνατος τῆς ψυχῆς; Ἀσφαλῶς καὶ ὑπάρχει. Ὅπως θάνατος τοῦ σώματος εἶναι ὁ χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ψυχή, ἔτσι καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Μακριά ἀπό τὸν Θεὸ ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν ζεῖ. Ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Θεός.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸν διπλό θάνατο μᾶς ἔσωσε ὁ Θεός. Μᾶς ἐχάρισε ξανὰ τή ζωή. Πῶς; Ἑνώνοντάς μας μὲ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ ἦρθε κοντά μας. Μετέχοντας στά ζωοπάροχα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινό Θεό, καί ἡ ἕνωση αὐτή δίνει ζωή στή νεκρή προηγουμένως
ψυχή μας.
Ἕνα θαῦμα, ποὺ ζοῦμε καθημερινὰ οἱ πιστοὶ μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Μετανοοῦμε μὲ συντριβή, ἐξομολογούμαστε μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἡ ψυχή μας καθαρίζεται ἀπὸ τὴ λάσπη τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν παθῶν, γίνεται πουλί ἐλεύθερο, ἀηδόνι ποὺ κελαηδεῖ χαρούμενο, καθὼς ἀπολαμβάνει τὴ γλυκειὰ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν στοργικό και φιλάνθρωπο Δημιουργό καί Πατέρα της. Κοινωνοῦμε κατόπιν μέ φόβο Θεοῦ καὶ πίστη καὶ ἀγάπη τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, καὶ αἰσθανόμαστε τὸν Οὐρανὸ κοντά μας, καὶ τὸν Βασιλιά τοῦ Οὐρανοῦ κάτοικο τῆς μικρῆς καρδιᾶς μας. Ἡ νεκρὴ πρῶτα ψυχή μας τώρα ζεῖ! ̓Αληθινή ζωή. Εὐλογητὸς ὁ Θεός!
3. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ
ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ
Στὴ συνέχεια ὁ ̓Απόστολος μᾶς βεβαιώνει πὼς ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἐχάρισε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ, ἀλλὰ καὶ πὼς μᾶς «συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», μᾶς ἀνέστησε δηλαδὴ καὶ σωματικὰ καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθήσουμε μαζί Του στὸν οὐράνιο θρόνο του.
Περίεργο εἶναι πῶς ὁ ̓Απόστολος λέγει ὅτι καὶ σωματικὰ μᾶς ἀνέστησε ὁ Θεός, τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ σώματα ὅλων τῶν νεκρῶν βρίσκονται ἀκόμη στοὺς τάφους. Ἡ ἀπάντηση στὴν ἀπορία αὐτὴ βρίσκεται στὴ θεολογικὴ ἐκείνη διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι μαζί οἱ πιστοί Χριστιανοί ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα. Στὸ σῶμα αὐτὸ κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός, τὰ ὑπόλοιπα δὲ μέλη τὰ ἀποτελοῦμε ἐμεῖς. Ἐφ᾿ ὅσον λοιπόν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναστήθηκε ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, ὅλο τὸ σῶμα θεωρεῖται ἀναστημένο. Μὲ πιὸ ἁπλά λόγια: Μετὰ τὴν ̓Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τόσο βέβαιο ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε καί οἱ πιστοὶ καὶ θὰ δοξασθοῦμε, ὅπως δοξάστηκε Ἐκεῖνος καὶ ὡς ἄνθρωπος, ὥστε ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ σὰν νὰ ἔχει ἤδη γίνει τὸ πρᾶγμα.
Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἂς ἀναφωνήσουμε: Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Εὐλογητός, διότι ὄχι μόνο μᾶς ἐχάρισε ἄπειρες δωρεές τώρα ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ διότι, ἂν ἔχουμε ζήσει ζωὴ μετανοίας καὶ ἁγιασμοῦ, καὶ μέχρι τέλους μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Του, μᾶς ἐπιφυλάσσει ἀσυγκρίτως μεγαλύτερες δωρεές στό μέλλον. Δωρεές, ὅταν μᾶς ἀναστήσει καί σωματικά, νά μᾶς δοξάσει ἐνθρονίζοντάς μας ὡς βασιλεῖς στὸν δικό Του δοξασμένο θρόνο
τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του. Εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ, τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο, τί εἴη τοῦτο; Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε, λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ, ἐπηρώτησεν αὐτὸν, λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ, δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν, ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
(Λουκ.
ιη΄[18]
35 – 43)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ,
ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά
του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ
κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ
ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος
τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε
ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι
τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε
διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε
καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου