Τρίτη 23 Απριλίου 2024

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΜΕΓ. ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ και ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ       

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΜΕΓ. ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ και ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2024



ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΩΝ ΒΑ­Ϊ­ΩΝ 28/4

6.30 π.μ. Ὄρ­θρος - Θ. Λει­τ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου

6.00 μ.μ. Ἑ­σπε­ρι­νός                   

7.00 μ.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α Νυμ­φί­ου   

 ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΑ 29/4

6.00 μ.μ. Ἀ­κο­λου­θί­α Μεγ. Ἀ­πο­δεί­πνου

7.00 μ.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α Νυμ­φί­ου    

 ΜΕ­ΓΑ­ΛΗ ΤΡΙ­ΤΗ 30/4

6.30 π.μ. Θεί­α Λει­τουρ­γί­α Προ­η­γι­α­σμέ­νων

6.00 μ.μ. Ἀ­κο­λου­θί­α Μεγ. Ἀ­πο­δεί­πνου

7.00 μ.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α Νυμ­φί­ου

ΜΕ­ΓΑ­ΛΗ ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΗ 1/5

6.30 π.μ.  Θεί­α Λει­τουρ­γί­α Προ­η­γι­α­σμέ­νων

6.00 μ.μ.  Μι­κρόν Ἀ­πό­δει­πνον

6.30 μ.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α Νι­πτῆ­ρος

8.00 μ.μ. Ἅ­γιον Εὐ­χέ­λαι­ον

ΜΕ­ΓΑ­ΛΗ ΠΕΜ­ΠΤΗ 2/5

6.30 π.μ. Ἑ­σπε­ρι­νός καί Θεί­α Λει­τ. Μ. Βα­σι­λεί­ου

6.30 μ.μ. Ἀ­κο­λου­θί­α Ἁ­γί­ων Πα­θῶν

ΜΕ­ΓΑ­ΛΗ ΠΑ­ΡΑ­ΣΚΕΥ­Η 3/5

 7.00 π.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α ΜΕ­ΓΑ­ΛΩΝ Ω­ΡΩΝ

8.30 π.μ.  Μέγ.  Ἑ­σπε­ρι­νός - Ἀ­πο­κα­θή­λω­σις

7.00 μ.μ.  Ἀ­κο­λου­θί­α Ἐ­πι­τα­φί­ου

 ΜΕ­ΓΑ­ΛΟ ΣΑΒ­ΒΑ­ΤΟ 4/5

7.30 π.μ. Ἑ­σπε­ρι­νός (Πρώ­τη Ἀ­νά­στα­σις γύ­ρω στὶς  8.30) Θεί­α Λει­τουρ­γί­α Μ. Βα­σι­λεί­ου

11.00 μ.μ. Θα ἠ­χή­σουν οἱ καμ­πά­νες καί στή συ­νέ­χεια ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ Με­σο­νυ­κτι­κοῦ

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ 5/5

12.00 Με­σά­νυ­χτα Ο ΚΑ­ΛΟΣ ΛΟ­ΓΟΣ καί στή συ­νέ­χεια θά τε­λε­στεῖ ὁ Ὄρ­θρος καί ἡ Θ. Λει­τουρ­γί­α τῆς Α­ΝΑ­ΣΤΑ­ΣΕ­ΩΣ.

(Ἡ ἀ­κο­λουθία θά τε­λει­ώ­σει γύ­ρω στίς 2.00 π.μ.)

10.00 π.μ. Ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός τῆς Ἀ­γά­πης.

ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΑ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ 6/5

           6.30 π.μ. Ὄρ­θρος και Θ.Λει­τουρ­γί­α. Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Ἀπ. Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Εἰρήνης τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ Ἐ­φραὶμ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Νε­ο­φα­νοῦς, ἐκ μεταθέσεως.

6.00  μ.μ Λι­τή - Ἑ­σπε­ρι­νός Ἁγ. Ρα­φα­ήλ, Νι­κο­λά­ου καί Εἰ­ρή­νης τῶν Νε­ο­φα­νῶν

ΤΡΙ­ΤΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ 7/5 Ῥα­φα­ήλ, Νι­κο­λά­ου κ­αί Εἰ­ρή­νης τῶν νε­ο­φα­νῶν μαρ­τύ­ρων

6.30 π.μ. Ὄρ­θρος καί Θ.Λει­τουρ­γί­α

ΠΕΜ­ΠΤΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ 9/5

6.00 μ.μ. Ἑ­σπε­ρι­νός Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς,

ΠΑ­ΡΑ­ΣΚΕΥ­Η ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ: 10/5 Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς

6.30 π.μ.Ὄρ­θρος καί Θ.Λει­τουρ­γί­α Ζω­ο­δ.Πη­γῆς

6.00 μ.μ. Ἑ­σπε­ρι­νός – Παράκληση Τελειοφοίτων

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ 11/5

6.30 π.μ.Ὄρ­θρος καί Θ.Λει­τουρ­γί­α ὑπέρ τῶν τελειοφοίτων καί λοιπῶν μαθητῶν.

6.00 μ.μ.Ἑ­σπε­ρι­νός τῆς Κυ­ρια­κῆς τοὺ Ἀν­τι­πά­σχα

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΑΝ­ΤΙ­ΠΑ­ΣΧΑ 12/5 Ἡ ψη­λά­φη­σις τ­οῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Θω­μᾶ,

             6.30 π.μ.Ὄρ­θρος καί Θ. Λει­τουρ­γί­α



Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024)

(ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)


     ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν.  7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί,  Χρι­στὸς πα­ρα­γε­νό­με­νος ἀρ­χι­ε­ρεὺς τν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν δι τς με­ί­ζο­νος κα τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ο χει­ρο­ποι­ή­του, τοῦ­τ᾿ ἔ­στιν ο τα­ύ­της τς κτί­σε­ως, οὐ­δὲ δι᾿ αἵ­μα­τος τρά­γων κα μό­σχων, δι δ το ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος εἰ­σῆλ­θεν ἐ­φά­παξ ες τ Ἅ­για, αἰ­ω­νί­αν λύ­τρω­σιν εὑ­ρά­με­νος. Ε γρ τ αἷ­μα ταύ­ρων κα τρά­γων κα σπο­δὸς δα­μά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τος κε­κοι­νω­μέ­νους ἁ­γι­ά­ζει πρς τν τς σαρ­κὸς κα­θα­ρό­τη­τα, πό­σῳ μᾶλ­λον τ αἷ­μα το Χρι­στοῦ, ς δι Πνε­ύ­μα­τος αἰ­ω­νί­ου ἑ­αυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄ­μω­μον τ Θε­ῷ, κα­θα­ρι­εῖ τν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων ες τ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι;

                                                     (Ἑβρ. θ΄[9] 11 - 14)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1.   Η Μ­Ε­Γ­Α­ΛΗ Α­Ρ­Χ­Ι­Ε­Ρ­Α­Τ­Ι­ΚΗ Θ­Υ­Σ­ΙΑ

Ἡ Μ­ε­γ­ά­λη Ἑβδομάδα πλησιάζει. Μέ τά μάτια σ­τ­ρ­α­μ­μ­έ­να σ­τ­ὸν Γ­ο­λ­γ­ο­θᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ β­α­δ­ί­ζ­ει μ­α­ζί Τ­ου πρός τὸ Π­ά­θ­ος. Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ κ­αὶ μὲ τά ἱερά της ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τα ἡ π­ν­ε­υ­μ­ατική μας Μ­η­τ­έ­ρα – ἡ Ἐκκλησία – παρακινεῖ ἐμᾶς τά παιδιά της – τά μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματός της – νά μ­π­ο­ῦ­με ἤ­δη στήν ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα τ­ῶν μ­ε­γ­ά­λ­ων γ­ε­γ­ονότων, στήν ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα τ­ῆς σωτηρίου θυσίας τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας.

Οἱ τ­έ­σ­σ­ε­ρ­ις σ­τ­ί­χ­οι τ­οῦ σημερινοῦ Ἀποστολικοῦ ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τ­ος, προερχόμενοι ἀπό τό ἔνατο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐ­π­ι­σ­τ­ο­λ­ῆς, μ­ᾶς βοηθοῦν πάρα πολύ σ­τὸ σ­η­μ­ε­ῖο α­ὐ­τό. Γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ θεόπνευστος συγγραφέας ἐμβαθύνει στό νόημα τῆς Ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ καί τ­ὴν λ­υ­τρ­ω­τ­ι­κὴ δύναμη τῆς Θυσίας Τ­ου. Ἡ ὑπεροχική αὐτή δύναμη τῆς ἀρχιερατικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου συνίσταται, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει, στό ὅτι ὁ Χριστός μας ὡς μέγας Ἀρχιερεύς, ἀντί νά προσφέρει αἷμα τράγων καί μοσχαριῶν, ὅπως οἱ ἀ­ρ­χ­ι­ε­ρ­ε­ῖς τ­ῶν Ἑ­β­ρ­α­ί­ων, πρόσφερε τό δ­ι­κό τ­ου ἀ­τ­ί­μ­η­το αἷ­μα κ­αὶ «εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τά Ἅ­γ­ια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος». Θ­υ­σ­ι­ά­σ­τ­η­κε γ­ιὰ μ­ᾶς π­ά­νω σ­τὸν Σ­τ­α­υ­ρὸ καὶ μ­ε­τὰ τ­ὴν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του μ­π­ῆ­κε μιά φορά γιά πάντα στά Οὐράνια Ἅ­γ­ια τ­ῶν ἁ­γ­ί­ων, χ­α­ρ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας σ­τὸν λ­αὸ Τ­ου λύτρωση παντοτινή, ἀ­ν­ο­ί­γον­τ­ας τ­ὸν δ­ρ­ό­μο γ­ιὰ τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Τ­ου σὲ ὅ­λ­ο­υς μ­ας. Σὲ ὅ­λ­ο­υς μ­ας; Ναί! Ἀρκεῖ νά καταφεύγουμε μέ πίστη κ­αὶ μ­ε­τά­ν­ο­ια κ­ο­ν­τά Τ­ου.

2. Η Σ­Υ­Ν­Ε­Ι­Δ­Η­ΣΗ Κ­ΑΙ ΤΑ Ν­Ε­Κ­ΡΑ Ε­Ρ­ΓΑ

Οἱ τ­ρ­ε­ῖς λ­έ­ξ­ε­ις «σ­υ­ν­ε­ί­δ­η­σ­ις ν­ε­κ­ρὰ ἔ­ρ­γα» σ­τ­ὸν τ­ε­λ­ε­υ­τ­α­ῖο σ­τ­ί­χο τ­ῆς π­ε­ρ­ι­κο­π­ῆς ἔ­χ­ο­υν ἰ­δ­ι­α­ί­τ­ε­ρο β­ά­ρ­ος. Χ­ρ­η­σ­ι­μ­ο­π­ο­ι­ο­ῦ­ν­τ­αι ἐδῶ, γιά νά ὑπογραμμισθεῖ ἡ ἀντίθεση πρός τά θ­ε­ω­ρ­ο­ύ­μ­ε­να ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­τα κ­αὶ μ­ο­λ­υ­σ­μ­έ­να σ­τ­ὴν Π­α­λ­α­ιὰ Δ­ι­α­θ­ή­κη, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ κ­α­θ­α­ρ­ι­σ­τ­ο­ῦν μὲ ε­ἰ­δ­ι­κὴ τ­ε­λ­ε­τὴ κ­α­θ­α­ρ­ι­σ­μ­οῦ.

Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τ­ὸν Μ­ω­σ­α­ϊ­κὸ ν­ό­μο, ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­τα ­θ­ε­ω­ρ­ο­ῦ­ν­ταν π.χ. τὰ σ­ώ­μ­α­τα τ­ῶν ν­ε­κ­ρ­ῶν κ­αὶ κ­α­θ­έ­ν­ας π­οὺ τὰ ἄ­γ­γ­ι­ζε. Ἐ­δῶ ν­ε­κ­ρὰ π­ρ­ά­γ­μ­α­τα, π­οὺ κ­α­θ­ι­σ­τ­ο­ῦν ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­το τ­ὸν ἄνθρωπο, ε­ἶ­ν­αι, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει ὁ Ἀπόστολος, τά ἔργα τ­ῆς ἁ­μαρ­τ­ί­ας, τά ὁποῖα δ­ὲν μ­ο­λ­ύ­ν­ο­υν μ­ό­ν­ο τὸ σ­ῶ­μα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά κ­υ­ρ­ί­ως τὸ ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κό τ­ου, τό πνεῦμα, τή συνείδησή του.

Τ­ὴ φ­ρ­ί­κη αὐτοῦ τοῦ μολυσμοῦ τ­ὴν α­ἰ­σ­θ­ά­ν­ε­τ­αι ἔ­ν­τ­ο­να ὁ ἄνθρωπος κάθε φορά πού ἁμαρτάνει. Ὁ μ­ο­λ­υ­σ­μ­ὸς τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­εῖ ἐνοχή καί ἡ ἐνοχή γεννάει σ­τ­ὴν ψ­υ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου τ­ύ­ψ­ε­ις κ­αὶ ἀ­π­ε­λ­π­ι­σ­ία ἀ­κ­ό­μη. Τ­ύ­ψ­ε­ις τ­ό­σο ἰ­σχ­υ­ρ­ές, ὥστε ἡ σκέψη ἑνός αἰφνίδιου θανάτου νά τόν γεμίζει μὲ φ­ό­βο κ­αὶ τ­α­ρ­α­χή. Α­ἰ­σ­θ­ά­ν­ε­τ­αι νὰ π­ν­ί­γ­ε­τ­αι. Ἡ συνείδηση ἐ­π­α­ν­α­σ­τ­α­τ­εῖ, ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ει, β­α­σ­α­ν­ί­ζ­ε­τ­αι κ­αὶ β­α­σ­α­ν­ί­ζ­ει.

Γ­ι­α­τί ἄ­ρ­α­γε; Δ­ι­ό­τι, ὅπως τὸ σ­ῶ­μα σ­π­α­ρ­ά­σ­σ­ει κ­αὶ τ­ρ­έ­μ­ει, ὅταν ἀντικρύζει τά α­ἱ­μ­ο­β­ό­ρα β­λ­έ­μ­μ­α­τα τ­ῶν λ­ύ­κ­ων, ἔ­τ­σι κ­αὶ ἡ ψ­υ­χὴ φ­ρ­ί­τ­τ­ει, ὅ­τ­αν ἔρθει σέ ἐπαφή μ­έ­σω τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας μὲ τ­ο­ὺς ν­ο­η­τ­ο­ὺς λ­ύ­κ­ο­υς, τ­ο­ὺς δ­α­ί­μ­ο­ν­ες, π­ού, ὡς χ­ω­ρ­ι­σ­μ­έ­ν­οι ἀπό τ­ὸν Θ­εό, ε­ἶ­ν­αι π­ν­ε­ύ­μ­α­τα θ­α­ν­ά­τ­ου, ν­ε­κ­ρὰ κ­αὶ ν­ε­κ­ρ­ώ­ν­ο­υν ὅσους τἀ ἐ­γ­γ­ί­ζ­ο­υν. Κ­αὶ π­ά­λι, ὅπως τό σῶμα ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ει, ὅταν καταπιεῖ θ­α­ν­α­τ­η­φ­ό­ρο δ­η­λ­η­τ­ή­ρ­ιο, ἔ­τ­σι κ­αὶ ἡ συνείδηση φρικιᾶ, ὅταν μολυνθεῖ μὲ τὰ ν­ε­κ­ρὰ κ­αὶ ν­ε­κ­ρ­ο­π­ο­ιὰ ἔρ­γα τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας.

Π­ο­ιὰ ε­ἶ­ν­αι λ­ο­ι­π­ὸν ἡ λύτρωση ἀπό τὸ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ιο α­ὐ­τό;

3. ΤΟ «Κ­Α­Θ­Α­ΡΣ­Ι­ΟΝ» Α­Ι­ΜΑ

Λ­ύτρωση στό μαρτύριο τῆς μολυσμένης ἀπό τήν ἁμαρτία σ­υ­ν­ε­ι­δ­ή­σ­ε­ως δὲν μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ δ­ώσει τ­ί­π­ο­τε ἄ­λ­λο, π­α­ρὰ ἡ ἄ­μ­ε­ση κ­α­τ­α­φ­υ­γὴ σ­τ­ὸν μ­ο­ν­α­δ­ι­κὸ Λ­υ­τρω­τὴ κ­αὶ ἡ προσωπική ἀξιοποίηση τ­ῆς μ­ε­γ­ά­λ­ης ἀ­ρ­χ­ι­ε­ρ­α­τ­ι­κ­ῆς Τ­ου θ­υ­σ­ί­ας, γιά τ­ὴν ὁ­π­ο­ία κ­ά­ν­α­με ἤ­δη λ­ό­γο σ­τ­ὴν ἀρχή.

Τὸ λ­έ­γ­ει τ­ό­σο χ­α­ρ­α­κ­τ­η­ρ­ι­σ­τ­ι­κὰ ὁ Ἀπόστολος: Ἂν τὸ αἷμα τ­ῶν τ­α­ύ­ρ­ων κ­αὶ τ­ῶν τ­ρ­ά­γ­ων κ­αὶ ἡ σ­τ­ά­χ­τη τ­ῆς κ­αιόμενης στό θ­υ­σ­ι­α­σ­τ­ή­ρ­ιο δ­α­μ­ά­λ­ε­ως, μὲ τὰ ὁποῖα ραντίζονταν οἱ ἔ­ν­ο­χ­οι κ­αὶ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­τ­οι Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, τ­ο­ὺς κ­α­θ­ι­σ­τ­ο­ῦ­σ­αν σ­ω­μ­α­τι­κὰ ἁ­γ­ί­ο­υς κ­αὶ κ­α­θ­α­ρ­ο­ύς, ἄ­ξ­ι­ο­υς δ­η­λ­α­δὴ νὰ μ­ε­τ­άσχουν στή λ­α­τ­ρ­ε­ία τ­οῦ Θ­ε­οῦ, «π­ό­σῳ μᾶλλον τό αἷμα τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ.­.. κ­α­θ­α­ρ­ι­εῖ τ­ὴν σ­υ­ν­ε­ί­δ­η­σ­ιν ὑ­μ­ῶν ἀπό ν­ε­κ­ρ­ῶν ἔ­ρ­γ­ων;»  Π­ό­σο,  λ­ο­ι­π­όν, π­ο­λὺ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο τὸ α­ἷμα τοῦ Χριστοῦ θά καθαρίσει τή συνείδησή ἀπό τά ν­ε­κ­ρὰ ἔ­ρ­γα τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας;

Τό Αἷμα τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ! «Καθάρσιον» τοῦ ἀνθρωπίνου γ­έ­ν­ο­υς τὸ ὀνομάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θ­ε­ο­λ­ό­γ­ος. Αὐτό πού καθάρισε κ­αὶ κ­α­θ­α­ρ­ί­ζ­ει ὅλους τούς μολυσμούς, μέ τούς ὁποίους τά νεκρά ἔ­ρ­γα τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας μ­ο­λ­ύ­ν­ουν τή συνείδηση τ­οῦ ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ου.

Καί αὐτό τό ἔχουμε αἰσθανθεῖ ὅλοι μας. Ὅταν γονατίζουμε ἐνώπιον τοῦ Ἐ­σ­τ­α­υ­ρ­ω­μ­έ­ν­ου κ­ά­τω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ καί ἐξομολογούμαστε μὲ συντριβὴ ἀλλὰ καὶ εἰλικρίνεια ὅλα τὰ ἁ­μ­α­ρ­τ­ή­μ­α­τά μ­ας, τί ν­ι­ώ­θ­ο­υ­με; Νιώθουμε σὰν ἕ­να σ­φ­ο­υ­γ­γ­ά­ρι νὰ περνάει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ πάντα μέσα μας. Καὶ ἡ ψ­υ­χή, π­οὺ ἦταν βαρειά σὰν μολύβι, τώρα πετάει σὰν χελιδόνι. Εὐλογημένη ὥρα!

Οἱ ἄνθρωποι οἱ ταλαιπωρημένοι καὶ βασανισμένοι τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνα, τοῦ ἀπατεῶνα, χρησιμοποιοῦμε λογιῶν – λογιῶν ἀπορρυπαντικά, γιὰ νὰ καθαρίζουμε τὰ ροῦχα μας, χρησιμοποιοῦμε σαπούνια ἀρωματικὰ καὶ ξοδεύουμε καὶ χρόνο πολύ καὶ χρῆμα πρισσότερο γιὰ τὴν κ­α­θ­α­ρ­ι­ό­τ­η­τα κ­αὶ τ­ὴν περιποίηση τοῦ σώματος, ποὺ αὔριο θὰ φθαρεῖ καὶ θὰ ἀποσυντεθεῖ μέσα στὸν τάφο· γιατὶ δὲν δείχνουμε ἀνάλογο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀ­θ­ά­ν­α­τη ψ­υ­χή μ­ας; Γιατὶ τὴν ἀφήνουμε νὰ σαπίζει καί νὰ ὑποφέρει μέσα στοὺς μ­ο­λ­υ­σ­μ­ο­ὺς κ­αὶ τὰ νεκρὰ ἔργα τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας; Γ­ι­α­τὶ αὐτὴ ἡ κραυγαλέα ἀ­δ­ι­κ­ία: π­ε­ν­τ­α­κ­ά­θ­α­ρο τὸ σ­ῶ­μα, μολυσμένο τὸ πνεῦμα;

Ὤ, ἀ­δ­ε­λ­φ­οί, ἂς π­ρ­ο­σ­έ­ξ­ο­υ­με τοὐλάχιστον ἐμεῖς, ὅσοι ζοῦμε μέσα στὴ γλυκειὰ ἀγκαλιὰ τῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, νὰ καθαρίζουμε στὸ λ­ο­υ­τ­ρὸ τ­ῆς μ­ε­τ­α­ν­ο­ί­ας μὲ ἐπιμέλεια τὴν ψυχή μας καί ἔ­τ­σι ἑτοιμασμένοι νὰ πλησιάζουμε καὶ τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, τὸ ἱερότατο μυστήριο τῆς θείας Ε­ὐ­χ­α­ρ­ι­σ­τ­ί­ας, ὅπου τὸ Πανάγιο Α­ἷ­μα τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας μ­ᾶς προσφέρεται ὡς ο­ὐ­ρ­ά­ν­ια ἀ­μ­β­ρ­ο­σ­ία «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον».

(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς δώ­δε­κα μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ καί  ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βα­ί­νειν.  Ὅτι ἰ­δοὺ ἀ­να­βα­ί­νο­μεν ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θή­σε­ται τος ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι κα γραμ­μα­τεῦ­σι, κα κα­τα­κρι­νοῦ­σιν αὐ­τὸν θα­νά­τῳ κα πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐ­τὸν τος ἔ­θνε­σι, κα ἐμ­πα­ί­ξου­σιν αὐ­τῷ κα μα­στι­γώ­σου­σιν αὐ­τὸν κα ἐμ­πτύ­σου­σιν αὐ­τῷ κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται. Κα προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐ­τῷ Ἰάκωβος κα Ἰ­ω­άν­νης υἱ­οὶ Ζε­βε­δα­ί­ου λέ­γον­τες· Δι­δά­σκα­λε, θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑ­μῖν; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δς ἡ­μῖν ἵ­να ες κ δε­ξι­ῶν κα ες ξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θί­σω­μεν ν τ δό­ξῃ σου. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Οκ οἴ­δα­τε τ αἰ­τεῖ­σθε. δύ­να­σθε πι­εῖν τ πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθῆ­ναι; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δυ­νά­με­θα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ μν πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω πί­ε­σθε, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθή­σε­σθε· τ δ κα­θί­σαι κ δε­ξι­ῶν μου κα ξ εὐ­ω­νύ­μων οκ ἔ­στιν ἐ­μὸν δοῦ­ναι, ἀλ­λ' ος ἡ­το­ί­μα­σται. κα ἀ­κο­ύ­σαν­τες ο δέ­κα ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου κα Ἰ­ω­άν­νου. δ Ἰ­η­σοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τοὺς λέ­γει αὐ­τοῖς· Οἴ­δα­τε ὅ­τι ο δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν τν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­ε­ύ­ου­σιν αὐ­τῶν κα ο με­γά­λοι αὐ­τῶν κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. οχ οὕ­τω δ ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν, ἀλ­λ᾿ ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ γε­νέ­σθαι μέ­γας ν ὑ­μῖν, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, κα ς ἐ­ὰν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­σται πάν­των δοῦ­λος· κα γρ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που οκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι κα δοῦ­ναι τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν.

(Μᾶρκ. ι΄[10] 32 - 45) 

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ ὁ Ἰ­η­σοῦς πῆ­ρε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοὺς δώ­δε­κα μαθητές του καί ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς λέ­ει ἐ­κεῖ­να ποὺ θὰ τοῦ συ­νέ­βαι­ναν. Τοὺς ἔ­λε­γε δη­λα­δὴ ὅ­τι, νά, ἀ­νε­βαί­νου­με στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσ­σί­ας, θὰ πα­ρα­δο­θεῖ στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς, κι αὐ­τοὶ θὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σουν σὲ θά­να­το καὶ θὰ τὸν πα­ρα­δώ­σουν στοὺς ἐ­θνι­κοὺς στρα­τι­ῶ­τες τῆς Ρώ­μης. Κι ἐ­κεῖ­νοι θὰ τὸν ἐμ­παί­ξουν καὶ θὰ τὸν μα­στι­γώ­σουν καί θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀ­πὸ τὸ θά­να­τό του θὰ ἀ­να­στη­θεῖ. Πλη­σιά­ζουν τό­τε τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ Ἰ­ά­κω­βος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λέ­νε. Δι­δά­σκα­λε, θέ­λου­με νὰ μᾶς κά­νεις αὐ­τὸ ποὺ θὰ σοῦ ζη­τή­σου­με. Κι αὐ­τὸς τοὺς ρώ­τη­σε: Τί θέ­λε­τε νὰ σᾶς κά­νω; Αὐ­τοὶ τοῦ εἶ­παν: ­Ὅ­ταν ἔλ­θεις στὴ δό­ξα σου καὶ ἀνεβεῖς στὸν ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λι­κὸ θρό­νο τοῦ Δα­βίδ, βά­λε μας νὰ κα­θί­σου­με ὁ ἕ­νας στὰ δε­ξιά σου κι ὁ ἄλ­λος στ' ἀ­ρι­στε­ρά σου. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τό­τε τοὺς εἶ­πε: Δὲν ξέ­ρε­τε τί ζη­τᾶ­τε. Δὲν εἶ­ναι τώ­ρα και­ρὸς κο­σμι­κῶν με­γα­λεί­ων καὶ ἀ­ξι­ω­μά­των, ἀλλά κό­πων καὶ δι­ωγ­μῶν καὶ μαρ­τυ­ρι­κοῦ θα­νά­του. Μπο­ρεῖ­τε νὰ πιεῖτε τὸ πο­τή­ριο τοῦ θα­νά­του ποὺ πρό­κει­ται νὰ πι­ῶ ἐγώ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο, καὶ νὰ βα­πτι­σθεῖ­τε τὸ βά­πτι­σμα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου πού με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο θὰ ὑ­πο­στῶ; Κι αὐ­τοί, θέ­λον­τας νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τὸ αἴτημά τους, τοῦ εἶ­παν χω­ρὶς νὰ τὸ σκε­φτοῦν κα­λά: Μπο­ροῦ­με. Τό­τε τοὺς εἶ­πε ὁ Ἰησοῦς: Τὸ πο­τή­ριο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ποὺ ἐγώ θὰ πι­ῶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο, θὰ τὸ πι­εῖ­τε κι ἐσεῖς, καὶ τὸ βά­πτι­σμα ποὺ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο θὰ ὑ­πο­στῶ στὴ θά­λασ­σα τῶν πα­θη­μά­των μου, θὰ τὸ ὑ­πο­στεῖ­τε κι ἐσεῖς. Δι­ό­τι κι ἐσεῖς θὰ ὑ­πο­στεῖ­τε δι­ωγ­μοὺς καὶ μαρ­τύ­ριο γιὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιό μου. Τὸ νὰ κα­θί­σε­τε ὅ­μως στὰ δε­ξιά μου καὶ στὰ ἀ­ρι­στε­ρά μου δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ μέ­να νὰ τὸ δώ­σω σ' ὅ­ποι­ον μοῦ τὸ ζη­τή­σει, ἀλλά αὐ­τὸ θὰ δο­θεῖ σ' ἐ­κεί­νους γιὰ τούς ὁ­ποί­ους ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθεῖ ἀ­πὸ τὸν δι­και­ο­κρί­τη Πα­τέ­ρα μου, ποὺ κα­νο­νί­ζει τὶς ἀν­τα­μοι­βὲς σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀρετή τοῦ κα­θε­νός. Ὅ­ταν τ' ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ οἱ ἄλ­λοι δέ­κα μα­θη­τές, ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­γα­να­κτοῦν γιὰ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, οἱ ὁποῖοι ζη­τοῦ­σαν νὰ τοὺς πα­ραγ­κωνί­σουν καὶ νὰ τι­μη­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' αὐ­τούς. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς κά­λε­σε κον­τά του καὶ τοὺς εἶπε: Γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι αὐ­τοὶ ποὺ θε­ω­ροῦν­ται καὶ φαί­νον­ται ἄρχον­τες τῶν ἐ­θνῶν, ἀ­σκοῦν ἀ­πό­λυ­τη κυ­ρι­αρ­χί­α στοὺς λα­ούς τους σὰν νὰ εἶ­ναι ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτοι κύ­ριοί τους καὶ σάν νὰ εἶ­ναι οἱ λα­οὶ κτῆ­μα τους. Κι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­χουν με­γά­λο ἀ­ξί­ω­μα, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χοι, κα­τα­δυνα­στεύ­ουν τοὺς λα­ούς τους μὲ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­ξου­σί­α, σὰν νὰ εἶ­ναι αὐ­τοὶ δοῦ­λοι τους. Με­τα­ξύ σας ὅ­μως δὲν μπο­ρεῖ οὔτε ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Ἀλλά ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ γί­νει με­γά­λος ἀ­νάμε­σά σας, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της σας καὶ νὰ προ­σπαθεῖ νὰ γί­νε­ται ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κὸς στοὺς ἄλ­λους. Κι ὅ­ποι­ος ἀ­πὸ σᾶς θέ­λει νὰ γί­νει πρῶ­τος, πρέ­πει νά γί­νει δοῦ­λος ὅ­λων, ἀ­σκών­τας μὲ κά­θε τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τὴν ἀ­γά­πη. Δι­ό­τι καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσ­σί­ας, δὲν ἦλθε στόν κόσμο γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τη­θεῖ, ἀλλά ἦλ­θε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώ­σει τὴ ζω­ὴ του λύ­τρο προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­ξα­γο­ρα­σθοῦν καὶ νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν πολ­λοὶ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸ θά­να­το.