Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

 

Ι

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ    

 


ΤΕΤΑΡΤΗ

17/12/2025

Ὥ­ρα 4.00 Μ.Μ ΑΓΙΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ

ΚΥΡΙΑΚΗ

21/12/2025

ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

Μνή­μην ­πι­τε­λοῦ­μεν πάν­των τῶν ­παἰ­­νος Θε­ εὐ­α­ρε­στη­σάν­των, ­πό ­δάμ ­χρι καί ­ω­σήφ τοῦ μνή­στο­ρος τῆς ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου· Ἰουλιανῆς μάρτυρος τῆς ἐν Νικομηδείᾳ· Θεμιστοκλέους μάρτυρος. Ἐκ μεταθέσεως Ἀ­να­στα­σί­ας Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας.

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ.   Ὄρ­θρος – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ

24/12/2025

Παραμονή τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως. Εὐ­γε­νί­ας ὁ­σι­ο­παρ­θε­νο­μάρ­τυρος

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ΜΕΓ.  ΩΡΩΝ τῶν  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, καὶ στη συ­νέ­χεια ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ μέ τή

Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΕΜΠΤΗ

25/12/2025

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ. Ὄρ­θρος ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ – ΘΕΙΑ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΣΑΒΒΑΤΟ 27/12/2025

Ὥ­ρα 4.00 Μ.Μ   Ἑ­σπε­ρι­νός

ΚΥΡΙΑΚΗ

28/12/2025

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. Τ­ῶν δικαίων θεοπατόρων Ἰωσήφ  τ­οῦ Μνή­στο­ρος, Δαυ­ίδ τ­οῦ βα­σι­λέ­ως καί Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου· τῶν δισμυρίων μαρτύρων τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων.

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ.   Ὄρ­θρος – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ

31/12/25

Ὥ­ρα 4.00 Μ.Μ   Ἑ­σπε­ρι­νός ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

 

ΠΕΜΠΤΗ

1/1/2026

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ καί μνή­μη τοῦ Με­γ. Βα­σι­λεί­ου

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ.   Ὄρ­θρος – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ               

ΣΑΒΒΑΤΟ

3/1/2026

Ὥ­ρα 4.00 Μ.Μ   Ἑ­σπε­ρι­νός

ΚΥΡΙΑΚΗ

4/1/2026

ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ. 70 Ἀποστόλων, Ὀνουφρίου, Εὐθυμἰου, Θεοκτίστου. Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ.

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ.   Ὄρ­θρος – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΑ

5/1/2026

ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ τῶν  ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ καὶ στη συ­νέ­χεια Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ, ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ  ΤΟΥ ΜΕΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ καί με­τά ὁ ΑΓΙΑΣΜΟΣ

 (Νη­στεί­α, αὐ­στη­ρή)                                

ΤΡΙΤΗ

6/1/2026

 

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ. Ὄρ­θρος Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

καί ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

        4.00 Μ.Μ     Ἑ­σπε­ρι­νός

ΤΕΤΑΡΤΗ

7/1/2026

Ἡ Σύ­να­ξις τοῦ Τι­μί­ου Ἐν­δό­ξου Προ­φή­του καί Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου

Ὥ­ρα 6.30 Π.Μ.   Ὄρ­θρος – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ  (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

 (14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2025)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄ αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Ἀδελφοί, ὃταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ζω­ὴ ὑ­μῶν, τό­τε κα ὑ­μεῖς σν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε ον τ μέ­λη ὑ­μῶν τ ἐ­πὶ τς γς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, κα τν πλε­ο­νε­ξί­αν ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι' ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ το Θε­οῦ ἐ­πὶ τος υἱ­οὺς τς ἀ­πει­θε­ί­ας, ν ος κα ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε, ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς· νυ­νὶ δ ἀ­πό­θε­σθε κα ὑ­μεῖς τ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν κ το στό­μα­τος ὑ­μῶν· μ ψε­ύ­δε­σθε ες ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σν τας πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ κα ἐν­δυ­σά­με­νοι τν νέ­ον τν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον ες ἐ­πί­γνω­σιν κα­τ' εἰ­κό­να το κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οκ ἔ­νι Ἕλ­λην κα Ἰ­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ κα ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τ πάν­τα κα ν πᾶ­σι Χρι­στός.    

(Κολ. γ’[3]  4 – 11)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθεῖ, ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ζωῆς μας, τότε κι ἐσεῖς μαζὶ μ' αὐτὸν θὰ φανερωθεῖτε δοξασμένοι. Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τὶς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος. Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς πού συστηματικά καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν. Στὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ κι ἐσεῖς κάποτε πορευθήκατε καὶ τὰ ὑπηρετήσατε, ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους. Τώρα ὅμως βγάλτε καὶ πετάξτε ἀπό πάνω σας κι ἐσεῖς, σάν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν κακία καὶ πονηριά, τὴν κακολογία, τὴν αἰσχρολογία ἀπό τὸ στόμα σας. Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀφοῦ πλέον γδυθήκατε τὸν παλαιὸ διεφθαρμένο ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τίς πράξεις του καὶ ντυθήκατε τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ συνεχῶς ἀνανεώνεται καὶ γίνεται καινούργιος, ὥστε νὰ προοδεύει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται διαρκῶς καινούργιος μὲ τὸ νὰ παίρνει τὴν ἴδια μορφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν δημιούργησε. Σ' αὐτὸν τὸ νέο ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει διάκριση Ἕλληνα καί Ἰουδαίου, περιτμημένου Ἰσραηλίτη καὶ ἀπερίτμητου ἐθνικοῦ, βάρβαρου καὶ Σκύθη, δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἀλλά καὶ ἐθνικότητα καὶ καταγωγὴ καὶ ἀξίωμα καὶ τὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς πιστοὺς πάλι εἶναι ὁ Χριστὸς.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, κα ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· κα ἀ­πέ­στει­λε τν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τ ὥ­ρᾳ το δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τος κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα. κα ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, κα ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν κα ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, κα πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, κα δι­ὰ τοῦ­το ο δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν. κα πα­ρα­γε­νό­με­νος δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· ἔ­ξελ­θε τα­χέ­ως ες τς πλα­τε­ί­ας κα ῥύ­μας τς πό­λε­ως, κα τος πτω­χοὺς κα ἀ­να­πή­ρους κα χω­λοὺς κα τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε. κα εἶ­πεν δοῦ­λος· κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ς ἐ­πέ­τα­ξας, κα ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. κα εἶ­πεν κύ­ρι­ος πρς τν δοῦ­λον· Ἔ­ξελ­θε ες τς ὁ­δοὺς κα φραγ­μοὺς κα ἀ­νάγ­κα­σον εἰ­σελ­θεῖν, ἵ­να γε­μι­σθῇ οἶ­κός μου. λέ­γω γρ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δεὶς τν ἀν­δρῶν ἐ­κε­ί­νων τν κε­κλη­μέ­νων γε­ύ­σε­ταί μου το δε­ί­πνου. Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ εκλεκτοί.                           

                     (Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24, Μτ. κβ΄[22] 14)  

 

«ΔΕΙΠΝΟΝ ΜΕΓΑ»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΤΑΝ προσκεκλημένος σὲ τραπέζι στὸ σπίτι ἑνὸς Φαρισαίου ἄρχοντος. Ἦταν δὲ Σάββατο. Σὲ κάποια στιγμὴ ὁ Κύριος στὸ τραπέζι αὐτὸ μίλησε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε ἕνας ἀπό τούς συνδαιτυμόνες γεμάτος συγκίνηση ἀναφώνησε λέγοντας ὅτι εἶναι εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἀξιωθεῖ νὰ μετάσχει στὸ γεῦμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ διηγηθεῖ ὁ Κύριος τὴ γνωστή παραβολὴ τοῦ «Μεγάλου Δείπνου».

ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, εἶπε ὁ Κύριος, ἑτοίμασε «δεῖπνον μέγα», ἕνα συμπόσιο, ἕνα βραδινὸ τραπέζι μεγάλο, καὶ προσκάλεσε σ’ αὐτὸ πολλούς.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε τὴν ἀφορμή εἶχε κάνει λόγο γιὰ γεῦμα (μεσημεριανὸ τραπέζι) στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος μιλᾶ γιὰ δεῖπνο, γιὰ βραδινὸ τραπέζι, καί μάλιστα μέγα. Ἤθελε νὰ δείξει μὲ αὐτὸ τὴ μεγάλη καὶ ἀτελείωτη χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι τὸ ἐπίσημο βραδινὸ τραπέζι διαρκεῖ πάντοτε περισσότερο — συχνά μέχρι τὸ πρωὶ — καί προσφέρει περισσότερες ἀπολαύσεις ἀπό τό γεῦμα, πού συχνά εἶναι σύντομο.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ, συνεχίζει ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τὸν δοῦλο του γιά νά παρακινήσει τοὺς προσκεκλημένους νὰ ξεκινήσουν: «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα», τοὺς παράγγειλε. Ἐλᾶτε, εἶναι ὅλα πλέον ἕτοιμα.

ΠΟΙΑ ΥΠΗΡΞΕ ἡ ἀνταπόκριση τῶν προσκεκλημένων; Ἀπογοητευτική. «Ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Σάν νά ἦσαν συνεννοημένοι, ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται. Ὁ ἕνας εἶπε «ἀγρόν ἠγόρασα», ἀγόρασα ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ  ὁ ἄλλος «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε», ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ τὰ δοκιμάσω  καὶ ὁ τρίτος «γυναῖκα ἔγημα», ἦλθα σὲ γάμο, ἔκαμα οἰκογένεια δική μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ μετάσχω στὸ δεῖπνο.

Οἱ δύο πρῶτοι ζητοῦν κατὰ κάποιο τρόπο «συγγνώμην», «ἔχε με παρητημένον», θεώρησέ με δικαιολογημένο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπό τήν ὑποχρέωση νὰ ἔλθω, λέγουν στὸν δοῦλο. Ὁ τρίτος ὅμως λέγει ἀπότομα καὶ κοφτά: δὲν ἔρχομαι.

ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΤΕ ὁ ἄνθρωπος ἔστειλε τὸν δοῦλό του νά μαζέψει ἀπό τίς πλατεῖες καὶ τὰ στενὰ τῆς πόλεως ὅλους τοὺς πτωχούς, τοὺς σακάτηδες, τοὺς χωλοὺς (κουτσοὺς) καὶ τοὺς τυφλοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στό σπίτι του. Καὶ ὅταν ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸ ἔγινε, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανὸς στὸ σπίτι, τὸν ἔστειλε νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς περιπλανημένους στοὺς δρόμους ἔξω ἀπό τήν πόλη καί στοὺς φράκτες τῶν χωραφιῶν καὶ νὰ τοὺς παρακινήσει ἔντονα, νὰ τοὺς ἀναγκάσει — «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» — νὰ ἔλθουν γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ σπίτι του. Βεβαίωσε δὲ ὅτι κανένας ἀπό ἐκείνους τοὺς ἐπισήμως προσκαλεσμένους δὲν πρόκειται νὰ μετάσχει στὸ ἑορταστικό του τραπέζι.

 

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Ἡ Παραβολὴ ἔχει ἔντονο συμβολικὸ νόημα. Μὲ «Μέγα Δεῖπνον», ὅπως εἴπαμε, παρομοιάζεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος — ἄρχοντας καθὼς φαίνεται — ποὺ τὴν παραθέτει εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Θεός. Προσκεκλημένοι πρωτίστως οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ἦσαν ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ δοῦλος;

Κάτω ἀπό τὴ μορφὴ τοῦ δούλου θεωροῦνται ὅλοι οἱ κατὰ καιροὺς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαόν Του, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος γινόμενος ἄνθρωπος «ἔλαβε δούλου μορφήν», φανερώθηκε στὸν κόσμο ὅμοιος μέ μᾶς, μὲ μορφὴ δούλου.

Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ προσκεκλημένοι, ἀρνοῦνται τὴν τόσο τιμητικὴ πρόσκληση;

Τὴν ἐξήγηση τὴν δίνουν οἱ ἴδιοι: «ἀγρόν ἠγόρασα», «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε», «γυναῖκα ἔγημα». Προσκολλημένοι στὴ γῆ, στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ στὶς ἀπολαύσεις ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Οἱ πτωχοὶ καὶ οἱ ἀνάπηροι συμβολίζουν τοὺς περιφρονημένους ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων ἄσημους ἀνθρώπους. Οἱ δὲ περιπλανώμενοι στοὺς ἔξω τῆς πόλεως δρόμους καὶ στοὺς φράκτες τῶν χωραφιῶν εἶναι σύμβολο τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν. Γιατί ὅμως γι᾿ αὐτοὺς λέγει «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν», ἐξανάγκασέ τους νὰ ἔλθουν στὸ σπίτι; Μὲ τὴ βία θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε; Ὄχι ἀσφαλῶς μὲ τὴ βία, ἀλλά μέ πειθώ, μέ ἔντονη παρακίνηση, ἐπειδὴ αὐτοί ἀπό ντροπή θὰ δίσταζαν νὰ προχωρήσουν.

Πάντως οἱ δοῦλοι δὲν λείπουν ποτέ. Ὁ Θεὸς φροντίζει σὲ κάθε ἐποχὴ νὰ παρουσιάζει στή ζωή ὅλων μας κάποιο ἀπεσταλμένο Του, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ ζωή του καί μέ τά λόγια του μᾶς φωνάζει: «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα»· ἐλᾶτε, εἶναι ὅλα πιὰ ἕτοιμα, τὸ μεγάλο τραπέζι σᾶς περιμένει.

Χριστούγεννα πλησιάζουν! Ἡ μεγάλη Ἑορτὴ μᾶς καλεῖ καὶ αὐτή στὸ Μέγα Δεῖπνο. Πρῶτα στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο τῆς θείας Κοινωνίας, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν βασιλέα καὶ Σωτῆρα Χριστό. Καί ἔπειτα, ἀφοῦ ζήσουμε ζωὴ μετανοίας καί καλῶν ἔργων, στό αἰώνιο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μὴν ἀμελήσουμε, μὴ χάσουμε τὴ μεγάλη εὐκαιρία. Ἡ μητέρα Ἐκκλησία μᾶς περιμένει. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἂς σπεύσουμε στὸ κάλεσμά της. Καλὰ Χριστούγεννα.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)