Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ



 3 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ἀν­θί­μου ἱ­ε­ρο­μάρτυρος Θε­ο­κτί­στου ὁ­σί­ου, Πο­λυ­δώ­ρου Νε­ο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Κυ­πρί­ου.

Ἀ­να­κο­μι­δὴ λει­ψά­νων Νε­κτα­ρί­ου Πεν­τα­πό­λε­ως. Χλό­ης τῆς Κο­ριν­θί­ας.

4 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. ιε΄[15] 1-11, Εὐ­αγγ.  Μα­τθ. ιθ΄[19] 16-26).  Βαβύλα Ἱερομάρτυρος ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, Μωϋσέως τοῦ Προφήτου.  Ἑρ­μι­ό­νης κό­ρης τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Φι­λίπ­που     

6 ΤΡΙΤΗ Ἀ­ν­ά­μ­ν­η­σ­ις τ­οῦ ἐν Χ­ώ­ν­α­ις θ­α­ύ­μ­α­τος τοῦ Ἀ­ρ­χ­α­γ­γέ­λ­ου Μ­ι­χα­ήλ.

8 ΠΕΜΠΤΗ Τό Γ­Ε­Ν­Ε­Θ­Λ­Ι­ΟΝ Τ­ΗΣ Υ­Π­Ε­Ρ­Α­ΓΙΑΣ Δ­Ε­ΣΠΟ­Ι­Ν­ΗΣ Η­Μ­ΩΝ Θ­Ε­Ο­ΤΟ­ΚΟΥ

11 ΚΥΡΙΑΚΗ Π­ΡΟ Τ­ΗΣ Υ­Ψ­Ω­Σ­Ε­ΩΣ, Ἀ­πό­στ. (Γαλ. Ϛ΄[6]  11 - 18), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. γ΄ [3] 13 - 17). (Κυριακή μετὰ τὴν ἑορτῆ τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου).

Θεοδώρας, Εὐφροσύνης ὁσίων, καὶ τῶν ἁγίων Δημητρίου, τῆς συζύγου αὐτοῦ Εὐανθίας καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτῶν  Δημητριανοῦ.  Χρυσο­στό­μου  Σμύρνης τοῦ Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος.

14 ΤΕΤΑΡΤΗ  Η  Π­Α­Γ­Κ­Ο­Σ­Μ­Ι­ΟΣ  Υ­Ψ­Ω­Σ­ΙΣ ΤΟΥ ΤΙ­Μ­Ι­ΟΥ Κ­ΑΙ Ζ­Ω­Ο­Π­Ο­Ι­ΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.

(Νη­στεί­α, Αὐ­στη­ρὰ καὶ Ἀ­πό­λυ­τος)

17 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Σο­φί­ας, Πί­στε­ως, Ἐλ­πί­δος καὶ Ἀ­γά­πης τῶν Μαρ­τ., Ἡ­ρα­κλει­δί­ου ἐ­πι­σκόπου Τα­μα­σέ­ων, Αὐ­ξι­βί­ου ἐ­πι­σκόπου­ Σό­λων, Ἀ­να­στα­σί­ου ὁ­σίου­ ἐν Πε­ρι­στε­ρω­νο­πη­γῇ Κύ­πρου

 

18 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. Ἀ­πό­στ. (Γαλ. β΄[2]  16 - 20), Εὐ­αγγ. (Μάρκ. η΄[8]  34 - θ΄[9] 1).

Εὐμενίου Ἐπισκόπου Γορτύνης ὁσίου, Ἀριάδνης μάρτυρος.

24 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Θέ­κλης με­γα­λομ. κ­αί Ἰ­σα­πο­στό­λου, Σι­λουα­νοῦ ὁ­σ. τοῦ Ἀ­θω­νί­του,

25 ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Α’ ΛΟΥΚΑ. (Ἀ­πό­στ. Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15, Εὐ­αγγ. Λουκ. ε΄[5] 1-11). Εὐ­φρο­σύ­νης ὁσίας, Παφ­νου­τί­ου τοῦ πατρὸς αὐτῆς καὶ ἑτέρου Παφ­νου­τί­ου μάρτυρος.

ΩΡΑΡΙΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: 5.30 Μ.Μ.

 ΟΡΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

 


Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.                    

  (Α΄ Κορ. θ΄[9] 2 – 12)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐάν γι λλους δν εμαι πόστολος, τουλάχιστον ὅμως γιά σᾶς εμαι πόστολος. Διότι ἡ σφραγίδα μ τν ὁποία πιστοποιεται ἐπίσημα τ ποστολικό μου ξίωμα, μ τ χάρη τοῦ Κυρίου, εστε ἐσεῖς, τούς ὁποίους ἐγώ δήγησα στ Χριστό. Ἡ ἀπάντησή μου πρὸς ἐκείνους ποὺ μὲ ἐξετάζουν καὶ ἀμφισβητοῦν ἄν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ πού δίνεται ἀπό τὴ θεία αὐτὴ σφραγίδα. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγώ Ἀπόστολος σάν τούς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχουμε κι ἐγώ καὶ οἱ συνεργάτες μου δικαίωμα νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε αὐτά ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες γυναίκα, Χριστιανὴ ἀδελφή, γιά νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι κι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καί ὁ Κηφᾶς; Ἢ μήπως μόνο ἐγώ κι ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχουμε δικαίωμα νά μήν ἐργαζόμαστε κάποιο βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα, γιὰ νὰ καλύπτουμε ἀπ' αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας; Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού ἀγωνιζόμαστε για τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. Ποιός ποτέ παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μέ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τό πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπό τὸν καρπό του; Εἴμαστε πνευματικοί ποιμένες κι ἐσεῖς εἶστε τὰ πρόβατά μας. Ποιός βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι' αὐτό, καὶ δὲν τρώει ἀπό τό γάλα τοῦ ποιμνίου; Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι σύμφωνα μόνο μέ ἀνθρώπινες συνήθειες καὶ παραδείγματα; Ἤ μήπως δὲν λέει τὰ ἴδια καὶ ὁ θεόπνευστος νόμος; Βεβαίως τὰ λέει αὐτὰ ὁ νόμος. Διότι ἔχει γραφεῖ στό Μωσαϊκὸ νόμο: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο καὶ δὲν θά βουλώσεις τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσεις τὸ στόμα του ἐλεύθερο νά φάει ἀπό τά στάχυα πού μὲ τόσο κόπο ἁλωνίζει. Ἀλλὰ ρωτῶ: Μήπως ὁ Θεός ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια; Ἢ μήπως γιὰ μᾶς τοὺς λογικοὺς βεβαίως ἀνθρώπους τὰ λέει καὶ τὰ νομοθετεῖ αὐτά; Ναί, γιὰ μᾶς τὰ λέει. Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες καὶ καλλιεργητές γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητὴς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τή γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει τὴ σοδειὰ κι ἐκεῖνος ποὺ γεμάτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νά μετέχει καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περίμενε νὰ ἀποκτήσει ἀπ' τὸν ἀγρό του. Κι ἐμεῖς ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας σποριάδες πνευματικοὶ καὶ καλλιεργητές. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιὲς σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν ἐμεῖς θερίσουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας ὡς καρπὸ τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σπορᾶς; Κι ἄν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ νόμος σὲ σᾶς τοὺς μαθητευόμενους, δὲν δικαιούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐξουσία αὐτὴ πολὺ περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλ' ὅμως ἐμεῖς δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀντιθέτως ὑποφέρουμε κάθε εἶδος στερήσεις, γιὰ νὰ μὴν παρεμβάλουμε οὔτε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.                             

             (Ματθ. ιη΄[18] 23 – 35)

 

ΑΣΠΛΑΓΧΝΟΙ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ

1. ΧΡΕΟΣ ΥΠΕΡΟΓΚΟ

Στὴν παραβολὴ τοῦ ἄσπλαγχνου ὀφειλέτη ὁ βασιλεὺς μιᾶς χώρας ζήτησε ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του φοροεισπράκτορες νὰ τοῦ ἀποδώσουν τοὺς φόρους τῶν ὑπηκόων του. Κάποιος ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ὄφειλε ἕνα ἀμύθητο ποσό, δέκα χιλιάδων ταλάντων, τὸ ὁποῖο ὅμως εἶχε ξοδέψει καὶ ἀδυνατοῦσε νὰ τὸ πληρώσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ πουληθεῖ αὐτός, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλη ἡ περιουσία του, γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ χρέους του. Ὁ ὀφειλέτης συντετριμμένος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακάλεσε: Κύριε, δεῖξε λίγη μακροθυμία, δῶσ᾿ μου λίγο χρόνο, καὶ ὅλα ὅσα σοῦ χρεωστῶ θὰ σοῦ τὰ δώσω. Ὁ βασιλεὺς τότε τὸν λυπήθηκε, τοῦ χάρισε τὸ χρέος καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει εὔλογα ἕνα ἐρώτημα: Ἀφοῦ τελικῶς ὁ βασιλεὺς σπλαγχνίσθηκε τὸν αὐλικό του καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, γιὰ ποιὸ λόγο δὲν τὸν συγχώρησε ἀμέσως, ἀλλὰ τοῦ ἔκαμε ὅλη αὐτὴ τὴν παιδαγωγία;

Διότι, ἐὰν τὸν συγχωροῦσε ἀμέσως, δὲν θὰ καταλάβαινε ὁ ὀφειλέτης τὸ μέγεθος τῆς τεράστιας ὀφειλῆς του καὶ τῆς βαρύτητος τῆς ἄνομης καταχρήσεώς του. Τὸ χρέος του ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε φανέρωνε ἕναν ὀφειλέτη ὄχι μόνον ἀσυνεπῆ, ἀλλὰ καὶ καταχραστὴ καὶ σπάταλο. Ἦταν τόσο μεγάλο τὸ χρέος ὥστε, ἀκόμη κι ἂν ὁ ὀφειλέτης ἐργαζόταν ἐντατικὰ σ᾿ ὅλη του τὴν ζωή, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἐξοφλήσει. Ἄρα λοιπὸν ὁ βασιλεὺς δὲν εἶχε νὰ κερδίσει τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν. Τὸν κάλεσε λοιπὸν ὄχι για νὰ κερδίσει κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀμέσως μετὰ ὁ βασιλεὺς τὰ διαγράφει ὅλα. Ὁ αὐλικὸς ζήτησε προθεσμία, κι ὁ βασιλεὺς τοῦ χάρισε τὴν ἐλευθερία. Ζήτησε μία χάρη, κέρδισε δύο.

Ἔτσι ὅμως κατάλαβε ὁ ὀφειλέτης ὅτι ὁ βασιλεύς του δὲν εἶναι σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος ἀλλὰ χορηγὸς ἀνεξάντλητης εὐσπλαγχνίας καὶ χάριτος, ὁ ὁποῖος ὅμως τὸν παιδαγωγεῖ γιὰ νὰ θυμᾶται κατόπιν ἀπὸ πόσο μεγάλη καταδίκη λυτρώθηκε· νὰ θυμᾶται τὴν συμπάθεια, συγχωρητικότητα καὶ ἀγάπη τοῦ βασιλέως καὶ ἔτσι νὰ εἶναι συμπαθὴς καὶ ὁ ἴδιος στοὺς ἄλλους.

Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους, πρὸς ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ὅλοι μας χρεοφειλέται εἴμαστε ἀπέναντί Του. Καθημερινὰ γινόμαστε καταχραστὲς τῶν ἀγαθῶν καὶ δωρημάτων Του, τὰ ὁποῖα κατασπαταλοῦμε στὴν ἁμαρτία. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετεῖ ἀδιαλείπτως μὲ μύρια ἀγαθά. Ἐπειδὴ ὅμως θέλει τὴν σωτηρία μας, ἔχει γιὰ τὸν καθένα μας ἕνα ἰδιαίτερο, ἕνα ἀνεξιχνίαστο σχέδιο ἀγάπης φέρνει στὴ ζωή μας πρόσωπα, πράγματα, περιστάσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπιτρέπει δοκιμασίες γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια καὶ σωτηρία. Γιὰ νὰ συναισθανθοῦμε τὸ μέγεθος τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτιῶν μας ἀλλὰ καὶ τῆς δικῆς του ἄπειρης εὐσπλαγχνίας. Καὶ νὰ προσπέσουμε στὰ πόδια του, στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐκεῖ μᾶς πε- ριμένει γιὰ νὰ διαγράψει ὅλα τὰ χρέη μας, μεγάλα καὶ μικρά. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μας. Μὴ χάνουμε λοιπὸν καιρό. «Οἰ- κτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (Ψαλ. ρβ' [102] 8).

2. ΧΡΕΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟ

Στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς ὁ συγχωρηθεὶς ὀφειλέτης, μετὰ τὴν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους ἀπὸ τὸν βασιλέα, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἕνα ἀσήμαντο ποσὸ ἑκατὸ δηναρίων. Καὶ ἀφοῦ τὸν πίεσε ἀφόρητα, τοῦ ζήτησε μὲ σκληρότητα νὰ τοῦ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του. Κι ἐνῶ ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε, αὐτὸς ὁ σκληρόκαρδος τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή. Μόλις ὅμως τὸ πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ βασιλεύς, θύμωσε καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς δημίους τῆς φυλακῆς, γιὰ νὰ τὸν τιμωροῦν μέχρι νὰ ἐξοφλήσει τὸ χρέος του. Καὶ ὁ Κύριος ἐπισφραγίζει τὴν παραβολή του λέγοντας: Ἔτσι καὶ ὁ ἐπουράνιος Πατὴρ θὰ κάμει καὶ σὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρεῖτε τοὺς ἀδελφούς σας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.

Γιατί ὅμως ὁ Κύριος μᾶς προλέγει τὴν τιμωρία αὐτῶν ποὺ συμπεριφέρονται ἔτσι;

Γιὰ νὰ μάθουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ συγχωροῦμε. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει τὰ δικά μας ἀμέτρητα ἁμαρτήματα μόνον ὅταν ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ ἐλάχιστα λάθη τῶν ἀδελφῶν μας. Διαφορετικὰ μᾶς προειδοποιεῖ: Δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς μάθει νὰ συγχωροῦμε, μᾶς ἐξηγεῖ ὄτι, ὅσες φορὲς κι ἂν συγχωροῦμε τὸν ἀδελφό μας, αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ἐλάχιστο μπροστὰ στὴν συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν ἀπὸ τὸν Ἴδιο. Τὸ χρέος μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι τεράστιο, ἐνῶ τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ μᾶς ἀδικοῦν ἢ μᾶς πληγώνουν, μηδαμινό. Δὲν ἔχουμε λοιπὸν τὸ δικαίωμα νὰ στεκόμαστε στὰ μικρὰ καθημερινὰ λάθη τῶν ἀδελφῶν μας καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σ᾿ αὐτοὺς μὲ ἀσπλαγχνία καὶ σκληρότητα. Ὅσο κι ἂν μᾶς ἔχουν λυπήσει καὶ πικράνει. Ἀκόμη κι ἂν τὰ λάθη τους μᾶς φαίνονται μεγὰλα καὶ ἐνοχλητικὰ ἢ ἀνυπόφορα, εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀμελητέα μπροστὰ στὰ χρέη μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Νὰ μάθουμε λοιπὸν νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Μόνον ἔτσι θὰ γίνει ἡ ζωή μας παράδεισος καὶ ἐδῶ στὴ γῆ καὶ στὴν πανευτυχῆ αἰωνιότητα.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 


Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ         

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· ἕ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­ί­με­νον, ς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ἡ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ὅ­τι ἐν πυ­ρὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον ὁ­ποῖ­όν ἐ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ὰ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ὑ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­ί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ἅ­γι­ός ἐ­στιν, οἵ­τι­νές ἐ­στε ὑ­μεῖς.                          

   (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, κι ἐ­κεῖ­νοι πού φυ­τεύ­ουν κι ἐ­κεῖ­νοι πού πο­τί­ζουν εἴ­μα­στε συ­νερ­γά­τες τοῦ Θε­οῦ στὸ ἔρ­γο Του πού ἀ­πο­βλέ­πει στὴ σω­τη­ρί­α σας. Εἶ­στε ἀ­γρὸς πού ἀ­νή­κει στὸ Θε­ὸ καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­π' αὐ­τόν. Εἶ­στε οἰ­κο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ πού κτίζεται ἀ­π' αὐ­τὸν μὲ ὄρ­γα­νά του καὶ κτί­στες του ἐ­μᾶς. Σύμ­φω­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ δό­θη­κε γιὰ νὰ θε­με­λι­ώ­νω Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­νά­με­σα στὰ ἔ­θνη, σὰν ἔμ­πει­ρος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ἔ­χω βά­λει θε­μέ­λιο στε­ρε­ὸ· ἄλ­λος ὅ­μως συ­νε­χί­ζει πά­νω σ' αὐ­τὸ τὸ κτί­σι­μο. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τους κτί­στες ἂς προ­σέ­χει πῶς οἰ­κο­δο­μεῖ πά­νω στὸ θε­μέ­λιο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει πλέ­ον δου­λειὰ μὲ τὸ θε­μέ­λιο. Δι­ό­τι κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ βά­λει ἄλ­λο θε­μέ­λιο λί­θο ἐκτός ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται τώ­ρα ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἄ­σει­στος στὴ βά­ση τῆς οἰ­κο­δο­μῆς. Καὶ ὁ θε­μέ­λιος αὐ­τὸς λί­θος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἐ­γὼ λοι­πὸν θε­με­λί­ω­σα κα­λά. ­Ἐ­ὰν ὅ­μως κα­νεὶς κτί­ζει πά­νω στὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ μὲ ὑ­λι­κὰ σὰν τὸ χρυ­σά­φι ἢ τὸ ἀ­σή­μι ἢ τοὺς πο­λύ­τι­μους λί­θους, ἢ ἀν­τι­θέ­τως μὲ σα­νί­δια ἢ ἄ­χυ­ρα ἢ κα­λά­μια, τοῦ κά­θε κτί­στη τὸ ἔρ­γο θὰ γί­νει φα­νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει καὶ θὰ τὸ φα­νε­ρώ­σει. Καὶ θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει, δι­ό­τι ἡ ἡμέρα ἐ­κεί­νη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης, πού εἶ­ναι δρα­στι­κὴ σὰν τὴ φω­τιά. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ ζυ­γί­σει μέ ἀ­κρί­βεια γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τί εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς, καὶ θὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κα­τα­καί­ει κά­θε εὔ­φλε­κτο ὑ­λι­κό. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο πού ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κτί­ζον­τας πά­νω στό αἰ­ώ­νιο θε­μέ­λιο, δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, ἀν­τέ­ξει καὶ δὲν καεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ πά­ρει μι­σθὸ. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο κά­ποι­ου ἄλ­λου κα­τα­κα­εῖ καὶ δὲν αντέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ ζη­μι­ω­θεῖ, δι­ό­τι οἱ κό­ποι του δὲν θὰ ἀν­τα­μει­φθοῦν. Κι ὁ ἴδιος θά σωθεῖ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας· θὰ σω­θεῖ δη­λα­δὴ σὰν ἐ­κεῖ­νον πού περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ δι­α­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­τσι κι αὐ­τὸς θὰ σω­θεῖ, ἂν τε­λι­κὰ ἀν­τέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως. Εἶ­πα ἀρ­κε­τὰ γιὰ τοὺς κτί­στες. Ἂς ἔλ­θω τώ­ρα καὶ σ' ἐ­κεί­νους πού ἀν­τὶ νὰ κτί­ζουν, κα­τα­στρέ­φουν τὴν οἰ­κο­δο­μή. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἀ­πὸ τὴν πεί­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς σας ὅ­τι εἶ­στε να­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­τι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας; Ἐ­ὰν λοι­πὸν κα­νεὶς μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη δι­δα­σκα­λία του καὶ τοὺς φα­τρια­σμοὺς του κα­τα­στρέ­φει τὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κα­τα­στρέ­ψει αὐ­τὸν ὁ Θε­ός. Καὶ θὰ τ­ὸν κα­τα­στρέ­ψει, δι­ό­τι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἅ­γιος. Εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι δι­κό του κτῆ­μα. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸς καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος. Καὶ τέ­τοι­ος να­ός, να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος, εἶ­στε ἐ­σεῖς.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

 

ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1.   ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, τὰ πλήθη μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα ἐνθουσιασμοῦ δὲν ἤθελαν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἐπιθυμοῦσαν μάλιστα νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βα­σιλέα τους. Γιὰ νὰ συγκρατήσει λοιπὸν ὁ Κύριος τὸν ἄκαιρο ἐνθουσιασμό τους, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, μέχρι νὰ διαλύσει Ἐκεῖνος τὰ πλήθη. Κατόπιν ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ διπλανὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Εἶχε πλέον βραδιάσει κι ἐνῶ ὁ Κύριος προσευχόταν ἐπάνω στὸ βουνό, οἱ μα­θητὲς μόνοι τους πάνω στὸ πλοῖο στὴ μέση τῆς λίμνης πάλευαν μὲ τὴν τρικυ­μία. Ἄγρια ἀνεμοθύελλα σήκωνε πελώρια κύματα, ποὺ συντάρασσαν τὸ πλοῖο. Οἱ ὧρες τῆς νύκτας προχωροῦσαν μέ ἀγωνία, ἀλλὰ ὁ ἄνεμος δὲν ἔλεγε νὰ κοπάσει.

Ξαφνικά, λίγο πρὶν φέξει, κάτι φοβε­ρὸ συνέβη. Οἱ μαθητὲς μέσα στὸ σκοτάδι διέκριναν κάποιον σὰν φάντασμα νὰ περπατᾶ πάνω στὰ κύματα. Καὶ καθὼς τὸν ἔβλεπαν νὰ πλησιάζει, κυριεύθηκαν ἀπὸ τέτοιο φόβο, ὥστε ἄρχισαν νὰ βγάζουν κραυγὲς τρόμου. Τότε ἀκριβῶς ποὺ ἡ ἀ­γωνία τους κορυφώθηκε, ἀκούστηκε γλυκειὰ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Θάρρος! Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Διδάσκαλός σας. Μὴ φοβεῖσθε.

ΗΤΑΝ λοιπὸν ὁ Κύριος ποὺ περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Ἐρχόταν νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦταν ἀοράτως δίπλα τους κι ὅταν ἀπουσίαζε αἰσθητῶς ἀπὸ κοντά τους. Ἦταν δίπλα τους κι ὅταν προσευχόταν ἐπάνω στὸ βουνό· κι ὅταν τὰ πελώρια κύματα ἀπειλοῦσαν τὸ καρά­βι τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἦταν δίπλα τους ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς φύσεως. Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φοβοῦνται.

Μήπως ὅμως κάτι παρόμοιο δὲν συμ­βαίνει καὶ στὴ δική μας ζωή; Ὅταν κά­ποια ἄλλα ἀόρατα κύματα ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταποντίσουν· ὅταν λυσσαλέα μᾶς πολεμᾶ ὁ κόσμος καὶ ἡ ἁμαρτία· ἢ ὅταν χίλια δυὸ φοβερὰ προβλήματα, πειρασμοί, ἀδικίες, ἀσθένειες μᾶς ἀναστατώνουν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀπόγνωση;

Σ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ἀταλάντευτη πίστη ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι μακριά μας, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ μᾶς, ἀλλὰ εἶναι δίπλα μας, ἕτοι­μος νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ νὰ μᾶς σώσει. Γνωρίζει τὶς δυσκολίες μας, ἀκούει τὶς προσευχές μας. Ἕρχεται στὴν κατάλληλη στιγμή, ἐπεμβαίνει μὲ τρόπο θαυματουρ­γικὸ στὴ δύσκολη ὥρα.  Ἂς μὴν τὰ χάνου­με λοιπόν. Ὁ Κύριος δὲν ἐπιτρέπει πειρα­σμοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἀντέχουμε. Σὲ λίγο θὰ μᾶς πεῖ μὲ τὴν εἰρηνικὴ φωνή του: «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Θὰ ἔλθει στο πλοιάριο τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ κοπάσει ὁ ἄνεμος.

2. ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Κύριος λοιπὸν προχωροῦσε πάνω στὰ κύματα και πλησίαζε πρὸς τὸ πλοιά­ριο τῶν μαθητῶν. Ὁ Πέτρος ὅμως, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, τὸν παρακάλεσε λέγοντας:

—Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, διάταξε νά περ­πατήσω κι ἐγὼ ἐπάνω στά κύματα καὶ νὰ ἔλθω κοντά σου.

—«Ἐλθέ», τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος.

Καὶ τότε ὁ Πέτρος κατεβαίνει ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἀρχίζει νὰ περπατᾶ ἄφοβα πά­νω στὰ κύματα. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κά­τι ἄλλαξε. Μόλις σταμάτησε νὰ κοιτᾶ τὸν Κύριο κι ἀντίκρισε τὰ κύματα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ φυσᾶ ἀπειλητικά, τρομοκρατή­θηκε· ἄρχισε νὰ χάνει τὴν πίστη του καὶ νὰ βουλιάζει στὴ θάλασσα. «Κύριε, σῶσόν με», ἐκραύγασε. Κι ἀμέσως ὁ Κύριος ἁπλώνει τὸ χέρι Του, πιάνει τὸν Πέτρο καὶ τοῦ λέει:

—«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἒδίστασας;» Γιατὶ φοβήθηκες, ὀλιγόπιστε; Καὶ οἱ δυὸ μαζὶ τώρα ἀνεβαίνουν στὸ πλοῖο κι ἀμέσως «ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος». Καὶ οἱ μαθητὲς ἔκ­θαμβοι προσκυνοῦν τὸν Κύριο λέγοντας: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

ΦΟΒΗΘΗΚΕ λοιπὸν καὶ ὁ τολμηρός Πέτρος, καθὼς περπατοῦσε πάνω στὰ κύ­ματα. Δέν φοβήθηκε ὅμως ἐξ ἀρχῆς. Ὅσο εἶχε τὸ βλέμμα του στραμμένο στὸν Κύ­ριο, περπατοῦσε ἄφοβα πάνω στὴν τρι­κυμισμένη λίμνη. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, ὅταν γιὰ κάποια στιγμὴ πῆρε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ κοίταξε τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο καὶ τὰ πελώρια κύματα.

Μήπως τὸ ἴδιο δὲν συμβαίνει τάχα καὶ στὴ δική μας ζωή; Διότι ὅλοι οἱ πιστοί, καθὼς διαπλέουμε τὴ θάλασσα τοῦ βίου μας, αντιμετωπίζουμε κι ἐμεῖς θύελλες καὶ τρικυμίες, προβλήματα, ἀρρώστιες καὶ πειρασμούς, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ καταποντί­σουν τὸ πλοιάριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Σ᾿ αυτές λοιπόν τὶς περιπτώσεις ἂς πάρουμε δίδαγμα ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ Πέτρου. Ὅ­σο θὰ ἔχουμε στραμμένο τὸ βλέμμα μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν Κύριο, θὰ περπατοῦμε ἄφοβα μὲ πίστη πάνω ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων. Ἂν ὅμως ἀφήσουμε τὸ βλέμμα μας νὰ προσκολλᾶται στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς, τότε θ᾿ ἀρχίσουμε νὰ ἀπογοητευόμαστε καὶ νὰ βουλιάζουμε. Προ­σοχὴ λοιπόν. Ἡ σκέψη μας καὶ ἡ καρδιά μας μὲ ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα στὸν ἀρ­χηγὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ θὰ κοπάζει τότε ὁ ἄνεμος. Θὰ σωζόμαστε. Εἶναι ὁ Σωτὴρ ὁ Χριστός.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)