ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν
θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς
καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς
ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς,
ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως
τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ,
ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον,
αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν
εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ
παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν
ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.
Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν
ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας,
ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
(Λουκ. κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό
μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι
κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία
κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν
σταύρωσαν; 21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς
συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς
ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ.
α΄[1] 11-19)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ
ΘΕΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
«Τὸ
εὐαγγέλιον... οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον...».
Τὸ
Εὐαγγέλιο, ποὺ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἔφερε μὲ τὴ Γέννησή Του, δὲν
εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Δὲν εἶναι διδασκαλία ποὺ τὴν ἐπινόησε ἄνθρωπος
καὶ τὴν πρόσφερε στούς ἀνθρώπους. Ἀλλ' εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους, ἡ ὁποία ἔγινε διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι λοιπὸν θεῖο τὸ Εὐαγγέλιό μας. Προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἐκφράζει τὸ θέλημα
τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καί δόθηκε σέ μᾶς γιά νά γνωρίζουμε τό θεῖο θέλημα, νὰ
συμμορφώνουμε τή ζωή μας πρὸς αὐτὸ καὶ νά κατακτοῦμε ἔτσι τὴν αἰώνια σωτηρία
μας. Ἐπειδὴ στίς μέρες μας μερικοὶ ἀπιστοῦν καί συκοφαντοῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ
θεωροῦν ἀνθρώπινο, γι’ αὐτό ἄς δοῦμε σήμερα πῶς ἀποδεικνύεται ἡ θειότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Πῶς φαίνεται ὅτι
πράγματι «τὸ Εὐαγγέλιον οὐκ ἐστι κατά
ἄνθρωπον».
1. Τὸ
πρῶτο στοχεῖο, πού μᾶς πείθει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δέν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλά θεῖο,
εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ποὺ γράφει τοὺς λόγους αὐτούς. Ἀπό διώκτης τοῦ Εὐαγγελίου ἔγινε ἀπόστολός του.
Ὁ θερμότερος Ἀπόστολος, ποὺ γύρισε ὅλη τήν οἰκουμένη κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο.
Τό καταδίωξε προηγουμένως μὲ μανία πολλήν. Ὅσους πίστευαν σ’ αὐτό, τούς ἔσυρε
σέ δικαστήρια καί φυλακές. Τούς ἀνάγκαζε νὰ τὸ βλασφημοῦν. Μὲ χαρά ψήφιζε τόν
θάνατό τους (Πράξ. κστ'[26] 10-11). Ὅταν ὅμως πείσθηκε ὅτι αὐτό τό Εὐαγγέλιο
προερχόταν ἀπό τόν Θεό καί ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια, τότε ποιά ἀλλαγή! Τότε ὁ
Παῦλος ἀπό τήν προσωπική του πιά πεῖρα διακηρύσσει ὅτι τό Εὐαγγέλιο «οὐκ ἐστι κατά ἄνθρωπον». Διακηρύσσει
τὴν θειότητά του. Τότε γράφει πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «οὐκ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γάρ Θεοῦ ἐστιν εἰς
σωτηρίαν...» (α'[1] 16). Καὶ ἀργότερα προσθέτει ὅτι γιά τὸ Εὐαγγέλιο «κακοπαθεῖ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος»
(Β' Τιμ. β'[2] 9). Δὲν διστάζει δὲ νὰ παροτρύνει σ’ αὐτό καὶ τὸν μαθητὴ του
Τιμόθεο. «Συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ
κατὰ δύναμιν Θεοῦ», τοῦ γράφει (Β' Τιμ. α'[1] 8). Καὶ συγχρόνως διακηρύσσει
μὲ βεβαιότητα ὅτι «oἱ μὴ ὑπακούοντες τῷ
εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον...» (Β'
Θεσ. α'[1] 8-9). Θὰ τιμωρηθοῦν, ὅσοι δὲν ὑπακούουν στό Εὐαγγέλιο, μὲ αἰώνιο
ὄλεθρο, μὲ κόλαση αἰώνια. Ἡ τέλεια αὐτή πεποίθηση στή θεία προέλευση τοῦ
Εὐαγγελίου τοῦ πρώην διώκτου του, ἀποτελεῖ τρανὴ ἀποδειξη ὅτι ἀπό τόν Θεό
προέρχεται καὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι.
2. Καί
οἱ κατακτήσεις
ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου διά μέσου τῆς ἱστορίας δὲν μαρτυροῦν τὴ θεία του
καταγωγή; Μέσα σέ λίγα μόνο ἔτη ξαπλώθηκε σέ ὁλόκληρο τὸν γνωστὸ τότε κόσμο.
Κατάκτησε πλήθη ἀνθρώπων. Τοὺς κατάκτησε τόσο, ὥστε νά ἀγωνίζονται νὰ
συμμορφώνουν τὴ ζωὴ τους πρός ὅσα αὐτό παράγγελλε, ὅσο τὸ δυνατὸ ἀκριβέστερα.
Νὰ εἶναι ἀκόμη πρόθυμοι καί νά ἀποθάνουν, παρὰ νὰ παραβοῦν τίς ἐντολές του. Οἱ
διδασκαλίες τῶν ἀνθρώπων γρήγορα περνοῦν. Τὸ Εὐαγγέλιο ἔμεινε. Καὶ συνέχισε τίς
κατακτήσεις του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει ὅτι στήν ἐποχή του «καὶ Πέρσαι καί Ἰνδοί καί Σκύθαι καὶ Θράκες
καὶ Σαυρομᾶται καὶ τὸ Μαύρων γένος καί οἱ τάς Βρεταννικάς νήσους οἰκοῦντες
περιφέρουσι» τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλά
μήπως καί σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι τὸ περισσότερο διαδεδομένο βιβλίο στόν
κόσμο; Μήπως καὶ σήμερα δὲν εἶναι πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ κανονίζουν τὴ ζωὴ τους
κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καί τό θεωροῦν ὡς τόν μεγαλύτερο θησαυρό τους; Αὐτό δέ, παρὰ
τίς δυσκολίες πού συναντοῦν καί τίς θυσίες πού κάμνουν. Συγχρόνως καί σήμερα τὸ
Εὐαγγέλιο στούς λαούς, ὅπου πρωτοεισέρχεται, φέρει τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅπως
τό ἔκαμνε πάντοτε. Γίνεται καί ἀπό αὐτοὺς ἀποδεκτὸ ὡς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος,
μὲ τὸ θεῖο κύρος. Ὅλα δὲ αὐτὰ τί ἄλλο δείχνουν παρά τό ὅτι πράγματι ἀπό τὸν Θεὸ
προέρχεται καί δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα; Καί ὁμολογεῖται ὅτι εἶναι ἡ
ἐλπίδα καί τοῦ σημερινοῦ κόσμου γιά ἕνα καλύτερο μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας.
3. Κάτι
ἐπίσης ποὺ βεβαιώνει τὴ θεία προέλευση τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι καὶ ὁ
πόλεμος ποὺ γίνεται ἐναντίον του. Γιὰ κανένα ἄλλο βιβλίο δὲν ἔγινε
καί δὲν γίνεται τόσος πόλεμος, ὅσο γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Στούς παλιούς καιρούς οἱ
αὐτοκράτορες καί οἱ φιλόσοφοι προσπάθησαν μέ συλλογισμοὺς ἢ μὲ τὴ βία νὰ
ἐξαφανίσουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀργότερα ὁ ἄπιστος Βολταῖρος ἔλεγε ὅτι πενήντα χρόνια
μετὰ ἀπό τήν ἐποχή του (1750 μ.Χ. περίπου), τὸ Εὐαγγέλιο δὲν θὰ ὑπῆρχε παρὰ
μόνο στά παλαιοπωλεῖα. Καί ὅμως ἔγινε τὸ ἀντίθετο. Στόν προηγούμενο αἰώνα ἡ
πολεμικὴ συνεχίστηκε. Στίς χῶρες τοῦ πρώην Σιδηροῦ Παραπετάσματος ἀπαγορευόταν
ἡ ἔκδοση καί ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Καί μέ πολλή δυσκολία μποροῦσε ἐκεῖνος
ποὺ ἤθελε, νά βρεῖ ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ πιστοί ἀντέγραφαν τό
Εὐαγγέλιο μέ τό χέρι τους καί τό κυκλοφοροῦσαν μεταξύ τους. Ἔτσι, κρυφά, τὸ
ἔπαιρναν καί οἱ ἄπιστοι καὶ μὲ τὴ δύναμή του πίστευαν. Γιά νά ἐπιστρέψει σήμερα
ξανά ἡ Ὀρθοδοξία στίς χῶρες αὐτές καί οἱ πιστοί νά αὐξάνονται μέρα μέ τή μέρα.
Δυστυχῶς τὰ τελευταῖα χρόνια καί στήν Πατρίδα μας πολεμεῖται πολὺ τὸ Εὐαγγέλιο.
Δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, θεατρικοὶ συγγραφεῖς τὸ συκοφαντοῦν, τὸ
εἰρωνεύονται, τὸ περιφρονοῦν. Ὅλη ὅμως αὐτή ἡ πολεμικὴ πέφτει στό κενό. Δὲν
ἐπηρεάζει καθόλου τὴ διάδοση καί τή δύναμή του. Ἀντίθετα, παρὰ τὴν πολεμική, τὸ
Εὐαγγέλιο ἔχει τὶς κατακτήσεις ποὺ εἴπαμε καὶ στή δική μας ἐποχή. Τί ἄλλο
δείχνουν αὐτὰ παρὰ τὸ ὅτι περιέχει δύναμη θεία, τὴν ὁποία καμμιά πολεμικὴ δὲν
εἶναι δυνατὸ νά καταβάλει;
Ἀδελφοί,
δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι «τὸ
Εὐαγγέλιον οὐκ ἐστι κατὰ ἄνθρωπον». Τὰ ὅσα εἴπαμε τὸ ἀποδεικνύουν τρανῶς.
Τὴν πραγματικότητα αὐτὴ χρέος ἔχουμε οἱ Χριστιανοὶ νὰ τὴν διακηρύττουμε παντοῦ,
μάλιστα στήν ἐποχή μας, πού οἱ ἄπιστοι πολεμοῦν μὲ μανία τὸ Εὐαγγέλιο.
Συγχρόνως δὲ χρέος ἔχουμε οἱ Χριστιανοί, πού πιστεύουμε στή θεία προέλευση τοῦ
Εὐαγγελίου, «νά πολιτευώμεθα ἀξίως τοῦ
Εὐαγγελίου», ὥστε καί διά τῆς δικῆς μας ζωῆς, τῆς σύμφωνης πρός τίς διδαχές
του, νά ὁμολογοῦμε τὴν προέλευσή του ἀπό τὸν Κύριο καὶ Θεὸ Ἰησοῦ Χριστό, τὸν
ὑπὲρ ἡμῶν γεννηθέντα εἰς Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου
φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω
σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας
τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου
φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει
τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς
δὲ κατ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
(Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν ἀναχώρησαν
οἱ μάγοι, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ εἶπε:
Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μεῖνε ἐκεῖ
μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ
σκοτώσει. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ
μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ
Ἡρώδης· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: Ἀπό τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει
στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Τότε ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν
ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι
σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ' ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ
σύνορά της, ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μέ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ
ἑξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε
ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Φωνὴ σπαρακτικὴ
ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμός
πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ
τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων πού στερήθηκαν τὰ μικρά τους) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ,
διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν πέθανε
ὁ Ἡρώδης, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο
καί τοῦ εἶπε: Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν
ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν. Διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ
ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ
μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε
ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά πάει ἐκεῖ. Μὲ ἐντολὴ ὅμως
πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ ὄνειρό του ἀναχώρησε γιά τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου
ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ὁ ὁποῖος ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπό τόν ἀδελφό
του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ.
Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ
ὀνομασθεῖ περιφρονητικὰ ἀπό τούς ἐχθροὺς τοῦ Ναζωραῖος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου