Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(31 ΜΑΪΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                 
     (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
«Εἰ­σε­λεύ­σον­ται... λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου»
Τι­μᾶ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τοὺς 318 ἁ­γί­ους καὶ θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Α’ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν στὴ Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας τὸ 325 μ.Χ. μὲ σκο­πὸ νὰ κα­τα­δι­κά­σουν τὴ φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ θε­ο­μά­χου Ἀ­ρεί­ου καὶ νὰ ἀ­σφα­λί­σουν τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο ποί­μνιο στὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.
Τὰ ἱ­ε­ρὰ Ἀ­να­γνώ­σμα­τα καὶ οἱ ὕ­μνοι τῆς ἡ­μέ­ρας πρὸς τι­μήν τους ἔ­χουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ. Εἶ­ναι δὲ πο­λὺ ἐ­πί­και­ρος ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Προ­σέ­χε­τε», λέ­ει ὁ ἀ­κού­ρα­στος Ἀ­πό­στο­λος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου· «ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λεύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου»· γνω­ρί­ζω κα­λὰ ὅ­τι με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σα σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι, ποὺ θὰ δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀ­φα­νί­ζον­τας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των.
Αὐ­τὸς ὁ θε­ό­πνευ­στος ἀ­πο­στο­λι­κὸς λό­γος μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ πρῶ­τον, νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸν κίν­δυ­νο τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καὶ δεύ­τε­ρον, νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με τὸ δι­κό μας χρέ­ος ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου.

1. «Λύ­κοι βα­ρεῖς»
Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἡ εἰ­κό­να τῶν ἄ­γρι­ων λύ­κων ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γιὰ νὰ πα­ρα­στή­σει τὸν κίν­δυ­νο ἀ­πὸ τὴν εἰ­σβο­λὴ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἄλ­λω­στε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος εἶ­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει «λύ­κους ἅρ­πα­γες» τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ μά­λι­στα εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει τοὺς μα­θη­τές του νὰ προ­σέ­χουν, δι­ό­τι οἱ ἁρ­πα­κτι­κοὶ αὐ­τοὶ λύ­κοι ἐμ­φα­νί­ζον­ται «ἐν ἐν­δύ­μα­σι προ­βά­των», δη­λα­δὴ μὲ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ μορ­φὴ τῆς ἀ­θω­ό­τη­τας καὶ τῆς ἡ­με­ρό­τη­τας τοῦ προ­βά­του (Ματθ. ζ'[7] 15)!
Πό­σο ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ ἐ­πί­και­ροι ἀ­κού­γον­ται καὶ σή­με­ρα αὐ­τοὶ οἱ λό­γοι! Πλῆ­θος αἱ­ρέ­σε­ων καὶ πλα­νε­μέ­νων πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κῶν ὁ­μά­δων δι­εισ­δύ­ουν μέ­σα στὴ σύγ­χρο­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ καὶ συγ­κρη­τι­στι­κὴ κοι­νω­νί­α μας καὶ προ­βάλ­λουν τὶς δι­ε­στραμ­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους μὲ τρό­πο πει­στι­κὸ καὶ ἑλ­κυ­στι­κό. Εἶ­ναι οἱ Πα­πι­κοὶ καὶ Οὐ­νί­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι, πα­ρὰ τὴν ἐμ­μο­νή τους σὲ σο­βα­ρὲς αἱ­ρε­τι­κὲς πλά­νες, δι­α­δί­δουν ὅ­τι δὲν ἔ­χου­με πολ­λὲς δι­α­φο­ρὲς καὶ συμ­με­τέ­χουν κά­πο­τε καὶ σὲ θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων, καὶ προ­σέρ­χον­ται ἀ­κό­μη καὶ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σουν! Εἶ­ναι οἱ Προ­τε­στάν­τες καὶ μά­λι­στα οἱ Πεν­τη­κο­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ δω­ρε­ὰν δι­α­νο­μὴ ἐν­τύ­πων καὶ βι­βλί­ων, μὲ ρα­δι­ο­φω­νι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς καὶ ἄλ­λες συ­στη­μα­τι­κὲς με­θό­δους προ­σπα­θοῦν ὕ­που­λα νὰ προ­ση­λυ­τί­σουν ἀ­νύ­πο­πτους συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἀ­κό­μη πιὸ ὕ­που­λοι εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ «Μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ» μὲ τὴν ἀν­τι­χρι­στι­α­νι­κὴ καὶ ἀν­τε­θνι­κὴ προ­πα­γάν­δα τους, ἀλ­λὰ καὶ οἱ 500 καὶ πλέ­ον νε­ο­φα­νεῖς αἱ­ρέ­σεις καὶ πα­ρα­θρη­σκεῖ­ες, ποὺ δροῦν ἀ­νε­νό­χλη­τες στὴν Πα­τρί­δα μας μὲ τὴ μορ­φὴ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κῶν, ἀν­θρω­πι­στι­κῶν ἢ κοι­νω­νι­κῶν σω­μα­τεί­ων, καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν, πολ­λὲς ἀ­π’ αὐ­τές, ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐ­ξάρ­τη­ση στοὺς ὀ­πα­δούς τους...
Ὁ κίν­δυ­νος εἶν­σι με­γά­λος. Ὅ­ποι­ος μπλε­χτεῖ στὰ δί­χτυ­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λυ­τρω­τι­κὸ χῶ­ρο τῆς χά­ρι­τός της. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Κυ­πρια­νός, «Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α»!
2. Γρη­γο­ρεῖ­τε!
Ποι­ὸ εἶ­ναι λοι­πὸν τὸ δι­κό μας χρέ­ος ἀ­πέ­ναν­τι στὸν ὁ­ρα­τὸ αὐ­τὸ κίν­δυ­νο τῶν αἱ­ρέ­σε­ων;
Τὸ πρῶ­το ποὺ χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι ἡ ἐ­γρή­γορ­ση. «Γρη­γο­ρεῖ­τε!», φώ­να­ζε τό­τε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς ποι­μέ­νες τῆς Ἐ­φέ­σου καὶ μέ­σῳ αὐ­τῶν σὲ ὅ­λους μας. Νὰ εἶ­στε ξύ­πνιοι, σὲ ἐ­πι­φυ­λα­κή. Εἶ­ναι λοι­πὸν ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ προ­σέ­χου­με καὶ μεῖς πο­λύ, γιὰ νὰ μὴ δε­χό­μα­στε τί­πο­τε αἱ­ρε­τι­κό. Ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζου­με τὶς τρο­φές, ὥ­στε νὰ μὴν εἶ­ναι ἀλ­λοι­ω­μέ­νες ἢ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νες, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀ­φεί­λου­με νὰ δι­α­φυ­λάτ­του­με τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα καὶ ἦ­θος ἀ­πὸ κά­θε ἀλ­λοί­ω­ση, νο­θεί­α καὶ πα­ρα­χά­ρα­ξη. Μό­νο ὅ,τι εἶ­ναι γνή­σιο κι ἀ­λη­θι­νό, ἔ­χει ἀ­ξί­α. Ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο εἶ­ναι ψεύ­τι­κο, ἄ­χρη­στο καὶ πο­λὺ βλα­βε­ρό!
Ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας, νὰ με­λε­τοῦ­με τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ κα­θὼς καὶ βι­βλί­α μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὥ­στε νὰ εἴ­μα­στε σὲ θέ­ση νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν ἀ­λή­θεια ἀ­πὸ τὴν πλά­νη. Μπο­ροῦ­με ἐ­πί­σης νὰ βροῦ­με κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­αι­ρε­τι­κὰ βι­βλί­α καὶ Ὀρ­θό­δο­ξες ἱ­στο­σε­λί­δες, ποὺ ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὶς πλά­νες τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καὶ τὴν ὕ­που­λη προ­ση­λυ­τι­στι­κὴ δρά­ση τους, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς νὰ εἴ­μα­στε ἐ­νη­με­ρω­μέ­νοι καὶ ἄλ­λους νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­φω­τί­ζου­με.
Ὁ Κύ­ριος μᾶς ζη­τᾶ νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἂν κά­τι ἀ­πο­στρε­φό­μα­στε δὲν εἶ­ναι οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, ἀλ­λὰ οἱ φρι­κτὲς αἱ­ρέ­σεις ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζουν καὶ ἡ δι­ά­σπα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­φέ­ρουν στὸ Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ἔ­δω­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στὸ θέ­μα «αἵ­ρε­ση» καὶ ἀ­γω­νί­στη­καν μὲ τὴν «σφεν­δό­νη τοῦ Πνεύ­μα­τος» καὶ ὅ­λες τους τὶς δυ­νά­μεις, ὥ­στε νὰ δι­ώ­ξουν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν ποί­μνη τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς «βα­ρεῖς καὶ λοι­μώ­δεις λύ­κους». Ἂς τοὺς πα­ρα­κα­λοῦ­με νὰ πρε­σβεύ­ουν καὶ γιὰ ὅ­λους ἐ­μᾶς, ὥ­στε νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ κι ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν πί­στη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ ἄ­γρυ­πνοι θε­μα­το­φύ­λα­κες τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς της.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.                            
           (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ’ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ Ι­ΟΥ­ΝΙΟΥ 2020


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ Ι­ΟΥ­ΝΙΟΥ 2020


6 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Πρὸ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς (Ψυ­χο­σάβ­βα­τον)
7 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝ­ΤΗ­ΚΟ­ΣΤΗΣ. Θε­ο­δό­του Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος τοῦ ἐν Ἀγ­κύ­ρᾳ
8 ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Ἀ­να­κο­μι­δὴ λει­ψά­νων Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στρα­τη­λά­του, Καλ­λι­ό­πης μάρ­τυ­ρος
14 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ Α­ΓΙ­ΩΝ ΠΑΝ­ΤΩΝ. Ἐ­λισ­σαί­ου Προ­φή­του καὶ Με­θο­δί­ου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ
21 ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Ἰ­ου­λια­νοῦ μάρ­τυ­ρος, Τε­ρεν­τί­ου ἐ­πι­σκό­που Ἰ­κο­νί­ου
24 ΤΕΤΑΡΤΗ Γε­νέ­σιον τοῦ Τι­μί­ου ἐν­δό­ξου Προ­φή­του Προ­δρό­μου καὶ Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, Πα­να­γι­ώ­του νε­ο­μάρ­τυ­ρος
28 ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν λει­ψά­νων Κύ­ρου καὶ Ἰ­ω­άν­νου τῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Παπ­πί­ου μάρ­τυ­ρος
29 ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΕ­ΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥ­ΛΟΥ τῶν Πρω­το­κο­ρυ­φαί­ων Ἀ­πο­στό­λων

     Ω­ΡΑ­ΡΙΟ Ι­ΟΥ­ΝΙΟΥ
Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ : 6.00 Μ.Μ.
ΟΡ­ΘΡΟΣ : 6.30 Π.Μ.



Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(24 ΜΑΪΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἐ­γέ­νε­το­  πο­ρευ­ο­μέ­νων ἡ­μῶν τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἰς  προ­σευ­χὴν παι­δί­σκην τι­νὰ ἔ­χου­σαν πνεῦ­μα Πύθωνος ἀ­παν­τῆ­σαι ἡ­μῖν͵ ἥ­τις ἐρ­γα­σί­αν πολ­λὴν πα­ρεῖ­χεν τοῖς κυ­ρί­οις αὐ­τῆς μαν­τευ­ο­μέ­νη. Αὕ­τη κα­τα­κο­λου­θοῦ­σα τῷ Πα­ύ­λῳ καὶ ἡ­μῖν ἔ­κρα­ζε λέ­γου­σα· Οὗ­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι δοῦ­λοι τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου εἰ­σίν͵ οἵ­τι­νες κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ὑ­μῖν ὁ­δὸν σω­τη­ρί­ας. Τοῦ­το δὲ ἐ­πο­ί­ει ἐ­πὶ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας. Δι­α­πο­νη­θεὶς δὲ Παῦ­λος καὶ ἐ­πι­στρέ­ψας τῷ πνεύ­μα­τι εἶ­πε· Πα­ραγ­γέλ­λω σοι ἐν ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξελ­θεῖν ἀπ᾿ αὐ­τῆς· καὶ ἐ­ξῆλ­θεν αὐ­τῇ τῇ ὥ­ρᾳ. Ἰ­δόν­τες δὲ οἱ κύ­ριοι αὐ­τῆς ὅ­τι ἐ­ξῆλ­θεν ἡ ἐλ­πὶς τῆς ἐρ­γα­σί­ας αὐ­τῶν ἐ­πι­λα­βό­με­νοι τὸν Παῦ­λον καὶ τὸν Σίλαν εἵλ­κυ­σαν εἰς τὴν ἀ­γο­ρὰν ἐ­πὶ τοὺς ἄρ­χον­τας͵ καὶ προ­σα­γα­γόν­τες αὐ­τοὺς τοῖς στρα­τη­γοῖς εἶ­πον· Οὗ­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κτα­ράσ­σου­σιν ἡ­μῶν τὴν πό­λιν Ἰ­ου­δαῖ­οι ὑ­πάρ­χον­τες͵ καὶ κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ἔ­θη ἃ οὐκ ἔ­ξε­στιν ἡ­μῖν πα­ρα­δέ­χε­σθαι οὐ­δὲ ποι­εῖν Ρω­μα­ί­οις οὖ­σι. Καὶ συ­νε­πέ­στη ὁ ὄ­χλος κατ᾿ αὐ­τῶν͵ καὶ οἱ στρα­τη­γοὶ πε­ρι­ρή­ξαν­τες αὐ­τῶν τὰ ἱ­μά­τια ἐ­κέ­λευ­ον ῥα­βδί­ζειν͵ πολ­λάς τε ἐ­πι­θέν­τες αὐ­τοῖς πλη­γὰς ἔ­βα­λον εἰς φυ­λα­κήν͵ πα­ραγ­γε­ί­λαν­τες τῷ δε­σμο­φύ­λα­κι ἀ­σφα­λῶς τη­ρεῖν αὐ­το­ύς· ὃς πα­ραγ­γε­λί­αν τοι­α­ύ­την εἰ­λη­φώς, ἔ­βα­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὴν ἐ­σω­τέ­ραν φυ­λα­κὴν καὶ τοὺς πό­δας ἠ­σφα­λί­σα­το αὐ­τῶν εἰς τὸ ξύ­λον. Κα­τὰ δὲ τὸ με­σο­νύ­κτιον Παῦ­λος καὶ Σίλας προ­σευ­χό­με­νοι ὕ­μνουν τὸν Θε­όν͵ ἐ­πη­κρο­ῶν­το δὲ αὐ­τῶν οἱ δέ­σμιοι· ἄφ­νω δὲ σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας ὥ­στε σα­λευ­θῆ­ναι τὰ θε­μέ­λια τοῦ δε­σμω­τη­ρί­ου͵ ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν τε πα­ρα­χρῆ­μα αἱ θύ­ραι πᾶ­σαι͵ καὶ πάν­των τὰ δε­σμὰ ἀ­νέ­θη. Ἔ­ξυ­πνος δὲ γε­νό­με­νος ὁ δε­σμο­φύ­λαξ καὶ ἰ­δὼν ἀ­νε­ῳγ­μέ­νας τὰς θύ­ρας τῆς φυ­λα­κῆς͵ σπα­σά­με­νος τὴν μά­χαι­ραν ἔ­μελ­λεν ἑ­αυ­τὸν ἀ­ναι­ρεῖν͵ νο­μί­ζων ἐκ­πε­φευ­γέ­ναι τοὺς δε­σμί­ους. Ἐ­φώ­νη­σε δὲ φω­νῇ με­γά­λῃ ὁ Παῦ­λος λέ­γων· Μη­δὲν πρά­ξῃς σε­αυ­τῷ κα­κόν· ἅ­παν­τες γάρ ἐ­σμεν ἐν­θά­δε. Αἰ­τή­σας δὲ φῶ­τα εἰ­σε­πή­δη­σε͵ καὶ ἔν­τρο­μος γε­νό­με­νος προ­σέ­πε­σεν τῷ Πα­ύ­λῳ καὶ τῷ Σίλᾳ͵ καὶ προ­α­γα­γὼν αὐ­τοὺς ἔ­ξω ἔ­φη· Κύριοι͵ τί με δεῖ ποι­εῖν ἵ­να σω­θῶ; Οἱ δὲ εἶ­πον· Πίστευσον ἐ­πὶ τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν͵ καὶ σω­θή­σῃ σὺ καὶ ὁ οἶ­κός σου. Καὶ ἐ­λά­λη­σαν αὐ­τῷ τὸν λό­γον τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ αὐ­τοῦ. Καὶ πα­ρα­λα­βὼν αὐ­τοὺς ἐν ἐ­κε­ί­νῃ τῇ ὥ­ρᾳ τῆς νυ­κτὸς ἔ­λου­σεν ἀ­πὸ τῶν πλη­γῶν͵ καὶ ἐ­βα­πτί­σθη αὐ­τὸς καὶ οἱ αὐ­τοῦ πάν­τες πα­ρα­χρῆ­μα͵ ἀ­να­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τοῦ πα­ρέ­θη­κε τρά­πε­ζαν͵ καὶ ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το πα­νοι­κεὶ πε­πι­στευ­κὼς τῷ Θε­ῷ.    
                                (Πρ. Ἀ­πο­στ.ιϚ΄[16] 16 – 34)

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
«Ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το πα­νοι­κὶ πε­πι­στευ­κὼς τῷ Θε­ῷ»
T­ὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς με­τα­φέ­ρει στὴν πό­λη τῶν Φι­λίπ­πων, μί­α ἀρ­χαί­α πό­λη τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, κον­τὰ στὴ ση­με­ρι­νὴ Κα­βά­λα. Στὴν πό­λη αὐ­τὴ ζοῦ­σε ἡ ἁ­γί­α Λυ­δί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρώ­τη ἑλ­κύ­σθη­κε στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη ἀ­πὸ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καὶ βα­πτί­στη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λη τὴν οἰ­κο­γέ­νειά της.
Ἀ­κο­λού­θη­σαν συγ­κλο­νι­στι­κὰ γε­γο­νό­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή: σύλ­λη­ψη, βα­σα­νι­στή­ρια, φυ­λά­κι­ση τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καὶ τοῦ Σί­λα καί, τέ­λος, ἡ θαυ­μα­στὴ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή τους, ποὺ ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νὰ προ­σελ­κυ­σθεῖ στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη καὶ ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας τῆς φυ­λα­κῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος βα­πτί­σθη­κε μα­ζὶ μὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Καὶ ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, «Ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το πα­νοι­κὶ πε­πι­στευ­κὼς τῷ Θε­ῷ». Αἰ­σθάν­θη­κε με­γά­λη χα­ρὰ ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας μα­ζὶ μὲ ὅ­λη τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του, δι­ό­τι εἶ­χαν πι­στέ­ψει στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια του μπο­ροῦ­σε πλέ­ον νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὴν πραγ­μα­τι­κὴ εὐ­τυ­χί­α!
Ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη οἰ­κο­γέ­νεια! Πό­θος, εὐ­χὴ καὶ προσ­δο­κί­α ὅ­λων. Ποι­οὶ εἶ­ναι ὅ­μως οἱ βα­σι­κοὶ πα­ρά­γον­τες ποὺ ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν τὴν εὐ­τυ­χί­α μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια;
1. Πί­στη καὶ εὐ­σέ­βεια
Ὁ πρῶ­τος βα­σι­κὸς πα­ρά­γον­τας τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς εὐ­τυ­χί­ας εἶ­ναι ἡ πί­στη στὸν Θε­ὸ καὶ ἡ εὐ­σέ­βεια. Στὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα εἴ­δα­με ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ δε­σμο­φύ­λα­κα πλημ­μύ­ρι­σε ἀ­πὸ χα­ρὰ καὶ ἀ­γαλ­λί­α­ση, ὅ­ταν πί­στε­ψε στὸν Θε­ό. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ βά­ση γιὰ τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ εὐ­τυ­χί­α: ὁ ζων­τα­νὸς σύν­δε­σμος μὲ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μό­νο Αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει εἰ­ρή­νη, χα­ρὰ καὶ εὐ­τυ­χί­α σὲ κά­θε σπί­τι.
Ὁ σύν­δε­σμος αὐ­τὸς ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­ταν τὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας προ­σεύ­χον­ται καὶ ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται τα­κτι­κά, τό­τε ἀν­τλοῦν χά­ρη καὶ δύ­να­μη γιὰ τὸν κα­θη­με­ρι­νό τους ἀ­γώ­να καὶ δι­α­τη­ροῦν στα­θε­ρὴ τὴν ἐλ­πί­δα τους στὸν Θε­ό. Κι ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται καὶ προ­σέρ­χον­ται στὸ Πο­τή­ριο τῆς Ζω­ῆς, στὴ θεί­α Κοι­νω­νί­α, πό­ση χα­ρὰ καὶ εἰ­ρή­νη θὰ αἰ­σθά­νον­ται στὴν ψυ­χή τους κα­θὼς θὰ εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὸν Σω­τή­ρα Χρι­στό!
Τὴν πί­στη στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν εὐ­σέ­βεια καλ­λι­ερ­γεῖ ἐ­πί­σης ἡ με­λέ­τη τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει σὲ κά­θε σπί­τι ὄ­χι μό­νο ὡς εὐ­λο­γί­α ἀλ­λὰ καὶ ὡς κα­θη­με­ρι­νὸ με­λέ­τη­μα καὶ ἐν­τρύ­φη­μα, ὥ­στε νὰ φω­τί­ζει καὶ νὰ ὁ­δη­γεῖ ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας στὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Ψαλ­μω­δὸς ση­μει­ώ­νει ὅ­τι τὰ λό­για τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τὰ «εὐ­φραί­νον­τα καρ­δί­αν» (Ψαλμ. ι­η΄[18] 9), δη­λα­δὴ αὐ­τὰ ποὺ χα­ρο­ποι­οῦν καὶ εὐ­φραί­νουν τὴν καρ­διὰ ὅ­σων τὰ τη­ροῦν. Εἶ­ναι λοι­πὸν εὐ­λο­γί­α ἀλ­λὰ καὶ ἀ­σφά­λεια γιὰ κά­θε οἰ­κο­γέ­νεια νὰ πο­ρεύ­ε­ται μὲ πί­στη στὸν Θε­ὸ καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος καὶ τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ εὐ­σέ­βεια.
2. Ἑ­νό­τη­τα καὶ ἀ­γά­πη
Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως κι ἕ­νας δεύ­τε­ρος βα­σι­κὸς πα­ρά­γον­τας γιὰ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ἡ ἑ­νό­τη­τα κι ἡ ἀ­γά­πη με­τα­ξὺ τῶν με­λῶν της.
Τὸ πό­σο ση­μαν­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια, τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με ἀ­πὸ τὸ τί ἐ­πι­κρα­τεῖ ὅ­ταν αὐ­τὴ ἀ­που­σιά­ζει: ἐ­κνευ­ρι­σμοί, δι­α­πλη­κτι­σμοί, γκρί­νια, πεῖ­σμα, κα­χυ­πο­ψί­α, ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­α καὶ ὅ,τι ἄλ­λο προ­κα­λεῖ ὁ ἐ­γω­ι­σμὸς τοῦ κα­θε­νός. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο: πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ χά­σμα ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης, δι­ογ­κώ­νε­ται καὶ κα­τα­λή­γει στὴν ὁ­ρι­στι­κὴ ρή­ξη: στὸ φο­βε­ρὸ δρά­μα τοῦ δι­α­ζυ­γί­ου.
Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη λοι­πὸν νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξὺ τῶν με­λῶν τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Γιὰ νὰ γί­νει αὐ­τὸ ὀ­φεί­λου­με ὅ­λοι νὰ κα­τα­πο­λε­μοῦ­με τὸν ἐ­γω­ι­σμό μας καὶ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ ὑ­περ­νι­κοῦ­με τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τά μας. Ὁ μέ­γας παι­δα­γω­γὸς ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος συμ­βου­λεύ­ει: Ἂς ἀ­σκού­μα­στε νὰ εἴ­μα­στε ἐ­πι­ει­κεῖς καὶ ἥ­με­ροι πρὸς ὅ­λους κι ἂς κα­τα­βάλ­λου­με κά­θε προ­σπά­θεια, ὥ­στε εἴ­τε δι­καί­ως εἴ­τε ἀ­δί­κως μᾶς κα­τη­γο­ρή­σουν, νὰ μὴν τὸ παίρ­νου­με κα­τὰ γράμ­μα, ἀλ­λὰ γιὰ ἕ­να πράγ­μα μό­νο νὰ φρον­τί­ζου­με: «κα­τα­σκευά­ζειν βα­θεῖ­αν εἰ­ρή­νην τῇ οἰ­κί­ᾳ», δη­λα­δὴ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­ζου­με βα­θιὰ εἰ­ρή­νη στὴν οἰ­κο­γέ­νεια (ΕΠΕ 3, 604). Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ καὶ ἐ­πεῖ­γον: νὰ κρα­τή­σου­με τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας δε­μέ­νη κι ἑ­νω­μέ­νη μὲ τὸν Κύ­ριο.
«Καὶ ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το πα­νοι­κὶ πε­πι­στευ­κὼς τῷ Θε­ῷ»
«Πα­νοι­κί»! Μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια νὰ πι­στεύ­ει στὸν Θε­ό! Τί εὐ­λο­γί­α! Στὸ βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων ἀλ­λὰ καὶ στὶς Ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­να­φέ­ρον­ται πολ­λὲς τέ­τοι­ες χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα μὲ ὁ­λό­κλη­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες Ἁ­γί­ων ἢ Μαρ­τύ­ρων. Τί με­γά­λη τι­μή! Ἡ μη­τέ­ρα, ὁ πα­τέ­ρας, τὰ παι­διά... ὅ­λοι Ἅ­γιοι! Μα­κά­ρι κι οἱ σύγ­χρο­νες οἰ­κο­γέ­νει­ες νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὸ πα­ρά­δειγ­μά τους καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γοῦν τὴν πί­στη στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν ἑ­νό­τη­τα ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη βά­ση γιὰ ζω­ὴ ἀ­λη­θι­νὰ χα­ρού­με­νη καὶ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη!   
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πα­ρά­γων ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν κ γε­νε­τῆς· κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλ­λ' ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τ ἔρ­γα το Θε­οῦ ν αὐ­τῷ. ἐ­μὲ δε ἐρ­γά­ζε­σθαι τ ἔρ­γα το πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. ὅ­ταν ἐν τ κό­σμῳ , φς εἰ­μι το κό­σμου. ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ κα ἐ­πο­ί­η­σε πη­λὸν κ το πτύ­σμα­τος, κα ἐ­πέ­χρι­σε τν πη­λὸν ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μοὺς το τυ­φλοῦ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ·ὕ­πα­γε νί­ψαι ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­άμ, ἑρ­μη­νε­ύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. ἀ­πῆλ­θεν ον κα ἐ­νί­ψα­το, κα ἦλ­θε βλέ­πων. Ο ον γε­ί­το­νες κα ο θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ν, ἔ­λε­γον· οχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος κα προ­σαι­τῶν; ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ· Πς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου ο ὀ­φθαλ­μοί; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σε κα ἐ­πέ­χρι­σέ μου τος ὀ­φθαλ­μοὺς κα εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­ὰμ κα νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δ κα νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. εἶ­πον ον αὐ­τῷ· πο ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; λέ­γει· οκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρς τος Φα­ρι­σα­ί­ους, τν πο­τε τυ­φλόν. ν δ σάβ­βα­τον ὅ­τε τν πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. πά­λιν ον ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν κα ο Φα­ρι­σαῖ­οι πς ἀ­νέ­βλε­ψεν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μο­ύς, κα ἐ­νι­ψά­μην, κα βλέ­πω. ἔ­λε­γον ον κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων τι­νές· οὗ­τος ἄν­θρω­πος οκ ἔ­στι πα­ρὰ το Θε­οῦ, ὅ­τι τ σάβ­βα­τον ο τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· πς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοια­ῦτα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; κα σχί­σμα ν ν αὐ­τοῖς. λέ­γου­σι τ τυ­φλῷ πά­λιν· σ τ λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; δ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. οκ ἐ­πί­στευ­σαν ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ν κα   ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τος γο­νεῖς αὐ­τοῦ το ἀ­να­βλέ­ψαν­τος κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; πς ον ἄρ­τι βλέ­πει; ἀ­πε­κρί­θη­σαν δ αὐ­τοῖς ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ κα εἶ­πον· οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν κα ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πς δ νν βλέ­πει οκ οἴ­δα­μεν, τς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. ταῦ­τα εἶ­πον ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τος Ἰ­ου­δα­ί­ους· ἤ­δη γρ συ­νε­τέ­θειν­το ο Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐ­τόν ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γέ­νη­ται. δι­ὰ τοῦ­το ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν ον κ δευ­τέ­ρου τν ἄν­θρω­πον ὃς ν τυ­φλὸς, κα εἶ­πον αὐ­τῷ· δς δό­ξαν τ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. ἀ­πε­κρί­θη ον ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πεν· ε ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν οκ  οἶ­δα· ν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ν ἄρ­τι βλέ­πω. εἶ­πον δ αὐ­τῷ πά­λιν· τί ἐ­πο­ί­η­σέ σοι; πς ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, κα οκ ἠ­κο­ύ­σα­τε· τ πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κο­ύ­ειν; μ κα ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν κα εἶ­πον· σ ε μα­θη­τὴς ἐ­κε­ί­νου· ἡ­μεῖς δ το Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν Θε­ός· τοῦ­τον δ οκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· ἐν γρ το­ύ­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, κα ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. οἴ­δα­μεν δ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οκ ἀ­κο­ύ­ει, ἀλ­λ' ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς κα τ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, το­ύ­του ἀ­κο­ύ­ει. κ το αἰ­ῶ­νος οκ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· ε μ ν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· ἐν ἁ­μαρ­τί­αις σ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, κα σ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; κα ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, κα εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· σ πι­στε­ύ­εις ες τν υἱ­ὸν το Θε­οῦ; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πε· κα τς ἐ­στι, Κριε, ἵ­να πι­στε­ύ­σω ες αὐ­τόν; εἶ­πε δ αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· κα ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν κα λα­λῶν με­τὰ σο ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. δ ἔ­φη· πι­στε­ύ­ω, Κριε· κα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.  
                           (Ἰ­ω­άν. θ΄[9] 1 – 38)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τῆς πό­λε­ως, εἶ­δε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού εἶ­χε γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Τό­τε οἱ μα­θη­τὲς του τὸν ρώ­τη­σαν: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸς ἁ­μάρ­τη­σε γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς τυ­φλός; Ἁ­μάρ­τη­σε ὁ ἴ­διος, ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­κό­μη μέ­σα στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας του, ἢ ἁ­μάρ­τη­σαν οἱ γο­νεῖς του καὶ τι­μω­ρεῖ­ται αὐ­τὸς γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Οὔ­τε αὐ­τὸς ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε οἱ γο­νεῖς του. Ἀλ­λὰ γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸς γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θοῦν μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῶν μα­τι­ῶν του τὰ ἔρ­γα πού ἐ­πι­τε­λεῖ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα το­ῦ Θε­οῦ. Ἐ­γώ, ὅ­σο ζῶ στὴ ζω­ὴ αὐ­τή, πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που τὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ, πού μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή, καὶ ὅ­πως στὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας στα­μα­τοῦν τὰ ἔρ­γα τους οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι καὶ τό­τε κα­νεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν οὔ­τε στιγ­μὴ νὰ χά­νω. Ἐ­φό­σον εἶ­μαι στὸν κό­σμο, εἶ­μαι φῶς τοῦ κό­σμου μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὰ θαύ­μα­τά μου. Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε αὐ­τά, ἔ­φτυ­σε κά­τω καὶ ἔ­κα­νε πη­λό, καί ἔ­χρι­σε μ᾿ αὐ­τὸν τὰ μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ. Καί δο­κι­μά­ζον­τας τὴν πί­στη τοῦ τυ­φλοῦ τοῦ εἶ­πε: Πή­γαι­νε, νί­ψου στὴ στέρ­να τοῦ Σι­λω­άμ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κό πού με­τα­φρά­ζε­ται «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὕ­στε­ρα λοι­πόν ἀ­πὸ τὴν ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ πῆ­γε ὁ τυ­φλός ἐ­κεῖ καί νί­φτη­κε, καὶ ἦλ­θε στὸ σπί­τι του μὲ μά­τια ὑ­γι­ῆ. Τό­τε οἱ γεί­το­νες κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν προ­η­γου­μέ­νως ὅ­τι ἦ­ταν τυ­φλός, ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸς πού κα­θό­ταν καὶ ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τους δι­α­βά­τες ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Με­ρι­κοὶ ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι. Ἄλ­λοι ὅ­μως ἔ­λε­γαν ὅ­τι δέν εἶ­ναι αὐ­τός, ἀλ­λά κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ μοιά­ζει. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ τυ­φλὸς πού πα­λι­ό­τε­ρα ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ βε­βαί­ω­ση αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ τόν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Πῶς θε­ρα­πεύ­θη­καν τὰ μά­τια σου; Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε πη­λὸ καὶ μοῦ ἄ­λει­ψε μ᾿ αὐ­τόν τά μά­τια καί μοῦ εἶ­πε: Πή­γαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψου. Πῆ­γα λοι­πὸν ἐ­κεῖ καὶ νί­φτη­κα, καί βρῆ­κα τὸ φῶς μου. Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ πού εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ τοῦ εἶ­παν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι: Ποῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος; Δὲν ξέ­ρω, τοὺς ἀ­πάν­τη­σε. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν τό­τε στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, αὐ­τὸν πού ἦ­ταν κά­πο­τε τυ­φλὸς καὶ εἶ­χε ἤ­δη θε­ρα­πευ­θεῖ ὁ­ρι­στι­κά. Ἡ ἡ­μέ­ρα μά­λι­στα πού ἔ­φτια­ξε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πη­λὸ καί τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν ὁ­δή­γη­σαν στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἄρ­χι­σαν κι αὐ­τοὶ νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν καὶ νὰ τὸν ρω­τοῦν πά­λι πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε καὶ βρῆ­κε τὸ φῶς του. Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς εἶ­πε: Αὐ­τὸς πού μὲ θε­ρά­πευ­σε μοῦ ἔ­βα­λε πη­λὸ πά­νω στὰ μά­τια μου καὶ με­τὰ ἐ­γώ πλύ­θη­κα καὶ βλέ­πω. Με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους Φα­ρι­σαί­ους ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δὲν τη­ρεῖ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς νὰ κά­νει τέ­τοι­α ἀ­πο­δει­κτι­κὰ καὶ ση­μα­δια­κὰ θαύ­μα­τα; Καὶ δι­α­φω­νοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Κι ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­φω­νί­α τους συ­νε­χι­ζό­ταν, ἄρ­χι­σαν πά­λι νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν τὸν τυ­φλό, καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: Ἐ­σύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό; Πρέ­πει νὰ ἀ­κου­στεῖ καὶ ἡ δι­κή σου γνώ­μη· δι­ό­τι τὰ δι­κά σου μά­τια θε­ρά­πευ­σε ἐ­κεῖ­νος κι ἐ­σύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον γνω­ρί­ζεις τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας σου. Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­γὼ λέ­ω ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ αὐ­τὸ πού ἔ­δω­σε γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ τυ­φλὸς πού θε­ρα­πεύ­θη­κε, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δυ­σα­ρε­στή­θη­καν. Δὲν ἐν­νο­οῦ­σαν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ φῶς του· ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ κα­λέ­σουν τοὺς γο­νεῖς τοῦ ἀν­θρώ­που αὐ­τοῦ πού ἀ­πέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώ­τη­σαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός σας, πού ἐ­πι­μέ­νε­τε νὰ βε­βαι­ώ­νε­τε ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός; Πῶς λοι­πόν, ἀ­φοῦ γεν­νή­θη­κε τυ­φλός, τώ­ρα βλέ­πει; Οἱ γο­νεῖς του τό­τε τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός μας καὶ ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός. Πῶς ὅ­μως τώ­ρα βλέ­πει δὲν ξέ­ρου­με. Ἢ ποι­ὸς τοῦ θε­ρά­πευ­σε καὶ τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ παι­δί, ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, καὶ συ­νε­πῶς ἀν­τι­λή­φθη­κε πῶς καὶ ἀ­πὸ ποι­ὸν ἔ­γι­νε ἡ θε­ρα­πεί­α του. Αὐ­τὸν λοι­πὸν ρω­τῆ­στε, αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συ­νέ­βη. Καὶ μί­λη­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ οἱ γο­νεῖς τοῦ τυ­φλοῦ, ἐ­πει­δή φο­βοῦν­ταν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἄρ­χον­τες, δι­ό­τι αὐ­τοί πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀ­πο­κη­ρυ­χθεῖ, νὰ ἀ­φο­ρι­σθεῖ καὶ νὰ ἀ­πο­δι­ω­χθεῖ ἀ­πό τή συ­να­γω­γὴ ὅ­ποι­ος θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν φο­βοῦν­ταν οἱ  γο­νεῖς του μή­πως ά­πο­διω­χθοῦν κι αὐ­τοὶ ἀ­πὸ τὴ συ­να­γω­γή, γι' αὐ­τὸ εἶ­παν ὅ­τι ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α ὁ γιός μας, αὐ­τὸν ρω­τῆ­στε.
 Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν τί­πο­τε ἀ­πό τούς γο­νεῖς τοῦ τυ­φλοῦ γιά νά δι­α­ψεύ­σουν τὴ θε­ρα­πεί­α του ἢ γιὰ νὰ κα­τα­κρί­νουν τόν Ἰ­η­σοῦ, κά­λε­σαν γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τὸν ἄν­θρω­πο πού ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ τοῦ εἶ­παν: Δό­ξα­σε τόν Θε­ό ὁ­μο­λο­γών­τας ὅ­τι πλα­νή­θη­κες καὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας τήν ἀ­λή­θεια γι᾿ αὐ­τὸν πού σὲ θε­ρά­πευ­σε. Ἐ­μεῖς λό­γῳ τῆς θέ­σε­ως καί τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός μας ξέ­ρου­με κα­λὰ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πού κα­τα­λύ­ει τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς δὲν τὸ ξέ­ρω, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­πο­φεύ­γω νὰ ἐκ­φρά­σω γνώ­μη γι᾿ αὐ­τό. Ξέ­ρω ὅ­μως κα­λά ἕ­να πράγ­μα, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­νῶ λί­γο πιὸ πρὶν ἤ­μουν τυ­φλός τώ­ρα βλέ­πω. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ πρώ­ην τυ­φλοῦ δὲν τοὺς ἄ­ρε­σε, τοῦ εἶ­παν πά­λι: Τί σοῦ ἔ­κα­νε; Πῶς σέ θε­ρά­πευ­σε καὶ πῶς σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια;  Μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γο σᾶς τὸ εἶ­πα, τούς ἀ­πάν­τη­σε, καὶ δὲν θε­λή­σα­τε νὰ προ­σέ­ξε­τε καὶ νὰ πα­ρα­δε­χθεῖ­τε ὅ,τι σᾶς εἶ­πα. Για­τί τώ­ρα θέ­λε­τε νὰ ἀ­κού­σε­τε πά­λι τά ἴ­δια; Μή­πως θέ­λε­τε κι ἐ­σεῖς νὰ γί­νε­τε μα­θη­τές του; Τό­τε τοῦ μί­λη­σαν ὑ­βρι­στι­κὰ καὶ πε­ρι­φρο­νη­τι­κά καί τοῦ εἶ­παν: Ἐ­σὺ εἶ­σαι μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου. Ἐ­μεῖς ὅ­μως εἴ­μα­στε μα­θη­τὲς τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­μεῖς, πού εἴ­μα­στε σπου­δα­σμέ­νοι καὶ ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νοι ἄρ­χον­τες τοῦ ἔ­θνους, ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός ἔ­χει μι­λή­σει στὸν Μω­υ­σῆ καὶ σὲ κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Αὐ­τὸς μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος καὶ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι καὶ ἀ­πό ποῦ στάλ­θη­κε. Τό­τε αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ γε­γο­νὸς προ­κα­λεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ ἔκ­πλη­ξη! Ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­σεῖς δὲν ξέ­ρε­τε τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ἐ­ὰν ἔ­χει στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος σὲ σᾶς μοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια. Εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στὸ καὶ τὸ ξέ­ρου­με ὅ­λοι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­κού­ει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν κά­ποι­ος σέ­βε­ται τὸν Θε­ὸ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μά του, αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­κού­ει.  Ἀ­πὸ τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος δὲν ἀ­κού­στη­κε πο­τὲ νὰ ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει κα­νεὶς μά­τια ἀν­θρώ­που πού νὰ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­γι­νε τέ­τοι­ο θαῦ­μα, καὶ αὐ­τὸς πού τὸ ἔ­κα­νε πρέ­πει νὰ ἔ­χει θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τί­πο­τε, οὔ­τε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ θαῦ­μα. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­καν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι: Ἐ­σὺ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν τύ­φλω­ση πού εἶ­χες ἀ­π᾿ τὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄ­θλιος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς κά­νεις τὸ δά­σκα­λο σέ μᾶς, πού εἴ­μα­στε οἱ πιὸ σπου­δαγ­μέ­νοι ἀ­π᾿ ὅ­λους τούς Ἰ­ου­δαί­ους; Καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω ἀ­π᾿ τὸν τό­πο πού συ­νε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σουν καὶ νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σουν νὰ συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στὶς λα­τρευ­τι­κὲς τε­λε­τὲς τοῦ να­οῦ.
Στὸ με­τα­ξὺ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω γιὰ τὴν παρ­ρη­σί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α δι­ε­κή­ρυτ­τε τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ ἀ­φοῦ τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα μὲ τοὺς ἄ­πι­στους Ἰ­ου­δαί­ους, πι­στεύ­εις στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ; Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός, Κύ­ρι­ε, γιὰ νὰ τὸν πι­στέ­ψω; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Μὰ τὸν ἔ­χεις κι­ό­λας δεῖ μὲ τὰ μά­τια σου. Αὐ­τὸς πού μι­λά­ει αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μα­ζί σου, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε. Καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ καὶ Κύ­ριο.­