Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(28 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ἀ­πὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἐ­δου­λώ­θη­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Ἀν­θρώ­πι­νον λέ­γω διὰ τὴν ἀ­σθέ­νειαν τῆς σαρ­κὸς ὑ­μῶν. Ὥ­σπερ γὰρ πα­ρε­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ ἀ­κα­θαρ­σί­ᾳ καὶ τῇ ἀ­νο­μί­ᾳ εἰς τὴν ἀ­νο­μί­αν, οὕ­τω νῦν πα­ρα­στή­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν δοῦ­λα τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ εἰς ἁ­για­σμόν. Ὅ­τε γὰρ δοῦ­λοι ἦ­τε τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἐ­λε­ύ­θε­ροι ἦ­τε τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ. Τί­να οὖν καρ­πὸν εἴ­χε­τε τό­τε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐ­παι­σχύ­νε­σθε; τὸ γὰρ τέ­λος ἐ­κε­ί­νων θά­να­τος. Νυ­νὶ δὲ ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τες ἀ­πὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δου­λω­θέν­τες δὲ τῷ Θε­ῷ ἔ­χε­τε τὸν καρ­πὸν ὑ­μῶν εἰς ἁ­για­σμόν, τὸ δὲ τέ­λος ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Τὰ γὰρ ὀ­ψώ­νια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας θά­να­τος, τὸ δὲ χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ ζω­ὴ αἰ­ώ­νιος ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν.
                                   (Ρωμ. στ΄[6] 18 – 23)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἀφοῦ ἐ­λευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, γί­να­τε δοῦ­λοι στὴν ἀ­ρε­τή. Με­τα­χει­ρί­ζο­μαι ἀν­θρώ­πι­νο τρό­πο ἐκ­φρά­σε­ως ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ώς σας, ἡ ὁποία εἶ­ναι ἀ­κό­μα σαρ­κι­κὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἡ ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς σᾶς φαί­νε­ται δου­λεί­α. Ὅ­πως δη­λα­δὴ προ­σφέ­ρα­τε τὰ μέ­λη σας σκλά­βα στὴν ἁ­μαρ­τί­α, πού κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­κά­θαρ­το καὶ πα­ρα­βά­τη τοῦ νό­μου, γιὰ νὰ δι­α­πράττετε τὴν ἀ­νο­μί­α, ἔ­τσι τώ­ρα νὰ προ­σφέ­ρε­τε τὰ μέ­λη σας δοῦλα στὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή, γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­ε­τε σὲ ἁ­γι­ό­τη­τα. Ἡ δου­λεί­α ὅ­μως αὐ­τὴ στὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι σκλα­βιὰ ἀλλά ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἤ­σα­σταν δοῦ­λοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἤ­σα­σταν βέ­βαι­α ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὄ­χι ὑ­πο­ταγ­μέ­νοι στὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἀ­ρε­τή, ἀλλά σᾶς ρω­τῶ: Ποι­ὰ ὠ­φέ­λεια λοι­πὸν εἴ­χα­τε τό­τε ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γιὰ τὰ ὁ­ποῖα τώ­ρα, ὅ­ταν τὰ θυ­μά­στε, ντρέ­πε­στε; Κα­μί­α. Εἴ­χα­τε ἀν­τί­θε­τα βλά­βη με­γά­λη, δι­ό­τι τὸ τε­λι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἔρ­γων ἐ­κεί­νων εἶ­ναι θά­να­τος πνευ­μα­τι­κός. Τώ­ρα ὅ­μως πού ἐ­λευ­θε­ρω­θή­κα­τε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ ὑ­πο­δου­λώ­σα­τε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὸ Θε­ό, ἔ­χε­τε βέ­βαι­ο κέρ­δος τὴν πρό­ο­δο στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα, καὶ τε­λι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Δὲν εἶναι λοιπόν πραγματική ἐλευθερία ἡ ὑ­πο­τα­γή σας στὸ Θε­ό; Ναί. Τό­τε ἤ­σα­σταν δοῦ­λοι δυ­στυ­χι­σμέ­νοι, διότι ὁ μι­σθὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁ­μαρ­τί­α πλη­ρώ­νει τούς δούλους της εἶναι ὁ θά­να­τος. Ἀν­τί­θε­τα τὸ δῶ­ρο πού δίνει ὁ Θεός στοὺς δού­λους του εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁποία ἀποκτοῦμε μὲ τὴν ἕ­νω­σή μας μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τόν Κύριό μας.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς Κα­περ­να­οὺμ, προ­σῆλ­θεν αὐ­τῷ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, πα­ρα­κα­λῶν αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βλη­ται ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ πα­ρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βα­σα­νι­ζό­με­νος. Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ἐ­γὼ ἐλ­θὼν θε­ρα­πε­ύ­σω αὐ­τόν. Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἔ­φη· Κύριε, οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς ἵ­να μου ὑ­πὸ τὴν στέ­γην εἰ­σέλ­θῃς· ἀλ­λὰ μό­νον εἰ­πὲ λό­γῳ, καὶ ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐ­γὼ ἄν­θρω­πός εἰ­μι ὑ­πὸ ἐ­ξου­σί­αν, ἔ­χων ὑπ᾿ ἐ­μαυ­τὸν στρα­τι­ώ­τας, καὶ λέ­γω το­ύ­τῳ, Πο­ρε­ύ­θη­τι, καὶ πο­ρε­ύ­ε­ται· καὶ ἄλ­λῳ, Ἔρ­χου, καὶ ἔρ­χε­ται· καὶ τῷ δο­ύ­λῳ μου, Πο­ί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποι­εῖ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἐ­θα­ύ­μα­σε, καὶ εἶ­πε τοῖς ἀ­κο­λου­θοῦ­σιν· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, οὐ­δὲ ἐν τῷ ᾿Ισ­ρα­ὴλ το­σα­ύ­την πί­στιν εὗ­ρον. Λέγω δὲ ὑ­μῖν, ὅ­τι πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν ἥ­ξου­σι, καὶ ἀ­να­κλι­θή­σον­ται με­τὰ ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ ᾿Ι­σα­ὰκ καὶ ᾿Ι­α­κὼβ ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν· οἱ δὲ υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Καὶ εἶ­πεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τῷ Ἑ­κα­τον­τάρ­χῳ· Ὕ­πα­γε, καὶ ὡς ἐ­πί­στευ­σας γε­νη­θή­τω σοι. Καὶ ἰ­ά­θη ὁ παῖς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ὥ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ.
                                         (Ματθ. η΄[8] 5 - 13)

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΞΙΟΣ ν λθεις στ σπίτι μου, ν εἰσέλθεις κάτω ἀπό τν στέγη τς οκίας μου.
Ὁ ἄνθρωπος πο λέγει ατ τ λόγια δν εναι κἄν βραος. Εναι Ρωμαος ξιωματικός. κατόνταρχος. Κα πλησιάζει τν Κύριο μ να ατημα γι να δοῦλο του, ὁ ὁποῖος ταν παράλυτος κα πέφερε φρικτ «δεινς βασανιζμενος». Παρακαλε δ τν Κύριο ν θεραπεύσει τν σθενή. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος προθυμοποιεῖται ν πάει στ σπίτι του γιά νά θεραπεύσει τν ρρωστο δοῦλο, ὁ Ἑκατόνταρχος ρνεται λέγοντας τ λόγια ατ μ τ ὁποῖα ρχίσαμε: «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανς ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθεις».
Λόγια θαυμαστά! Δν εμαι ξιος ν λθεις στ σπίτι μου, Κύριε, ἀλλά πς να μόνο λόγο κα θ γίνει καλ ὁ δολος μου. Ἀφοῦ ἐγώ, πο εμαι ἄνθρωπος ὑπό τήν ἐξουσία νωτέρων μου, χοντας κάτω ἀπό τν ἐξουσία μου να τμμα στρατιωτν, λέγω στν να «πήγαινε» κα πηγαίνει, κα στν λλον «λα» κα ρχεται, κα στν δοῦλο μου «κάνε ατ» κα τ κάνει, πολ περισσότερο μπορεῖς Ἐσύ μ μία Σου ἐντολή νά θεραπαύσεις τν δοῦλο μου.
Ὁ ἄνθρωπος εχε πίστη σπάνια. Πίστευε ὅτι ὁ Κύριος μποροσε ν θεραπεύσει μ να μόνο λόγο Του, κα μάλιστα ν θεραπεύσει ἐξ ποστάσεως.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΥΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ δικαίως πέσπασε τν παινο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος κπληκτος εἶπε ὅτι τόσο θερμή πίστη δέν εἶχε βρεῖ οὔτε μεταξ τν βραίων. Κα συνεπλήρωσε τονίζοντας ὅτι τελικ στ Βασιλεία τοῦ Θεο θ βρεθον πολλο τέτοιοι πιστο ἄνθρωποι ἀπό μακρινος τόπους, «ἀπό νατολν κα δυσμν», κα θ ἀξιωθοῦν ν πολαύσουν ατ τ Βασιλεία μαζ μ τς μεγάλες μορφς τν Πατριαρχν βραάμ, σακ κα ακώβ. ν ντίθετα «ο υἱοί τς βασιλείας», οἱ βραοι, πο ἦσαν πόγονοι τν μεγάλων Πατριαρχν κα θ ἔπρεπε κανονικ ν κληρονομήσουν τ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά πεταχθοῦν «ες τ σκότος τ ξώτερον», στ σκοτάδι τς κολάσεως, ἐκεῖ ὅπου θά ὑπάρχει μόνο «ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμς τν δόντων», τ κλάμα κα τ τρίξιμο τν δοντιν.
Φοβερ τ λόγια τοῦ Κυρίου. Ν σωθον ἄνθρωποι πο λάτρευαν τ εδωλα κα ν κολασθον αὐτοί πού εἶχαν τν πατροπαράδοτη πίστη στόν ἀληθινό Θεό! Κα ἄν ατ ἴσχυε γι τος βραίους τότε, μπορε κανείς νά φαντασθεῖ πόσο μεγαλύτερη σημασία ἔχει γιά μᾶς τος Χριστιανούς. Πόσο φοβερό θ εναι ν πεταχθοῦμε ἐμεῖς ξω ἀπό τή χαρά καί μακαριότητα τς θείας Βασιλείας κα ν βρεθομε «ες τ σκότος τ ξώτερον».
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ το Κυρίου πευθύνονται καί πάλιν στό Ἑκατόνταρχο. Πήγαινε, τοῦ λέγει. Πήγαινε στ σπίτι σου. Κα ὅπως πίστευσες, τσι ς γίνει. Κα πραγματικ ἐκείνη τήν ἴδια στιγμή ὁ δοῦλος τοῦ κατόνταρχου γινε καλά. Κατ τν πίστη του! Τν τόσο θερμ κα ἀπόλυτη.
ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἡ φράση τοῦ κατόνταρχου  «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθῃς», πέρασε ἀπό τότε στ χείλη τν ἁγίων καί ζυμώθηκε μ τ ζωτς κκλησίας. πέκτησε τσι μυστικότερο καί οὐσιαστικότερο νόημα. Τώρα οἱ πιστο παναλαμβάνουμε τ λόγια τοῦ κατοντάρχου, γιά νά κφράσουμε τ ασθημα τς βαθειάς ἀναξιότητας πού νιώθουμε, προκειμένου νά δεχθομε τν Κύριο μέσα στν οκο τς ψυχς μας: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμί ξιος, οδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τς ψυχς»· Κύριε ὁ Θεός μου, γνωρίζω ὅτι δν εμαι ξιος οὔτε ἱκανς γι ν εἰσέλθεις κάτω ἀπό τή στέγη τοῦ οἴκου τς ψυχς μου. Τ λόγια ατ ἀπό τήν Τρίτη Εὐχή πρ τς θείας Κοινωνίας, τν ποία συνέταξε ὁ γιος ωάννης ὁ Χρυσόστομος, εναι συγκλονιστικά.
Δν εμαι ξιος! σ εσαι καθαρς, γιος. γ εμαι μαρτωλός, μολυσμένος, κάθαρτος. Ἡ στέγη τοῦ οἴκου τς ψυχς μου εναι ρημη κα γκρεμισμένη «ὅλη ρημος κα καταπεσοῦσά στι», καί δέ θά εὕρεις μέσα μου τόπο κατάλληλο «τοῦ κλῖναι τν κεφαλήν», γι ν ἀκουμπήσεις κάπου τν κεφαλή Σου.
Ατ εναι ἡ πραγματικότητα ναμφιβόλως. Ὁ Κύριος ρχεται γι ν μείνει μέσα μας, στν οκο τς ψυχς μας. Ἔρχεται μ τ θεία Κοινωνία, μ τν ποία μς μεταδίδει τν διο τν αυτό Του. ρχεται γι ν μείνει. λλ ποῦ νά μείνει; Ὁ τόπος δν εναι καθαρός, δν εναι γιος. Ασθήματα νοχα, σκέψεις μαρτωλές, πιθυμίες βρωμερές, ργα κάθαρτα καθιστον τ σπίτι τς ψυχς μας ρείπιο. Πς ν μείνει σ' ατ ὁ Θεός;
Γι’ ατ ἡ προσευχ μας γίνεται ατς τς ὧρες φλογερή: Κύριε, δν εμαι ξιος! σ ὅμως σ σταῦλο γεννήθηκες κα τος μαρτωλος τος δέχθηκες μ ἀγάπη κα συμπάθεια πολλή. Τ συμπάθεια ατ δεξε κα σ μένα. λα ν μείνεις μέσα μου κα ν καθαρίσεις σ τν ψυχήν μου κα ν τν θεραπεύσεις, ὅπως θεράπευσες τόν βασανιζόμενο παράλυτο δοῦλο τοῦ κατοντάρχου.
κατόνταρχος μς δειξε τν δρόμο. Τν μόνο δρόμο πο δηγε στν Θεό κα πο πρέπει ν βαδίζουμε: Τήν ταπείνωση ! ς εναι ελογημένος!
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)