Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου - Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος

Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου - Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος



Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου (1967 - 2005)

Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος
Η Κλεονίκη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1967 - 30 Ιουνίου, εορτή των αγίων Αποστόλων.
Σε ηλικία 8 ετών έγιναν έκδηλα τα συμπτώματα της μυοπάθειας: λύγιζαν τα γόνατά της και έπεφτε κάτω εύκολα, είχε αστάθεια, κούτσαινε και πήγαινε τοίχο - τοίχο για να μην πέσει κάτω. Με πολύ κόπο πήγαινε σχολείο, ώσπου στην Στ' τάξη του Δημοτικού, αφού πήγε 2 μήνες -κι εκείνο στην αγκαλιά της μητέρας της- σταμάτησε την εκπαίδευση. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα, συνέχισε να μελετάει στο σπίτι. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο διάβασμα και πολύ καλή μνήμη.
Αρχικά είχε κινητικές δυσκολίες. Για να ανεβεί τα σκαλιά πίεζε τα γόνατα της και πατούσε στις μύτες των ποδιών. Αργότερα επιδεινώθηκε η κατάστασή της. Σαν παιδί που ήταν δεν έπαιζε παρά μόνον κρατούσε το σχοινάκι.
Από την ηλικία των 14 ετών σχεδόν, χρησιμοποιούσε το αναπηρικό καρότσι για 24 χρόνια μέχρι το θάνατο της.
Η μητέρα της την «συναρμολογούσε» κάθε μέρα, γιατί τα άκρα της ήταν πολύ χαλαρά, σα λυμένα.
Επειδή είχε μυϊκή αδυναμία και ατροφία, την έδενε με μία ζώνη από τη μέση της, γιατί αλλιώς έγερνε μπροστά και έπεφτε.
Όταν ήταν κλινήρης δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο ούτε να αλλάξει θέση. Αν τύχαινε να πέσει το χέρι της κάτω, δεν μπορούσε να το ανεβάσει και σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν ήταν μόνη (και επειδή δεν ήταν απαιτητική για να φωνάζει συνέχεια τη μητέρα της για να την εξυπηρετήσει) έσκυβε και με τα δόντια τραβώντας το μανίκι της το ανέβαζε προς τα πάνω. Το πλέον δραματικό ήταν, που δεν μπορούσε ούτε ένα έντομο να διώξει από πάνω της, ούτε ένα μυρμήγκι από το ρούχο της. Κάποτε που είχε έντονο κνησμό στα δάκτυλα των ποδιών, για να βρει κάποια μικρή ανακούφιση, έβαζαν ένα κουβαδάκι με νερό στα πόδια της.
Η μητέρα της αφηγείται ωρισμένες περιπτώσεις με τις συνέπειες της παθήσεώς της:
«Ένα πρωινό, ακόμη δεν είχαμε καροτσάκι, θα ήταν περίπου 13 ετών, χρειάστηκε να λείψω. Την τακτοποίησα καθισμένη κι έβαλα διπλωμένο ένα παπλωματάκι στο πλάι της, να ξεκουράζει το χέρι της. Όταν έφυγα, αύτη πήρε με τα δόντια της και έφερε το παπλωματάκι, που ήταν από μεταξοβάμβακα, στα γόνατα της, για να ξεκουραστεί. Όμως, λύγισε το κεφάλι της κι έγειρε μπροστά και βούλιαξε μέσα στο αφράτο εκείνο παπλωματάκι. Θα πάθαινε ασφυξία και, αφού έστρεψε με πολύ κόπο το κεφάλι της δίπλα, φώναξε -βοήθεια! (ήταν λίγο ανοιχτή η μπαλκονόπορτα). Την άκουσαν από απέναντι, ήρθαν, μα εξώπορτα ήταν κλειστή. Πήγαν στο διπλανό διαμέρισμα και βρήκαν ένα παιδί, πέρασε τα κάγκελα, και τους άνοιξε την πόρτα και την βοήθησαν.
Όταν επέστρεψα, μας είπε ότι αισθάνθηκε δύο φορές, έτσι που ήταν με γερμένο κεφάλι, ένα απαλό αεράκι να τη δροσίζει!».
Και δεν παραπονέθηκε να πει που με άφησες τόση ώρα κ.τλ. Μια άλλη φορά πάλι, πήγε να γυρίσει στο πλάι, έπεσε κάτω από κρεβάτι της, δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το πάτωμα, όπως έπεσε εκεί έμεινε, μέχρι που γύρισε η μητέρα της και τη σήκωσε. Μια άλλη φορά η μητέρα της όταν γύρισε από μια δουλειά δεν είχε κλειδί και η Κλεονίκη σύρθηκε, σκαρφάλωσε μέχρι το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.
Καθημερινή άρση σταυρού
Η κλήση του Θεού δεν έχει ποτέ το νόημα να μας μειώσει τον πλούτο της υπάρξεώς μας.
Η Κλεονίκη ανέπαυε πολλούς, που είχαν την ευκαιρία να την δουν και να συζητήσουν μαζί της, γιατί ήταν όλο μ' ένα φωτεινό χαμόγελο - αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό στο αξιαγάπητο αυτό πλάσμα.
Είχε πνευματική ωριμότητα, διότι καλλιέργησε τις έμφυτες αρετές της με την μελέτη των εκκλησιαστικών κειμένων. Διάβαζε πολύ, ξενυχτούσε για να τελειώσει ένα βιβλίο. Έλεγε με την διάκριση, που την ξεχώριζε, στη μητέρα της:
-Εγώ θα κοιμάμαι το πρωί, που εσύ έχεις τις δουλειές σου, για να μη σε ενοχλώ, και το βράδυ θα διαβάζω. Και πράγματι, είχε ένα φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο και διάβαζε. Προγραμμάτιζε να διαβάζει ένα πατερικό βιβλίο την νύχτα και το πρωί κοιμόταν.
Γέμιζε η ψυχή της με το διάβασμα. Τι πατερικά βιβλία, τι βίους αγίων, τι από εγκυκλοπαίδειες, κοινωνικά θέματα, επιστημονικά σύγχρονα σε θέματα Βιοηθικής. Όταν κάτι την ενδιέφερε κρατούσε σημειώσεις για να τα συζητήσει με ειδικούς. Της άρεζε η τελειότητα.
Έκοβε σελίδες από ενδιαφέροντα άρθρα και τα συγκέντρωνε σε άλμπουμ. Έγραψε με ωραία, βυζαντινά γράμματα τον Ύμνο της Αγάπης του αποστόλου Παύλου και αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και τα έκανε καδράκια να τα έχει κρεμασμένα στον τοίχο του δωματίου της. Στο ψαλτήρι της είχε γράψει στις πρώτες λευκές σελίδες:
«Φύλαγέ με Κύριε από τις παγίδες των δαιμόνων. Έλα φως αληθινό, κρυμμένο μυστήριο, έλα αμάραντο στεφάνι, έλα Μόνε σε κάποιον άλλο που είναι μόνος».
Ήταν καρδιά ελεήμων, καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη προς όλους. Αξιοποιούσε κάθε στιγμή του χρόνου της για κάτι το δημιουργικό. Ήταν ακούραστο πλάσμα. Μπροστά της οι υγιείς αισθάνονταν ανίκανοι, «τεμπέληδες».
Αρχοντική ψυχή. Της άρεζαν τα αρμονικά φτιαγμένα σχέδια σε κεντήματα, τα ρούχα με ρομαντικά λουλούδια, το ωραίο, το εκλεπτυσμένο.
Παλαιότερα, που είχε κουράγιο, έκανε σελιδοδείκτες σαν εργόχειρο, κεντούσε, και μάλιστα τα έσοδα από όσα πουλούσε τα έστελνε στην Ιεραποστολή. Κάποτε που δεν είχε δύναμη να περάσει την κλωστή με την βελόνα απ’ τον καμβά, τραβούσε με τα δόντια την βελόνα - δεν το έβαζε κάτω στην προσπάθεια της να προσφέρει. Έτσι κέντησε κι ένα κάδρο με την γνωστή παράσταση «προς Εμμαούς». Είχε μεγάλη κλίση για την Ιεραποστολή. Είχε επικοινωνία με τον ιεραπόστολο π. Κοσμά Γρηγοριάτη, που ήταν στο Κολουέζι του Κογκό (υπάρχει και φωτογραφία της με τον π. Κοσμά) και βοηθούσε όσο μπορούσε, με τον τρόπο της, τα πεινασμένα και τα άρρωστα παιδιά.
Η αγάπη δεν αγνοεί τις φυσικές διεξόδους της στον άνθρωπο. Δεν περιφρονεί γι' αυτό το συναίσθημα, την ευγένεια, την ιλαρότητα, την χαρά, το γέλιο, την λεπτότητα και την τρυφερότητα. Όλα αυτά ξεπηδούν εξαγνισμένα από μία πλούσια εν Χριστώ Ζωή και Καρδιά, που απαρνήθηκε και συνεχώς απαρνείται τον εαυτό της για να γίνει όλη αγάπη που ποτέ δεν ζητάει τίποτα για τον εαυτό της, αφού ποτέ δεν ευκαιρεί γι' αυτό.
Όταν της εμπιστεύονταν γνωστοί και φίλοι τα προβλήματά τους η Κλεονίκη δεν απαντούσε αμέσως. Μετά λίγες μέρες, αφού τα σκέπτονταν -και τα έκανε θέμα προσευχής- αναφερόταν παρεμπιπτόντως, στο θέμα του καθενός που είχε ρωτήσει, με λίγα λόγια, μετρημένα. Ενώ δεν λογάριαζε τους κόπους και τον εαυτό της δεν έλεγε εύκολα πολλά λόγια. Έπρεπε να σκεφτεί για να μιλήσει, όμως ό,τι έλεγε το έλεγε με χαριτωμένο τρόπο. Γι' αυτό πολλοί ζητούσαν τις προσευχές της. Για μία περίπτωση έκανε σε μία ήμερα 3.000 κομποσχοίνια. Κι άλλοτε διάβαζε την παράκληση της Παναγίας και άλλων αγίων.
Ο Θεός προτιμά να φανερώνεται μέσω των ταπεινών ανθρώπων που ο κόσμος τους περιφρονεί. (Α' Κορινθ. 1, 25-28)
Είχε μεγάλη πίστη μα και λογική. Ήταν χωρίς συμπλέγματα, αυτό που λένε στην καθημερινή ζωή, κόμπλεξ, σχετικά με την κατάστασή της. Δεν ήθελε να την λυπούνται, ο τρόπος της ζωής της το έδειχνε. Δεν την άγγιζε ούτε η προσβολή, ούτε την έθιγε κάτι ή όταν κάποτε εκδήλωναν μερικοί τον οίκτο τους, «την καημένη! πώς το έπαθε! κ.τ.λ.».
Δεν είχε ούτε θυμό, ούτε σχολίαζε, είχε μία απάθεια μοναδική. Όταν την στεναχωρούσαν με λόγια ή με υπονοούμενα, δεν τα φανέρωνε αλλού, τα κρατούσε μυστικά μέσα της - χωρίς όμως να συσσωρεύει στο υποσυνείδητο της κακίες, αντιπάθειες κ.τ.λ. Μια μέρα θέλησαν να πάνε με την μητέρα της στα γραφεία της εξωτερικής ιεραποστολής του γιατρού π. Παπαδημητρακόπουλου, κοντά στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, κι επειδή υπήρξε και σχετική καθυστέρησι με το καροτσάκι, ο ταξιτζής έκανε φασαρία με ανάγωγο τρόπο.
Η Κλεονίκη όμως ούτε που σχολίασε τίποτα, ούτε εξεδήλωσε παράπονο πικρίας, που της φέρθηκαν με τέτοιο τρόπο.
Μια άλλη φορά όμως, συνέβη ένας άλλος οδηγός ταξί να τους φερθεί με τέτοιο φιλότιμο όταν τους μετέφερε, μέχρι που προσφέρθηκε να λαδώσει το καροτσάκι κι ούτε τους πήρε χρήματα, παρά είπε «εγώ πήρα την αμοιβή μου!».
Η συναισθηματικότητά μας είναι πλούτος και ευλογία. Είναι δώρο πολύτιμο του Θεού και γίνεται πολύ μεγάλη δύναμη και ισχύς, όταν κατευθύνεται από μία εν πίστει φωτισμένη λογική. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι.... μια υποταγή με εμπιστοσύνη και αμοιβαιότητα, χωρίς να νοιώθουμε ντροπή ή συστολή για ό,τι αποτελεί κληρονομική μας καταβολή.
Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε. Και αυτό θα το πετύχουμε αν ό,τι κάνουμε το κάνουμε με τον Ιησού και την χάρι Του, προσπαθώντας να βλέπουμε και να αγαπούμε με την καρδιά του Ιησού.... Να συσταυρωθούμε με τον Ιησού. Να τον αντικαταστήσουμε στο σταυρό της οδυνόμενης αγάπης Του, συνοδυνώμενοι και συμπάσχοντες. (Ύποτυπώσεις πνευματικής ζωής π. Ευσεβίου Βίττη).
Στην προϊούσα εξέλιξη της ασθένειας η Κλεονίκη είχε την δική της αντίδραση. Ήταν ολοκληρωμένη, έτοιμη για όλα, για κάθε δυσκολία. Ήθελε να είναι ενημερωμένη για την πορεία της ασθένειάς της, είχε έφεση να πραγματοποιεί ό,τι καινούργιο διάβαζε π.χ. παρήγγειλε από την Αμερική ένα ειδικό «εργαλείο» για να γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων κάτι σαν καλαμάκι, που στην άκρη είχε μία «βεντούζα» κι απ’ την άλλη ρουφούσε τον αέρα κι' έτσι γύριζε τις σελίδες των βιβλίων.

Ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα ωρίμου ανθρώπου μα με το αστείρευτο χαμόγελο αθώου παιδιού. Έβλεπε με μάτι αθωότητος τα νέα παιδιά, εντελώς απονήρευτα. Αποδεχόταν ακόμη και το παράξενο ντύσιμο ορισμένων, γιατί δεν ήξερε τι θα πει πονηρία ή κακός λογισμός. Ήταν μία αθώα, αγνή ψυχή μα και σύγχρονη. Δεν άφηνε ούτε ήθελε να στερηθεί κάτι καλό και ευγενικό, π.χ. όταν περνούσε η ολυμπιακή φλόγα από την γειτονιά τους, την πήγαν με το καροτσάκι μέχρι το κεντρικό δρό¬μο και κρατώντας με ενθουσιασμό μικρές Ελληνικές σημαίες, έκανε μεγάλη χαρά σαν μικρό παιδί.
Την διέκρινε πνεύμα μαθητείας γι’ αυτό και πίστευε έμπρακτα στην διά βίου μάθηση. Μάθαινε Αγγλικά, Γερμανικά, για ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει Βουλγάρικα, γιατί είχε βοηθό μία κυρία ξένη. Το «δεν μπορώ» ήταν για όσα αφορούσαν την αρρώστια. Οτιδήποτε άλλο όμως, το επιχειρούσε με πίστη στο Θεό και την δύναμη της θελήσεως. Ήταν φωτισμένη ψυχή, μας είπε η αδελφή της: μας έδινε ιδέες πώς να γράφουμε γράμματα, με τι να στολίσουμε τις ευχετήριες κάρτες, βοηθούσε στα μαθήματα τα ανιψάκια της, είχε μάθει να χειρίζεται τον υπολογιστή όπου έπαιζε κάποτε και για να χαλαρώσει σκάκι με την Ιωσηφίνα, η οποία είχε παρόμοια πάθηση με αυτήν. Το κινητό το χρησιμοποιούσε κρατώντας ένα μολύβι με τα δόντια της και έτσι πατούσε τα πλήκτρα.
Μια άλλη γνωστή της, που έζησε τα τελευταία χρόνια κοντά της εξυπηρετώντας την αναφέρει:
«Περισσότερο εξηρτημένο άτομο (αφού δεν μπορούσε ούτε το χέρι της να μετακινήσει, ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί) δεν είδα αλλά συγχρόνως δεν είδα και περισσότερο ανεξάρτητο άτομο με δίψα για δραστηριότητα. Δεν ήθελε να υστερεί σε τίποτα, πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι. Τα χέρια της και τα πόδια της ήταν εξαρθρωμένα, θαρρείς και κρατιόνταν με νήματα από τον κορμό της, όμως πόση αξιοπρέπεια είχε στις καθημερινές στιγμές της (όταν την έλουζαν, όταν την άλλαζαν κ.τ.λ.) Ήταν θαρρείς φευγάτη από το σώμα της, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι' αυτό η να ντρέπεται γι' αυτό που ήταν. Δεν μας επέτρεπε να την δούμε «σαν χάλια».
Ήταν εκλεκτική, τελειομανής, ετοιμόλογη και με τα χαριτωμένα πνευματώδη «αστεία» που έλεγε, δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα - πολλές φορές επειδή δεν είχε υπερηφάνεια, έφτανε ως τον αυτοσαρκασμό, άλλοτε έπαιζε με τις λέξεις. Κάποτε, που έψαχναν μία μπλούζα για να φορέσει, η μητέρα της είπε επειδή βιαζόταν - διάλεξε γρήγορα, έχεις του κόσμου τις μπλούζες! Και η Κλεονίκη τότε απάντησε, μα ακριβώς, έχω του κόσμου... ας έχω και μία δική μου! Μια άλλη φορά όταν την έκανε μπάνιο η μητέρα της γλίστρησε και της ξέφυγε από τα χέρια και τότε χτύπησε στο κεφάλι της και αντί να κλάψει και να διαμαρτυρηθεί είπε χαριτωμένα: -αύριο θα γράφουν οι εφημερίδες ψυχοπαθής μητέρα στραγγάλισε νήπιο 15 ετών! Υστερόγραφο: το αθώο πλάσμα πλήρωσε για όσα έκανε στην μητέρα της, άρα δεν ήταν και τόσο αθώο! Από τότε δεν την έβαλαν στο μπάνιο».

ΚΛΕΟΝΙΚΗ Η ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Η αγιογράφος Κλεονίκη Συμεωνίδου (1967 - 2005)
Σταυροφόρος της υπομονής και νικηφόρος
ΜΕΡΟΣ Β'
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΜΟΥ ΕΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ
Το διακόνημα της αγιογραφίας
Η Κλεονίκη με τα τόσα κινητικά προβλήματα κατόρθωσε να αξιοποιήση τα έμφυτα χαρίσματά της και να επιδοθεί στο διακόνημα της αγιογραφίας έτσι που να φανερωθεί -σ' αυτήν την αδύναμη σωματικώς- η δύναμη του Θεού. Είναι σαν να είχε εφαρμογή αυτό που γράφει ο προφήτης Ησαΐας:
«Διό τας παρημένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα ανορθώσατε» δηλαδή, ενισχύσατε τα άτονα κουρασμένα χέρια σας και τα παραλυμένα γόνατά σας.
Κάποτε είπε η Κλεονίκη στον πνευματικό της τον π. Ευσέβιο: θέλω να γίνω μοναχή και εκείνος της απάντησε, μα εσύ είσαι μοναχή!
Ο μοναχός είναι ο εν ασθενεία δυνατός. Τι είναι ο μοναχός παρά η προσωποποίηση της υλικής αδυναμίας στον κόσμο αυτόν; Έχει ανακαλύψει όμως το μυστικό «όταν ασθενή δυνατός έστι» και τούτο γιατί «επισκηνοί επ' αυτόν η δύναμις του Κυρίου Ιησού Χριστού» που ευδοκεί να παρουσιάσει το μεταμορφωτικό της μεγαλείο ακριβώς διά μέσου των οστρακίνων σκευών. Για το λόγο αυτό και ο μοναχός με όλη του την καρδιά «ευδοκεί εν ασθενείαις υπέρ Χριστού». Στην αδύναμη φύση του μοναχού «τελειούται» φανερώνεται πλήρης η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταμορφώνει τον αδύναμο σε δυνατό.
Όπως αναφέραμε, τα χέρια της, ήταν εντελώς χαλαρά, σαν λυμένα... Κι όταν της πρότεινε ο πνευματικός της ο π. Ευσέβιος, να ασχοληθεί με την αγιογραφία, εκείνη, θα ήταν τότε 17 ετών περίπου, δεν τόλμησε να δεχθεί και είπε: Όχι! (τρόμαξε με την σκέψη πώς εγώ θα κάνω τέτοια έργα)! Μετά αρκετά χρόνια, όταν ήταν 23 ετών περίπου, ο πατήρ με τη διάκριση που είχε, της είπε, αρχικά θα κάνεις σκίτσα κι εγώ θα σε βοηθήσω. Άρχισε σταδιακά να σχεδιάζει με σινική μελάνη, μέχρι που της είπε, θα κάνεις 5-6 ζευγάρια μάτια και εγώ θα έλθω να τα δω. Τότε, εκείνη έκανε προσχέδια, όμως ήθελε να τα σβήσει γιατί δεν της άρεζαν. Κι όμως, όταν ήλθε ο πατήρ Ευσέβιος, είπε: Αυτά ακριβώς τα μάτια (εκείνα δηλαδή, που αυτή ήθελε να σβήσει!) είναι πολύ καλά. Κι έτσι, κάνοντας υπακοή άρχισε από το 1991 να παρακολουθεί ειδικά μαθήματα στο Ησυχαστήριο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Στην αρχή έκανε μαθήματα για το χρώμα των ενδυμάτων και μετά τον επόμενο χρόνο για το χρώμα στα πρόσωπα των αγίων.
To 1993 απέκτησε ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα (καβαλλέτο), κατασκευή και δωρεά πνευματικών αδελφών. Αυτό το καβαλλέτο, το σχεδίασε ο π. Ευσέβιος και το έθεσαν σε εφαρμογή δύο πνευματικοί αδελφοί - μηχανικοί (ο αείμνηστος κ. Μίμης Θεοδοσέλης και ο κ. Φώτης Αλεξανδρίδης). Ήταν ειδικά κατασκευασμένο και είχε στην δεξιά πλευρά του ελάσματα - πλήκτρα, που όταν τα πίεζε η Κλεονίκη μετακινούσε την εικόνα που αγιογραφούσε όπου ήθελε (πάνω - κάτω - δεξιά - αριστερά).
Καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της, ακουμπούσε τους αγκώνες της σ' ένα υποστήριγμα και κινούσε μόνο την παλάμη αγιογραφώντας.
Έβαζε στο κασετόφωνο την παράκληση του εκάστοτε αγίου ή αγίας που αγιογραφούσε και έλεγε την ευχή.
Πριν να αρχίσει το έργο της διάβαζε μία προσευχή που την είχε γραμμένη πάνω - δεξιά στο πλαίσιο.
«Δέσποτα Θεέ των όλων, φώτισον, συνέτισον την ψυχήν, την καρδίαν και την διάνοιαν του δούλου σου και τας χείρας αυτού εύθυνον προς το αμέμπτως και αρίστως διαγράφειν το είδος της εμφορείας σου και της Πανάχραντου Μητρός Σου και εις φαιδρότητα και ωραϊσμόν της Αγίας Σου Εκκλησίας».
Κάποτε, συνέβαινε, όπως μας είπε η μητέρα της, να παγώνουν τα δάκτυλά της, ξύλιαζαν και δεν μπορούσε να τα κινήσει και της έπεφτε κάτω το πινέλο. Τότε τα ζέσταινε η μητέρα της με την αναπνοή της, και της ξανάδινε το πινέλο για να συνεχίσει με εκείνα «τα απαλά δάκτυλα που είχαν μοναδική πλαστικότητα».
Και στις αναποδιές, δεν της έλειπε το χιούμορ. Κάποτε, μετά το χρύσωμα που έκανε στην εικόνα, έπεφταν ψήγματα χρυσού στην ποδιά της και είπε -είδες τι χρυσό κορίτσι έχεις;
Αξιώθηκε να αγιογραφήσει περισσότερες από 50 εικόνες, του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων.
Σε μία αγιογραφία είχε γράψει κάτω απ’ την εικόνα «Κύριε κάθε μου έργο να αρχίζει με Σένα και να τελειώνει σε Σένα» (στάρετς Αντώνιος).
Αγιογράφησε ακόμα μεγαλύτερες εικόνες, που τοποθετήθηκαν στο τέμπλο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ηλιουπόλεως: την Αγία Κυριακή και την Αγία Υπομονή.
Μετά από πρόσκληση του σωματείου Άγιος Χριστόφορος (βοήθεια στα μυοπαθή παιδιά) πήγε επί τρία συνεχόμενα έτη, τους καλοκαιρινούς μήνες, στην Παιανία Αττικής, όπου μετέδωσε σε παιδιά με κινητικά προβλήματα, τις γνώσεις και την εμπειρία της για την τέχνη της αγιογραφίας.
Τον Απρίλιο του 1997 μετά από εισήγηση του κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Νικολάου Ματσούκα έγινε έκθεση έργων της Κλεονίκης στη Θεολογική Σχολή. Μάλιστα η ίδια μίλησε στα εγκαίνια, χωρίς προετοιμασία, σε φοιτητές και καθηγητές, ήταν και ο τότε Πρύτανης κ. Μιχαήλ Παπαδόπουλος, και μεταξύ άλλων είχε πει ότι το έργο της και η ζωή της στηρίχθηκε στην πίστη του Ιησού Χριστού και στην βοήθεια του γέροντος Ευσεβίου. Μετά την έκθεση και την ομιλία της οι καθηγητές κ. Ν. Ματσούκας και Λ. Σιάσιος έλεγαν - δεν μπορούμε να ξεχάσουμε αυτό που ζήσαμε!
Ζωγράφισε ακόμη τον στρατηγό Μακρυγιάννη και έγραψε δίπλα από το πορτραίτο του με καλλιγραφικά γράμματα τα εξής: Χωρίς Αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους τα έθνη δεν υπάρχουν. Συνολικά αγιογραφούσε επί 13 συνεχή έτη (από την ηλικία των 26 ετών έως τα 38 χρόνια της, που κοιμήθηκε).
Τιμήθηκε με 4 βραβεία από εκθέσεις αγιογραφίας. Ένα ποσόν από τα έσοδα από τις πωλήσεις των έργων της έστελνε στην Ιεραποστολή της Αφρικής (όπως έκανε παλαιότερα που κεντούσε και έκανε εργόχειρα με χάντρες, σταυρούς μικρούς, σελιδοδείκτες, τσαρουχάκια κ.τ.λ.). Την χαρακτήριζε η τάξη, η νοικοκυροσύνη. Όλα στο γραφείο της ήταν καταχωρημένα με ευταξία π.χ. είχε ένα ημερολόγιο όπου έγραφε λεπτομερώς όλα τα βιβλία, πού βρίσκεται το καθένα, σε ποιο ράφι, ποιο συρτάρι όλα ήξερε πού βρίσκονται ακριβώς. Στην πρώτη σελίδα αυτού του ημερολογίου έγραφε: «Κάνε Κύριε όσα κάνω διαβάζω και γράφω, διαλογίζομαι και σκέφτομαι να είναι για την δόξα του Ονόματός Σου» (στάρετς Αντώνιος.)
Οι δοκιμασίες και η ευεργετική επίδραση του παραδείγματός της.
«Όλα να τα κάνετε χωρίς γογγυσμούς και διαλογισμούς για να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, παιδιά του Θεού αγνά μέσα σε μία γενεά διεφθαρμένη και διεστραμμένη, μεταξύ των οποίων λάμπετε στον κόσμο σαν αστέρια» (Φιλιπ. 2, 14).
Με την πάροδο του χρόνου, λόγω της προϊούσης πορείας της ασθένειάς της, η Κλεονίκη παρουσίαζε περισσότερες κινητικές δυσκολίες. Κάποτε, αυτό επιδρούσε και στην ψυχολογική της κατάσταση. Σε μία δύσκολη περίπτωση, επικαλέσθηκε τρεις φορές τον πνευματικό της - αχ! Πάτερ που είσαι; Επειδή ήταν και μυστική, δεν είπε τίποτε σε κανένα. Και την επόμενη μέρα, ο π. Ευσέβιος ήρθε και την επισκέφτηκε και μίλησαν για αρκετή ώρα.
Η μητέρα της αναφέρει: «όταν είχε επιδείνωση η αρρώστειά της μού έλεγε, μη με αφήνεις να κοιμηθώ πάνω από δυο ώρες, γιατί αισθανόταν ότι κόβεται η αναπνοή της. Πολλές νύχτες ξημερωνόμασταν.
Αν και ποτέ δεν παραπονιόταν, δεν γόγγυζε, είχε υπομονή σε όλα, σαν άνθρωπος όμως είχε τις δυσκολίες της, ιδίως φοβόταν όταν χρειαζόταν να λείψει η μητέρα της για ιατρικές επεμβάσεις. Αναφέρει η μητέρα της:
«Πολλές νύχτες ξημερωνόμασταν άγρυπνες γιατί πιανόταν το σώμα της, πονούσε όλο, ήθελε να της γυρίζω τα πόδια στην άλλη πλευρά, δεν την χωρούσε το κρεβάτι, που το έβλεπε σαν κάτι που της φέρνει μόνο πόνο, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε να αλλάζει δωμάτιο, δεν ησύχαζε. Ένα βράδυ, ήταν άρρωστη, είχε κολλήσει από εμένα οξεία βρογχίτιδα, ξενυχτήσαμε και οι δύο, είχε πυρετό και βήχα.
Από τις 10 το βράδυ ως τις 6 το πρωί δεν κλείσαμε μάτι ούτε λεπτό στο κρεβάτι, ούτε λεπτό στο καρότσι. Από το κρεβάτι την έβαζα στον γερανό, έχοντας τους ιμάντες στις μασχάλες και στους μηρούς, και από το καρότσι πάλι στο κρεβάτι.
Τι άσκηση πνευματική, λέω τώρα, ήταν εκείνη την νύχτα! Έτρεχαν τα μάτια μου δάκρυα και είπα - Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο! Αυτό ήταν - μαχαίρι! Σταμάτησε, ησύχασε από τότε, έγειρε και κοιμήθηκε. Ήταν φαίνεται κι αυτό στο πρόγραμμα του Θεού. Από τότε! έκανα 7 χρόνια να αρρωστήσω με τη χάρι του Θεού.
Στα 30 χρόνια που είχε την ασθένεια με τα σοβαρά προβλήματά της μόνο δυο νύχτες κοιμηθήκαμε όλη την νύχτα από θαύμα. Συνήθως ξυπνούσαμε τρεις έως τέσσερεις φορές κάθε νύχτα».
ΚΛΕΟΝΙΚΗ Η ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, δό­ξα καὶ τι­μὴ καὶ εἰ­ρή­νη παν­τὶ τῷ ἐρ­γα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀ­γα­θόν, ᾿Ι­ου­δα­ί­ῳ τε πρῶ­τον καὶ ῞Ελ­λη­νι· οὐ γάρ ἐ­στι προ­σω­πο­λη­ψί­α πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ. Ὅ­σοι γὰρ ἀ­νό­μως ἥ­μαρ­τον, ἀ­νό­μως καὶ ἀ­πο­λοῦν­ται· καὶ ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται. Οὐ γὰρ οἱ ἀ­κρο­α­ταὶ τοῦ νό­μου δί­και­οι πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποι­η­ταὶ τοῦ νό­μου δι­και­ω­θή­σον­ται. Ὅ­ταν γὰρ ἔ­θνη τὰ μὴ νό­μον ἔ­χον­τα φύ­σει τὰ τοῦ νό­μου ποι­ῇ, οὗ­τοι νό­μον μὴ ἔ­χον­τες ἑ­αυ­τοῖς εἰ­σι νό­μος, οἵ­τι­νες ἐν­δε­ί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρο­ύ­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων τῶν λο­γι­σμῶν κα­τη­γο­ρο­ύν­των ἢ καὶ ἀ­πο­λο­γου­μέ­νων - ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὅ­τε κρι­νεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου διὰ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ.           

          (Ρωμ.β΄[2] 10 - 16)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

      Ὁ Πανάγαθος Θεός, πού ἔπλασε τό ἀνθρώπινο γένος γιά ἕνα τόσο ὑψηλό προορισμό, χορήγησε καί ὅλες τίς προϋποθέσεις γιά τὴν πραγ­μά­τω­σή του. Βέ­βαι­α, ὁρισμένους ἀν­θρώ­πους τοὺς βοήθησε ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ὅ­πως τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους τὰ πα­λιὰ χρό­νια, δί­δον­τάς τους τὸν γρα­πτὸ θεῖ­ο Νό­μο. Ὡ­στό­σο, ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς δὲν ἐ­νερ­γεῖ πο­τὲ μὲ «προ­σω­πο­λη­ψί­α». Δὲν ἀ­δι­κεῖ, ἀλ­λά καὶ δὲν χα­ρί­ζε­ται σὲ κα­νέ­να. Κρί­νει, καί ἀ­μεί­βει ἢ τι­μω­ρεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πο­λύ­τως δί­και­α καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά. Σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­ά­θε­ση τοῦ κα­θε­νὸς καὶ μὲ τὰ ἔρ­γα του.

Εἶ­ναι κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­λο­προ­αί­ρε­τος καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα; «Ἐρ­γά­ζε­ται τὸ ἀ­γα­θόν»; Αὐ­τὸς θὰ ἀμειφθεῖ. Θά ἀπολαύσει «δό­ξαν καί τιμήν καί εἰ­ρή­νην». Εὐ­λο­γί­α καί τι­μὴ καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­ση, ἀλλά καί ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη. Εἴ­τε ἀ­νή­κει στὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ – πρωτίστως αὐ­τὸς – εἴ­τε ζεῖ – ὄχι ἀ­πὸ δι­κή του ὑ­παι­τι­ό­τη­τα – στήν ἄγνοια.

Ἐ­πί­σης καὶ ἀν­τι­στρό­φως. Δι­α­πράτ­τει κά­ποι­ος τὴν ἁ­μαρ­τί­α; Θὰ τι­μωρηθεῖ. Ἄν μέν δέ γνωρίζει τὸ θεῖ­ο Νό­μο, θὰ τι­μωρηθεῖ «ἀ­νό­μως», χω­ρὶς κα­τή­γο­ρό του τὸ Νό­μο, ἀλλά σύμ­φω­να μὲ τὸν ἄλ­λο, τὸ γε­νι­κὸ καί ἔμ­φυ­το σὲ ὅλους τοὺς ἀν­θρώ­πους νό­μο τῆς συ­νει­δή­σε­ως. Ἄν πά­λι εἶ­χε μά­θει τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, θὰ κριθεῖ αὐ­στη­ρό­τε­ρα καί μέ βάση αὐ­τὸν τὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο γρα­πτὸ Νό­μο. Δι­ό­τι δὲν θ' ἀ­να­κη­ρυ­χθοῦν δί­και­οι καί ἄξιοι τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας ὅ­σοι ἁ­πλῶς ὑ­πῆρ­ξαν «ἀκροαταί τοῦ νό­μου», ἀλλά ὅσοι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καί πέ­ρα ἐρ­γά­σθη­καν μὲ συ­νέ­πεια καὶ φι­λο­τι­μί­α γιὰ νὰ τὸν ἐ­φαρ­μό­σουν.

Ὤ, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως Δί­και­ος ὁ Θε­ός. Κρί­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­ξί­α τῆς ψυ­χῆς τους. Κι αὐ­τὴ ἡ με­γά­λη ἀ­λή­θεια μᾶς με­ταγ­γί­ζει δύ­να­μη κι ἐν­θου­σια­σμὸ ἀ­γῶ­νος. Ἀλλά συγ­χρό­νως καί μᾶς συ­σφίγ­γει σὲ ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, προ­σο­χὴ καί ἔν­το­νη προ­σπά­θεια.

Δί­νει ἐλ­πί­δα γιὰ ὅ­σους ἀν­θρώ­πους στὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς δὲν συ­νέ­βη νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Πί­στη. Δί­νει ἐλ­πί­δα ἀ­κό­μη κα­ί γιὰ ἀν­θρώ­πους κα­λο­προ­αί­ρε­τους – συ­χνὰ πο­λὺ γνω­στοὺς καί προ­σφι­λεῖς μας – πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τὸ χωρίς ν' ἀ­ξι­ω­θοῦν νὰ γνω­ρί­σουν κά­τι βα­θύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὄ­χι δι­ό­τι οἱ ἴ­διοι ἀ­μέ­λη­σαν καὶ κα­τε­φρό­νη­σαν εὐ­και­ρί­ες, πού τοὺς εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός, ἀλ­λ' ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι δὲν τοὺς δό­θη­καν εὐ­και­ρί­ες. Σ' αὐ­τὲς καί πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις ἔρ­χε­ται ἡ φι­λό­στορ­γη ἀ­με­ρο­λη­ψί­α τοῦ Δι­και­ο­κρίτου νὰ μᾶς στηρίξει. Νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅ­τι δὲν θὰ ἀδικηθεῖ κα­νεὶς κα­λο­προ­αί­ρε­τος ἄν­θρω­πος.

Ἀλλά ἡ ἴ­δια ἀ­λή­θεια τῆς θεί­ας Δι­και­ο­σύ­νης ἐμ­πνέ­ει στὴν ψυ­χὴ καί φό­βο. Δι­ό­τι γιά μᾶς, στοὺς ὁ­ποί­ους χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς τό­σα προ­νό­μια καί εὐ­λο­γί­ες, εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λο ὅτι δὲν θὰ με­ρο­λη­πτήσει. Θά μᾶς κρίνει αὐ­στη­ρό­τε­ρα. Θὰ ἀπαιτήσει περισσότερους καρ­πούς. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ζῆ­λο, ἀ­ρε­τή, ἴ­σως καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἄ­γνοι­α τῶν ἀν­θρώ­πων γύ­ρω μας, ἂν ἀ­με­λή­σα­με νὰ τοὺς δι­α­φω­τί­σου­με.

Καί ἐν­δέ­χε­ται, λοι­πόν, οἱ προ­νο­μι­οῦ­χοι καί γνῶστες τοῦ θεί­ου Νό­μου νὰ κα­τα­κριθοῦν, ἐ­νῶ ἄν­θρω­ποι ἄγνοιας – κρι­νό­με­νοι μὲ εὔ­λο­γη ἐ­πι­εί­κεια – νὰ μὴ κα­τα­δι­κα­σθοῦν.

2. Ναί. Λο­γι­κὰ πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ κι αὐ­τοί, δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­μοι­ροι θεί­ας βοήθειας καί γνώ­σης. Ἔ­χουν κά­ποι­α αἴσθηση τοῦ θεί­ου Νό­μου. Δι­ό­τι ἡ συ­νεί­δη­σή τους «συμ­μαρ­τυ­ρεῖ», τοὺς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιὰ τὸ σω­στὸ καί δη­μι­ουρ­γεῖ μέ­σα τους ζυ­μώ­σεις «λο­γι­σμῶν», πού καυ­τη­ριά­ζουν ὅ,τι κα­κό. Ὅ­ταν λοι­πὸν αὐτοί οἱ ἄν­θρω­ποι τη­ροῦν τὶς ὁ­δη­γί­ες τῆς συ­νει­δή­σε­ως καί «φύ­σει», αὐ­θορ­μή­τως, ἐ­φαρ­μό­ζουν τὰ ὅ­σα αὐ­τὴ τοὺς πα­ραγ­γέλ­λει, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ὁτι ἔ­χουν νό­μο – μέ­σα στὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τὸ τους – καί «ἐν­δεί­κνυν­ται», φα­νε­ρώ­νουν «τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν». Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δη­λα­δή, πού θὰ ἔ­φερ­νε ἡ θεί­α ­Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, αὐτοί μὲ τὴν φι­λο­τι­μί­α καί τὴν κα­λή τους διάθεση τὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νουν σ' ἕ­να βαθ­μό.

Ἑ­πο­μέ­νως, κα­τα­λή­γου­με καί πά­λι στὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὄ­χι ἁ­πλῶς «οἱ ἀκροαταί τοῦ νό­μου», ἀλλά ὅ­σοι καί τὸν τη­ροῦν, αὐτοί θὰ βρα­βευ­θοῦν ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τό­τε πού Ἐ­κεῖ­νος θὰ κρίνει τὸν κό­σμο «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Τὸ βε­βαι­ώ­νει δὲ σα­φῶς ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον», ὅτι θὰ γίνει κά­πο­τε ἡ Κρί­ση. Μά­λι­στα ἡ κρί­ση ἐ­κεί­νη τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας θὰ γίνει μὲ κά­θε δι­ε­ξο­δι­κό­τη­τα καί θὰ πε­ρι­λάβει καί «τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων», τὶς πιὸ ἀ­πό­κρυ­φες καί ἄ­γνω­στες πτυ­χὲς τῆς ζω­ῆς τους. Ὅ­σα οἱ πολ­λοὶ ἀ­γνο­οῦν, τὰ γνω­ρί­ζει ὅ­μως ὁ Παν­τε­πό­πτης Κύ­ριος.

Αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ση­μεῖ­ο τῆς πε­ρι­κο­πῆς κά­νει ξε­χω­ρι­στὴ ἐν­τύ­πω­ση καὶ πρέ­πει ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Κάποτε θὰ μᾶς κρί­νει ὁ Θεός. Καὶ θὰ μᾶς κρί­νει αὐστηρά καί ἀ­κρι­βο­δί­και­α. Σύμ­φω­να μὲ τὴν πλή­ρη γνώση, πού Ἐ­κεῖ­νος ἔ­χει γιὰ τίς πρά­ξεις, τὶς σκέ­ψεις καὶ τὶς δι­α­θέ­σεις μας. Θὰ μᾶς κρί­νει ὄχι σύμ­φω­να μὲ τὴ φή­μη, πού δη­μι­ουρ­γή­σα­με γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μά μας, ἀλλά σύμ­φω­να μὲ τὸ κα­θαυ­τὸ ποι­ὸν τῆς ψυ­χῆς μας. Καὶ αὐ­τὸ ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται στὰ «κρυ­πτά». Σὲ κεῖ­νες τὶς πρά­ξεις, πού δὲν ἔ­χουν δεῖ οἱ πολ­λοί. Σ' ἐ­κεῖ­νες τὶς ἐν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις ἢ κρί­σεις μας. Σὲ κεῖ­να τὰ κρυ­φὰ ἐ­λα­τή­ρια, πού κα­θο­ρί­ζουν καὶ χρω­μα­τί­ζουν τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Τό­τε ὅ­λα αὐ­τὰ θὰ φα­νε­ρω­θοῦν καί θὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψουν τὴν πραγ­μα­τι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἂν θέ­λου­με νὰ μὴ αἰφ­νι­δι­α­σθοῦ­με τό­τε καὶ κυ­ρι­ευ­θοῦ­με ἀ­πὸ κα­ται­σχύ­νη, πρέ­πει ἐγ­καί­ρως νὰ λά­βου­με τὰ μέ­τρα μας γι' αὐ­τὰ «τὰ κρυ­πτά» μας.

Πρω­τί­στως νὰ μὴ προ­βαί­νου­με σὲ καμμιὰ ἐ­νέρ­γεια ἢ λό­γο, πού νὰ μὴ ἀντέχει στὴ δη­μο­σι­ό­τη­τα. Νὰ φρον­τί­ζου­με ὥ­στε ὅ­λα στὴ ζω­ή μας νὰ εἶ­ναι δη­μο­σι­εύ­σι­μα καί δια­υγῆ. Ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἐ­πα­γρυ­πνοῦ­με στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας καί κυ­ρί­ως στὶς σκέ­ψεις καί τὰ κί­νη­τρά μας. Τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ νὰ μὴ εἶ­ναι δι­α­βλη­τό, ἀλλά ὅ­λα ἐ­παι­νε­τὰ καὶ θε­ά­ρε­στα. Καί τέ­λος, μὴ λη­σμο­νοῦ­με τὸ σπου­δαῖ­ο «φάρ­μα­κο». Προ­τοῦ δη­μο­σι­ευ­θοῦν «τὰ κρυ­πτά», νὰ σπεύ­δου­με ἐ­μεῖς νὰ τὰ φα­νε­ρώ­νου­με στὴν ἱ­ε­ρὰ ­Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί νὰ τὰ ἐ­ξα­λεί­φου­με. Νὰ τὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με δὲ μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καί σα­φή­νεια. Χω­ρὶς μι­σό­λο­γα καὶ δι­σταγ­μούς. Χω­ρὶς ἀ­ο­ρι­στί­ες καὶ συ­σκια­σμούς. Ἀλ­λοί­μο­νο ἂν καί σὲ κεί­νη τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη, λυ­τρω­τι­κὴ ὥ­ρα τῆς με­το­χῆς μας στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς Με­τα­νοί­ας ἀ­φή­σου­με «τὰ κρυ­πτά» μας ἀ­τα­κτο­ποί­η­τα.

Ἂν μὲ τρό­πο ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ ἐ­νερ­γή­σου­με καὶ δι­ευ­θε­τή­σου­με ἐγ­καί­ρως τὶς σκι­ε­ρὲς πλευ­ρὲς τῆς ζω­ῆς μας, τό­τε πραγ­μα­τι­κὰ θὰ μπο­ρέ­σου­με ν' ἀν­τι­κρύ­σου­με μὲ παρ­ρη­σί­α τὸν Κρι­τή. Θὰ ἔ­χου­με τὸ θάρ­ρος νὰ ἐλ­πί­σου­με στὸ Ἔ­λε­ός Του καὶ στὴν αἰ­ώ­νια σω­τη­ρί­α, πού τό­σο πο­θοῦ­με.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πε­ρι­πα­τῶν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πα­ρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, εἶ­δε δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, Σίμωνα τὸν λε­γό­με­νον Πέτρον καὶ ᾿Αν­δρέ­αν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, βάλ­λον­τας ἀμ­φί­βλη­στρον εἰς τὴν θά­λασ­σαν· ἦ­σαν γὰρ ἁ­λι­εῖς· καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς· Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑ­μᾶς ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὰ δί­κτυ­α ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ προ­βὰς ἐ­κεῖ­θεν, εἶ­δεν ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βε­δα­ί­ου καὶ ᾿Ι­ω­άν­νην τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, ἐν τῷ πλο­ί­ῳ με­τὰ Ζε­βε­δα­ί­ου τοῦ πα­τρὸς αὐ­τῶν, κα­ταρ­τί­ζον­τας τὰ δί­κτυ­α αὐ­τῶν· καὶ ἐ­κά­λε­σεν αὐ­το­ύς. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τῶν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ πε­ρι­ῆ­γεν ὅ­λην τὴν Γα­λι­λα­ί­αν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς δι­δά­σκων ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν, καὶ κη­ρύσ­σων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τῆς βα­σι­λε­ί­ας, καὶ θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον καὶ πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ἐν τῷ λα­ῷ.

                                                                                             (Ματθ. δ΄[4] 18 – 23)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς περ­πα­τοῦ­σε κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα τῆς Γα­λι­λαίας, εἶ­δε δυ­ὸ ἀ­δελ­φούς, τὸν Σί­μω­να, τὸν ὁποῖο κα­τό­πιν ὀ­νό­μα­σε Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἀν­δρέ­α τὸν ἀ­δελ­φό του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­ρι­χναν δί­χτυ­α στὴ θά­λασ­σα, δι­ό­τι ἦ­ταν ψα­ρά­δες. Καὶ τοὺς λέ­ει: Ἀ­κο­λου­θῆ­στέ με, καὶ θὰ σᾶς κά­νω ἱ­κα­νοὺς νὰ ψα­ρεύ­ε­τε ἀν­τὶ γιὰ ψά­ρια ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τοὺς θὰ ἑλ­κύ­ε­τε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δί­χτυ­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὰ δί­χτυ­ά τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Κι ἀφοῦ προ­χώ­ρη­σε πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ ἐκεῖ, εἶ­δε ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φούς, τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τὸν γιὸ τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν ἀ­δελ­φό του, νὰ ἑ­τοι­μά­ζουν τὰ δί­χτυ­ά τους μέ­σα στὸ πλοῖ­ο μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα τους Ζε­βε­δαῖο. Καὶ τοὺς κά­λε­σε. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Καὶ πε­ρι­ό­δευ­ε ὁ Ἰησοῦς ὅ­λη τὴ Γα­λι­λαί­α δι­δά­σκον­τας στὶς συ­να­γω­γές τους, ὅ­που κά­θε Σάβ­βα­το μα­ζεύ­ον­ταν οἱ Ἑ­βραῖ­οι γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Καὶ κή­ρυτ­τε ἐκεῖ τὸ χαρ­μό­συ­νο ἄγ­γελ­μα ὅ­τι πλη­σί­α­ζε ὁ χρό­νος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς βα­σι­λεί­ας, πού θὰ ἔ­φερ­νε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­ση καὶ τὴ χα­ρά. Καὶ θε­ρά­πευ­ε κά­θε εἴ­δους ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀ­δι­α­θε­σί­α στὸ λα­ό.


Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΙΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. ­σαν δ ν ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ­πὸ παν­τὸς ­θνους τν ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ­τι ­κου­ον ες ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ­θα­­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ­μεῖς ­κο­­ο­μεν ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ ­μῶν ν ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, ­ου­δα­­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα ­ρα­βες, ­κο­­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;

                          (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Πε­νήν­τα μέ­ρες εἶ­χαν πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴν Κυ­ρια­κή της Ἀ­να­στά­σε­ως καὶ δέ­κα ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ  Κύ­ριος εἶ­χεν ἀ­να­λη­φθεῖ στούς οὐ­ρα­νούς. Καὶ οἱ Μα­θη­τές, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐν­το­λή πού τοὺς εἶ­χε δώ­σει, ἔ­με­ναν στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πε­ρί­με­ναν τὴν «ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ Πα­τρός». Ἀ­κρι­βῶς λοι­πὸν κα­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή μέ­ρα καὶ ἐ­νῶ «ἦ­σαν ἅ­παν­τες ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τὸ αὐ­τό», ξαφ­νι­κὰ ἦλ­θε «ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος» σὰν βο­ὴ σφο­δροῦ ἀ­νέ­μου καί γέ­μι­σε «ὅ­λον τὸν οἶ­κον οὗ ἦ­σαν κα­θή­με­νοι». Καὶ εἶ­δαν τό­τε οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­σοι ἦ­σαν μα­ζί τους ἐ­κεῖ νά δι­α­μοι­ρά­ζον­ται στόν κα­θέ­να γλῶσ­σες πού ἔ­μοια­ζαν μέ τίς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ νὰ κά­θε­ται στόν κα­θέ­να ἀ­πὸ μί­α τέ­τοι­α γλώσ­σα. Καὶ γέ­μι­σαν ὅ­λοι Πνεῦ­μα Ἅ­γιον καὶ «ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις». Ἄρ­χι­σαν νά μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες «κα­θὼς τὸ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι». Κα­θὼς τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα τούς φώ­τι­ζε καί τούς ἔ­δι­δε νά μι­λοῦν στίς γλῶσ­σες αὐ­τές καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κές δι­δα­σκα­λί­ες, γιά τή σω­τη­ρί­α πού ἔ­φε­ρε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός στόν κό­σμο.

Αὐ­τὸ ἦ­ταν, ἀ­δελ­φοί, τὸ θαῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Μὲ αὐ­τὸ ἐ­πί­ση­μα πιά ἱ­δρύ­θη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στόν κό­σμο μας. Ὅ­λα δὲ αὐ­τὰ ἔ­γι­ναν διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Διὰ τοῦ τρί­του Προ­σώ­που τῆς πα­να­γί­ας Τριά­δος. Τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ μας. Καὶ ἔ­κτο­τε τὸ Πνεῦ­μα τό Ἁ­γιο πα­ρα­μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν ἐμ­ψυ­χώ­νει. Μέ­νει μα­ζί Της διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καὶ θὰ μέ­νη στού αἰ­ῶ­νες. Ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τὸν Κύ­ριό μας, ὀ Ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­λή­φθη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ κον­τά μας. Καί, ὅ­πως κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα τῆς κα­θό­δου Του, μέ τόν ἴ­διο τρό­πο μέ­σα ἀ­πό τούς αἰ­ῶ­νες συ­νε­χί­ζει νὰ σκορ­πί­ζει τίς δω­ρε­ές Του στόν κό­σμο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στά πι­στὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ τή δύ­να­μη καί τόν φω­τι­σμό Του γι­νό­μα­στε Χρι­στια­νοὶ κα­τὰ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμά μας. Καὶ μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Χρί­σμα­τος ἔρ­χε­ται καὶ μᾶς δυ­να­μώ­νει γιὰ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Στόν ἀ­γώ­να μας δὲ αὐ­τόν, ὅ­ταν πολ­λὲς φο­ρὲς κλο­νι­ζό­μα­στε καὶ δυ-σκο­λευ­ό­μα­στε, μᾶς συμ­πα­ρί­στα­ται ἀ­ο­ρά­τως καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει γιὰ νὰ τὰ βγά­λου­με πέ­ρα. Τὸ Πνεῦ­μα τό Ἁ­γιο πνέ­ει στὴν καρ­διά μας καὶ μᾶς δί­δει δι­ά­θε­ση προ­σευ­χῆς καὶ λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὸ μᾶς κα­τευ­θύ­νει γιὰ νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε τό κα­λό καὶ τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸ ἀ­κό­μη φω­τί­ζει τὶς ἐ­πι­δε­κτι­κὲς ψυ­χὲς σέ με­τά­νοι­α καὶ ἐ­πι­στρο­φὴ στόν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Αὐ­τὸ τὴν δι­α­φυ­λάτ­τει ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς, ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ τὴν ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­λή­θεια καὶ δι­α­σκορ­πί­ζει ὅ­λους τοὺς ἀν­τί­θε­τους. Εἶ­ναι ὁ ἀ­γα­θὸς Πα­ρά­κλη­τός μας. Ὁ Πα­ρή­γο­ρός μας στίς θλί­ψεις καὶ δυ­σκο­λί­ες. Πό­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρέ­πει νά τρέ­φου­με στίς ψυ­χές μας γιά τά ὅ­σα ἀ­πό τήν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα χά­ρι­σε καὶ χα­ρί­ζει στόν κό­σμο καί στόν κα­θέ­να μας. Πό­σο πρέ­πει νὰ Τὸ δο­ξά­ζου­με καί εὐ­χαρ­σι­τοῦ­με ο­Ϊ πι­στοί, γιά τές δω­ρε­ές Του. Καὶ μέ πό­ση εὐ­λά­βεια πρέ­πει νὰ κα­τα­φεύ­γου­με σ’ Αὐ­τὸ καί νά ζη­τοῦ­με τή βο­ή­θειά Του στούς ἀ­γῶ­νες μας καί νά Τοῦ λέ­με τήν ὡ­ραί­α προ­σευ­χή «Βα­σι­λεῦ Οὐ­ρά­νι­ε.­.­.­».

2. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με σ’ Αὐ­τὸ καί δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­πλη­ξη ἡ πα­ρου­σί­α Του, ὅ­πως συ­νέ­βη κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα. Πράγ­μα­τι τό­τε πού ἀ­κού­στη­κε ἡ βο­ὴ ἐ­κεί­νη, τὸ πλῆ­θος πού τήν ἄ­κου­σε μα­ζεύ­τη­κε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιά νά δεῖ τί συ­νέ­βαι­νε. Κυ­ρι­εύ­τη­καν ὅ­μως ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη καὶ θαυ­μα­σμό, κα­θὼς «ἤ­κου­ον εἷς ἕ­κα­στος τῇ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λούν­των τῶν Μα­θη­τῶν». Ἄ­κου­αν νά μι­λοῦν οἱ Μα­θη­τές τίς ξέ­νες γλῶσ­σες. Καί ἀ­πὸ τὸ θαυ­μα­σμό τους «ἔ­λε­γον πρὸς ἀλ­λή­λους· οὐκ ἰ­δού πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; καὶ πῶς ἡ­μεῖς ἀ­κού­ο­μεν ἕ­κα­στος τῇ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ᾗ ἐ­γεν­νή­θη­μεν;» Πῶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς πού εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι, ἀ­κού­ο­μεν ὁ κα­θέ­νας μας τὴ γλώσ­σα του; Ἦ­σαν δέ ἐ­κεῖ ἐ­κτός τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, Πάρ­θοι καί Μῆ­δοι καί Ἐ­λα­μῖ­τες, ἄλ­λοι ἀ­πὸ τὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καί τὴν Καπ­πα­δο­κί­α, ἀ­πὸ τὸν Πόν­το καί τὴν Ἀ­σί­α, τή Φρυ­γί­α καί τὴν Παμ­φυ­λί­α, ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο καί τή Λι­βύ­η καὶ Ρω­μαῖ­οι καί Κρῆ­τες καί Ἄ­ρα­βες. Ὅ­λοι αὐ­τοί εἴ­τε ἔ­με­ναν μό­νι­μα στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, εἴ­τε εἶ­χαν ἔλ­θει γιὰ τὴ γι­ορ­τή τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Καί  πρός ὅ­λους αὐ­τοὺς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυτ­ταν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὸν Χρι­στὸ καί τή σω­τη­ρί­α πού μᾶς ἔ­φε­ρε καί γε­νι­κά τὰ θαυ­μά­σια ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ, στή γλώσ­σα τοῦ κα­θε­νός. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­πο­ροῦ­σαν καί ἔ­λε­γαν· πῶς «ἀ­κού­ο­μεν λα­λούν­των αὐ­τῶν ταῖς ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τὰ με­γα­λεί­α τοῦ Θε­οῦ;»

Αὐ­τὸ πού ἔ­λε­γαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι στίς δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἔ­χου­με κα­θῆ­κον νὰ τὸ λέ­με καί ὅ­λοι ἐ­μεῖς στή γλώσ­σα μας καί πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας πού βρί­σκον­ται γύ­ρω μας. Στό πε­ρι­βάλ­λον στό ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­με. Νὰ δι­η­γού­μα­στε δη­λα­δή σέ ὅ­λους τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πα­ρα­κα­λοῦ­με τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο νά μᾶς φω­τί­ζει, ὥ­στε νά ἀ­ναγ­γέλ­λου­με τά ὅ­σα θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα ἔ­κα­με καί σ’ ἐ­μᾶς ὁ Θε­ός. Τὴν προ­στα­σί­α πού μᾶς ἔ­δει­ξε. Τίς προ­σευ­χές μας πού ἄ­κου­σε. Τίς ἐ­πεμ­βά­σεις Του στίς δυ­σκο­λί­ες μας. Τήν ἀ­γά­πη Του γιὰ τὴν ψυ­χὴ μας καί τή σω­τη­ρί­α της. Γιά τὰ θαύ­μα­τα ἀ­κό­μη πού μᾶς ἔ­κα­μεν σέ δι­ά­φο­ρους κιν­δύ­νους μας. Ὁ κά­θε πι­στός, ὁ κά­θε Χρι­στια­νὸς ἔ­χει πολ­λὰ τέ­τοι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ στή ζω­ή του. Νὰ τὰ λέ­με λοι­πὸν γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ Κύ­ριος καί γιά νὰ ὠ­φε­λοῦν­ται καὶ ἐ­νι­σχύ­ον­ται στήν πί­στη καί οἱ ἄλ­λοι. Νά τούς μι­λοῦ­με ἀ­κό­μη γιὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Γιά τὸν Χρι­στὸν καὶ τὴ σω­τη­ρί­α. Γιά τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στόν Κύ­ριο. Νά τούς πα­ρο­τρύ­νου­με σέ ἀ­γά­πη πρός τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καί τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ στή ζω­ή τους. Εἶ­ναι κα­θῆ­κον κά­θε Χρι­στια­νοῦ νὰ λα­λεῖ τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, πού ὁ ἴ­διος ἔ­χει ζή­σει καὶ δι­α­πι­στώ­σει ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του πεῖ­ρα. Νά τά λέ­γει μὲ θάρ­ρος, μὲ πί­στη, μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν Θε­ό. Καί μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ἐ­φ’ ὅ­σον ἐρ­γά­ζε­ται τὸ κα­θῆ­κον αὐ­τό, ὁ Θε­ὸς θά εὐ­λο­γεῖ τά λό­για του καί θὰ βο­η­θοῦν­ται ἔ­τσι πνευ­μα­τι­κά οἱ ἄλ­λοι. Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ἄρ­χι­σε τὸ κή­ρυγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διὰ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Κα­ί τὸ κή­ρυγ­μα αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­ζε­ται πάν­το­τε, ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρὸς δό­ξαν τοῦ ἐν Τριά­δι ἁ­γί­ου Θε­οῦ μας!­.­..

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

  ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.

                           (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέ­ση μ' αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν σὺλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.

Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.

Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.