Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ                         

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2025)

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)



 

ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον΄ καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. \2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸ Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν.  3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο.  4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο.  5 Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα.  6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ.  7 Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή.  8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.  

                                   (Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι θὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό του ὁ Θε­ὸς νὰ ὁρ­κι­στεῖ σ' αὐ­τόν, ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ εἶ­πε: Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἀ­λη­θι­νὰ ὅ­τι θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω πο­λὺ πλού­σια καὶ θὰ πλη­θύ­νω πά­ρα πο­λύ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Ἔ­τσι πῆ­ρε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τὴν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ πολ­λὰ χρό­νια, πέ­τυ­χε τήν ἐκπλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν ἐ­πί­γεια ζωή του. Ἀπέκτησε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴ Σάρ­ρα παι­δί, ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­τριά­ρχη κι ἔγιναν ἕνα με­γά­λο ἔ­θνος. Ὁ Θε­ὸς ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ ἄνθρωποι βέ­βαι­α ὁρ­κί­ζον­ται στὸ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀ­π' ὅ­λους. Καὶ δί­νουν ὅρ­κο οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καὶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια τῶν λόγων τους. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μὲ τὸν ὅρ­κο ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε ἀμφιβολία καὶ ἐ­πει­δή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα σ' ἐ­κεί­νους πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη καί ἀ­με­τά­θε­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τὸ ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γι' αὐ­τὸ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ ἄ­κρα συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα νὰ με­σο­λα­βή­σει ὅρ­κος στὰ λόγια του. Καὶ δέ­χθη­κε τὴ με­σο­λά­βη­ση τοῦ ὅρ­κου, ὥ­στε μὲ δύ­ο πράγ­μα­τα στε­ρε­ὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα, δη­λα­δὴ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ μὲ τὸν ὅρ­κο του, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δύ­να­το νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ὁ Θε­ός, νὰ ἔ­χου­με ἐμεῖς πού κα­τα­φύ­γα­με σ' αὐ­τὸν με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ προ­τρο­πὴ καὶ στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου vά κρα­τή­σου­με τὴν ἐλ­πί­δα πού βρί­σκε­ται μπροστά μας. Αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα τὴν ἔ­χου­με σὰν ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς. Αὐτή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους καὶ εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ὁποῖο εἰ­κο­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς τό­πος τῆς σκη­νῆς καὶ τοῦ να­οῦ πού ἐ­κτει­νό­ταν πιὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κα­τα­πέ­τασμα καί λεγόταν Ἅ­για Ἁ­γί­ων. Ἐκεῖ, στὸν οὐ­ρα­νό, ὡς πρό­δρο­μος μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς πρὶν ἀ­πό μᾶς καὶ γιὰ χά­ρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Καὶ ἔ­τσι ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ὄ­χι προ­σω­ρι­νὸς ἀλλά αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξη Μελ­χι­σε­δέκ».

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.

                                 (Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ…

Μόλις ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ, ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω στὸν κόσμο, ἕνας πατέρας ἔτρεξε κοντά του νά Τοῦ πεῖ τὸν μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου, ποὺ τὸν κυρίευσε δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ τοῦ πῆρε τὴ φωνή. Ὑποφέρει πολύ! Ὅταν τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει στὴ γῆ, τὸν κάνει ν’ ἀφρίζει, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ τὸν ἀφήνει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔριξε στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ γιά νὰ τὸν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νά τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν.

Τότε ὁ Κύριος γεμάτος παράπονο ἀναφώνησε:

— Ὢ γενεὰ ποὺ παραμένεις ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἐνῶ εἶδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ.

Μόλις ὅμως ἔφεραν τὸν νέο μπροστὰ στὸν Κύριο, τὸ θέαμα ἦταν φοβερό. Τὸ πονηρὸ πνεύμα ἄρχισε νὰ συνταράζει μὲ σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοὺ ἔπεσε στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.

Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυγὲς μποροῦσε νὰ βγάζει πολλές, ποὺ συγκλόνιζαν τὶς καρδιὲς ὅσων τὸν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει, νὰ ἐκφράσει τὴν ἱκεσία του στὸν Κύριο, νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία του. Κι ἀντὶ γι’ αὐτὸν παρακαλεῖ ὁ πατέρας.

Ἐδῶ ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Ὅμως ὁ διάβολος καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους τρόπους ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως στὴ δαιμονοκρατούμενη ἐποχή μας. Πόσοι νέοι ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑποφέρουν κυριευμένοι ἀπὸ τὰ δαιμονικὰ τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται καὶ οἱ συγγενεῖς τους. Κι ὅταν αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὑποφέρουν ἀκόμη περισσότερο κατανοώντας τὴν κατάσταση τῶν ἀγαπημένων τους.

Ὁ πατέρας ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου δίνει σ’ ὅλους αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἕνα μεγάλο δίδαγμα.Ὅταν αὐτοὶ δὲν μποροῦν ἢ δὲν θέλουν νὰ προσευχηθοῦν γιά τὸν ἑαυτό τους, νὰ προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Κάθε φορὰ ποὺ βλέπουμε στοὺς ἱεροὺς ναούς μας ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴ θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι ποὺ ξενύχτησαν στὰ σκοτεινὰ κέντρα τοῦ κόσμου καὶ πολλοὶ ἔχασαν τὴ νεανικὴ τοὺς δροσιὰ καὶ καθαρότητα, ἂς προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Ἂς πονέσουμε ἐμεῖς για τὸ δικό τους μαρτύριο. Ἂς κλάψουμε ἐμεῖς γιά τὸ δικό τους δράμα. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ δικά μας δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θὰ μαλακώσουν κάποτε τὶς ψυχὲς πολλῶν νέων, θὰ φέρουν τὴ μετανοια καὶ τὴν ἐπιστροφή τους.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ

Ὁ πατέρας συνεχίζει τὴν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. Ὅμως ὁ Ἰησοὺς τοῦ ἀποκρίνεται: Ἐσὺ ἐάν μπορεῖς νὰ πιστεύσεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε μὲ στὴν ὀλιγοπιστία μου.

Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ θεϊκὴ ἐξουσία λέει: Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω, βγὲς ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ μέσα του. Καὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ ἔκραξε καὶ συντάραξε τὸν νέο, ἔφυγε ἀφήνοντάς τον κάτω στὴ γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε. Οἱ μαθητὲς ἔκπληκτοι Τὸν ρωτοῦν κατόπιν ἰδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ πονηρὸ πνεῦμα; Κι Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν φεύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Γιατί ὅμως τὸ σκληρὸ αὐτὸ εἶδος διαμονίου δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία; Ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιατί ἡ προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἔχουν τόσο μεγάλη δύναμη;

Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπὸ νηστεία τροφῶν καὶ παθῶν, ἡ προσευχὴ του ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν δυσκολεύεται νὰ προσευχηθεῖ, δὲν κουράζεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν ἢ ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τύψεων, ἀλλὰ εἶναι ἀνάλαφρος. Ἡ νηστεία ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας δίνει φτερὰ στὴν προσευχή, διότι ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν γυμνάζει σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἀπονεκρώνει τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονὲς καὶ προετοιμάζει τὸ σῶμα κατάλληλα γιά νὰ μὴν καταστεῖ ἐμπόδιο, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μια τέτοια προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ νηστεία τροφῶν καὶ παθῶν, ἐπειδὴ ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ταπεινώσεως, αὐξάνει καὶ τὴν πίστη. Καὶ γίνεται ἔτσι μια ζωντανὴ ἐμπειρία, αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κάνει νᾶ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά μας. Καὶ φέρνει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θαῦμα.

Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ δύο πνευματικὰ ὅπλα, τὴν προσευχὴ συνδυασμένη μὲ τὴ νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ αὐστηρότερη νηστεία, ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἂς  συνεχίσουμε λοιπὸν τὸν ἀγώνα μας στὸν πνευματικὸ στίβο μὲ τὰ ὅπλα αὐτὰ καὶ θὰ ἔχουμε μαζί μας τὴν ἀκατανίκητη δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

 

ΠΗΓΗ: http://www.xfd.gr/εορτολογιο/κυριακες/ευαγγελιο/η-θεραπεια-του-δαιμονισμενου