Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(Ἀσώτου)
 (28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' ο πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί­ᾳ, κα κοι­λί­α τος βρώ­μα­σιν· δ Θε­ὸς κα τα­ύ­την κα ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τ δ σῶ­μα ο τ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τ Κυ­ρί­ῳ, κα Κριος τ σώ­μα­τι· δ Θε­ὸς κα τν Κριον ἤ­γει­ρε κα ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας ον τ μέ­λη το Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μ γέ­νοι­το. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τ πόρ­νῃ ν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γρ, φη­σίν, ο δύ­ο ες σάρ­κα μί­αν· δ κολ­λώ­με­νος τ Κυ­ρί­ῳ ν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τν πορ­νε­ί­αν. πν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς το σώ­μα­τός ἐ­στιν, δ πορ­νε­ύ­ων ες τ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς το ν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, ο ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, κα οκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δ τν Θε­ὸν ν τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν κα ν τ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι το Θε­οῦ. 
       (Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ  ΣΤΟ: «Τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστι»
ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ σοβαρὸ θέμα. Μᾶς λέγει ὅτι τὸ σῶμα μας δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς ἀλλὰ στὸν Θεό. Διότι «τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν», λέγει. Τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας. Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα τί σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιὰ εἶναι ἡ εὐθύνη μας γι' αὐτό.
1.    ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΣ
Τὸ σῶμα μας, τὸ δημιούργημα αὐτὸ τοῦ ἁγίου Θεοῦ, φέρει μέσα του ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς δημιουργίας του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ μέσα σ' αὐτὸ «ἐνεφύσησε... πνοὴν ζωῆς» (Γεν. β'[2] 7). Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασμένος, ἀμαύρωσε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν προορισμό του. Τώρα πλέον κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς δὲν φέρει ἀπλῶς μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Διότι τὸ σῶμα μας μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἐγκαινιάζεται ὡς ναὸς ἔμψυχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι μὲ τὸ Μυστήριο αὐτὸ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύθημεν» ( Γαλ. γ΄[3] 27). Ἐνδυθήκαμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκαμε μαζί του. Τώρα πλέον κάθε Χριστιανὸς φέρει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Μποροῦμε νὰ τὸ ἐννοήσουμε; Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς μας. Ὁ ἄπειρος Θεός, ποὺ δὲν χωράει σ' ὅλο τὸ σύμπαν, ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα μας. Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τοὺς τόσους διάσπαρτους σ' ὅλο τὸν κόσμο ἐπίγειους ἄψυχους ἱεροὺς Ναούς. Διότι τὸ σῶμα μας γίνεται πλέον ἔμψυχος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπιπλέον αὐτὸν τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ σώματός μας τὸν ἑξαγόρασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸν ἐπλήρωσε πανάκριβα μὲ τὸ ἀτίμητο Αἷμα του. Τὸν ναὸ αὐτὸ τοῦ σώματός μας τὸν στόλισε καὶ τὸν λάμπρυνε μὲ τὰ πλούσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸν ναὸ αὐτὸ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ τὸν λειτουργοῦμε καὶ νὰ τὸν καθιστοῦμε ἱερόν, ὅπως τὴν Ἁγία Τράπεζα, κάθε φορὰ ποὺ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» προσερχόμαστε στὸ Μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Διότι ἔτσι ἔχουμε «τὸν Χριστὸν... κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ἐφ. γ'[3] 17), καὶ γινόμεθα ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέγει μία εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὅταν δηλαδὴ κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τὸ σῶμα μας κατοικητήριό του.
2.  ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΣ
Ἐφόσον λοιπὸν τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς οὔτε στὴν ἁμαρτία βέβαια. Ἀνήκει στὸν Θεό. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν μὲ τὸ ἱερὸ αὐτὸ σῶμα μας, ἀντὶ νὰ ἁγιαζόμαστε, νὰ ἁμαρτάνουμε; Πῶς τολμοῦμε νὰ τὸ κάνουμε κατοικητήριο δαιμόνων, αὐτὸ ποὺ εἶναι θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μποροῦμε νὰ ὁδηγοῦμε τὸ σῶμα μας στὴν κόλαση, ἐνῶ εἶναι προωρισμένο για τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση; Δὲν ἔχουμε δικαίωμα τὸ θεόπλαστο αὐτὸ σῶμα μας νὰ τὸ φθείρουμε. Ἀλλὰ ἔχουμε καθῆκον «παραστῆσαι τὰ σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ'[12] 1). Νὰ θυσιάζουμε δηλαδὴ στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς μας χάριν τοῦ Θεοῦ μας κάθε πάθος καὶ ἁμαρτία. Καὶ ἐπιπλέον, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση νὰ τὸ καθαρίζουμε διαρκῶς. Νὰ καθαρίζουμε τὸν ἔμψυχο αὐτὸ ναὸ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ» (Β' Κορ. ζ'[7] 1). Καὶ ἔτσι τὸν καθαρὸ καὶ ὑπέρλαμπρο αὐτὸ ναὸ τοῦ σώματός μας νὰ τὸν εὐπρεπίζουμε καθημερινὰ μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τοῦ φωτός. Νὰ τὸν λαμπρύνουμε καὶ νὰ τὸν ἁγιάζουμε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐδῶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο διότι εἶναι κατοικητήριό του, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ναὸς λατρείας τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Ὅπως δηλαδὴ στοὺς φυσικοὺς Ναοὺς ἀναπέμπονται προσευχὲς καὶ δεήσεις, θυμιάματα καὶ ψαλμωδίες, ἔτσι καὶ στὸν ἔμψυχο ναὸ τοῦ σώματός μας θὰ πρέπει νὰ ἀναπέμπουμε καθημερινὰ προσευχὲς καὶ δεήσεις λατρεύοντας ἀκαταπαύστως τὸν ἅγιο Θεὸ «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Ἐφ. ε'[5] 19). Νὰ τὸν λατρεύουμε ὄχι μόνο μὲ τοὺς ὕμνους μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή μας. Νὰ τὸν δοξάζουμε «ἐν τῷ σώματι ἡμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ἡμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί. M' αὐτὸ τὸ ἱερὸ σῶμα μας θὰ ἀναστηθοῦμε, μ' αὐτὸ καὶ θὰ κριθοῦμε. Ἂς τὸ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο, ὅπως μᾶς τὸ παρέδωσε ὁ Θεὸς κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμά μας, ὥσπου μιὰ μέρα μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ ἅγιο καὶ ἱερό.
 (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
       
   ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐνέγκαν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελθεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐξελθὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.                 
             (Λου­κᾶ ι­ε΄ [15] 11 – 32 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος αὐ­τή τήν πα­ρα­βο­λή: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ὁ Θε­ὸς δη­λα­δή, εἶ­χε δύ­ο γι­ούς. Ὁ μι­κρό­τε­ρος γι­ὸς εἰ­κο­νί­ζει τὸν ἀ­πο­στά­τη ἁ­μαρ­τω­λό, πού φεύ­γει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ καὶ τὴν προ­στα­σί­α τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου Πα­τρός. Εἶ­πε λοι­πὸν ὁ μι­κρό­τε­ρος γιός στόν πα­τέ­ρα του: Πα­τέ­ρα, δώ­σ' μου τὸ με­ρί­διο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πού μοῦ ἀ­νή­κει. Καὶ ὁ πα­τέ­ρας μοί­ρα­σε καί στούς δυ­ό γι­οὺς τὴν πε­ρι­ου­σί­α. Ὁ Θε­ὸς δη­λα­δὴ καί στόν ἁ­μαρ­τω­λό πού θέ­λει νὰ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­π' αὐ­τὸν δί­νει τὰ μέ­σα τῆς συν­τη­ρή­σε­ώς του καὶ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά πνευ­μα­τι­κά καί ὑ­λι­κὰ χα­ρί­σμα­τα πού θὰ τὸν ἔ­κα­ναν πνευ­μα­τι­κά εὐ­τυ­χι­σμέ­νο, ἐ­ὰν αὐ­τὸς δὲν τὰ κα­τα­σπα­τα­λοῦ­σε. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γες μέ­ρες ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς μά­ζε­ψε ὅ­λα ὅ­σα τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­τέ­ρας του καὶ τα­ξί­δε­ψε σὲ χώ­ρα μα­κρι­νή. Ἐ­κεῖ δι­α­σκόρ­πι­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του κά­νον­τας μι­ὰ ζω­ὴ ἄ­σω­τη καὶ ἀ­κό­λα­στη. Ἔ­τσι καὶ κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸς ἐ­ξαι­τί­ας τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­π' αὐ­τόν. Καὶ μὲ τὴν κα­τά­χρη­ση τῶν χα­ρι­σμά­των πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τὴρ ἐ­ξα­χρει­ώ­νε­ται καὶ δι­α­φθεί­ρε­ται. Ὅ­ταν ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς ξό­δε­ψε ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε, ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴ χώ­ρα ἐ­κεί­νη, κι αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε νὰ στε­ρεῖ­ται. Κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸς δη­λα­δὴ δὲν ἔ­χει ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν ἀ­θλι­ό­τη­τα καὶ τὸ κε­νὸ πού δη­μι­ουρ­γεῖ στὴν καρ­διά του ἡ ἄ­σω­τη ζω­ὴ καὶ ἡ στέ­ρη­ση τῆς θεί­ας πα­ρη­γο­ριᾶς. Καὶ ὁ ἄ­σω­τος γι­ὸς ἐ­ξαι­τί­ας τῶν στε­ρή­σε­ων καὶ τῆς πεί­νας του πῆ­γε σ' ἕ­ναν ἀ­πό τούς πο­λί­τες ἐ­κεί­νης τῆς χώ­ρας, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν προ­σέ­λα­βε ὡς δοῦ­λο. Καὶ τὸν ἔ­στει­λε στὰ χω­ρά­φια του νὰ βό­σκει χοί­ρους, ζῶ­α δη­λα­δὴ ἀ­κά­θαρ­τα, πού προ­κα­λοῦ­σαν τὴν ἀ­η­δί­α καὶ τὴν ἀ­πο­στρο­φὴ σ' ἕ­ναν Ἰ­ου­δαῖ­ο, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ός. Σὲ τί ἐ­ξευ­τε­λι­σμὸ κα­ταν­τᾶ καὶ πό­σο χά­νει τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά του ὁ τα­λαί­πω­ρος ἁ­μαρ­τω­λός! Καὶ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς νὰ γε­μί­σει τὴν κοι­λιά του μὲ τὰ ξυ­λο­κέ­ρα­τα πού ἔ­τρω­γαν οἱ χοῖ­ροι. Μὰ κα­νεὶς δὲν τοῦ ἔ­δι­νε, δι­ό­τι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες πού ἔ­κα­ναν τὴ δι­α­νο­μὴ πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μὲ προ­σο­χὴ νὰ μὴν μεί­νουν χω­ρὶς τρο­φὴ οἱ χοῖ­ροι. Σὲ κά­ποι­α ὅ­μως στιγ­μὴ αὐ­τὸς ἦλ­θε στὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὴ μέ­θη καὶ τὴν τρέ­λα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ εἶ­πε: Πό­σοι μι­σθω­τοὶ ἐρ­γά­τες τοῦ πα­τέ­ρα μου ἔ­χουν ἄ­φθο­νο καὶ πε­ρίσ­σιο ψω­μί, ἐ­νῶ ἐ­γώ κιν­δυ­νεύ­ω νὰ πε­θά­νω ἀ­πὸ τὴν πεί­να! Τὸ πρῶ­το βῆ­μα δη­λα­δὴ τῆς με­τα­νοί­ας τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ εἶ­ναι ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­θλι­ό­τη­τάς του. Με­τὰ τὴ συ­ναί­σθη­ση αὐ­τὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἀ­πό­φα­ση. Θὰ ση­κω­θῶ, λέ­ει ὁ ἄ­σω­τος, καὶ θὰ πά­ω στὸν πα­τέ­ρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νό. (Δι­ό­τι ἐ­κεῖ οἱ ἄγ­γε­λοι ἐ­κτε­λοῦν μὲ εὐ­λά­βεια τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, καὶ ὅ­πως ὑ­πα­κοῦν αὐ­τοί, ἔ­τσι ἀ­ξι­ώ­νουν καὶ ὅ­λα τὰ κτί­σμα­τα νὰ ὑ­πα­κοῦν σ' αὐ­τό, καὶ λυ­ποῦν­ται γι­ὰ τὴν ἀ­πο­στα­σί­α κά­θε ἄν­θρω­που). Ἁ­μάρ­τη­σα καὶ σὲ σέ­να, δι­ό­τι πε­ρι­φρό­νη­σα τὴ στορ­γή σου καὶ δὲν λο­γά­ρια­σα τὴ λύ­πη πού δο­κί­μα­ζες ὅ­ταν ἔ­φευ­γα μα­κριά σου. Δὲν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γι­ός σου. Δὲν ζη­τῶ νὰ προσ­λη­φθῶ οὔ­τε ὡς μό­νι­μος δοῦ­λος σου πα­ρα­μέ­νον­τας δια­ρκῶς στὸ σπί­τι σου. Κά­νε με σάν ἕ­ναν ἀ­πό τους μι­σθω­τοὺς ἐρ­γά­τες σου.
Καὶ ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἀ­πό­φα­ση ἄρ­χι­σε νὰ ἐ­νερ­γο­ποιεῖ­ται. Ὁ ἄ­σω­τος ση­κώ­θη­κε καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ πά­ει στόν πα­τέ­ρα του. Κι ἐ­νῶ βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη μα­κριά, τὸν εἶ­δε ὁ πα­τέ­ρας του καὶ τὸν σπλα­χνί­σθη­κε. Ἔ­τρε­ξε τό­τε γι­ὰ νά τόν προ­ϋ­παν­τή­σει, ἔ­πε­σε στὸν τρά­χη­λό του, τὸν ἀγ­κά­λια­σε σφι­χτὰ καὶ τὸν κα­τα­φι­λοῦ­σε μὲ στορ­γή. Ὁ Θε­ός δη­λα­δή ὄ­χι μό­νο δέ­χε­ται τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ πού με­τα­νο­εῖ καὶ ἐ­πι­στρέ­φει κον­τά του, ἀλ­λά καὶ προ­τοῦ ἀ­κό­μη πλη­σιά­σει ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, σπεύ­δει νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σει, καί τὸν ἀγ­κα­λιά­ζει μὲ στορ­γή. Ἐ­νῶ λοι­πὸν ὁ Πα­τέ­ρας ἔ­δει­ξε τέ­τοι­α στορ­γὴ κι ἐ­νῶ ἀ­κο­λού­θη­σε μι­ὰ τό­σο θερ­μὴ συν­δι­αλ­λα­γή, ὁ γι­ὸς συν­τε­τριμ­μέ­νος ἔ­κα­νε τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του λέ­γον­τας: Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ σὲ σέ­να καὶ δέν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γι­ός σου. Ὁ πα­τέ­ρας τό­τε τὸν δι­έ­κο­ψε καὶ εἶ­πε στούς δού­λους του: Βγάλ­τε ἔ­ξω τὴν πι­ὸ κα­λὴ φο­ρε­σιὰ ἀ­π' ὅ­σες ἔ­χου­με, σὰν αὐ­τὴ πού φο­ροῦ­σε πρὶν φύ­γει ἀ­π’ τό σπί­τι μου. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τός, στὴν κα­τά­στα­ση πού εἶ­ναι, θά ντρέ­πε­ται νὰ τὴν φο­ρέ­σει, ντύ­στε τὸν ἐ­σεῖς, γιά νά μήν εἶ­ναι πλέ­ον γυ­μνὸς καὶ κου­ρε­λιά­ρης. Καὶ δῶ­στε του δα­χτυ­λί­δι νὰ τὸ φο­ρά­ει στὸ χέ­ρι του, ὅ­πως φο­ροῦν οἱ κύ­ριοι καὶ οἱ ἐ­λεύ­θε­ροι. Δῶ­στε του καὶ ὑ­πο­δὴ­μα­τα στά πό­δια του, γιὰ νὰ μὴν περ­πα­τᾶ ξυ­πό­λυ­τος ὅ­πως οἱ σκλά­βοι. Τὸν ἀ­πο­κα­θι­στῶ δη­λα­δὴ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στὴ θέ­ση καὶ στὰ δι­και­ώ­μα­τα πού εἶ­χε πρὶν ἀ­σω­τεύ­σει. Καὶ φέρ­τε καὶ σφάξ­τε ἐ­κεῖ­νο ἀ­πὸ τὰ μο­σχά­ρια πού τὸ τρέ­φου­με ξε­χω­ρι­στὰ γι­ὰ κά­ποι­α χαρ­μό­συ­νη καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­στα­ση. Ἂς φᾶ­με λοι­πόν, ἂς χα­ροῦ­με καὶ ἄς δι­α­σκε­δά­σου­με μὲ τρα­γού­δια καὶ μὲ χο­ρούς, δι­ό­τι ὁ γι­ός μου αὐ­τὸς μέ­χρι πρὶν ἀ­πὸ λί­γο ἦ­ταν νε­κρός, καί ἀ­να­στή­θη­κε· ἦ­ταν χα­μέ­νος, καὶ βρέ­θη­κε. Καί ἄρ­χι­σαν νὰ εὐ­φραί­νον­ται.
Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὅ­μως γι­ός, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­μοια­ζαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι, ἦ­ταν στὸ χω­ρά­φι. Καὶ κα­θὼς ἐρ­χό­ταν καί πλη­σί­α­ζε στὸ σπί­τι, ἄ­κου­σε ὄρ­γα­να καὶ τρα­γού­δια καί χο­ρούς. Κά­λε­σε λοι­πὸν ἕ­ναν ἀ­πό τους ὑ­πη­ρέ­τες πού στε­κό­ταν ἀ­π’ ἔ­ξω, καὶ ρω­τοῦ­σε νὰ μά­θει τί συμ­βαί­νει, τί τά­χα νὰ σή­μαι­ναν ὅ­λα αὐ­τά. Κι αὐ­τὸς τοῦ εἶ­πε: Γύ­ρι­σε ὁ ἀ­δελ­φός σου, καὶ ὁ πα­τέ­ρας σου ἔ­σφα­ξε τὸ κα­λο­θρεμ­μέ­νο μο­σχά­ρι, δι­ό­τι τοῦ γύ­ρι­σε πά­λι πί­σω γε­ρὸς καὶ ὑ­γι­ής. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὅ­μως γι­ὸς θύ­μω­σε καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι. (Ἔ­τσι συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι, πού σκαν­δα­λί­ζον­ταν ὅ­ταν ἔ­βλε­παν τὸν Κύ­ριο νὰ συ­να­να­στρέ­φε­ται καὶ νὰ δι­δά­σκει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς). Ὁ πα­τέ­ρας του λοι­πὸν βγῆ­κε ἔ­ξω καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε μὲ τὴν ἴ­δια στορ­γὴ πού δέ­χθη­κε τὸ νε­ό­τε­ρο γι­ό του. Ἀλ­λά ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γι­ὸς ἀ­πο­κρί­θη­κε στὸν πα­τέ­ρα του: Τό­σα χρό­νια εἶ­μαι στὴ δού­λε­ψή σου καὶ πο­τὲ δὲν πα­ρά­κου­σα κά­ποι­α προ­στα­γή σου· καὶ πα­ρό­λα αὐ­τὰ δὲν μοῦ ἔ­δω­σες πο­τὲ οὔ­τε ἕ­να κα­τσι­κά­κι γι­ὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σω μὲ τοὺς φί­λους μου. (Πό­σο πλα­νᾶ­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γιός! Ἐ­άν ὑ­πῆρ­ξε τό­σο πει­θαρ­χι­κὸς στὸν πα­τέ­ρα του, πῶς τώ­ρα τὸν πα­ρα­κού­ει μὲ τέ­τοι­ο πεῖ­σμα; Καὶ πό­τε ζή­τη­σε κα­τσι­κά­κι ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του, κι ἐ­κεῖ­νος δὲν τοῦ ἔ­δω­σε;­). Ὅ­ταν ὅ­μως ἦλ­θε ὁ προ­κομ­μέ­νος αὐ­τὸς γι­ός σου, πού κα­τα­σπα­τά­λη­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α σου μὲ πόρ­νες, ἔ­σφα­ξες γι' αὐ­τὸν τὸ κα­λύ­τε­ρο μο­σχά­ρι πού τὸ εἴ­χα­με θρε­φτά­ρι. (Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γι­ὸς με­τα­χει­ρί­στη­κε τὴν ἀ­λα­ζο­νι­κὴ γλώσ­σα τῶν Φα­ρι­σαί­ων, πού πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ νό­μι­ζαν ὅ­τι μό­νο αὐ­τοὶ ἦ­ταν δί­και­οι καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­χαν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ). Ὁ πα­τέ­ρας τό­τε τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, ἐ­σύ εἶ­σαι πάν­το­τε μα­ζί μου. Κι ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω, δι­κά σου εἶ­ναι. Ἔ­πρε­πε λοι­πὸν κι ἐ­σύ νὰ εὐ­φραν­θεῖς καὶ νὰ χα­ρεῖς, δι­ό­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου αὐ­τός, γι­ὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τό­ση πε­ρι­φρό­νη­ση μι­λᾶς, ἦ­ταν νε­κρός, καὶ ἀ­να­στή­θη­κε. Ἦ­ταν χα­μέ­νος, καὶ βρέ­θη­κε.