Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ

ΘΕΟΤΟΚΟΥ

(31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)



ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.   

                                                  (Ἑβρ. θ΄ [9] 1 – 7)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Ἀδελφοί,  ς βγάλουμε τώρα κάποιο συμπέρασμα γιά ὅσα εἴπαμε σχετικά μέ τήν ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κι ἄς τά διασαφηνίσουμε περισσότερο. Εἶχε βέβαια καί ἡ πρώτη Διαθήκη νόμους καί λατρευτικές διατάξεις, καθώς κι ἕνα ἐπίγειο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδή τό πρῶτο διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, μέσα στό ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα τῆς προθέσεως καί οἱ ἄρτοι πού τοποθετοῦνταν πάνω σ᾿ αὐτήν ὡς προσφορά στόν Θεό. Καί τό πρῶτο αὐτό διαμέρισμα τῆς σκηνῆς λεγόταν «Ἅγια». Ἔπειτα, πίσω ἀπό τό δεύτερο καταπέτασμα ἦταν τό μέρος τῆς σκηνῆς πού λεγόταν «Ἅγια Ἁγίων». Στά Ἅγια τῶν Ἁγίων ὑπῆρχε ἕνα χρυσό θυμιατήριο καί ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, πού ἦταν γύρω-γύρω καλυμμένη μέ χρυσάφι ἀπ᾿ ὅλες τίς πλευρές της. Μέσα στήν κιβωτό αὐτή ὑπῆρχε μιά χρυσή στάμνα πού περιεῖχε ἀπό τό περίφημο μάννα, καθώς ἐπίσης καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καί οἱ θεοχάρακτες πλάκες τῆς Διαθήκης. Πάνω ἀπό τήν κιβωτό ὑπῆρχαν δύο χρυσά Χερουβίμ ἔνδοξα, πού ἀνάμεσά τους ἐμφανιζόταν καί μιλοῦσε ὁ Θεός. Αὐτά σκέπαζαν μέ τά φτερά τους καί σκίαζαν τό χρυσό κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ, πού ὀνομαζόταν ἱλαστήριο. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά δέν εἶναι τώρα καιρός νά μιλήσουμε μέ λεπτομέρειες. Ἔτσι λοιπόν εἶχαν αὐτά σχεδιασθεῖ καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο εἶχε κατασκευασθεῖ ἡ σκηνή, ὥστε στό πρῶτο διαμέρισμά της, δηλαδή στά Ἅγια, νά μπαίνουν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καί νά τελοῦν τίς ἱεροτελεστίες. Στό δεύτερο ὅμως διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, δηλαδή στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμπαινε μία φορά τό χρόνο, τήν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, μόνον ὁ ἀρχιερέας. Κι αὐτός δέν ἔμπαινε χωρίς αἷμα, ἀλλά ἔφερνε μαζί του τό αἷμα τῶν ζώων, τό ὁποῖο πρόσφερε ὡς ἐξιλαστήρια θυσία γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τίς ἁμαρτίες πού ἀπό ἄγνοια εἶχε διαπράξει ὁ λαός.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.

(Ματθ. ιθ΄[19] 16-26)

 

Ὁ πλούσιος νέος

Ἀγαποῦσε τον πλησίον του;

Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ᾿ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.

Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιές ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευιτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου.

Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;

Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;

Βέβαια ὁ νέος αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.

Σ᾿ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεῆ, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῷ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.

Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας, κι ἐνῷ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸν δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.

Τὸ μεγάλο ἐμπόδιο

Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.

Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ᾿ αὐτά.

Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του:

Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιός τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά. Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸν προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία;

Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητας. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸν θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι᾿ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)


ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ  φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, καὶ λέγει στὸν Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον; Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει; Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.

                                         (Α΄ Κορ. θ΄[9] 2 – 12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐάν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως γιά σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, εἶστε ἐσεῖς, τούς ὁποίους ἐγώ ὁδήγησα στὸ Χριστό. Ἡ ἀπάντησή μου πρὸς ἐκείνους ποὺ μὲ ἐξετάζουν καὶ ἀμφισβητοῦν ἄν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ πού δίνεται ἀπό τὴ θεία αὐτὴ σφραγίδα. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγώ Ἀπόστολος σάν τούς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχουμε κι ἐγώ καὶ οἱ συνεργάτες μου δικαίωμα νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε αὐτά ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες γυναίκα, Χριστιανὴ ἀδελφή, γιά νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι κι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καί ὁ Κηφᾶς; Ἢ μήπως μόνο ἐγώ κι ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχουμε δικαίωμα νά μήν ἐργαζόμαστε κάποιο βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα, γιὰ νὰ καλύπτουμε ἀπ' αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας; Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού ἀγωνιζόμαστε για τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. Ποιός ποτέ παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μέ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τό πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπό τὸν καρπό του; Εἴμαστε πνευματικοί ποιμένες κι ἐσεῖς εἶστε τὰ πρόβατά μας. Ποιός βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι' αὐτό, καὶ δὲν τρώει ἀπό τό γάλα τοῦ ποιμνίου; Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι συμφωνα μόνο μέ ἀνθρώπινες συνήθειες καὶ παραδείγματα; Ἤ μήπως δὲν λέει τὰ ἴδια καὶ ὁ θεόπνευστος νόμος; Βεβαίως τὰ λέει αὐτὰ ὁ νόμος. Διότι ἔχει γραφεῖ στό Μωσαϊκὸ νόμο: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο καὶ δὲν θά βουλώσεις τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσεις τὸ στόμα του ἐλεύθερο νά φάει ἀπό τά στάχυα πού μὲ τόσο κόπο ἁλωνίζει. Ἀλλὰ ρωτῶ: Μήπως ὁ Θεός ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια; Ἢ μήπως γιὰ μᾶς τοὺς λογικοὺς βεβαίως ἀνθρώπους τὰ λέει καὶ τὰ νομοθετεῖ αὐτά; Ναί, γιὰ μᾶς τὰ λέει. Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες καὶ καλλιεργητές γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητὴς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τή γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει τὴ σοδειὰ κι ἐκεῖνος ποὺ γεμάτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νά μετέχει καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περίμενε νὰ ἀποκτήσει ἀπ' τὸν ἀγρό του. Κι ἐμεῖς ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας σποριάδες πνευματικοὶ καὶ καλλιεργητές. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιὲς σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν ἐμεῖς θερίσουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας ὡς καρπὸ τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σπορᾶς; Κι ἄν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ νόμος σὲ σᾶς τοὺς μαθητευόμενους, δὲν δικαιούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐξουσία αὐτὴ πολὺ περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλ' ὅμως ἐμεῖς δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀντιθέτως ὑποφέρουμε κάθε εἶδος στερήσεις, γιὰ νὰ μὴν παρεμβάλουμε οὔτε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.                   

        (Ματθ. ιη΄[18] 23 – 35)

 

«ΣΥΝΑΡΑΙ ΛΟΓΟΝ»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΕΙΝΑΙ τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί διηγήθηκε αὐτὴ τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος; Τὴν διηγήθηκε ἀπαντώντας σὲ μιά ἐρώτηση πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Πέτρος, ζητώντας νὰ μάθει πόσες φορὲς εἶναι ἀρκετό νά συγχωρήσει κάποιο συνάνθρωπό του, πού θά τοῦ φταίξει. Ἑπτὰ φορὲς εἶναι ἀρκετές; — Ὄχι ἑπτά, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος, ἀλλά «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτά, δηλαδὴ ἀπεριόριστες. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ὑπογραμμίσει αὐτὸ δίδαξε τήν παραβολή τῶν μυρίων ταλάντων.

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ὁμοιάζει, λέγει ὁ Κύριος, μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος θέλησε «συνᾶραι λόγον», νὰ ἔρθει σὲ λογαριασμὸ μὲ τοὺς δούλους του, πού εἶχαν ὑπεύθυνες θέσεις μέσα στὸ βασίλειό του. Ὅταν ξεκίνησε αὐτὴ ἡ διαδικασία, τοῦ ἔφεραν κάποιον, ὁ ὁποῖος ὤφειλε στὸν βασιλέα ἕνα κολοσσιαῖο ποσὸ  μύρια τάλαντα!

διαταγὴ τοῦ βασιλέως ἦταν αὐστηρή: νά πουληθεῖ ὁ δοῦλος, ἡ γυναίκα του, τὰ παιδιά του καὶ ἡ περιουσία του, γιά νά εἰσπραχθεῖ κάποιο ποσό. Συγκλονισμένος ὁ χρεώστης δοῦλος πέφτει στὰ πόδια τοῦ βασιλέως, ζητώντας μια προθεσμία, γιά νά πληρώσει τὸ χρέος. Τὸν λυπήθηκε ὅμως ὁ βασιλεὺς καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, χαρίζοντάς του ὅλο τὸ χρέος!

Ο ΔΟΥΛΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ. Καθώς ὅμως βγαίνει ἀπό τὰ ἀνάκτορα, συναντᾶ ἕνα ἄλλο δοῦλο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὤφειλε «ἑκατὸν δηνάρια», ἕνα σχετικῶς μικρὸ ποσό. Τὸν ἔπιασε τότε καὶ τὸν πίεσε σκληρά, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸ χρέος. Μάταια ὁ σύνδουλὸς του αὐτὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει μιά πίστωση χρόνου. Ὁ δοῦλος ὑπῆρξε ἀμετάπειστος καί ὁδήγησε τὸν συνδουλό του στὴ φυλακή.

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΥΤΟ τὸ ἀντιλήφθησαν οἱ ἄλλοι δοῦλοι καί λυπήθηκαν πολύ. Ἦλθαν λοιπὸν στὸν βασιλέα καὶ τοῦ ἀνάφεραν λεπτομερῶς τὸ γεγονός. Κι ἐκεῖνος κάλεσε τότε τὸν ἀχάριστο δοῦλο καί τοῦ λέγει: «Δοῦλε πονηρέ», ἐγώ σοῦ χάρισα ὅλο ἐκεῖνο τὸ τεράστιο χρέος, ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δὲν ἔπρεπε ἑπομένως καὶ σὺ νὰ λυπηθεῖς τὸν σύνδουλό σου, ὅπως σέ λυπήθηκα ἐγώ; Καὶ θυμωμένος ὁ βασιλεὺς ἔδωσε ἐντολή νὰ τὸν βασανίσουν ἕως ὅτου ἐξοφλήσει τὸ χρέος του.

ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ. Ἔτσι, λέγει ὁ Κύριος, θὰ κάμει καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μου σὲ σᾶς, ἐάν δὲν συγχωρήσετε ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφό του ἀπό τήν καρδιά σας.

ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Παραβολὴ ἔχει ἕνα βασικὸ νόημα. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ «μύρια τάλαντα», δηλαδὴ γιὰ ἀναρίθμητα σχεδὸν ἁμαρτήματα. Καθένας δὲ ἀπό τούς ἀδελφούς μας, ὅσο κι ἄν μᾶς φέρεται ἄσχημα, εἶναι χρεώστης μας πολὺ ὀλίγων παραβάσεων, γιά «ἑκατὸν δηνάρια».

Ἕνα τάλαντο ἰσοδυναμοῦσε μὲ 6.000 δηνάρια καὶ ἕνα δηνάριο ἦταν τὸ ἡμερομίσθιο ἑνὸς ἐργάτου τὴν ἐποχὴν ἐκείνη. Μύρια (10.000 δηλαδὴ) τάλαντα, ἄν ὑπολογίσουμε μὲ σημερινὸ ἡμερομίσθιο 50 Εὐρώ, ἰσοδυναμοῦν μέ ἕνα ποσὸ 30 ἑκατομμυρίων Εὐρώ ἐνῷ 100 δηνάρια ἀντιστοιχοῦν σὲ πέντε χιλιάδες.

Ἑπομένως, τά ὅσα μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι εἶναι χρέος πέντε χιλιάδων, ἐνῷ τά ὅσα φταῖμε ἐμεῖς στόν Θεό φτάνουν τὰ τριάντα ἑκατομμύρια.

Μύρια τάλαντα – τριάντα ἑκατομμύρια! Ὅλο αὐτὸ τὸ χρέος τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτημάτων μας ὁ Θεός, μόλις μετανοήσουμε, μᾶς τὸ ἐξαλείφει, μᾶς συγχωρεῖ  μέ μιά καὶ μόνη προϋπόθεση. Τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ συγχωρήσουμε καί μεῖς τοὺς ἀδελφούς μας γιὰ ὅσα μᾶς ἔχουν φταίξει καὶ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μᾶς ἔβλαψαν, δηλαδὴ γιὰ τὸ χρέος τῶν πέντε χιλιάδων πού μᾶς χρωστοῦν.

Ὅσο κι ἄν εἴμαστε ἀστοιχείωτοι στὰ Μαθηματικά, αὐτὸ τὸν στοιχειώδη λογαριασμό ὅλοι μας μποροῦμε νὰ τὸν κάνουμε. Δίνουμε πέντε χιλιάδες, παίρνουμε τριάντα ἑκατομμύρια. Δηλαδὴ πιό ἁπλᾶ:

Συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς μας; Κερδίζουμε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πᾶμε στὸν Παραδεισο, κερδίζουμε τὰ πάντα. Δὲν τοὺς συγχωροῦμε; Τότε μένουμε ἔξω ἀπό τὸν Παράδεισο, πᾶμε στὴν κόλαση, τὰ χάνουμε ὅλα, χανόμαστε γιὰ πάντα!

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὁλοφάνερο: Ὁ μνησίκακος, αὐτὸς ποὺ δὲν συγχωρεῖ τοὺς ἀδελφούς του, ἀκόμη κι ἄν ἐξομολογηθεῖ χιλιάδες φορὲς τὰ ἁμαρτήματά του, ἐάν δέ συγχωρήσει ἐκ βάθους ψυχῆς τοὺς ἀδελφούς του, πηγαίνει κατ’ εὐθείαν γιὰ τὴν κόλαση.

Συγχωρεῖς; Συγχωρεῖσαι! Δὲν συγχωρεῖς; Δὲν συγχωρεῖσαι. Κολάζεσαι γιὰ πάντα! Αὐτὴ τὴν τόσο ἁπλῆ ἀλήθεια, μόνο ἐάν ἔχουμε πάθει παράκρουση βαρύτατης μορφῆς, δὲν θὰ τὴν κατανοήσουμε. Εἶναι ἡ πιὸ ἁπλῆ καὶ εὔκολα κατανοητή, εἶναι ὁλοφάνερη ἀλήθεια!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσίν· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα, ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.                          

   (Α΄ Κορ. δ΄[4] 9 – 16)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, κάθε ἄλλο παρὰ βασιλεία ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι. Διότι νομίζω ὅτι ὁ Θεὸς ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους μᾶς παρουσίασε δημόσια καὶ στὰ μάτια ὅλων ὡς τελευταίους, ὡς καταδίκους πού πρόκειται νὰ θανατωθοῦν. Διότι γίναμε θέαμα σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἀπό τὴ μιὰ μᾶς θαυμάζουν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μᾶς περιφρονοῦν καὶ μᾶς χλευάζουν οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπό τούς ἀπίστους ἠλίθιοι καὶ ἀνόητοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ  ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοὶ ἐν Χριστῷ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους  ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι. Μέχρι τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινοῦμε καὶ ὑποφέρουμε ἀπό δίψα στὶς περιοδεῖες μας, καὶ δὲν ἔχουμε ἀρκετὰ ροῦχα, ὅταν στὴ μέση τῶν ταξιδιῶν μας μᾶς πιάνει ξαφνικά ὁ χειμώνας· καὶ δεχόμαστε χτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις, καὶ δὲν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλά διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καὶ κοπιάζουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδιά μας τὰ χέρια. Τὴν ὥρα ποὺ μᾶς βρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀπιστοῦν στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε τὸ καλό τους. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχὴ στοὺς διῶκτες μας. Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρηγορητικά. Σάν καθάρματα καὶ σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε, ἀποβράσματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας στὰ μάτια ὅλων μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή. Δὲν θέλω μ' αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλά σάν παιδιά μου ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω. Ναί. Σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴ λαχτάρα καὶ στοργή. Διότι, ἐάν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες. Ἕναν καὶ μόνο πνευματικὸ πατέρα ἔχετε, ἐμένα. Διότι ἐγώ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα πνευματικά, μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνεστε μιμητές μου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθεν τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ' ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται.

      (Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23)

 

 

ΓΕΝΕΑ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΝ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    

Ο ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀπογοητευμένος πολύ. Εἶχε ὁδηγήσει τὸ δαιμονισμένο παιδί του στοὺς Μαθητές τοῦ Κυρίου γιά νά τὸ θεραπεύσουν, ἀλλά ἐκεῖνοι δὲν τὸ κατώρθωσαν. Ποῦ ἦταν στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Κύριος; Ἦταν ἐπάνω στὸ Θαβὼρ μὲ τρεῖς ἀπό τους Μαθητές Του, ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἔλαβε χώρα ἡ Μεταμόρφωσή Του. Τώρα κατεβαίνει μαζί τους γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς ὑπόλοιπους ἐννέα. Καθὼς ὅμως ἐμφανίζεται, τὸν πλησιάζει ὁ πατέρας αὐτὸς καὶ γονατισμένος τὸν παρακαλεῖ νὰ θὲ-ραπεύσει τὸ παιδί του. Ἕνα παιδὶ φρικτὰ βασανιζόμενο ἀπό τούς δαίμονες, ποὺ συχνὰ ἔπεφτε στὴ φωτιὰ καὶ συχνὰ στὸ νερὸ γιὰ νὰ θανατωθεῖ.

Καί ἡ παράκληση τοῦ πονεμένου πατέρα καταλήγει σὲ ἕνα πικρὸ παράπονο: «προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καί οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτόν θεραπεῦσαι»· τὸν ἔφερα στοὺς Μαθητές Σου, ἀλλά δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Οἱ Μαθητές εἶχαν προσπαθήσει νὰ βγάλουν τό δαιμόνιο, ἀλλά οἱ προσπάθειές τους δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα. Τὸ δαιμόνιο ἦταν σκληρὸ καὶ δὲν ἔφευγε ἀπό τὸ παιδί.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ἀκούονται τώρα πολὺ αὐστηρά. Ἀπευθύνεται πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὸ πλῆθος ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ, καί λέγει: «ὦ γενεά ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ' ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»· γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;

Ἦταν ἔλεγχος ὀξὺς καὶ διαμαρτυρία ἔντονος τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἰουδαϊκό λαό, ποὺ ἔβλεπε τόσα θαύματα καὶ ὅμως δὲν ἔλεγε νὰ πιστεύσει ὁλόψυχα στὴ θεϊκή καταγωγή καὶ ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἔδειχνε σκληροκαρδία καὶ ἀμετανοησία.

«Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε»  φέρτε τόν μου ἐδῶ, παραγγέλλει μετὰ τὸν δίκαιο αὐτὸν ἔλεγχο ὁ Κύριος. Καὶ ἀμέσως θεράπευσε τὸ δαιμονισμένο παιδί.

ΦΥΣΙΚΑ ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ἦσαν πολὺ ἀπορημένοι γιά τή δυσκολία ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν συναντήσει. Γι' αὐτὸ καὶ παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ τοὺς ἐξηγήσει, γιά ποιὸ λόγο ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ διώξουν τὸ δαιμόνιο. «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν»· ἐξ αἰτίας τῆς ὀλίγης σας πίστεως, τοὺς ἀπαντᾶ. Καὶ τοὺς τονίζει ὅτι, ἐάν εἶχαν πίστη θερμὴ καὶ δραστικὴ σάν τὸν μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θά μποροῦσαν ἀκόμη καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσουν καὶ τὰ πάντα νὰ πετύχουν. Ὅσο ἀφορᾶ δὲ στὸ συγκεκριμένο περιστατικό, τοὺς διευκρινίζει ὅτι εἰδικὰ αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν δαιμονίων δὲν βγαίνει ἀπό τὸν ἄνθρωπο παρὰ μὲ θερμὴ προσευχή καί νηστεία. 

Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΩΣΤΟΣΟ αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ ἐπεφύλασσε καί μία ἀκόμη δυσάρεστη ἔκπληξη γιά τούς Μαθητές. Καθὼς ἐπέστρεφαν στὴ Γαλιλαία, ὁ Κύριος τοὺς προανήγγειλε τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοῦ συμβοῦν ὅτι δηλαδὴ θὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν Του καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν φονεύσουν, ἀλλά καί ὅτι τὴν Τρίτη μέρα ἀπό τὸν θάνατό Του θὰ ἀναστηθεῖ. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου γέμισαν μὲ ὑπερβολικὴ λύπη τὶς ψυχὲς τῶν Μαθητῶν, διότι ἔνιωθαν νά διαψεύδονται οἱ ἐλπίδες τους γιὰ μιά ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Μεσσίου.

Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»! Μία ἀναφώνηση τοῦ Κυρίου πού μᾶς ἐκπλήττει. Ἀλλά δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολική. Διεστραμμένη πράγματι ὑπῆρξε ἡ γενεὰ τῶν συγχρόνων Του Ἑβραίων. Ἔβλεπαν τὰ συγκλονιστικὰ θαύματα μὲ τὰ μάτια τους, ἄκουαν τὴν θεϊκὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μέ τά ἴδιά τους τὰ αὐτιά, παρατηροῦσαν προσεκτικὰ τὴν ἁγία Του ζωή, καὶ ὄμως δέ πίστευαν. Ἔφθαναν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ἀποδίδουν τὰ θαύματά Του σὲ δαιμονικὴ συνέργεια.

Γενεὰ διεστραμμένη ὄντως, ἡ ὁποία στὸ τέλος διέπραξε καὶ τὸ φρικτότερο κακούργημα ὅλων τῶν αἰώνων: σταύρωσε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!

Γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη! Ἀναμφίβολα ἄπιστοι καί διεστραμμένοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχή. Ὡστόσο, χωρὶς νὰ μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὑπερβολή, θὰ λέγαμε πώς αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς θὰ ταίριαζε ἐν πολλοῖς καὶ γιὰ τὴ δική μας γενεἀ καὶ τὴ δική μας ἐποχή.

Τί ἐποχή, ἀλήθεια! Ἐποχὴ ἀποστασίας! Ἐποχὴ ποὺ χλεύασε τὸ Εὐαγγέλιο, δίωξε τήν Ἐκκλησία, διέσυρε τὸν ἁγνό τρόπο ζωῆς τῶν πιστῶν.

Τραγικὴ ἐποχή! Ἀλλά καί γιά κάποιον ἄλλο λόγο τραγικότερη ἀκόμη! Τραγικότερη, διότι αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαστροφῆς ἔχει δυστυχῶς προσβάλει καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα ἀκόμη καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν Ἔκκλησία καὶ ὄχι σπάνια κατέχουν σημαντικὴ θέση σ' αὐτὴ διακρίνει κανείς ἐπηρεασμό ἀπό τὸ πνεῦμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.

Ὁ Κύριος ἤλεγξε καὶ τοὺς Μαθητές Του γιά τή λίγη πίστη τους. Ὑπ' αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ ὅλοι μας πρέπει νὰ προσέξουμε. Μήπως τυχὸν καὶ μεῖς ἔχουμε πίστη ἀναιμική; Μήπως ἡ διαστροφὴ τῆς ἐποχῆς μας ἐπηρεάζει καί μᾶς; Μήπως ταιριάζει καὶ σὲ μᾶς ἡ ἐλεγκτικὴ ἀναφώνηση τοῦ Κυρίου «ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»;

Νὰ μή ἐπιτρέψει κάτι τέτοιο ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ μεῖς νὰ προσέχουμε πολύ. Νὰ ἔχουμε πίστη θερμή, «ὡς κόκκον σινάπεως». Καὶ νὰ ζοῦμε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ τρισαγίου Θεοῦ μας.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)



ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, κι ἐ­κεῖ­νοι πού φυ­τεύ­ουν κι ἐ­κεῖ­νοι πού πο­τί­ζουν εἴ­μα­στε συ­νερ­γά­τες τοῦ Θε­οῦ στὸ ἔρ­γο Του πού ἀ­πο­βλέ­πει στὴ σω­τη­ρί­α σας. Εἶ­στε ἀ­γρὸς πού ἀ­νή­κει στὸ Θε­ὸ καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­π' αὐ­τόν. Εἶ­στε οἰ­κο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ πού κτίζεται ἀ­π' αὐ­τὸν μὲ ὄρ­γα­νά του καὶ κτί­στες του ἐ­μᾶς. Σύμ­φω­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ δό­θη­κε γιὰ νὰ θε­με­λι­ώ­νω Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­νά­με­σα στὰ ἔ­θνη, σὰν ἔμ­πει­ρος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ἔ­χω βά­λει θε­μέ­λιο στε­ρε­ὸ· ἄλ­λος ὅ­μως συ­νε­χί­ζει πά­νω σ' αὐ­τὸ τὸ κτί­σι­μο. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τους κτί­στες ἂς προ­σέ­χει πῶς οἰ­κο­δο­μεῖ πά­νω στὸ θε­μέ­λιο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει πλέ­ον δου­λειὰ μὲ τὸ θε­μέ­λιο. Δι­ό­τι κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ βά­λει ἄλ­λο θε­μέ­λιο λί­θο ἐκτός ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται τώ­ρα ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἄ­σει­στος στὴ βά­ση τῆς οἰ­κο­δο­μῆς. Καὶ ὁ θε­μέ­λιος αὐ­τὸς λί­θος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἐ­γὼ λοι­πὸν θε­με­λί­ω­σα κα­λά. ­Ἐ­ὰν ὅ­μως κα­νεὶς κτί­ζει πά­νω στὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ μὲ ὑ­λι­κὰ σὰν τὸ χρυ­σά­φι ἢ τὸ ἀ­σή­μι ἢ τοὺς πο­λύ­τι­μους λί­θους, ἢ ἀν­τι­θέ­τως μὲ σα­νί­δια ἢ ἄ­χυ­ρα ἢ κα­λά­μια, τοῦ κά­θε κτί­στη τὸ ἔρ­γο θὰ γί­νει φα­νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει καὶ θὰ τὸ φα­νε­ρώ­σει. Καὶ θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει, δι­ό­τι ἡ ἡμέρα ἐ­κεί­νη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης, πού εἶ­ναι δρα­στι­κὴ σὰν τὴ φω­τιά. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ ζυ­γί­σει μέ ἀ­κρί­βεια γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τί εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς, καὶ θὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κα­τα­καί­ει κά­θε εὔ­φλε­κτο ὑ­λι­κό. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο πού ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κτί­ζον­τας πά­νω στό αἰ­ώ­νιο θε­μέ­λιο, δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, ἀν­τέ­ξει καὶ δὲν καεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ πά­ρει μι­σθὸ. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο κά­ποι­ου ἄλ­λου κα­τα­κα­εῖ καὶ δὲν αντέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ ζη­μι­ω­θεῖ, δι­ό­τι οἱ κό­ποι του δὲν θὰ ἀν­τα­μει­φθοῦν. Κι ὀ ἴδιος θά σωθεῖ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας· θὰ σω­θεῖ δη­λα­δὴ σὰν ἐ­κεῖ­νον πού περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ δι­α­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­τσι κι αὐ­τὸς θὰ σω­θεῖ, ἂν τε­λι­κὰ ἀν­τέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως. Εἶ­πα ἀρ­κε­τὰ γιὰ τοὺς κτί­στες. Ἂς ἔλ­θω τώ­ρα καὶ σ' ἐ­κεί­νους πού ἀν­τὶ νὰ κτί­ζουν, κα­τα­στρέ­φουν τὴν οἰ­κο­δο­μή. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἀ­πὸ τὴν πεί­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς σας ὅ­τι εἶ­στε να­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­τι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας; Ἐ­ὰν λοι­πὸν κα­νεὶς μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη δι­δα­σκα­λία του καὶ τοὺς φα­τρια­σμοὺς του κα­τα­στρέ­φει τὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κα­τα­στρέ­ψει αὐ­τὸν ὁ Θε­ός. Καὶ θὰ τ­ὸν κα­τα­στρέ­ψει, δι­ό­τι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἅ­γιος. Εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι δι­κό του κτῆ­μα. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸς καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος. Καὶ τέ­τοι­ος να­ός, να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος, εἶ­στε ἐ­σεῖς..

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ τὴν δο­θεῖ­σάν μοι ὡς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δὲ ­ποι­κο­δο­μεῖ· ­κα­στος δὲ βλε­πέ­τω πῶς ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γὰρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τὸν κε­­με­νον, ὅς ­στιν ­η­σοῦς Χρι­στός. εἰ δέ τις ­ποι­κο­δο­μεῖ ­πὶ τὸν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ­κά­στου τὸ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γὰρ ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ­τι ἐν πυ­ρὶ ­πο­κα­λύ­πτε­ται· καὶ ­κά­στου τὸ ἔρ­γον ­ποῖ­όν ­στι τὸ πῦρ δο­κι­μά­σει. εἴ τι­νος τὸ ἔρ­γον με­νεῖ ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· εἴ τι­νος τὸ ἔρ­γον κα­τα­κα­­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δὲ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δὲ ὡς δι­ πυ­ρός. Οὐκ οἴ­δα­τε ­τι να­ὸς Θε­οῦ ­στε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ οἰ­κεῖ ἐν ­μῖν; εἴ τις τὸν να­ὸν τοῦ Θε­οῦ φθε­­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γὰρ να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ­γι­ός ­στιν, οἵ­τι­νές ­στε ­μεῖς.           

      (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, κι ἐ­κεῖ­νοι πού φυ­τεύ­ουν κι ἐ­κεῖ­νοι πού πο­τί­ζουν εἴ­μα­στε συ­νερ­γά­τες τοῦ Θε­οῦ στὸ ἔρ­γο Του πού ἀ­πο­βλέ­πει στὴ σω­τη­ρί­α σας. Εἶ­στε ἀ­γρὸς πού ἀ­νή­κει στὸ Θε­ὸ καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­π' αὐ­τόν. Εἶ­στε οἰ­κο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ πού κτίζεται ἀ­π' αὐ­τὸν μὲ ὄρ­γα­νά του καὶ κτί­στες του ἐ­μᾶς. Σύμ­φω­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ δό­θη­κε γιὰ νὰ θε­με­λι­ώ­νω Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­νά­με­σα στὰ ἔ­θνη, σὰν ἔμ­πει­ρος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ἔ­χω βά­λει θε­μέ­λιο στε­ρε­ὸ· ἄλ­λος ὅ­μως συ­νε­χί­ζει πά­νω σ' αὐ­τὸ τὸ κτί­σι­μο. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τους κτί­στες ἂς προ­σέ­χει πῶς οἰ­κο­δο­μεῖ πά­νω στὸ θε­μέ­λιο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει πλέ­ον δου­λειὰ μὲ τὸ θε­μέ­λιο. Δι­ό­τι κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ βά­λει ἄλ­λο θε­μέ­λιο λί­θο ἐκτός ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται τώ­ρα ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἄ­σει­στος στὴ βά­ση τῆς οἰ­κο­δο­μῆς. Καὶ ὁ θε­μέ­λιος αὐ­τὸς λί­θος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἐ­γὼ λοι­πὸν θε­με­λί­ω­σα κα­λά. ­Ἐ­ὰν ὅ­μως κα­νεὶς κτί­ζει πά­νω στὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ μὲ ὑ­λι­κὰ σὰν τὸ χρυ­σά­φι ἢ τὸ ἀ­σή­μι ἢ τοὺς πο­λύ­τι­μους λί­θους, ἢ ἀν­τι­θέ­τως μὲ σα­νί­δια ἢ ἄ­χυ­ρα ἢ κα­λά­μια, τοῦ κά­θε κτί­στη τὸ ἔρ­γο θὰ γί­νει φα­νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει καὶ θὰ τὸ φα­νε­ρώ­σει. Καὶ θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει, δι­ό­τι ἡ ἡμέρα ἐ­κεί­νη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης, πού εἶ­ναι δρα­στι­κὴ σὰν τὴ φω­τιά. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ ζυ­γί­σει μέ ἀ­κρί­βεια γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τί εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς, καὶ θὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κα­τα­καί­ει κά­θε εὔ­φλε­κτο ὑ­λι­κό. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο πού ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κτί­ζον­τας πά­νω στό αἰ­ώ­νιο θε­μέ­λιο, δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, ἀν­τέ­ξει καὶ δὲν καεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ πά­ρει μι­σθὸ. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο κά­ποι­ου ἄλ­λου κα­τα­κα­εῖ καὶ δὲν αντέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ ζη­μι­ω­θεῖ, δι­ό­τι οἱ κό­ποι του δὲν θὰ ἀν­τα­μει­φθοῦν. Κι ὀ ἴδιος θά σωθεῖ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας· θὰ σω­θεῖ δη­λα­δὴ σὰν ἐ­κεῖ­νον πού περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ δι­α­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­τσι κι αὐ­τὸς θὰ σω­θεῖ, ἂν τε­λι­κὰ ἀν­τέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως. Εἶ­πα ἀρ­κε­τὰ γιὰ τοὺς κτί­στες. Ἂς ἔλ­θω τώ­ρα καὶ σ' ἐ­κεί­νους πού ἀν­τὶ νὰ κτί­ζουν, κα­τα­στρέ­φουν τὴν οἰ­κο­δο­μή. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἀ­πὸ τὴν πεί­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς σας ὅ­τι εἶ­στε να­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­τι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας; Ἐ­ὰν λοι­πὸν κα­νεὶς μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη δι­δα­σκα­λία του καὶ τοὺς φα­τρια­σμοὺς του κα­τα­στρέ­φει τὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κα­τα­στρέ­ψει αὐ­τὸν ὁ Θε­ός. Καὶ θὰ τ­ὸν κα­τα­στρέ­ψει, δι­ό­τι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἅ­γιος. Εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι δι­κό του κτῆ­μα. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸς καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος. Καὶ τέ­τοι­ος να­ός, να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος, εἶ­στε ἐ­σεῖς.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐ­τὸν εἰς τὸ πέ­ραν, ἕ­ως οὗ ἀ­πο­λύ­σῃ τοὺς ὄ­χλους. καὶ ἀ­πο­λύ­σας τοὺς ὄ­χλους ἀ­νέ­βη εἰς τὸ ὄ­ρος κα­τ' ἰ­δί­αν προ­σε­ύ­ξα­σθαι. ὀ­ψί­ας δὲ γε­νο­μέ­νης μό­νος ἦν ἐ­κεῖ. τὸ δὲ πλοῖ­ον ἤ­δη μέ­σον τῆς θα­λάσ­σης ἦν, βα­σα­νι­ζό­με­νον ὑ­πὸ τῶν κυ­μά­των· ἦν γὰρ ἐ­ναν­τί­ος ὁ ἄ­νε­μος. τε­τάρ­τῃ δὲ φυ­λα­κῇ τῆς νυ­κτὸς ἀ­πῆλ­θε πρὸς αὐ­τοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τῶν ἐ­πὶ τῆς θα­λάσ­σης. καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ ἐ­πὶ τὴν θά­λασ­σαν πε­ρι­πα­τοῦν­τα ἐ­τα­ρά­χθη­σαν λέ­γον­τες ὅ­τι φάν­τα­σμά ἐ­στι, καὶ ἀ­πὸ τοῦ φό­βου ἔ­κρα­ξαν. εὐ­θέ­ως δὲ ἐ­λά­λη­σεν αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Θαρ­σεῖ­τε, ἐ­γώ εἰ­μι· μὴ φο­βεῖ­σθε. ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ αὐ­τῷ ὁ Πέτρος εἶ­πε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέ­λευ­σόν  με  πρὸς  σὲ  ἐλ­θεῖν  ἐ­πὶ  τὰ  ὕ­δα­τα·    δὲ εἶ­πεν, Ἐλθέ. καὶ κα­τα­βὰς ἀ­πὸ τοῦ πλο­ί­ου ὁ Πέτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τὰ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρὸς τὸν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δὲ τὸν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, καὶ ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κύριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τὴν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! εἰς τί ἐ­δί­στα­σας; καὶ ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν εἰς τὸ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς εἶ. Καὶ δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον εἰς τὴν γῆν Γεν­νη­σα­ρέτ.

      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς εἶναι συνέχεια ἐκείνου τῆς περασμένης Κυριακῆς. Μᾶς μεταφέρει ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νά μποῦν καί νὰ περάσουν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ἕως ὅτου Ἐκεῖνος διαλύσει τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.

ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ἀναχωροῦν καί ὁ Κύριος πείθει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὰ σπίτια τους. Ἀμέσως δὲ μετὰ ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Φθάνει πλέον τὸ βράδυ καὶ Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ μένει ἐκεῖ μόνος καὶ νὰ προσεύχεται. Ἡ ἡσυχία καί ἡ μοναξιά καί τό ἴδιο τὸ βουνὸ τοῦ προσφέρουν ἰδανικὲς συνθῆκες προσευχῆς.

Ὁ Κύριος προσεύχεται. Προσεύχεται, διότι δὲν ἦταν μόνον Θεός, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος. Καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶχε ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Προσεύχεται ὅμως καί γιά νά διδάξει ἐμᾶς νὰ κάνουμε τό ἴδιο. Νά ἀναζητοῦμε ἥσυχους τόπους, ἀπομονωμένους καί ἐκεῖ νά ἀφοσιωνόμαστε στήν προσευχή.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΩPA τό πλοῖο μὲ τοὺς μαθητές βρίσκεται στὸ μέσο τῆς μεγάλης λίμνης καί  ἀντιμετωπίζει τρικυμία μεγάλη. Ὁ ἄνεμος θυελλώδης τὸ συνταράσσει, ἀπειλεῖ νὰ τὸ βυθίσει. Οἱ μαθητές βρίσκονται σέ ἀγωνία θανάτου καί ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται κοντά τους. Ποῦ βρίσκεται;

Ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ δοκιμασθοῦν ἀρκετά. Καί ὅταν πιά ἡ νύχτα ἔφθανε πρὸς τὸ τέλος της, περίπου στὸ διάστημα 3-6 τὸ πρωί, ὁπότε ἡ τετάρτη νυκτερινὴ στρατιωτικὴ βάρδια ἀνελάμβανε ὑπηρεσία, πῆγε κοντὰ τους βαδίζοντας ἐπάνω στὰ κύματα. Μέσα στὸ σκοτάδι οἱ μαθητές τὸν ἐκλαμβάνουν γιὰ φάντασμα καί φοβισμένοι ἀφήνουν κραυγὴ ἀγωνίας καί τρόμου. Ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ταλαιπωρίας τους: ἀπό τή μιά κινδυνεύουν νὰ πνιγοῦν, ἀπό τὴν ἄλλη ἀντικρύζουν φαντάσματα. Ἡ ἀντοχὴ τους ἐδῶ φαίνεται πιά νά ἐξαντλεῖται.

ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ἔχει πλέον τελειώσει. Ὁ Κύριος τοὺς δίνει θάρρος, τοὺς βεβαιώνει ὅτι Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι καί ὄχι κάποιο φάντασμα.

Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς τους ἀμέσως ἀλλάζει. Ὁ ἄνεμος ἐξακολουθεῖ νὰ μαίνεται, ἀλλὰ μέσα τους ἐπικρατεῖ γαλήνη. Εἶναι τόση ἡ χαρά τους, ὥστε ὁ Πέτρος ζητεῖ νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ δύναμη νά πάει κοντὰ Του βαδίζοντας ἐπάνω στὰ κύματα. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος τοῦ λέγει «ἐλθέ», ἔλα, ὁ Πέτρος κατεβαίνει καὶ ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Χριστό. Τόλμη, θάρρος, πίστις... φαινόμενο μοναδικό. Ὅμως...

ΟΜΩΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΝΕΙ τώρα τὸ καίριο λάθος. Μιά στιγμή, μιά καὶ μόνο στιγμὴ παίρνει τὸ βλέμμα του ἀπό τὴ μορφή τοῦ Κυρίου καὶ τὸ στρέφει στὰ κύματα. Τότε συνειδητοποιεῖ ποῦ βρίσκεται. Τότε προσέχει καὶ πάλι τὴ μανία, τὸ ἄγριο φύσημα τοῦ ἀνέμου, τὰ πελώρια κύματα. Καί τότε... ἀρχίζει νὰ φοβᾶται. Μόλις δὲ ὁ φόβος μπαίνει μέσα του, ἀρχίζει νά βυθίζεται. Καὶ τότε ἀπελπισμένος κράζει: «Κύριε, σῶσόν με»! Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται μακριά του. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του, τὸν πιάνει καὶ τοῦ λέγει ἐπιτιμητικά: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»· ὀλιγόπιστε, γιατί δειλίασες;

Ἔπειτα, καθὼς ἀνεβαίνουν στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος ἡσυχάζει. Τὸ θάμβος τῶν μαθητῶν εἶναι ἀπροσμέτρητο. Μὲ σεβασμὸ πλησιάζουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Κύριον, ὁμολογώντας ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καί σὲ λίγο ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Γεννησαρέτ.

Ο ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΩΝ

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς. Μπορεῖ. Ἀρκεῖ νά τό θελήσει. Ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ πιστέψει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά του. Καὶ ἀρκεῖ νά ἔχει τό βλέμμα τῆς ψυχῆς του στραμμένο μόνιμα σ’ Αὐτόν.

Ἀλλὰ νὰ τὸ ἔχει μόνιμα! Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό. Νὰ μή στρέφει οὔτε γιά μιά στιγμή τήν προσοχή του στὴ θύελλα καὶ τὴν τρικυμία τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ θύελλα νὰ μαίνεται γύρω του, νά μή μπαίνει ὅμως μέσα στὴν ψυχή του.

Ἂν ταλαιπωρούμεθα στὴ ζωή μας, ἄν φθάνουμε συχνὰ στὴν ἀπογοήτευση καὶ ἀν βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία, εἶναι διότι ἀπομακρύνουμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς μας ἀπό τὸν Χριστό.

Στὸν κόσμο αὐτὸ πλέουμε μέσα σὲ πέλαγος πειρασμῶν, θλίψεων, ποικίλων δοκιμασιῶν. Συχνὰ αὐτὲς οἱ δοκιμασίες παίρνουν τὴ μορφὴ τρικυμίας, μαίνονται ὡς ἀνεξέλεγκτη θύελλα, ἀπειλοῦν μέ πνιγμό. Μερικὲς μάλιστα φορὲς φθάνουν σὲ ἔνταση τόσο μεγάλη, ὥστε ἡ ψυχὴ μας γεμίζει μέ ἀγωνία καί τρόμο. Εἶναι ἀσθένειες, εἶναι ἀποτυχίες, εἶναι προδοσίες, εἶναι ἀνταρσίες τῶν παιδιῶν, εἶναι ἀδικίες καί περιφρονήσεις, εἶναι συκοφαντικοὶ κατατρεγμοί — τὰ δαιμόνια μαίνονται, σφυρίζουν ὀργισμένα. Εἴμαστε τότε σάν τούς μαθητές στὸ ταλαιπωρούμενο ἀπό τή θύελλα πλοῖο καί μάλιστα τήν ὥρα «τῆς τετάρτης φυλακῆς τῆς νυκτός», τότε πού νομίζουμε ὅτι μᾶς κυκλώνουν τὰ φαντάσματα.

Τότε ὅμως καί ὁ ἀγώνας μας βρίσκεται πιὰ στὸ τέλος του. Σύντομα θὰ διαπιστώσουμε πὠς ὄχι κάποια φαντάσματα, ἀλλά πώς ὁ Χριστὸς βρίσκεται κοντά μας. Καὶ ἄν στηρίξουμε τὸ βλέμμα μας ἀταλάντευτο ἐπάνω Του, θὰ διαπιστώσουμε πώς μποροῦμε νά περπατήσουμε ἐπάνω στὰ κύματα.

Λοιπόν, μὴ μᾶς φοβίζουν τὰ κύματα, οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς.

Τὸ βλέμμα μας μόνο νὰ προσέξουμε. Τὸ βλέμμα μας νὰ εἶναι στραμμένο στὸν Κύριο. Σ’ Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἕνα καὶ μόνο νεῦμά Του, ὅταν τό θελήσει, θὰ σταματήσει ὅλες τὶς θύελλες πού ἔχουν ξεσπάσει στὴ ζωή μας.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)