Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ὁ βε­βαι­ῶν ἡ­μᾶς σὺν ὑ­μῖν εἰς Χρι­στὸν καὶ χρί­σας ἡ­μᾶς Θε­ός, ὁ καί σφρα­γι­σά­με­νος ἡ­μᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρ­ρα­βῶ­να τοῦ Πνε­ύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν. ᾿Ε­γὼ δὲ μάρ­τυ­ρα τὸν Θε­ὸν ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι ἐ­πὶ τὴν ἐ­μὴν ψυ­χήν, ὅ­τι φει­δό­με­νος ὑ­μῶν οὐ­κέ­τι ἦλ­θον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅ­τι κυ­ρι­ε­ύ­ο­μεν ὑ­μῶν τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λὰ συ­νερ­γοί ἐ­σμεν τῆς χα­ρᾶς ὑ­μῶν· τῇ γὰρ πί­στει ἑ­στή­κα­τε. ῎Ε­κρι­να δὲ ἑ­μαυ­τῷ τοῦ­το, τὸ μὴ πά­λιν ἐν λύ­πῃ ἐλ­θεῖν πρὸς ὑ­μᾶς. Εἰ γὰρ ἐ­γὼ λυ­πῶ ὑ­μᾶς, καὶ τίς ἐ­στιν ὁ εὐ­φρα­ί­νων με εἰ μὴ ὁ λυ­πο­ύ­με­νος ἐξ ἐ­μοῦ; καὶ ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν τοῦ­το αὐ­τό, ἵ­να μὴ ἐλ­θὼν λύ­πην ἔ­χω, ἀφ᾿ ὧν ἔ­δει με χα­ί­ρειν, πε­ποι­θὼς ἐ­πὶ πάν­τας ὑ­μᾶς, ὅ­τι ἡ ἐ­μὴ χα­ρὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐ­στιν. Ἐκ γὰρ πολ­λῆς θλί­ψε­ως καὶ συ­νο­χῆς καρ­δί­ας ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν διὰ πολ­λῶν δα­κρύ­ων, οὐχ ἵ­να λυ­πη­θῆ­τε, ἀλ­λὰ τὴν ἀ­γά­πην ἵ­να γνῶ­τε ἣν ἔ­χω πε­ρισ­σο­τέ­ρως εἰς ὑ­μᾶς.
                                 (Β΄ Κορ. α΄[1] 21 – β’ 4)

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΙ  ΕΝ  ΧΡΙΣΤΩ
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν, ὁ πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­ος Παῦ­λος, κυ­ρί­ως καὶ πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρά­δειγ­μα πρὸς μί­μη­σιν Ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας καὶ ποι­μαν­τι­κῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως. Ὅ­μως μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πλοῦ­το τῶν θε­ο­πνεύ­στων κει­μέ­νων ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται πλὴν τῶν ἄλ­λων καὶ ἄ­ρι­στος παι­δα­γω­γός. Ὁ παι­δα­γω­γὸς ποὺ μὲ σο­φί­α καὶ ἰ­δί­ως μὲ δι­ά­κρι­ση πνεύ­μα­τος χρη­σι­μο­ποι­εῖ τό­σο τὸν ἔ­παι­νο, ὅ­σο καὶ κά­θε παι­δα­γω­γί­α γιὰ τὴν προ­κο­πὴ τῶν πι­στῶν στὴν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή.
Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κη­ρυ­κτι­κὸ - παι­δα­γω­γι­κό του σύ­στη­μα ποὺ ξε­τυ­λί­γε­ται στὶς ἐ­πι­στο­λές του καὶ ἐν προ­κει­μέ­νω τὴν Β΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α καὶ λαμ­βά­νου­με τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ Ἀ­νά­γνω­σμα, ἐκ­πη­γά­ζει θαυ­μα­στὴ ἡ ὅ­λη του φι­λο­στορ­γί­α. Ὅ­ταν ἐ­λέγ­χει καὶ φαί­νε­ται παι­δα­γω­γι­κῶς νὰ τι­μω­ρεῖ, κρύ­βει μί­α μο­να­δι­κὴ πα­τρι­κὴ ἀ­γά­πη, καὶ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ ἀ­γα­πᾶ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἐ­λέγ­χει τὰ κα­κῶς κεί­με­να πρὸς δι­όρ­θω­ση καὶ θε­ρα­πεί­α. Ὅ­μως οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι παι­δα­γω­γοὶ τῆς χά­ρι­τος εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ναγ­καῖ­οι ὄ­χι μό­νο στὸν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ στὸν χῶ­ρο τῆς ἐκ­παι­δεύ­σε­ως καὶ γε­νι­κῶς σὲ ὅ­λα τὰ ἐ­πί­πε­δά της κοι­νω­νί­ας μας.
Ξε­κι­νών­τας λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ μορ­φὴ τοῦ Ἀπ. Παύ­λου, ἂς χα­ρά­ξει ἡ γρα­φί­δα κά­ποι­ες ἀ­λή­θει­ες σχε­τι­κῶς μὲ ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­να­λά­βει τὸ ὄν­τως δύ­σκο­λο ἔρ­γο τῆς κα­θο­δη­γή­σε­ως καὶ δι­α­μορ­φώ­σε­ως τῶν ψυ­χῶν καὶ μά­λι­στα τῶν παι­δι­ῶν καὶ τῶν νέ­ων.
Καὶ μό­νο ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­σις ὅ­τι ὁ παι­δα­γω­γὸς - ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς κρα­τᾶ στὰ χέ­ρια του τὴν χρυ­σὴ ἐλ­πί­δα τοῦ αὔ­ριο, εἶ­ναι ἱ­κα­νὴ νὰ φυ­γα­δεύ­σει τὸν «ὕ­πνον τοῖς βλε­φά­ροις καὶ τὸν νυ­σταγ­μὸν ἐν τοῖς κρο­τά­φοις» του. Ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἀ­πὸ τὰ δυ­σκο­λο­τέ­ρα τῶν ἔρ­γων -λει­τουρ­γη­μά­των, ἀλ­λὰ ὅ­ταν ἐ­νερ­γεῖ­ται μὲ πί­στη, προ­σευ­χή, συ­νέ­πεια καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, κρύ­βει τὴν πλέ­ον ὑ­πέ­ρο­χη νί­κη ποὺ θὰ ἔλ­θει θάτ­τον ἢ βρά­διον.
Φυ­σι­κά, παι­δα­γω­γός, μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κι ὁ πα­τέ­ρας κι ἡ μη­τέ­ρα, ὁ κα­τη­χη­τής, ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὸς ὁ πι­στὸς καὶ συ­νει­δη­τὸς ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός, ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Δη­μή­τριος καὶ τό­σοι ἄλ­λοι ποὺ θε­ω­ροῦ­σαν ἔρ­γο τους καὶ κα­θῆ­κον τους τὸ νὰ ὁ­μι­λοῦν γιὰ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.
Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό, πό­σα, ἀ­λή­θεια, ἔ­χουν νὰ μᾶς ἀ­να­φέ­ρουν πα­λαι­οὶ κυ­ρί­ως ἐκ­παι­δευ­τι­κοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νά­λω­σαν τὴν ζω­ήν τους στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση καὶ στὸ νὰ μορ­φώ­νουν στὶς ψυ­χὲς τῶν μα­θη­τῶν τους τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ;
Πό­σα ἔ­χουν νὰ μᾶς ποῦν κά­ποι­ες ἐ­κλε­κτὲς ψυ­χὲς ποὺ ἀρ­νή­θη­καν ἀ­κό­μα καὶ τὶς νό­μι­μες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς, ἀρ­νή­θη­καν ἀ­κό­μα καὶ δι­κή τους οἰ­κο­γέ­νεια νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν καὶ ἀ­φο­σι­ώ­θη­καν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὸ παι­δα­γω­γι­κό τους ἔρ­γο, κη­ρύσ­σον­τας τὰ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἰ­δα­νι­κὰ τῆς πο­νε­μέ­νης Ρω­μι­ο­σύ­νης στὶς ψυ­χὲς ποὺ κά­θε φο­ρὰ ἔ­φε­ρε ὁ Θε­ὸς στὰ χέ­ρια τους; Θὰ ἄ­ξι­ζε κά­ποι­ος νὰ θυ­σι­ά­σει­  ἀ­πὸ τὸν πο­λύ­τι­μο χρό­νο του καὶ νὰ συλ­λέ­ξει τέ­τοι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ ποὺ φω­τί­ζουν τὴν ἐν Χρι­στῷ δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τῶν τέ­κνων τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἑλ­λά­δος.
Καὶ μό­νο ἡ ἀ­νά­μνη­ση τέ­τοι­ων μορ­φῶν - ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν σὲ δί­σε­κτα ἔ­τη, εἴ­τε στὰ ἀ­στι­κὰ κέν­τρα, εἴ­τε στὴν ὕ­παι­θρον χώ­ρα ποὺ ὡς και­ό­με­νες λαμ­πά­δες ἐ­φώ­τι­ζαν τὸ πε­ρι­βάλ­λον τους τό­σο στὴν κα­τω­τέ­ρα ὅ­σο καὶ στὴν μέ­ση ἐκ­παί­δευ­ση· φυ­σι­κὰ καὶ στὴν ἀ­νω­τέ­ρα καὶ στὴν ἀ­νω­τά­τη· καὶ μό­νο λοι­πὸν αὐ­τὴ ἡ ἀ­νά­μνη­σις συγ­κι­νεῖ τὶς καρ­δι­ὲς ὅ­σων εἶ­χαν τὴν εὐ­λο­γί­α νὰ μά­θουν τὰ πρῶ­τα γράμ­μα­τα, νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν στὴν μόρ­φω­ση καὶ νὰ ἀ­κού­σουν τὰ γνή­σια κα­τη­χη­τι­κὰ δι­δάγ­μα­τα ἀ­πὸ τὰ εὐ­λο­γη­μέ­να χεί­λη καὶ τὴν πύ­ρι­νη καρ­διὰ τῶν πι­στῶν ἐ­κεί­νων ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν.
Δὲν θὰ ἀγ­γί­ξου­με τὴν ση­με­ρι­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐκ­παι­δεύ­σε­ως, οὔ­τε βε­βαί­ως θὰ τολ­μή­σου­με συγ­κρί­σεις, «ἄ­πα­γε τῆς βλα­σφη­μί­ας». Καὶ τοῦ­το γιὰ νὰ μὴ φυ­γα­δεύ­σου­με τὴν γα­λή­νη καὶ τὴν συγ­κί­νη­ση τῶν ὄ­μορ­φων σχο­λι­κῶν καὶ ὄ­χι μό­νο ἀ­να­μνή­σε­ων. Τοῦ­το μό­νο, στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό, θὰ πρέ­πει νὰ το­νί­σου­με καὶ νὰ εὐ­χη­θοῦ­με: «Ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς νὰ εὐ­λο­γεῖ καὶ νὰ ἐ­νι­σχύ­ει ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς ἐκ­παι­δευ­τι­κοὺς σή­με­ρα, ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­σα στὰ μα­νι­α­σμέ­να κύ­μα­τα νὰ μορ­φώ­σουν τὰ παι­διὰ ποὺ ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ ἔ­φε­ρε στὰ χέ­ρια τους».
Ἔ­λε­γε ἕ­νας φι­λό­λο­γος πρὶν ἀ­πὸ λί­γο και­ρό. Κά­θε ἡ­μέ­ρα ποὺ ξε­κι­νῶ νὰ πά­ω στὴν σχο­λι­κὴ μο­νά­δα, αἰ­σθά­νο­μαι λὲς καὶ πη­γαί­νω γιὰ θη­ρι­ο­μα­χί­α στὸ Κο­λοσ­σαῖ­ο τῆς Ρώ­μης... (αὐ­τὸ καὶ ἀ­πὸ τὰ παι­διὰ ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τοὺς ψυ­χρούς, ἀ­δι­ά­φο­ρους ἕ­ως καὶ ἄ­θε­ους συ­να­δέλ­φους ἐκ­παι­δευ­τι­κούς).
Ναί. Ὁ κα­λὸς παι­δα­γω­γὸς μοιά­ζει μὲ στό­χο. Τὸ βλέμ­μα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων βρί­σκε­ται στα­θε­ρὰ καρ­φω­μέ­νο ἐ­πά­νω του. Ἡ ὅ­λη του στά­σις καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του, ἔ­χει τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο βά­ρος. Ἀ­λή­θεια, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ στα­θεῖ ἕ­νας παι­δα­γω­γὸς ποὺ κη­ρύσ­σει εἴ­τε τὴν ἀ­θε­ΐ­α του, εἴ­τε τὰ πά­θη τῆς ἀ­τι­μί­ας στὶς ψυ­χὲς τῶν παι­δι­ῶν; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται δι­δά­σκα­λος καὶ νὰ φι­λο­δο­ξεῖ τὸν ὑ­ψη­λὸ ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ τί­τλο, ἄν­θρω­πος ποὺ οὐ­δε­μί­α προ­σω­πι­κὴ σχέ­ση ἔ­χει μὲ τὸν Μέ­γαν Παι­δα­γω­γόν, τὸν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν;  Πό­σο δί­και­ο εἶ­χε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸ­ς  ὅ­ταν ἐ­κή­ρυσ­σε ὅ­τι «τὰ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα θὰ κα­τα­στρέ­ψουν τὸν κό­σμο»;
Ἀλ­λ' ἂς ἐ­πι­στρέ­ψου­με στοὺς συ­νει­δη­τοὺς καὶ τα­λαν­τού­χους δι­δα­σκά­λους ποὺ εἶ­ναι προ­σε­κτι­κοὶ στὰ λό­για τους, στὶς πρά­ξεις, στοὺς τρό­πους, στὸ ντύ­σι­μο, στὰ μά­τια... Σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ εἶ­ναι «τύ­πος τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνεύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνεί­ᾳ».
Μό­νο ὅ­ταν ὁ ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς εἶ­ναι ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει ἐ­πι­τυ­χί­α στὸ ἔρ­γο του καὶ γε­μά­τος χα­ρὰ πνευ­μα­τι­κή, νὰ λέ­γει «ἰ­δοὺ ἐ­γὼ καὶ τὰ παι­δί­α ἃ μοὶ ἔ­δω­κεν ὁ Χρι­στός».
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὰ παι­διὰ μᾶς κιν­δυ­νεύ­ουν, ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη τῶν μορ­φῶν ποὺ ἐμ­πνέ­ουν καὶ κα­θο­δη­γοῦν πρὸς τὰ ὑ­ψη­λά. Ἂς γί­νει στρα­τό­πε­δο προ­σευ­χῆς ἀ­πὸ ὅ­λη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὥ­στε καὶ πά­λι νὰ ἀ­στρά­φτουν τὰ δι­α­μάν­τια τῆς χά­ρι­τος, οἱ κα­λοί, πι­στοί, ἀ­γω­νι­στές, φι­λο­πά­τρι­δες, ἁ­γνοὶ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι ἐκ­παι­δευ­τι­κοί, ὥ­στε καὶ πά­λι τὸ ἔ­θνος μας νὰ ἀ­νοί­ξει «τὰ φτε­ρὰ τὰ πρω­τι­νά του, τὰ με­γά­λα».
Εἴ­θε οἱ νέ­οι ἐκ­παι­δευ­τι­κοὶ νὰ κα­τα­στοῦν ὄν­τως παι­δα­γω­γοὶ ἐμ­πνε­ό­με­νοι ἀ­πὸ τοὺς προ­στά­τες τῆς Ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κῆς μας παι­δεί­ας, τοὺς Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, καὶ ὅ­σοι δι­α­κο­νοῦ­με τοὺς νέ­ους, ἂς κρα­τή­σου­με τὸν λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.  «Ὅ­ταν κα­νεὶς αὐ­λα­κώ­σει βα­θειὰ καὶ καλ­λι­ερ­γή­σει μὲ ἐ­πι­μέ­λεια τὸ πλού­σιον εἰς χῶ­μα καὶ λι­πα­ρὸν χω­ρά­φι του, θὰ ἀ­πο­κο­μί­σει πλου­σί­αν ἐ­σο­δί­αν... Τὸ ἴ­διον συμ­βαί­νει καὶ ὅ­ταν κα­νεὶς σπεί­ρει τὸν σπό­ρον τοῦ θεί­ου λό­γου εἰς ψυ­χὰς γε­μά­τας ἀ­πὸ εὐ­πεί­θειαν καὶ εὐ­λά­βειαν». Ἀ­μήν.
Πηγη: http://kirigmata.blogspot.com.cy

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ὡ­μοι­ώ­θη ἡ βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ βα­σι­λεῖ, ὅ­στις ἐ­πο­ί­η­σε γά­μους τῷ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. καὶ ἀ­πέ­στει­λε τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ κα­λέ­σαι τοὺς κε­κλη­μέ­νους εἰς τοὺς γά­μους, καὶ οὐκ ἤ­θε­λον ἐλ­θεῖν. πά­λιν ἀ­πέ­στει­λεν ἄλ­λους δο­ύ­λους λέ­γων· εἴ­πα­τε τοῖς κε­κλη­μέ­νοις· ἰ­δοὺ τὸ ἄ­ρι­στόν μου ἡ­το­ί­μα­σα, οἱ ταῦ­ροί μου καὶ τὰ σι­τι­στὰ τε­θυ­μέ­να, καὶ πάν­τα ἕ­τοι­μα· δεῦ­τε εἰς τοὺς γά­μους. οἱ δὲ ἀ­με­λή­σαν­τες ἀ­πῆλ­θον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴ­διον ἀ­γρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμ­πο­ρί­αν αὐ­τοῦ· οἱ δὲ λοι­ποὶ κρα­τή­σαν­τες τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ ὕ­βρι­σαν καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν. ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ βα­σι­λεὺς ἐ­κεῖ­νος ὠρ­γί­σθη, καὶ πέμ­ψας τὰ στρα­τε­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ ἀ­πώ­λε­σε τοὺς φο­νεῖς ἐ­κε­ί­νους καὶ τὴν πό­λιν αὐ­τῶν ἐ­νέ­πρη­σε. τό­τε λέ­γει τοῖς δο­ύ­λοις αὐ­τοῦ· ὁ μὲν γά­μος ἕ­τοι­μός ἐ­στιν, οἱ δὲ κε­κλη­μέ­νοι οὐκ ἦ­σαν ἄ­ξιοι· πο­ρε­ύ­ε­σθε οὖν ἐ­πὶ τὰς δι­ε­ξό­δους τῶν ὁ­δῶν, καὶ ὅ­σους ἐ­ὰν εὕ­ρη­τε κα­λέ­σα­τε εἰς τοὺς γά­μους. καὶ ἐ­ξελ­θόν­τες οἱ δοῦ­λοι ἐ­κεῖ­νοι εἰς τὰς ὁ­δοὺς συ­νή­γα­γον πάν­τας ὅ­σους εὗ­ρον, πο­νη­ρο­ύς τε καὶ ἀ­γα­θο­ύς· καὶ ἐ­πλή­σθη ὁ γά­μος ἀ­να­κει­μέ­νων. εἰ­σελ­θὼν δὲ ὁ βα­σι­λεὺς θε­ά­σα­σθαι τοὺς ἀ­να­κει­μέ­νους εἶ­δεν ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πον οὐκ ἐν­δε­δυ­μέ­νον ἔν­δυ­μα γά­μου· καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· ἑ­ταῖ­ρε, πῶς εἰ­σῆλ­θες ὧ­δε μὴ ἔ­χων ἔν­δυ­μα γά­μου; ὁ δὲ ἐ­φι­μώ­θη. τό­τε εἶ­πεν ὁ βα­σι­λεὺς τοῖς δι­α­κό­νοις· δή­σαν­τες αὐ­τοῦ πό­δας καὶ χεῖ­ρας ἄ­ρα­τε αὐ­τὸν καὶ ἐκ­βά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. πολ­λοὶ γάρ εἰ­σι κλη­τοὶ, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοί.
                                   (Ματθ. κβ΄[22] 2 – 14)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­βο­λὴ· Ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μοιά­ζει μὲ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο βα­σι­λιά, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κα­νε ἑ­ορ­τα­σμοὺς γά­μου γιὰ τὸν γιό του. Ἔ­στει­λε λοι­πὸν τοὺς δού­λους του γιὰ νὰ κα­λέ­σει αὐ­τοὺς ποὺ εἶ­χαν προ­σκλη­θεῖ στὸν γά­μο, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι δὲν ἤ­θε­λαν νὰ ἔλ­θουν. Ἔ­στει­λε ξα­νὰ ἄλ­λους δού­λους λέ­γον­τας: Πεῖ­τε στοὺς κα­λε­σμέ­νους: Ἰ­δού, ἑ­τοί­μα­σα τὸ με­ση­με­ρια­νό μου τρα­πέ­ζι. Οἱ ταῦ­ροι μου καὶ τὰ θρε­φτά­ρια εἶ­ναι σφαγ­μέ­να, κι ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα. Ἐ­λᾶ­τε στὸ γά­μο. Αὐ­τοὶ ὅ­μως ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν κι ἔ­φυ­γαν, ἄλ­λος στὸ χω­ρά­φι του κι ἄλ­λος στὴν ἐμ­πο­ρι­κή του ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι, ἀ­φοῦ ἔ­πια­σαν τοὺς δού­λους του, τοὺς κα­κο­ποί­η­σαν καὶ τοὺς σκό­τω­σαν. Ὅ­ταν τὰ ἄ­κου­σε αὐ­τὰ ὁ βα­σι­λιὰς ἐ­κεῖ­νος, θύ­μω­σε, κι ἀ­φοῦ ἔ­στει­λε τὰ στρα­τεύ­μα­τά του, ἐ­ξο­λό­θρευ­σε τοὺς φο­νιά­δες ἐ­κεί­νους καὶ κα­τέ­κα­ψε τὴν πό­λη τους. (Ἔ­τσι τι­μω­ρή­θη­καν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι καὶ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τοὺς ὁ­ποί­ους ὑ­πο­νο­εῖ ἡ πα­ρα­βο­λή). Τό­τε λέ­ει στοὺς δού­λους. Τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ γά­μου εἶ­ναι ἕ­τοι­μο· οἱ κα­λε­σμέ­νοι ὅ­μως δὲν ἦ­ταν ἄ­ξιοι νὰ πά­ρουν μέ­ρος σ᾿ αὐ­τό. Πη­γαί­νε­τε λοι­πὸν στὰ σταυ­ρο­δρό­μια καὶ τὰ τρί­στρα­τα, κι ὅ­σους βρεῖ­τε ἐ­κεῖ, κα­λέ­στε τους στοὺς γά­μους. Βγῆ­καν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι οἱ δοῦ­λοι στοὺς δρό­μους καὶ μά­ζε­ψαν ὅ­λους ὅ­σους βρῆ­καν, κα­κοὺς καὶ κα­λούς, καὶ γέ­μι­σε ἡ αἴ­θου­σα τοῦ γά­μου ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους ποὺ κά­θι­σαν στὸ τρα­πέ­ζι. (Αὐ­τὸ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μὲ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν ὁ­ποί­α κλή­θη­καν καὶ προ­σῆλ­θαν οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ποὺ πί­στε­ψαν). Κι ὅ­ταν μπῆ­κε ὁ βα­σι­λιὰς γιὰ νὰ δεῖ τοὺς κα­θι­σμέ­νους στὸ τρα­πέ­ζι, εἶ­δε ἐ­κεῖ κι ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ δὲν φο­ροῦ­σε ἐ­πί­ση­μο ἔν­δυ­μα γά­μου. Δὲν εἶ­χε δη­λα­δὴ μα­ζὶ μὲ τὴν πί­στη καὶ τὸν καρ­πὸ τῆς πί­στε­ως, δη­λα­δὴ τὶς ἀ­ρε­τές. Καὶ τοῦ λέ­ει: Φί­λε, πῶς μπῆ­κες ἐ­δῶ μέ­σα χω­ρὶς νὰ ἔ­χεις ἐν­δυ­μα­σί­α γά­μου; Ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ ἀ­πευ­θυν­θεῖς στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α μου καὶ νὰ σοῦ δώ­σει μιὰ τέ­τοι­α ἐν­δυ­μα­σί­α. Κι αὐ­τὸς τό­τε ἀ­πο­στο­μώ­θη­κε. Τό­τε ὁ βα­σι­λιὰς εἶ­πε στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες: Δέ­στε τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια του καὶ πάρ­τε τον καὶ ρίξ­τε τον ἔ­ξω, στὸ πιὸ βα­θὺ σκο­τά­δι, ποὺ εἶ­ναι μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ κλαῖ­νε καὶ θὰ τρί­ζουν τὰ δόν­τια τους. Δι­ό­τι πολ­λοὶ εἶ­ναι οἱ κα­λε­σμέ­νοι στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λί­γοι ὅ­μως εἶ­ναι οἱ ἐ­κλε­κτοί, ποὺ ἔ­χουν τὶς ἀ­ρε­τὲς καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴ βα­σι­λεί­α αὐ­τή.



Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠ.ΠΑΥΛΟΥ και ΒΑΡΝΑΒΑ
               
               ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018



1 ΣΑΒΒΑΤΟ Ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, δηλαδή τοῦ νέου ἔτους. Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, Μνήμη τῶν ἁγίων 40 Παρθενομαρτύρων γυναικῶν καί Άμμούν τοῦ διδασκάλου αὐτῶν
2 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, Ἀ­πό­στ. (Β΄ Κορ. α΄[1] 21 – β΄[2] 4), Εὐ­αγγ.  (Ματθ. κβ΄[22] 2 – 14) Μά­μαν­τος Μάρ­τυ­ρος, Ἰ­ω­άν­νου τ­οῦ Νη­στευ­τοῦ
Μέ­ρα ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σ­το πε­ρι­βάλ­λον
3 ΔΕΥΤΕΡΑ Ἀν­θί­μου ἱ­ε­ρο­μάρ., Θε­ο­κτί­στου ὁ­σί­ου, Πο­λυ­δώ­ρου Νε­ο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Κυ­πρί­ου. Ἀ­να­κο­μι­δὴ λει­ψά­νων Νε­κτα­ρί­ου Πεν­τα­πό­λε­ως. Χλό­ης τῆς Κο­ριν­θί­ας, Πο­λυ­δώ­ρου Νε­ο­μάρ­τυ­ρος,
6 ΠΕΜΠΤΗ, Ἀ­ν­ά­μ­ν­η­σ­ις τ­οῦ ἐν Χ­ώ­ν­α­ις θ­α­ύ­μ­α­τ­ος τ­οῦ Ἀ­ρ­χ­α­γ­γ­έ­λ­ου Μ­ι­χ­α­ήλ.
8 ΣΑΒΒΑΤΟΝ  Τό Γενέθλιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημων Θεοτόκου
9 ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ Υ­ΨΩ­ΣΕ­ΩΣ, Ἀ­πό­στ. (Γαλ. Ϛ΄[6]  11 - 18) , Εὐ­αγγ.   (Ἰ­ω. γ΄ [3] 13 - 17)
Τῶν Ἁ­γί­ων καὶ Δι­καί­ων Θε­ο­πα­τό­ρων Ἰ­ω­α­κείμ καὶ Ἄν­νης. Χρυ­σο­στό­μου Ἱ­ε­ρο­μάρτ. Ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης.
14 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΠΑΓ­ΚΟ­ΣΜΙΟΣ Υ­ΨΩ­ΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙ­ΜΙ-
ΟΥ ΚΑΙ ΖΩ­Ο­ΠΟΙ­ΟΥ ΣΤΑΥ­ΡΟΥ
(Ν­η­σ­τ­ε­ία, α­ὐ­σ­τ­η­ρά κ­αί ἀ­π­ό­λ­υ­τ­ος)
16 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. Ἀ­πό­στ. (Γαλ. β΄[2]  16 - 20) , Εὐ­αγγ. (Μάρκ. η΄[8]  34 - θ΄[9] 1)
Εὐ­φη­μί­ας με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος καὶ πα­νευ­φή­μου, Κασ­σια­νοῦ ὁ­σί­ου τοῦ Κυ­πρί­ου
17 ΔΕΥΤΕΡΑ  Σο­φί­ας, Πί­στε­ως, Ἐλ­πί­δος καὶ Ἀ­γά­πης τῶν Μαρ­τ., Ἡ­ρα­κλει­δί­ου ἐ­πι­σκό. Τα­μα­σέ­ων, Αὐ­ξι­βί­ου ἐ­πι­σκ.­ Σό­λων, Ἀ­να­στα­σί­ου ὁ­σ.­ ἐν Πε­ρι­στε­ρω­νο­πη­γῇ Κύ­πρου
20 ΠΕΜΠΤΗ Ε­ὐ­σ­τ­α­θ­ί­ου μ­ε­γ­α­λ­ο­μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος, Θ­ε­ο­πί­στης τῆς σ­υ­μ­β­ί­ας α­ὐ­τ­οῦ κ­αὶ Ἀ­γ­α­π­ί­ου κ­αὶ Θ­ε­ο­π­ί­στου τ­ῶν υ­ἱ­ῶν α­ὐ­τ­ῶν
23 ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄  ΛΟΥ­ΚΑ,  Ἀ­πό­στ. (Γαλ. δ΄[4]  22 - 27), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ε΄[5] 1 - 11)
Σύλ­λη­ψις Προ­δρό­μου, Ξαν­θίπ­πης κ­αί Πο­λυ­ξέ­νης τῶν αὐ­τα­δέλ­φων ὁ­σί­ων.
24 ΔΕΥΤΕΡΑ Θέ­κλης με­γα­λομ. καί Ἰ­σα­πο­στό­λου, Σι­λουα­νοῦ ὁ­σ. τοῦ Ἀ­θω­νί­του
26 ΤΕΤΑΡΤΗ Ἡ Με­τά­στα­σις τοῦ Ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου καὶ πα­νευ­φή­μου Ἀ­πο­στό­λου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καὶ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ
28 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ν­ε­ο­φ­ύ­τ­ου τ­οῦ Ἐ­γ­κ­λ­ε­ί­σ­τ­ου, Χ­α­ρ­ί­τω­ν­ος ὁ­μ­ο­λ­ο­γ­η­τ­οῦ, Α­ὐ­ξ­ε­ν­τ­ί­ου ὁ­σίων
29 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Κ­υ­ρ­ι­α­κ­οῦ τ­οῦ Ἀ­ν­α­χ­ω­ρ­η­τ­οῦ, Π­ε­τ­ρ­ω­ν­ί­ας μ­ά­ρ­τ­υρος
30 ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. Ἀ­π­ό­στ. (Β΄ Κ­ορ. θ΄[9] 611), Ε­ὐ­α­γγ. (Λ­ο­υκ. Ϛ΄[6]  31 - 36). Γρη­γο­ρί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος ἐ­πι­σκό­που καὶ φω­τι­στοῦ τῆς Ἀρ­με­νί­ας
ΩΡΑΡΙΟ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: 6.00 Μ.Μ.
 ΟΡΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, γρη­γο­ρεῖ­τε, στή­κε­τε ἐν τῇ πί­στει, ἀν­δρί­ζε­σθε, κρα­ται­οῦ­σθε. Πάντα ὑ­μῶν ἐν ἀ­γά­πῃ γι­νέ­σθω. Πα­ρα­κα­λῶ δὲ ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί· οἴ­δα­τε τὴν οἰ­κί­αν Στε­φα­νᾶ, ὅ­τι ἐ­στὶν ἀ­παρ­χὴ τῆς ᾿Α­χα­ΐ­ας καὶ εἰς δι­α­κο­νί­αν τοῖς ἁ­γί­οις ἔ­τα­ξαν ἑ­αυ­το­ύς· ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς ὑ­πο­τάσ­ση­σθε τοῖς τοι­ο­ύ­τοις καὶ παν­τὶ τῷ συ­νερ­γοῦν­τι καὶ κο­πι­ῶν­τι. Χα­ί­ρω δὲ ἐ­πὶ τῇ πα­ρου­σί­ᾳ Στε­φα­νᾶ καὶ Φουρ­του­νά­του καὶ ᾿Α­χα­ϊ­κοῦ, ὅ­τι τὸ ὑ­μῶν ὑ­στέ­ρη­μα οὗ­τοι ἀ­νε­πλή­ρω­σαν· ἀ­νέ­παυ­σαν γὰρ τὸ ἐ­μὸν πνεῦ­μα καὶ τὸ ὑ­μῶν. Ἐ­πι­γι­νώ­σκε­τε οὖν τοὺς τοι­ο­ύ­τους. ᾿Α­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς αἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῆς ᾿Α­σί­ας. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς ἐν Κυ­ρί­ῳ πολ­λὰ ᾿Α­κύ­λας καὶ Πρί­σκιλ­λα σὺν τῇ κατ᾿ οἶ­κον αὐ­τῶν ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς οἱ ἀ­δελ­φοὶ πάν­τες. Ἀ­σπά­σα­σθε ἀλ­λή­λους ἐν φι­λή­μα­τι ἁ­γί­ῳ. ῾Ο ἀ­σπα­σμὸς τῇ ἐ­μῇ χει­ρὶ Πα­ύ­λου. Εἴ τις οὐ φι­λεῖ τὸν Κύριον ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν, ἤ­τω ἀ­νά­θε­μα. Μα­ρὰν ἀ­θᾶ. ῾Η χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ μεθ᾿ ὑ­μῶν. Ἡ ἀ­γά­πη μου με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ· ἀ­μήν.
                                                                                    (Α΄ Κορ.ιστ΄[16] 13 –24)

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Προ­κει­μέ­νου νὰ ὑ­πο­γρά­ψει καὶ νὰ στεί­λει τὴν πρώ­τη πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ του ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, προ­σθέ­τει στὸ τέ­λος πο­λὺ σπου­δαῖ­ες πα­ραγ­γε­λί­ες καὶ προ­τρο­πές, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­κού­σα­με καὶ ἐ­μεῖς σή­με­ρα στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα.   Ἐ­πει­δὴ πολ­λοὶ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι νό­θευ­αν τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὴν ἀ­να­κά­τευ­αν μὲ δι­ά­φο­ρες πλά­νες, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ τὴν προ­σο­χὴ τῶν Χρι­στια­νῶν καὶ τοὺς λέ­ει:
Μὴν ξε­χνᾶ­τε, ἀ­δελ­φοί μου, ὃ­τι εἶ­στε μέ­λη τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­στε στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πρέ­πει συ­νε­χῶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­στε κα­τὰ τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν σὰν ἄ­γρυ­πνοι φρου­ροί. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι οἱ κίν­δυ­νοι ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν ἕ­νε­κα τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ προ­σο­χή σας μὴν τυ­χὸν καὶ κλο­νι­σθεῖ ἡ πί­στη σας. Νὰ μέ­νε­τε στα­θε­ροὶ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν πί­στη. Μὲ ἀν­δρεί­α καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε, νὰ πο­λε­μᾶ­τε καὶ νὰ ἀ­πο­κρού­ε­τε κά­θε ἐ­χθρό, ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ σᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ δὲν θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α σας· Νὰ ζη­τᾶ­τε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ σᾶς δί­νει δύ­να­μη καὶ θάρ­ρος. Ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας καὶ ὃ­λα τὰ ἔρ­γα σας νὰ γί­νον­ται μὲ ἀ­γά­πη χρι­στι­α­νι­κή. Φί­λοι καὶ ἐ­χθροὶ δι­δά­σκον­ται καὶ ὠ­φε­λοῦν­ται, ὃ­ταν βλέ­πουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὲ ὅ­λους μὲ ἀ­γά­πη, μὲ ἐ­πι­εί­κεια, μὲ πρα­ό­τη­τα καὶ μὲ κα­λο­σύ­νη.
Προ­σέξ­τε ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί μου, καὶ τοῦ­το. Γνω­ρί­ζε­τε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ τοῦ συμ­πο­λί­τη σας εἶ­ναι ἡ πρώ­τη οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ γε­νι­κά τῆς νό­τιας Ἑλ­λά­δας, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­λό­κλη­ρη πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ὃ­λα της τὰ μέ­λη ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν Χρι­στια­νῶν. Σ' αὐ­τοὺς τοὺς ζη­λω­τὲς Χρι­στια­νούς, κα­θὼς καὶ σὲ ὃ­ποι­ον ἄλ­λο συ­νερ­γά­ζε­ται καὶ κο­πιά­ζει σὲ μιὰ τό­σο θε­ά­ρε­στη δι­α­κο­νί­α, εἶ­ναι πο­λὺ δί­και­ο νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­σθε καὶ νὰ τοὺς μι­μεῖ­σθε.
Χαί­ρω ἐ­πί­σης δι­ό­τι εἶ­ναι ἐ­δῶ πα­ρόν­τες ὁ Στε­φα­νᾶς, ὁ Φουρ­του­νά­τος καὶ ὁ Ἀ­χα­ϊ­κός. Οἱ τρεῖς αὐ­τοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες σας ἀ­να­πλή­ρω­σαν τὸ κε­νὸ ποὺ αἰ­σθά­νο­μαι, ἐ­πει­δὴ βρί­σκο­μαι μα­κριά σας. Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τους καὶ μὲ τὶς εὐ­χά­ρι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ εἰ­δή­σεις ποὺ μοῦ ἔ­φε­ραν σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ζῆ­λο σας καὶ τὴν ἀ­γά­πη σας, μὲ χα­ρο­ποί­η­σαν καὶ ἀ­νέ­παυ­σαν τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς μου. Καὶ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὃ­τι μὲ τὴν ἐ­πι­στο­λή μου αὐ­τὴ ποὺ θὰ σᾶς φέ­ρουν θὰ χα­ρο­ποι­ή­σουν καί σᾶς καὶ θὰ ἀ­να­παύ­σουν καὶ τὴ δι­κή σας ψυ­χή. Τέ­τοι­ους ἐ­κλε­κτοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ τοὺς ἐ­κτι­μᾶ­τε πο­λὺ καὶ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­τε τὴν ἀ­ξί­α τους.
Σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμοὺς οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες ποὺ βρί­σκον­ται στὶς δι­ά­φο­ρες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Πολ­λοὺς ἐν Κυ­ρί­ῳ χαι­ρε­τι­σμοὺς σᾶς στέλ­νουν καὶ ὁ Ἀ­κύ­λας μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του τὴν Πρί­σκιλ­λα καὶ οἱ Χρι­στια­νοὶ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ται στὸ σπί­τι τους. Ἀλ­λὰ καὶ ὃ­λοι οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀ­δελ­φοί σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμούς. Μὲ ἅ­γιο φί­λη­μα ἀ­σπα­σθεῖ­τε ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο κι ἐ­σεῖς.
Ἕ­ως ἐ­δῶ τὴν ἐ­πι­στο­λή, ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τὴν ἔ­γρα­ψε ὁ ὑ­πο­γρα­φεύς, τὸν χαι­ρε­τι­σμὸ ὅ­μως αὐ­τὸ σᾶς τὸν γρά­φω ἐ­γὼ μὲ τὸ χέ­ρι μου. Ἐ­ὰν κα­νεὶς δὲν ἀ­γα­πᾶ μὲ θερ­μὴ καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη τὸν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἂς εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θὰ ἔλ­θει καὶ θὰ κα­τα­δι­κά­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση κά­θε χω­ρι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γιὰ σᾶς ὅ­μως τοὺς ἀ­γα­πη­τούς μου Κο­ρίν­θιους Χρι­στια­νοὺς εὔ­χο­μαι νὰ εἶ­ναι μα­ζί σας ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ εἶ­στε βέ­βαι­οι ὃ­τι σ­ᾶς πε­ρι­βάλ­λω ὃ­λους μὲ τὴν ἀ­γά­πη ποὺ μᾶς δί­δα­ξε καὶ τὴν ἐ­ξα­γί­α­σε ὁ Κύ­ριός μας, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­σ­τός. Ἀ­μήν.
Ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ τέ­λος τῆς πρώ­της πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ θεί­ου Παύ­λου. Ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸν κίν­δυ­νο νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ πί­στη. Τοὺς φο­βί­ζει μὲ τὸν αἰ­ώ­νιο χω­ρι­σμὸ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τοὺς ἐκ­δη­λώ­σει τὴ θερ­μὴ πα­τρι­κή του ἀ­γά­πη, γιὰ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­σει στοὺς πνευ­μα­τι­κούς τους ἀ­γῶ­νες. Τε­λι­κὰ τοὺς εὔ­χε­ται νὰ εἶ­ναι μα­ζί τους ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­γα­θὸ καὶ στὴν πα­ροῦ­σα καὶ σ­τὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Τὴν εὐ­χὴ αὐ­τὴ ἂς ἀ­να­πέμ­που­με καὶ ἐ­μεῖς σ­τὸν Θε­ὸ πάν­το­τε γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας Χρι­στια­νούς.
                 (+ ρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πός τις ἦν οἰ­κο­δε­σπό­της, ὅς τις ἐ­φύ­τευ­σεν ἀμ­πε­λῶ­να, καὶ φραγ­μὸν αὐ­τῷ πε­ρι­έ­θη­κε, καὶ ὤ­ρυ­ξεν ἐν αὐ­τῷ λη­νὸν, καὶ ᾠ­κο­δό­μη­σε πύρ­γον· καὶ ἐ­ξέ­δο­το αὐ­τὸν γε­ωρ­γοῖς, καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν. Ὅ­τε δὲ ἤγ­γι­σεν ὁ και­ρὸς τῶν καρ­πῶν, ἀ­πέ­στει­λε τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ πρὸς τοὺς γε­ωρ­γοὺς, λα­βεῖν τοὺς καρ­ποὺς αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες οἱ γε­ωρ­γοὶ τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ, ὃν μὲν ἔ­δει­ραν, ὃν δὲ ἀ­πέ­κτει­ναν, ὃν δὲ ἐ­λι­θο­βό­λη­σαν. Πάλιν ἀ­πέ­στει­λεν ἄλ­λους δο­ύ­λους πλε­ί­ο­νας τῶν πρώ­των· καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τοῖς ὡ­σα­ύ­τως. Ὕ­στε­ρον δὲ ἀ­πέ­στει­λε πρὸς αὐ­τοὺς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ, λέ­γων· Ἐν­τρα­πή­σον­ται τὸν υἱ­όν μου. Οἱ δὲ γε­ωρ­γοὶ, ἰ­δόν­τες τὸν υἱ­ὸν, εἶ­πον ἐν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κλη­ρο­νό­μος· δεῦ­τε, ἀ­πο­κτε­ί­νω­μεν αὐ­τὸν, καὶ κα­τά­σχω­μεν τὴν κλη­ρο­νο­μί­αν αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες αὐ­τὸν, ἐ­ξέ­βα­λον ἔ­ξω τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν. Ὅ­ταν οὖν ἔλ­θῃ ὁ κύ­ριος τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, τί ποι­ή­σει τοῖς γε­ωρ­γοῖς ἐ­κε­ί­νοις; Λέγουσιν αὐ­τῷ· Κα­κοὺς κα­κῶς ἀ­πο­λέ­σει αὐ­το­ύς· καὶ τὸν ἀμ­πε­λῶ­να ἐκ­δώ­σε­ται ἄλ­λοις γε­ωρ­γοῖς, οἵ­τι­νες ἀ­πο­δώ­σου­σιν αὐ­τῷ τοὺς καρ­ποὺς ἐν τοῖς και­ροῖς αὐ­τῶν. Λέγει αὐ­τοῖς ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Οὐ­δέ­πο­τε ἀ­νέ­γνω­τε ἐν ταῖς Γρα­φαῖς· Λίθον ὃν ἀ­πε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰ­κο­δο­μοῦν­τες, οὗ­τος ἐ­γε­νή­θη εἰς κε­φα­λὴν γω­νί­ας· πα­ρὰ Κυ­ρί­ου ἐ­γέ­νε­το αὕ­τη, καὶ ἔ­στι θαυ­μα­στὴ ἐν ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν;    
                                      (Ματθ.κα΄[21] 33 – 42)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν Κύ­ριος τν πι κά­τω πα­ρα­βο­λὴ. Ἦ­ταν κά­ποι­ος νοι­κο­κύ­ρης, Θε­ός δη­λα­δή, ὁ­ποῖ­ος φύ­τε­ψε ἀμ­πέ­λι, δη­λα­δή τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἔ­θνος. Κι ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρη φρον­τί­δα γι᾿ αὐ­τό. Ἔ­βα­λε δη­λα­δή τρι­γύ­ρω του φρά­κτη κι ἔ­σκα­ψε μέ­σα σ᾿ αὐ­τό πα­τη­τή­ρι, ἔ­κτι­σε πύρ­γο γιά νά μέ­νουν ο φύ­λα­κες καί ἐρ­γά­τες, καί τό ἐμ­πι­στεύ­θη­κε σέ γε­ωρ­γούς, στούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί στούς ἄρ­χον­τες το λα­οῦ, κι ἀ­να­χώ­ρη­σε σέ ἄλ­λη χώ­ρα. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σε και­ρός τς σο­δειᾶς, ἀ­πέ­στει­λε τούς δού­λους του, τούς προ­φῆ­τες, στούς γε­ωρ­γούς γιά νά πα­ρα­λά­βουν τούς καρ­πούς του· γιά νά δι­α­πι­στώ­σουν δη­λα­δή τήν ἀ­φο­σί­ω­σή τους στό Θε­ό καί τά ἔρ­γα τς ἀ­ρε­τῆς πού ὄ­φει­λε ὁ λα­ός αὐ­τός ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν τό­ση εὔ­νοι­α καί πρό­νοι­α το Θε­οῦ νά καρ­πο­φο­ρή­σει σάν ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο πνευ­μα­τι­κό ἀμ­πέ­λι. Ὅ­μως ο γε­ωρ­γοί, ο ἄρ­χον­τες δη­λα­δή το Ἰσ­ρα­ήλ, ἀ­φοῦ συ­νέ­λα­βαν τούς δού­λους του, ἄλ­λον τόν ἔ­δει­ραν, ἄλ­λον τόν σκό­τω­σαν κι ἄλ­λον τόν λι­θο­βό­λη­σαν. Ξα­νά­στει­λε ἰ­δι­ο­κτή­της το ἀμ­πε­λιοῦ ἄλ­λους δού­λους πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­π’ τούς πρώ­τους, κι ἔ­κα­ναν καί σ’ αὐ­τούς τά ἴ­δια. Ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­στει­λε σ’ αὐ­τούς τόν γιό του λέ­γον­τας: Πρέ­πει του­λά­χι­στον ο ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί νά ντρα­ποῦν τόν γιό μου. Ο γε­ωρ­γοί ὅ­μως, ὅ­ταν εἶ­δαν τόν γιό, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό δη­λα­δή, τόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα υἱ­ό το Θε­οῦ, εἶ­παν με­τα­ξύ τους: Αὐ­τός εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μος· ἐ­λᾶ­τε, ς τόν σκο­τώ­σου­με κι ς ἁρ­πά­ξου­με τήν κλη­ρο­νο­μιά του, γιά νά γί­νου­με ἔ­τσι ἀ­νε­νό­χλη­τοι πλέ­ον κύ­ριοι καί ἐκ­με­ταλ­λευ­τές τς ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς συ­να­γω­γῆς. Κι ἀ­φοῦ τόν ἔ­πια­σαν, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πό τό ἀμ­πέ­λι καί τόν σκό­τω­σαν. Ὅ­ταν λοι­πόν ἔλ­θει ὁ κύ­ριος το ἀμ­πε­λιοῦ, τί εἶ­ναι δί­και­ο νά κά­νει στούς καλ­λι­ερ­γη­τές ἐ­κεί­νους; Το ἀ­παν­τοῦν: Θά ἐ­ξο­λο­θρεύ­σει μέ τόν χει­ρό­τε­ρο θά­να­το αὐ­τούς πού εἶ­ναι τό­σο κα­κοί. Καί τό ἀμ­πέ­λι θά τό νοι­κιά­σει σέ ἄλ­λους γε­ωρ­γούς, ο ὁ­ποῖ­οι θά το δώ­σουν τούς ὀ­φει­λό­με­νους καρ­πούς στήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­πο­χή. Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­λό­θρευ­σε τούς Ἰ­ου­δαί­ους καί κα­τέ­στρε­ψε μέ τούς Ρω­μαί­ους τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πα­ρέ­δω­σε τό ἀμ­πέ­λι του, δη­λα­δή τόν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ τς χά­ρι­τος, στούς Ἀ­πο­στό­λους καί τούς δι­α­δό­χους τους γιά νά τό καλ­λι­ερ­γοῦν καρ­πο­φό­ρα. Τούς λέ­ει Ἰ­η­σοῦς: Δέν δι­α­βά­σα­τε πο­τέ στίς Γρα­φές: Λί­θο τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο ο κτί­στες, αὐ­τός ἔ­γι­νε κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος. Κύ­ριος τό ἔ­κα­νε αὐ­τό, καί εἶ­ναι θαυ­μα­στό στά μά­τια μας, στά μά­τια τν πι­στῶν. Δη­λα­δή, ἐ­νῶ αὐ­τοί πού μέ τή δι­δα­σκα­λί­α τους ἔ­χουν ὡς ἔρ­γο καί κα­θῆ­κον νά σς οἰ­κο­δο­μοῦν μέ ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο λί­θο στήν οἰ­κο­δο­μή το Θε­οῦ, ἐ­γώ ἔ­γι­να κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί συ­νέ­νω­σα τούς λα­ούς σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Τό θαυ­μα­στό αὐ­τό γε­γο­νός μπρο­στά στά μά­τια ὅ­λων τν πι­στῶν τό ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος.