Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ.
                                                  (Ἐφεσ. Ϛ΄ [6] 10-17)
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1.    ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα αὐ­τῆς τῆς Κυ­ρια­κῆς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ πό­λε­μο ποὺ ἔ­χου­με ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ τὸν μι­σάν­θρω­πο ἐ­χθρό μας, τὸν δι­ά­βο­λο. Καὶ μᾶς προ­τρέ­πει νὰ προ­βάλ­λου­με ἔν­το­νη ἀν­τί­στα­ση ἀ­πέ­ναν­τί του. Μᾶς λέ­ει: Νὰ ἐ­νι­σχύ­ε­σθε μὲ τὴ δύ­να­μη ποὺ σᾶς δί­νει ἡ κοι­νω­νί­α σας μὲ τὸν Κύ­ριο καὶ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν πα­νί­σχυ­ρη δύ­να­μή του. Νὰ φο­ρέ­σε­τε ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ὁ­πλι­σμὸ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­πλί­ζει ὁ Θε­ὸς τοὺς στρα­τι­ῶ­τες του, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε στὰ πα­νοῦρ­γα τε­χνά­σμα­τα τοῦ δι­α­βό­λου. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χου­με νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ ἀν­τι­πά­λους ἴ­διους μὲ μᾶς, μὲ αἷ­μα καὶ σάρ­κα σὰν τὴ δι­κή μας. Ἀλ­λὰ ἡ πά­λη καὶ ὁ πό­λε­μός μας εἶ­ναι μὲ τὶς ἀρ­χές, μὲ τὶς ἐ­ξου­σί­ες, μὲ τὰ δι­α­βο­λι­κὰ αὐ­τὰ τάγ­μα­τα, μὲ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες ποὺ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὸ πλῆ­θος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νοι στὸ ἠ­θι­κὸ σκο­τά­δι ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ στὸν αἰ­ώ­να αὐ­τό. Κα­λού­μα­στε νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὄν­τα ποὺ εἶ­ναι γε­μά­τα πο­νη­ριὰ καὶ κα­τοι­κοῦν ἀ­νά­με­σα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐ­ρα­νό.
Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ λοι­πὸν κα­θη­με­ρι­νὰ βρι­σκό­μα­στε σὲ ἐμ­πό­λε­μη κα­τά­στα­ση. Δι­ε­ξά­γου­με δια­ρκῶς ἕ­ναν ἀ­ό­ρα­το πό­λε­μο, λυσ­σώ­δη καὶ ἐ­ξον­τω­τι­κό. Ἔ­χου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὸν χει­ρό­τε­ρο ἐ­χθρό, τὸν ἀν­θρω­πο­κτό­νο δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν παύ­ει νὰ μᾶς πο­λε­μᾶ. Ἐ­πει­δὴ ἔ­χα­σε τὴ μά­χη στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ μι­σεῖ τὸν Θε­ό, θέ­λει νὰ ἐ­ξον­τώ­σει ἐ­μᾶς, τὰ ἐ­πί­γεια δη­μι­ούρ­γη­μα­τά του. Σὰν λι­ον­τά­ρι ποὺ βρυ­χᾶ­ται καὶ ὠ­ρύ­ε­ται, ἐ­πι­χει­ρεῖ δια­ρκῶς νὰ μᾶς κα­τα­πι­εῖ καὶ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση. Καὶ μᾶς κυ­νη­γᾶ ἀ­στα­μά­τη­τα, μᾶς πο­λι­ορ­κεῖ ἀ­δί­στα­κτα, θέ­λει τὴν κα­τα­στρο­φή μας. Ἐ­κτο­ξεύ­ει τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με, νὰ συμ­βι­βα­στοῦ­με μα­ζί του· ἄλ­λο­τε μὲ τὰ θέλ­γη­τρα τοῦ κό­σμου καὶ ἄλ­λο­τε μὲ τὰ φό­βη­τρα καὶ τὸν δι­ωγ­μό. Ἄλ­λο­τε κρύ­βε­ται γιὰ νὰ ἐ­φη­συ­χά­σου­με, καὶ μᾶς αἰφ­νι­διά­ζει ἀ­μέ­ρι­μνους. Κά­πο­τε μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ στὴν ἀ­να­βο­λή, στὴν ἀ­μέ­λεια, σὲ μι­κρο­ϋ­πο­χω­ρή­σεις· κι ἄλ­λο­τε συ­κο­φαν­τεῖ τὴν ἀ­ρε­τή, γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει τε­λι­κὰ στὴν πτώ­ση, στὴν ἀ­πό­γνω­ση, στὸ θά­να­το. Μὴν ξε­γε­λι­ό­μα­στε λοι­πόν. Ἔ­χου­με πό­λε­μο. Πό­λε­μο δια­ρκῆ. Νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με. Καὶ νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἔ­χει τί­πο­τε κα­λὸ νὰ μᾶς δώ­σει. Θέ­λει μό­νο τὸ κα­κό μας, τὴν κα­τα­στρο­φή μας, τὴν ἐ­πί­γεια καὶ τὴν αἰ­ώ­νια.
2. Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συ­νι­στᾶ νὰ ὁ­πλι­σθοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός. Λέ­ει συγ­κε­κρι­μέ­να: Ἐ­πει­δὴ ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι φο­βε­ρός, γι᾿ αὐ­τὸ πάρ­τε πά­νω σας καὶ φο­ρέ­στε τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ δί­νει ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ­τε τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ὁ πει­ρα­σμὸς θὰ σᾶς προ­σβά­λει μὲ δύ­να­μη. Κι ἀ­φοῦ ἐ­πι­τε­λέ­σε­τε μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας, νὰ στα­θεῖ­τε στὴ θέ­ση σας καὶ νὰ τὴν κρα­τή­σε­τε κα­λά. Στα­θεῖ­τε λοι­πὸν στὴν πα­ρά­τα­ξη τοῦ ἀ­γώ­να. Ζω­σθεῖ­τε τὴν ἀ­λή­θεια ὡς ζώ­νη, ὥ­στε ὁ φω­τι­σμὸς τῆς ἀ­λή­θειας νὰ σᾶς δί­νει πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ εὐ­κι­νη­σί­α. Βάλ­τε ὡς θώ­ρα­κα τὴ δι­και­ο­σύ­νη, ὥ­στε νὰ εἶ­στε ἀ­πλή­γω­τοι ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ἀ­δι­κί­ας καὶ νὰ μὴν πα­ρα­σύ­ρε­σθε σὲ κα­νέ­να ἄ­δι­κο ἔρ­γο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­θρώ­πων γύ­ρω σας. Φο­ρέ­στε στὰ πό­δια σας ὡς ὑ­πο­δή­μα­τα ποὺ δι­ευ­κο­λύ­νουν νὰ περ­πα­τᾶ­τε ἐ­λεύ­θε­ρα, τὴν ἑ­τοι­μό­τη­τα ποὺ δί­νει στὴν ψυ­χὴ ἡ τή­ρη­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς εἰ­ρή­νης. Μα­ζὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ πά­ρε­τε πά­νω σας καὶ νὰ φο­ρέ­σε­τε ὡς θυ­ρε­ὸ τὴν πί­στη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ σβή­σε­τε ὅ­λους τους καυ­στι­κοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ πο­νη­ροῦ, ποὺ μοιά­ζουν μὲ πύ­ρι­να βέ­λη. Καὶ νὰ δε­χθεῖ­τε ὡς πε­ρι­κε­φα­λαί­α τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὥ­στε ὁ νοῦς σας νὰ πε­ρι­φρου­ρεῖ­ται ἀ­πὸ ἀ­γα­θοὺς λο­γι­σμούς, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐμ­πνέ­ει ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἐλ­πί­δα. Πάρ­τε καὶ τὸ μα­χαί­ρι ποὺ δί­νει τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι λό­γος τοῦ Θε­οῦ.
Στὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ τμῆ­μα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ θε­ό­πνευ­στος ἀ­πό­στο­λος μᾶς προ­τρέ­πει νὰ ὁ­πλι­στοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α τοῦ Θε­οῦ. Μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὅ­πλα ποῦ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός, ὥ­στε νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­στα­θοῦ­με στὶς με­θο­δεῖ­ες τοῦ δι­α­βό­λου. Τὰ ὅ­πλα μας αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς βέ­βαι­α δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­λοι μας εἶ­ναι ὅ­τι πρέ­πει νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με δια­ρκῶς καὶ μ᾿ αὐ­τὰ νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στὸ δι­ά­βο­λο. Καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὶς ἀ­φορ­μὲς τῶν πει­ρα­σμῶν. Ξέ­ρει ὁ κα­θέ­νας μας πό­τε, ποῦ καὶ πῶς μᾶς πο­λε­μᾶ ὁ δι­ά­βο­λος. Ἂς ἀ­πο­φεύ­γου­με λοι­πὸν τὶς αἰ­τί­ες ποὺ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἂς προ­σέ­ξου­με τὰ ἀ­δύ­να­μα ση­μεῖ­α μας. Σ᾿ αὐ­τὰ μᾶς πο­λε­μᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ δι­ά­βο­λος. Γι᾿ αὐ­τὸ ἂς πά­ρου­με τὰ μέ­τρα μας. Ὄ­χι δι­ά­λο­γο μὲ τὸν πει­ρα­σμὸ. Ἀλ­λὰ μὲ γεν­ναῖ­ο φρό­νη­μα, μὲ ἐ­γρή­γορ­ση, ἑ­τοι­μό­τη­τα καὶ ἄ­με­ση ἀν­τί­δρα­ση νὰ νὰ ἀ­πο­κρού­ου­με τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του. Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὰ ἁ­γι­α­στι­κὰ μέ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια, τὴν προ­σευ­χή, τὴ νη­στεί­α, τὴ με­τά­νοι­α. Καὶ ὁ παν­το­δύ­να­μος Θε­ὸς θά συν­τρί­ψει τὸν δι­ά­βο­λο κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια μας πο­λὺ γρή­γο­ρα. Ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε καὶ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε.
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.
                            (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
                              ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκ ἔτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε· οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾽Αβραὰμ σπέρμα ἐστέ, καὶ κατ᾽ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθεν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.                         
(Γαλ. γ΄[3] 23-29, δ΄[4] 1-5).

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
1. «ΥΙοΙ ΘεοΥ»
ση­με­ρι­νὴ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­πὸ τν πρς Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λὴ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στ μνή­μη τς ἁ­γί­ας, ἐν­δό­ξου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος καὶ παν­σό­φου Αἰ­κα­τε­ρί­νης. ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει ὅ­τι, προ­τοῦ ν ἔλ­θει ἡ ἐ­πο­χὴ τς Χά­ρι­τος, ὅ­που ἡ πί­στη πλέ­ον ἔ­χει κεν­τρι­κὴ ση­μα­σί­α γι τ σω­τη­ρί­α το ἀν­θρώ­που, Νό­μος κρα­τοῦ­σε τος Ἰ­ου­δαί­ους κα­λὰ κλει­σμέ­νους σν σ φρού­ριο. Δν εἶ­χε ἀ­κό­μη ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ τ μυ­στή­ριο τς πί­στε­ως κα Μω­σα­ϊ­κὸς Νό­μος τος εἶ­χε δο­θεῖ γι ν τος παι­δα­γω­γεῖ, ὥ­στε ν ὑ­πο­δε­χθοῦν τν Χρι­στὸ ς Σω­τή­ρα κι ἔ­τσι ν βρον τ σω­τη­ρί­α.
Τώ­ρα ὅ­μως πο ἦλ­θε ἡ ἐ­πο­χὴ τς Χά­ρι­τος κι Χρι­στὸς μς ἀ­πο­κά­λυ­ψε τ σω­τή­ρια πί­στη, δν χρει­ά­ζε­ται πλέ­ον ν εἴ­μα­στε ὑ­πὸ τν ἐ­πι­τή­ρη­ση κα τν παι­δα­γω­γί­α το Νό­μου. Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει κα μ᾿ ἐ­σᾶς, λέ­ει στος Χρι­στια­νοὺς τς Γα­λα­τί­ας: «Πάν­τες γρ υἱ­οὶ Θε­οῦ ἐ­στε δι τς πί­στε­ως ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»· πλέ­ον ὅ­λοι ἐ­σεῖς μ τν πί­στη στ Χρι­στὸ γί­να­τε κα εἶ­στε «υἱ­οὶ Θε­οῦ».
Εἶ­στε παι­διὰ το Θε­οῦ, δι­ό­τι ὅ­σοι βα­πτι­σθή­κα­τε στ ὄ­νο­μα το Χρι­στοῦ πι­στεύ­ον­τας σ᾿ Αὐ­τὸν ς Σω­τή­ρα, ντυ­θή­κα­τε τν Χρι­στὸ κα ἑ­νω­θή­κα­τε μα­ζί Του.
Εἶ­ναι συγ­κλο­νι­στι­κὸς λό­γος το ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ὄ­χι μό­νο γι τος Γα­λά­τες, ἀλ­λὰ κα γι ὅ­λους τους Χρι­στια­νούς. Εἶ­στε παι­διὰ το Θε­οῦ, μς λέ­ει. Ἐ­φό­σον εἴ­μα­στε βα­πτι­σμέ­νοι στ ὄ­νο­μα το Χρι­στοῦ κα ὁ­μο­λο­γοῦ­με πί­στη κα ὑ­πα­κο­ὴ σ’ Αὐ­τόν, εἴ­μα­στε κι ἐ­μεῖς κα­τὰ Χά­ριν «υἱ­οὶ Θε­οῦ». Ἀ­λή­θεια, συ­ναι­σθα­νό­μα­στε αὐ­τὴ τ με­γά­λη τι­μή; Συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει ν κα­λοῦ­με τν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα» στν προ­σευ­χή μας κα ν Το ζη­τοῦ­με ,τι ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη μ τν ἴ­δια ἁ­πλό­τη­τα πο ἕ­να παι­δὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τν πα­τέ­ρα του ,τι χρει­ά­ζε­ται; Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο μπο­ροῦ­με ν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με πό­σα ἀ­γα­θὰ ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ὸς Πα­τέ­ρας ν μς χα­ρί­σει, ἐ­φό­σον ὡς παι­διά Του εἴ­μα­στε κα κλη­ρο­νό­μοι τς Βα­σι­λεί­ας Του;
Ἀ­σφα­λῶς αὐ­τὰ θ ἀ­να­λο­γι­ζό­ταν κι ἁ­γί­α Αἰ­κα­τε­ρί­να. Ὅ­ταν ἐ­πί Μα­ξεν­τί­ου δι­ε­ξα­γό­ταν δι­ωγ­μός ἐ­ναν­τί­ον τῶν χρι­στια­νῶν, ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη δὲ φο­βή­θη­κε, ἀλ­λὰ με παρ­ρη­σί­α δι­έ­δι­δε πὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ μό­νος Ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ συ­νε­λή­φθη ἀ­πὸ τὸν ἔ­παρ­χο τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σπά­θη­σε μὲ συ­ζη­τή­σεις νὰ τὴν πεί­σει νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πί­στη της. Ὅ­ταν ὁ ἔ­παρ­χος δι­α­πί­στω­σε τὴν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῶν λό­γων τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης, συγ­κά­λε­σε δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση μὲ τοὺς πιὸ ἄ­ξιους ρή­το­ρες τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρειας, τοὺς ὁ­ποί­ους ὅ­μως ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη ἀ­πο­στό­μω­σε. Κι ὄ­χι μό­νο αυ­τό, ἀλ­λὰ κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς συ­νο­μι­λη­τὲς τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης πεί­σθη­καν γιὰ τοὺς λό­γους της καὶ ἀ­σπά­στη­καν τὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ Πί­στη. Ἂς ἦ­ταν γυ­ναί­κα δν φο­βή­θη­κε Αἰ­κα­τε­ρί­να. Δι­ό­τι στν Ἐκ­κλη­σί­α δν ἔ­χει ση­μα­σί­α ν εἶ­σαι ἄν­δρας ἢ γυ­ναί­κα, μι­κρὸς με­γά­λος. Ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἴ­σοι κι ἔ­χου­με τν ἴ­διο ὑ­ψη­λὸ προ­ο­ρι­σμό: ν γί­νου­με Ἅ­γιοι. Αὐ­τὴ ἰ­σό­τη­τα ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται κα στ συ­νέ­χεια τς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς.
2. Ορθόδοξος φεμινισμΟς
Δν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον δι­α­φο­ρὲς ἐ­θνι­κό­τη­τος, κοι­νω­νι­κῆς τά­ξε­ως κα φύ­λου, λέ­ει ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Δν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρὰ Ἰ­ου­δαί­ου κα Ἕλ­λη­να, δού­λου κα ἐ­λεύ­θε­ρου, δν ὑ­πάρ­χει δι­ά­κρι­ση ὑ­πε­ρο­χῆς με­τα­ξὺ ἄν­δρα κα γυ­ναί­κας. Δν πλε­ο­νε­κτοῦν ο ἄν­δρες ες βά­ρος τν γυ­ναι­κῶν. Εἴ­μα­στε ἴ­σοι!
Λοι­πόν, το­νί­ζει Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­λοι ἐ­σεῖς πο εἶ­στε ἑ­νω­μέ­νοι μ τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, γί­να­τε ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος.
Ἐ­φό­σον ἀ­νή­κε­τε στ Χρι­στό, τό­τε δι το Χρι­στοῦ, πο εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος κα­τὰ σάρ­κα ἀ­πό­γο­νος το Ἀ­βρα­άμ, εἶ­στε κι ἐ­σεῖς ἀ­πό­γο­νοι το Ἀ­βρα­άμ, κι ς μν εἶ­στε Ἰ­ου­δαῖ­οι στν κα­τα­γω­γὴ ἀλ­λὰ πρώ­ην εἰ­δω­λο­λά­τρες· σύμ­φω­να μ τν ὑ­πό­σχε­ση, εἶ­στε κλη­ρο­νό­μοι τς ἴ­διας εὐ­λο­γί­ας.
Κα κά­τι ἀ­κό­μα: Κά­θε κλη­ρο­νό­μος, ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­νή­λι­κος, δν δι­α­φέ­ρει σ τί­πο­τε ἀ­πὸ τν δοῦ­λο. Για­τί; Δι­ό­τι, ἐ­νῶ εἶ­ναι κύ­ριος τς πα­τρι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς, ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ αὐ­τοὺς πο τν κη­δε­μο­νεύ­ουν κα δι­α­χει­ρί­ζον­ται τν πα­τρι­κή του πε­ρι­ου­σί­α, μέ­χρι τν χρό­νο πο ὅ­ρι­σε ὁ πα­τέ­ρας.
Ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ο Χρι­στια­νοί, ὅ­ταν ἤ­μα­σταν σ νη­πι­ώ­δη πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἤ­μα­σταν ὑ­πο­δου­λω­μέ­νοι στ στοι­χει­ώ­δη θρη­σκευ­τι­κὴ γνώ­ση το κό­σμου, ὁ­ποῖ­ος βρί­σκε­ται στν ἄ­γνοι­α κα τν ἀ­μά­θεια.
Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­πλη­ρώ­θη­κε χρό­νος πο εἶ­χε ὁ­ρί­σει ἡ παν­σο­φί­α το Θε­οῦ, ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς στν κό­σμο τν Υἱ­ό Του, Ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ γυ­ναί­κα κα ὑ­πο­τά­χθη­κε στ Μω­σα­ϊ­κὸ Νό­μο, προ­κει­μέ­νου ν ἐ­ξα­γο­ρά­σει ἐ­κεί­νους πο ἦ­ταν ὑ­πο­δου­λω­μέ­νοι στ δε­σμὰ το Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, γι ν λά­βου­με τν υἱ­ο­θε­σί­α πο Θε­ὸς μς εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ.
Ἀ­πὸ τος λό­γους αὐ­τοὺς το ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου θ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με ἕ­να μό­νο, πράγ­μα­τι ἀ­να­τρε­πτι­κό: αὐ­τὸν πο ἐ­ξαγ­γέλ­λει τν ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξὺ τν δύ­ο φύ­λων: «οκ ἔ­νι ἄρ­σεν κα θῆ­λυ». Δν εἶ­ναι ἀ­σή­μαν­το ν τολ­μᾶ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος ν ἀ­να­δει­κνύ­ει τν ἀ­ξί­α τς γυ­ναί­κας θε­ω­ρών­τας την ἰ­σό­τι­μη μ τν ἄν­δρα, σ ἐ­πο­χὴ μά­λι­στα μ ἔν­το­νες προ­κα­τα­λή­ψεις ἐ­ναν­τί­ον τν γυ­ναι­κῶν. Σ ἀν­τί­θε­ση μ ἄλ­λες θρη­σκεῖ­ες πο μέ­χρι κα σή­με­ρα ὑ­πο­τι­μοῦν τ γυ­ναί­κα, Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τν τι­μᾶ ἰ­δι­αί­τε­ρα. Αὐ­τὸ φα­νε­ρώ­νε­ται κα ἀ­πὸ τ γε­γο­νὸς ὅ­τι στν κο­ρυ­φὴ τς ἁ­γι­ό­τη­τος βρί­σκε­ται μί­α γυ­ναί­κα: Πά­να­γνη Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α, Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος!
Αὐ­τὸ φά­νη­κε κα­θα­ρὰ κα στ ζω­ὴ τς ἁ­γί­ας με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Αἰ­κα­τε­ρί­νης, ὁ­ποί­α μ τ στα­θε­ρό­τη­τά της ἔ­δει­ξε ἀν­δρεῖ­ο φρό­νη­μα κι ἔ­γι­νε πρό­τυ­πο ζω­ῆς γι κά­θε Χρι­στια­νό.
πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α τς γυ­ναί­κας δν φαί­νε­ται ὅ­ταν αὐ­το­νο­μεῖ­ται κα δι­εκ­δι­κεῖ τν ρό­λο το ἄν­δρα, ἀλ­λὰ ὅ­ταν προ­ο­δεύ­ει κα δι­α­κρί­νε­ται στν ἀ­ρε­τὴ κα τν ἀν­δρεί­α, στν ἁ­γνό­τη­τα, τήν ἀ­γά­πη κα τ θυ­σί­α· στν ἁ­γι­ό­τη­τα. Τό­τε πράγ­μα­τι με­γα­λουρ­γεῖ!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα  ὅ­σα  ἔ­χεις  πώ­λη­σον  καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.
                                            (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.