Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ IΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ἡ κατάθεσις τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου)
(31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
                                                  (Ἑβρ. θ΄[9] 1 – 7)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
     Ἀδελφοί, εἶχε καὶ ἡ πρώτη Διαθήκη νόμους καὶ λατρευτικὲς διατάξεις, καθὼς κι ἕνα ἐπίγειο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδὴ τὸ πρῶτο διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, μέσα στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα τῆς προθέσεως καὶ οἱ ἄρτοι ποὺ τοποθετοῦνταν πάνω σ' αὐτὴν ὡς προσφορὰ στὸ Θεό. Καὶ τὸ πρῶτο αὐτὸ διαμέρισμα τῆς σκηνῆς λεγόταν Ἅγια. Ἔπειτα, πίσω ἀπό τὸ δεύτερο καταπέτασμα ἦταν τὸ μέρος τῆς σκηνῆς πού λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. Στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὑπῆρχε ἕνα χρυσὸ θυμιατήριο καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, πού ἦταν γύρω – γύρω καλυμμένη μὲ χρυσάφι ἀπ' ὅλες τὶς πλευρές της. Μέσα στὴν κιβωτὸ αὐτὴ ὑπῆρχε μιὰ χρυσὴ στάμνα ποὺ περιεῖχε ἀπό τὸ περίφημο μάννα, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ θεοχάρακτες πλάκες τῆς Διαθήκης. Πάνω ἀπό τὴν κιβωτὸ ὑπῆρχαν δύο χρυσὰ Χερουβὶμ ἔνδοξα, ποὺ ἀνάμεσά τους ἐμφανιζόταν καὶ μιλοῦσε ὁ Θεός. Αὐτὰ σκέπαζαν μὲ τὰ φτερά τους καὶ σκίαζαν τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ, πού ὀνομαζόταν ἱλαστήριο. Ἀλλὰ γιὰ ὄλα αὐτὰ δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ μιλήσουμε μὲ λεπτομέρειες. Ἔτσι λοιπὸν εἶχαν αὐτὰ σχεδιασθεῖ καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχε κατασκευασθεῖ ἡ σκηνή, ὥστε στὸ πρῶτο διαμέρισμά της, δηλαδή στὰ Ἅγια, νὰ μπαίνουν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ τελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες. Στὸ δεύτερο ὅμως διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, δηλαδή στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμπαινε μία φορά τὸ χρόνο, τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμού, μόνον ὁ ἀρχιερέας. Κι αὐτὸς δὲν ἔμπαινε χωρὶς αἷμα, ἀλλά ἔφερνε μαζί του τὸ αἷμα τῶν ζώων, τὸ ὁποῖο πρόσφερε ὡς ἐξιλαστήρια θυσία γιά τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἀπό ἄγνοια εἶχε διαπράξει ὁ λαός.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ και­ρ ­κεί­ν, νε­α­ν­σκος τις προ­σλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σο, γο­νυ­πε­τν α­τ, κα λέ­γων· Δι­δ­σκα­λε ­γα­θ, τ ­γα­θν ποι­­σω ­να ­χω ζω­ν α­­νιον; δ ε­πεν α­τ· Τ με λ­γεις ­γα­θν; ο­δες ­γα­θς, ε μ ες Θε­ς. Ε δ θ­λεις ε­σελ­θεν ες τν ζω­ν, τ­ρη­σον τς ν­το­λς. Λγει α­τ· Πο­­ας; δ ᾿Ι­η­σος ε­πε· Τ· Ο φο­νε­­σεις· Ο μοι­χε­­σεις· Ο κλ­ψεις· Ο ψευ­δο­μαρ­τυ­ρ­σεις· Τμα τν πα­τ­ρα σου κα τν μη­τ­ρα· κα· ­γα­π­σεις τν πλη­σ­ον σου ς σε­αυ­τν. Λγει α­τ νε­α­ν­σκος· Πντα τα­τα ­φυ­λα­ξ­μην κ νε­­τη­τς μου· τ ­τι ­στε­ρ;  ­φη α­τ ᾿Ι­η­σος· Ε θ­λεις τ­λει­ος ε­ναι, ­πα­γε, π­λη­σν σου τ ­πρ­χον­τα, κα δς πτω­χος· κα ­ξεις θη­σαυ­ρν ν ο­ρα­ν· κα δε­ρο, ­κο­λο­­θει μοι. ­κο­­σας δ νε­α­ν­σκος τν λ­γον, ­πλ­θε λυ­πο­­με­νος· ν γρ ­χων κτ­μα­τα πολ­λ. Ο δ Ι­η­σος ε­πε τος Μα­θη­τας α­το· ­μν λ­γω ­μν, ­τι πλο­­σιος δυ­σκ­λως ε­σε­λε­­σε­ται ες τν βα­σι­λε­­αν τν ο­ρα­νν. Πλιν δ λ­γω ­μν, ε­κο­π­τε­ρν ­στι κ­μη­λον δι τρυ­π­μα­τος α­φ­δος δι­ελ­θεν πλο­­σιον ες τν βα­σι­λε­­αν το Θε­ο ε­σελ­θεν. ­κο­σαν­τες δ ο Μα­θη­τα α­το, ­ξε­πλσ­σον­το σφ­δρα, λ­γον­τες· Τς ­ρα δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ἐμ­βλέ­ψας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρὰ δὲ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι.                                  
  (Ματθ. ιθ΄[19] 16 – 26)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
     Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ ἓ­νας νε­α­ρὸς πλη­σί­α­σε τὸν Κύ­ριον κα το εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ἀ­γα­θὸ κα τί κα­λὸ ν κά­νω γι ν ἀ­πο­κτή­σω τν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Κι ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σ μέ­να θε­ω­ρών­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δν εἶ­ναι ἀ­πὸ τν ἑ­αυ­τὸ του πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Ἐ­ὰν ὅ­μως θέ­λεις ν μπες στν αἰ­ώ­νια κα μα­κά­ρια ζω­ή, τή­ρη­σε σ' ὅ­λη τ ζω­ή σου τς ἐν­το­λές. Τοῦ λέ­ει ὁ νέ­ος: Ποι­ὲς ἐν­το­λές; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: Τ ν μ σκο­τώ­σεις, ν μ μοι­χεύ­σεις, ν μν κλέ­ψεις, ν μν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, τί­μα τν πα­τέ­ρα κα τ μη­τέ­ρα, κα ν ἀ­γα­πή­σεις τ συ­νάν­θρω­πό σου σν τν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ λέ­ει ὁ νέ­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δν εἶ­χε δι­δα­χθεῖ ποι­ὰ εἶ­ναι κα πς ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀ­γά­πη πρς τν συ­νάν­θρω­πο: Ὅ­λα αὐ­τὰ τ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τό­τε πού ἤ­μουν νέ­ος. Τί ἄλ­λο μοῦ λεί­πει ἀ­κό­μη; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς του εἶ­πε: Ἐ­ὰν θέ­λεις ν εἶ­σαι τέ­λει­ος, πή­γαι­νε, πού­λη­σε τ ὑ­πάρ­χον­τά σου κα μοί­ρα­σέ τα στος φτω­χούς, κα θ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στος οὐ­ρα­νούς. Κι ἔ­λα ν μ ἀ­κο­λου­θή­σεις. Μό­λις ὅ­μως ὁ νέ­ος ἄ­κου­σε τ λό­γο αὐ­τό, ἔ­φυ­γε λυ­πη­μέ­νος· δι­ό­τι εἶ­χε πολ­λὰ κτή­μα­τα, κα ἡ καρ­διά του ἦ­ταν κολ­λη­μέ­νη σ' αὐ­τά.
Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε στος μα­θη­τές του: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι δύ­σκο­λα ἕ­νας πλού­σιος ἄν­θρω­πος θ μπε στ βα­σι­λεί­α τν οὐ­ρα­νῶν. Πά­λι σς λέ­ω, εὐ­κο­λό­τε­ρο εἶ­ναι ν πε­ρά­σει μι κα­μή­λα ἀ­πὸ τν τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ ὁ πλού­σιος ν μπε στ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς του τ ἄ­κου­σαν αὐ­τό, ἔ­νι­ω­σαν πο­λὺ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη κα εἶ­παν: Ποι­ὸς τά­χα μπο­ρεῖ ν σω­θεῖ;Ἰ­η­σοῦς τό­τε τος κοί­τα­ξε ἐκ­φρα­στι­κὰ κα τος εἶ­πε: Στος ἀν­θρώ­πους αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, στ Θε­ὸ ὅ­μως ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά. Μπο­ρεῖ λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς μ τ χά­ρη του ν λύ­σει τος δε­σμοὺς τς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου μ τ χρῆ­μα κα ν τν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

Ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Θεοτόκου
Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει γιά τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ποὺ ἀποτελεῖ ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Θεοτόκου στὸ Ναό της στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἀνάγκη νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἀπόφαση τῆς Θεομήτορος «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμα σου», καὶ ὅτι καὶ ἡ παροῦσα ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας θεωρεῖται κατάλληλη, γιὰ νὰ προβληθεῖ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πὼς πρέπει δηλ. νὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς «ζώνη ἀσφαλείας» καὶ νὰ νομίζουμε τὸν Θεῖο Νόμο ὡς κλοιὸ ποὺ περισφίγγει καὶ προστατεύει τὴ ζωή μας.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἀφ᾿ ἑνός μὲν ἡ «Κεχαριτωμένη», τῆς ὁποίας ἡ ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος ἑλκύει τὶς ψυχές μας καὶ σαγηνεύει τὶς καρδιές μας καὶ αἰχμαλωτίζει τὴν εὐλάβειά μας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ προβάλλει ἐνώπιόν μας ὡς μιὰ δυνατὴ καὶ ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα. Περιζώννυται ὡς ρομφαία τὴν Τιμία Ζώνη της, ὅπως ἁρμόζει σὲ κάθε σεμνὴ γυναικεία ἐμφάνιση· καὶ εἶναι καθῆκον κάθε χριστιανὸς νὰ περιζώνεται μὲ δύναμη καὶ θέληση ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀγωνίζεται «ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητας καὶ δικαιοσύνης». Καὶ περὶ ἀληθείας μέν, γιατί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ προφήτης Ἠσαΐας,«ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη» (Ἡσαΐας 53, 6) καὶ ἐπὶ πλέον «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόη τες προκόβουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3-13) καὶ ἔχουν λαθεμένη ἰδέα γιὰ τὴν ἀξία τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Τότε ἐπιστρατεύεται ἡ ἀνθρώπινη πονηρία, τὸ ψέμα καὶ ἡ ἀπάτη, καὶ ὁ κόσμος «παραμορφώνεται», μεταβάλλεται σὲ κοινωνία πλανώντων καὶ πλανωμένων.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος προβάλλουσα ὡς ἔμβλημα τὴν τιμία Ζώνη της, τὸ ἱερὸ αὐτὸ κειμήλιο ποὺ ἀποτελοῦσε μικρὸ ἐξάρτημα τῆς ἐνδυμασίας της καὶ ἀνῆκε στὰ ἀτομικὰ εἴδη τῆς προσωπικῆς της χρήσεως, προτρέπει ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ περιζωσθοῦν μὲ πίστη καὶ ζῆλο καὶ ἀποφασιστικότητα καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν «ἕνεκεν ἀληθείας», γιὰ νὰ διαλυθοῦν οἱ πλάνες ποὺ ὑπάρχουν. Καὶ νὰ μάθει ὁ κόσμος ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν τὴν ἀξία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ νὰ ἑλκύουν «τῇ ὡραιότητι καὶ τῷ κάλλει». Συνιστᾶ ἐπίσης ἡ Μητέρα τοῦ Φωτὸς νὰ ἀγωνιστοῦμε ἕνεκεν τῆς ἀληθείας ἀλλὰ μετὰ πραότητος, γιατὶ ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, αὐτὴ ποὺ ἐπιτυγχάνεται μετὰ «πραότητος», εἶναι χριστιανικὴ ἐπιδίωξη, εἶναι καρπὸς ἀρετῆς καὶ ἐπιδίωξη ἁγία.
Ὁ θυμός, ἡ διαμάχη καὶ ἡ φιλόνεικη διεκδίκηση πρέπει νὰ ἀποβληθοῦν ἀπὸ τὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου»(ψαλμ. 17, 32) καὶ περιζωσμένοι τὴ ρομφαία τῆς χάριτος νὰ ἀγωνιζόμαστε ἕνεκεν ἀληθείας μετὰ πραότητος. Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρξει εἰρήνη καὶ ἁρμονία στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις, πρέπει νὰ ὑπάρχει δικαιοσύνη καὶ ἀναγνώριση τοῦ δικαίου τοῦ ἄλλου κατὰ τὸ Δαυιτικὸν «Ἔλεος καὶ ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν». Ἡ ἀλήθεια προϋποθέτει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη γεννᾶ τὴν πραότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ πάντα ταῦτα, ἀλήθεια, ἀγάπη, εἰρήνη, πραότης προϋποθέτουν τὴν δικαιοσύνη. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀδελφοί μου, ἀπευθύνει πρὸς τὴν Θεοτόκον τὴν δέηση· «περίζωσον δύναμιν ἡμᾶς Παρθένε, τῇ Ζώνῃ Σου, κατ᾿ ἐχθρῶν ἐνισχύουσα ἡμᾶς», γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦμε ἄξιοι καὶ πρόθυμοι γιὰ ἀγῶνες «ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης». Ἀμήν.
ΠΗΓΗ:   http://www.imaik.gr/?p=4468



Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΆΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ -

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ἡ­μᾶς τος ἀ­πο­στό­λους ἐ­σχά­τους ἀ­πέ­δει­ξεν, ς ἐ­πι­θα­να­τί­ους, ὅ­τι θέ­α­τρον ἐ­γε­νή­θη­μεν τ κό­σμῳ, κα ἀγ­γέ­λοις κα ἀν­θρώ­ποις. ἡ­μεῖς μω­ροὶ δι­ὰ Χρι­στόν, ὑ­μεῖς δ φρό­νι­μοι ν Χρι­στῷ· ἡ­μεῖς ἀ­σθε­νεῖς, ὑ­μεῖς δ ἰ­σχυ­ροί· ὑ­μεῖς ἔν­δο­ξοι, ἡ­μεῖς δ ἄ­τι­μοι. ἄ­χρι τς ἄρ­τι ὥ­ρας κα πει­νῶ­μεν κα δι­ψῶ­μεν κα γυ­μνη­τε­ύ­ο­μεν κα κο­λα­φι­ζό­με­θα κα ἀ­στα­τοῦ­μεν κα κο­πι­ῶ­μεν ἐρ­γα­ζό­με­νοι τας ἰ­δί­αις χερσ· λοι­δο­ρο­ύ­με­νοι εὐ­λο­γοῦ­μεν, δι­ω­κό­με­νοι ἀ­νε­χό­με­θα, βλα­σφη­μο­ύ­με­νοι πα­ρα­κα­λοῦ­μεν· ς πε­ρι­κα­θάρ­μα­τα το κό­σμου ἐ­γε­νή­θη­μεν, πάν­των πε­ρί­ψη­μα ἕ­ως ἄρ­τι. Οκ ἐν­τρέ­πων ὑ­μᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλ­λ' ὡς τέ­κνα μου ἀ­γα­πη­τὰ νου­θε­τῶ· ἐ­ὰν γρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλ­λ' ο πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ὰ το εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα. πα­ρα­κα­λῶ ον ὑ­μᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε.                               
            (Α΄ Κορ. δ΄[4] 9 – 16 )

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ἐ­μᾶς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους μᾶς πα­ρου­σί­α­σε δη­μό­σια καὶ στὰ μά­τια ὅ­λων ὡς τε­λευ­ταί­ους, ὡς κα­τά­δι­κους πού πρό­κει­ται νὰ θα­να­τω­θοῦν. Δι­ό­τι γί­να­με θέ­α­μα σ' ὅ­λο τὸν κό­σμο, καὶ στοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ στοὺς ἀν­θρώ­πους. Καὶ ἀ­πὸ τὴ μιά μᾶς θαυ­μά­ζουν οἱ ἐ­νά­ρε­τοι ἄν­θρω­ποι, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη μᾶς πε­ρι­φρο­νοῦν καὶ μᾶς χλευά­ζουν οἱ ἄλ­λοι. Ἐμεῖς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι θε­ω­ρού­μα­στε ἀ­πό τους ἄ­πι­στους ἠ­λί­θιοι καὶ ἀ­νό­η­τοι γιὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ· ἐσεῖς ὅ­μως εἶ­στε συ­νε­τοὶ ἐν Χρι­στῷ. Ἐμεῖς εἴ­μα­στε ἀ­σθε­νεῖς καὶ κα­τα­δι­ω­κό­μα­στε ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους· ἐ­σεῖς ὅ­μως εἶ­στε ἰ­σχυ­ροί, δι­ό­τι δὲν σᾶς βρῆ­κε κά­ποι­ος πει­ρα­σμός. Ἐ­σεῖς εἶ­στε ἔν­δο­ξοι, ἐμεῖς ὅ­μως εἴ­μα­στε ἄ­τι­μοι καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι. Μέ­χρι τὴν ὥ­ρα αὐ­τὴ πού σᾶς γρά­φω, καὶ πει­νοῦ­με καὶ ὑ­πο­φέ­ρου­με ἀ­πὸ δί­ψα στὶς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μας, καὶ δὲν ἔ­χου­με ἀρ­κε­τὰ ροῦ­χα, ὅ­ταν στὴ μέ­ση τῶν τα­ξι­δι­ῶν μας μᾶς πιά­νει ξαφ­νι­κὰ ὁ χει­μώ­νας· καὶ δε­χό­μα­στε χτυ­πή­μα­τα καὶ κα­κο­με­τα­χει­ρί­σεις, καὶ δὲν πα­ρα­μέ­νου­με μό­νι­μα που­θε­νά, ἀλλά δια­ρκῶς φεύ­γου­με ἐ­δῶ κι ἐκεῖ. Καὶ κο­πι­ά­ζου­με δου­λεύ­ον­τας μὲ τὰ ἴ­δια μας τὰ χέ­ρια. Τὴν ὥ­ρα πού μᾶς βρί­ζουν ἐ­κεῖ­νοι πού ἀπιστοῦν στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ μᾶς πε­ρι­γε­λοῦν, ἐ­μεῖς εὐ­χό­μα­στε τὸ κα­λό τους. Ἐ­νῶ μᾶς κα­τα­δι­ώ­κουν, δεί­χνου­με ἀ­νο­χὴ στοὺς δι­ῶ­κτες μας. Ἐ­νὼ μᾶς δυ­σφη­μοῦν καὶ μᾶς συ­κο­φαν­τοῦν, ἀ­παν­τοῦ­με μὲ λό­για γλυ­κὰ καὶ πα­ρη­γο­ρη­τι­κά. Σὰν κα­θάρ­μα­τα καὶ σκου­πί­δια τοῦ κό­σμου γί­να­με, ἀ­πο­βρά­σμα­τα ἀ­κά­θαρ­τα τῆς κοι­νω­νί­ας στὰ μά­τια ὅ­λων μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ αὐ­τή. Δὲν θέ­λω μ' αὐ­τὰ πού σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντρο­πιά­σω, ἀλλά σὰν παι­διά μου ἀ­γα­πη­τά σᾶς συμ­βου­λεύ­ω. Ναί. Σᾶς συμ­βου­λεύ­ω μὲ πα­τρι­κὴ λα­χτά­ρα καὶ στορ­γή. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἔ­χε­τε πά­ρα πολ­λοὺς παι­δα­γω­γοὺς καὶ δι­δα­σκά­λους ἐν Χρι­στῷ, δὲν ἔ­χε­τε ὅ­μως πολ­λοὺς πα­τέ­ρες. Ἕ­ναν καὶ μό­νο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα ἔ­χε­τε, ἐμένα. Δι­ό­τι ἐγώ μὲ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου σᾶς γέν­νη­σα πνευ­μα­τι­κά, μὲ τὴ χά­ρη πού μοῦ ἔδωσε ἡ κοι­νω­νί­α καὶ ἡ σχέ­ση μου μὲ τὸν Χρι­στό. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν εἶ­μαι πα­τέ­ρας σας, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νὰ γί­νε­στε μι­μη­τές μου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄν­θρω­πός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τὸν κα λέ­γων· Κριε, ἐ­λέ­η­σόν μου τν υἱ­όν, ὅ­τι σε­λη­νι­ά­ζε­ται κα κα­κῶς πά­σχει· πολ­λά­κις γρ πί­πτει ες τ πρ κα πολ­λά­κις ες τ ὕ­δωρ. κα προ­σή­νεγ­κα αὐ­τὸν τος μα­θη­ταῖς σου, κα οκ ἠ­δυ­νή­θη­σαν αὐ­τὸν θε­ρα­πεῦ­σαι. ἀ­πο­κρι­θεὶς δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος κα δι­ε­στραμ­μέ­νη! ἕ­ως πό­τε ἔ­σο­μαι με­θ' ὑ­μῶν; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τέ μοι αὐ­τὸν ὧ­δε. κα ἐ­πε­τί­μη­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς, κα ἐ­ξῆλ­θεν ἀ­π' αὐ­τοῦ τ δαι­μό­νι­ον κα ἐ­θε­ρα­πε­ύ­θη ὁ πας ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης. Ττε προ­σελ­θόν­τες ο μα­θη­ταὶ τ Ἰ­η­σοῦ κα­τ' ἰ­δί­αν εἶ­πον· Δι­α­τί ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Δι­ὰ τν ἀ­πι­στί­αν ὑ­μῶν. ἀ­μὴν γρ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν ἔ­χη­τε πί­στιν ς κόκ­κον σι­νά­πε­ως, ἐ­ρεῖ­τε τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ, με­τά­βη­θι ἐν­τεῦ­θεν ἐ­κεῖ, κα με­τα­βή­σε­ται· κα οὐ­δὲν ἀ­δυ­να­τή­σει ὑ­μῖν. τοῦ­το δ τ γέ­νος οκ ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Ἀ­να­στρε­φο­μέ­νων δ αὐ­τῶν ες τν Γα­λι­λα­ί­αν εἶ­πεν αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Μλλει υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­γερ­θή­σε­ται.
                                  (Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23 )
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
      Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ­πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἕ­νας ἄν­θρω­πος, γο­νά­τι­σε μπρο­στά του κι ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε, λυ­πή­σου κα σπλα­χνί­σου τ παι­δί μου, δι­ό­τι σε­λη­νι­ά­ζε­ται κα ὑ­πο­φέ­ρει ἄ­σχη­μα, ἀλλά κα κιν­δυ­νεύ­ει τν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο. Δι­ό­τι πολ­λὲς φο­ρὲς πέ­φτει στ φω­τιά, κα πολ­λὲς φο­ρὲς στ νε­ρό, κα κιν­δυ­νεύ­ει ἔ­τσι ν κα­εῖ ν πνι­γεῖ. Κα τν ἔ­φε­ρα στος μα­θη­τές σου, ἀλλά δν μπό­ρε­σαν ν τν θε­ρα­πεύ­σουν.  Ὁ Ἰ­η­σοῦς τό­τε ἀ­πο­κρί­θη­κε: γε­νιὰ πού τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες κα εἶ­σαι ἀ­κό­μη ἄ­πι­στη, κι ἀ­π' τν κα­κί­α σου εἶ­σαι δι­ε­στραμ­μέ­νη! Ἕ­ως πό­τε θ εἶ­μαι μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θ σς ἀ­νέ­χο­μαι; Φέρ­τε τόν μου ἐ­δῶ. Τό­τε τν ἐ­πέ­πλη­ξε ὁ Ἰησοῦς κα βγῆ­κε ἀ­π' αὐ­τὸν τ δαι­μό­νιο κα θε­ρα­πεύ­θη­κε τ παι­δὶ ἀ­π' τν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη. Τό­τε οἱ μα­θη­τὲς πλη­σί­α­σαν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τν Ἰ­η­σοῦ κα τοῦ εἶ­παν: Για­τί ἐμεῖς  δν μπο­ρέ­σα­με ν βγά­λου­με τ δαι­μό­νιο αὐ­τό; Κα ὁ Κύ­ριος τούς εἶ­πε: Ἐ­πει­δὴ σς λεί­πει ἡ πί­στη. Δι­ό­τι ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω, ἐ­ὰν ἔ­χε­τε πί­στη θερ­μὴ κα δυ­να­τὴ σν τ μι­κρὸ σπό­ρο το σι­να­πι­οῦ, θά πεῖτε στ βου­νὸ αὐ­τό, πή­γαι­νε ἀ­πὸ ἐ­δῶ ἐκεῖ, κα θ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κα τί­πο­τε δν θ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το σ σς. Αὐ­τὸ ὅ­μως τ εἶ­δος τν δαι­μό­νων δν βγαί­νει ἀ­πὸ τν ἄν­θρω­πο πού ἔ­χει κα­τα­λη­φθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τό, πα­ρὰ μό­νο μ προ­σευ­χὴ πού συ­νο­δεύ­ε­ται κα μ νη­στεί­α, ὥ­στε ἢ προ­σευ­χὴ ν γί­νε­ται μ δι­ά­νοι­α ὅ­σο δυ­να­τὸν ἐ­λα­φρό­τε­ρη κα πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στ Θε­ό. Κι ἐ­νῶ αὐτοί πε­ρι­ό­δευ­αν στ Γα­λι­λαία , τος εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρό­κει­ται ν πα­ρα­δο­θεῖ πο­λὺ σύν­το­μα σ χέ­ρια ἀν­θρώπων, κα θ τν θα­να­τώ­σουν, κα τν τρί­τη ἡ­με­ρα ἀ­πὸ τν θά να­τό του θ ἀ­να­στη­θεῖ. Κα οἱ μα­θη­τὲς λυ­πή­θη­καν πά­ρα πο­λύ.
Τά τροπάρια τῆς Ἡμέρας
Ἀπολυτίκιον. Ἤχου
Ἦχος α’.
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, ἀνέστης τριήμερος Σωτήρ, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν. Διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἐβόων σοι Ζωοδότα· Δόξα τῇ ἀναστάσει σου Χριστέ, δόξα τῇ Βασιλείᾳ σου, δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου, μόνε Φιλάνθρωπε.

 Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Ἦχος α'
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.




Κοντάκιον Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Ἦχος πλ. β'
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.