Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ     

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας)

 (29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2023)

 




ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

 Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖ­ς  ἐ­στε να­ὸς Θε­οῦ ζῶν­τος, κα­θὼς εἶ­πεν ὁ Θε­ὸς «ὅ­τι ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔ­σο­μαι αὐ­τῶν Θε­ός, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­σον­ταί μοι λα­ός. Διὸ ἐ­ξέλ­θε­τε ἐκ μέ­σου αὐ­τῶν καὶ ἀ­φο­ρί­σθη­τε, λέ­γει Κύριος, καὶ ἀ­κα­θάρ­του μὴ ἅ­πτε­σθε, κἀ­γὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σο­μαι ὑ­μῖν εἰς πα­τέ­ρα, καὶ ὑ­μεῖς ἔ­σε­σθέ μοι εἰς υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρας, λέ­γει Κύριος παν­το­κρά­τωρ». Τα­ύ­τας οὖν ἔ­χον­τες τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἀ­γα­πη­τοί, κα­θα­ρί­σω­μεν ἑ­αυ­τοὺς ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνε­ύ­μα­τος, ἐ­πι­τε­λοῦν­τες ἁ­γι­ω­σύ­νην ἐν φό­βῳ Θε­οῦ.

(Β΄Κορ. Ϛ΄[6] 16 – 18, ζ΄[7] 1)

 

ΤΕΚΝΑ ΘΕΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας»

Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα σὲ λίγες γραμμές μᾶς λέγει πόσο μεγάλη τιμὴ ἔκαμε στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός: Τὸν κατέστησε παιδὶ τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πλέον ἔχει πατέρα. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί σημαίνει ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποιὸ χρέος ἀπορρέει ἀπὸ αὐτή μας τὴν ιδιότητα. 

1. ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὑπόσχεσή του λέγοντας στὸν λαό του ὅτι θὰ κατοικήσει μέσα τους καὶ θὰ περπατήσει ἀνάμεσά τους, καὶ θὰ εἶναι Θεός τους καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός δικός του. Καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι πραγματικός πατέρας τους καὶ αὐτοὶ ἀληθινὰ παιδιά του αγαπημένα. Αὐτὴν βέβαια τὴν ὑπόσχεση ὁ Θεὸς τὴν ἔδωσε στὸν περιούσιο λαό του, στοὺς Ισραηλίτες. Ὅμως τὴν ἐπαγγελία αὐτὴ τὴν ἐκπληρώνει στὸν νέο Ἰσραὴλ τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν ἁγία του Εκκλησία, στὸν ἀληθινὸ δηλαδὴ λαό του, τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀγκαλιάζει τοὺς πιστοὺς ὡς παιδιά του στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά του. Δὲν μᾶς δίνει ἁπλῶς τὸν τιμητικό τίτλο τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ μᾶς καθιστᾷ ἀληθινὰ παιδιά του ὄχι βέβαια κατά φύσιν ἀλλὰ κατὰ χάριν. Δὲν ἀποτελοῦν ὅλα αὐτὰ μόνον ὡραῖα λόγια, ἀλλά πρόκειται για μυστήριο μεγάλο καὶ ἀκατάληπτο. Μᾶς υἱοθετεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅλοι οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοὶ ὄχι ἁπλῶς ὀνομαζόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔχουμε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἰδιότητες καὶ τὰ δικαιώματα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Δικαιώματα τιμῆς, θέσεως, σχέσεως καὶ κληρονομίας. 

Ἔχουμε το δικαίωμα πλέον νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ πατέρα καὶ νὰ τὸν ἐπικαλούμαστε ὡς παιδιά του. Νὰ τὸν ἔχουμε διαρκῶς δίπλα μας ὡς πατέρα ἀγάπης, στοργῆς καὶ προστασίας, νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί του σὲ μία κοινωνία ἑνότητος καὶ ἀγάπης. Ἔχουμε την δυνατότητα ὅλοι ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἀδιασπάστως ἑνωμένοι μεταξύ μας καὶ μυστηριακῶς μὲ τὴ θεία Κοινωνία. Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὰ κληρονομικά δικαιώματα τῶν υἱῶν. Ὁ ἅγιος Θεὸς ὑπόσχεται στὰ γνήσια παιδιά του κληρονομία ὄχι φθαρτὴ ἀλλὰ αἰώνια, ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Αὐτὰ «ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α' Κορ. β'[2] 9). Ἐκεῖ στὴν αἰώνια Βασιλεία του θέλει νὰ μᾶς κληροδοτήσει τὸν θεϊκό του οὐράνιο θρόνο, γιὰ νὰ συμβασιλεύσουμε μαζί του. Νὰ μᾶς κάνει πρίγκηπες καὶ συμβασιλεῖς τοῦ οὐρανοῦ. 

Πόσο μεγάλη αξία δίνει σὲ μᾶς τοὺς μικροὺς καὶ ἐλαχίστους ὁ παντοκράτωρ Θεός! Αλήθεια, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς καθιστᾶ παιδιά του; Ὁ πανυπερτέλειος Θεός. Αὐτὸς ποὺ εὐλαβοῦνται σὲ ὕψιστο βαθμὸ οἱ ἄγγελοι, ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει «θρόνον του τοὺς οὐρανοὺς καὶ ὑποπόδιον τὴν γῆν» (Ἡσ. ξς'[66] 1). Καὶ ποιοὺς καθιστᾷ παιδιά του; Ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς οὐτιδανοὺς καὶ ἁμαρτωλούς. Ἐμᾶς ποὺ τόσο πολὺ ρέπουμε στὴν ἁμαρτία. Καὶ ὁ ἅγιος Θεός καταδέχεται νὰ ὀνομάζει παιδιά του ἐμᾶς ποὺ καθημερινὰ τὸν προδίδουμε μὲ τὶς ἐπιλογές μας καὶ δὲν ζοῦμε ὡς ἀληθινὰ παιδιά του. Τί λοιπὸν θὰ πρέπει να κάνουμε γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦμε καὶ στὴ ζωή μας γνήσια παιδιά του; 

2. ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΝΗΣΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μᾶς τό λέγει σαφῶς ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἐφόσον εἶσθε παιδιά μου ἀγαπημένα, θὰ πρέπει νὰ ζεῖτε καὶ ὡς γνήσια παιδιά μου. Ἐφόσον ἐγὼ κατοικῶ μέσα στην ψυχή σας, δὲν χωρεῖ κανεὶς ἄλλος ἐκεῖ. Δὲν μπορεῖτε νὰ ἔχετε μέσα σας καὶ τὸ σκοτάδι καὶ τὸ φῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶσθε καὶ τέκνα τοῦ φωτὸς καὶ τέκνα του σκότους, νὰ ἀκοῦτε πότε ἐμένα τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ πότε τὸν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους. Ἐφόσον ἐγὼ εἶμαι ἅγιος, ζητῶ κι ἀπὸ ἐσᾶς νὰ μοῦ μοιάσετε, νὰ γίνετε κι ἐσεῖς ὅμοιοι μ᾿ ἐμένα, ἅγιοι. Νὰ διώξετε ἀπὸ τὴν καρδιά σας κάθε τι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία, τὸν ρύπο, τὴν ἀκαθαρσία, τὸν κόσμο τὸν ἁμαρτωλό καὶ βρώμικο. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν», μᾶς λέγει. Δὲν πρέπει νὰ ἔχετε καμμία ἀπολύτως ἐπικοινωνία μὲ τὴν κοινωνία τῶν διεφθαρμένων ἀνθρώπων. «Αφορίσθητε». Φύγετε ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ κοσμικότητα. Διαχωρίστε τὴ θέση σας. «Καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἄπτεσθε». Μὴν ἐγγίζετε τὰ ἀκάθαρτα καὶ ἁμαρτωλὰ καὶ μολυσμένα ἔργα τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Φύγετε μακριά τους· ὄχι στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ ὄρη, ἀλλὰ ξεχωρίστε ἀπὸ αὐτοὺς τροπικῶς, στη νοοτροπία καὶ στὴ ζωή σας. Καθαρίστε τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀπὸ κάθε τι ποὺ μολύνει τὸ σῶμα σας καὶ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ νὰ ἁγιάζετε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό σας ἔχοντας βαθιὰ ριζωμένο μέσα σας τὸν ἅγιο φόβο καὶ σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ πατρός σας. 

Αδελφοί, ἂν ἀγαποῦμε πραγματικά τὸν οὐράνιο πατέρα μας, θα πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ ἀποδεικνύουμε μὲ τὴ ζωή μας. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νά εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε ὅπως οἱ ἄπιστοι ἄθεοι καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ ντροπιάζουμε ἔτσι τὸ ὄνομά του στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ νὰ δειχνόμαστε γνήσια παιδιά του ἀγαπημένα καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὴν ζωή μας. 

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ἐκείνῳ ­ξλ­θεν ­η­σος ες τ μ­ρη Τρου κα Σι­δ­νος. Κα ­δο γυ­ν Χα­να­να­­α ­π τν ­ρ­ων ­κε­­νων ­ξελ­θο­σα ­κρα­­γα­σεν α­τ λ­γου­σα· ­λ­η­σν με, Κριε, υ­ Δαυ­δ· θυ­γ­τηρ μου κα­κς δαι­μο­ν­ζε­ται. δ οκ ­πε­κρ­θη α­τ λ­γον. κα προ­σελ­θν­τες ο μα­θη­τα α­το ­ρ­των α­τν λ­γον­τες· ­π­λυ­σον α­τν, ­τι κρ­ζει ­πι­σθεν ­μν. δ ­πο­κρι­θες ε­πεν· Οκ ­πε­στ­λην ε μ ες τ πρ­βα­τα τ ἀ­πο­λω­λό­τα οἴ­κου Ἰσ­ραήλ. Ἡ δ ἐλ­θοῦ­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ λέ­γου­σα· Κριε, βο­ή­θει μοι. Ὁ δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Οκ ἔ­στι κα­λὸν λα­βεῖν τν ἄρ­τον τν τέ­κνων κα βα­λεῖν τος κυ­να­ρί­οις. Ἡ δ εἶ­πε· Να, Κριε, κα γρ τ κυ­νά­ρι­α ἐ­σθί­ει ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης τν κυ­ρί­ων αὐ­τῶν. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῇ· γύ­ναι, με­γά­λη σου πί­στις! γε­νη­θή­τω σοι ς θέ­λεις. Κα ἰ­ά­θη ἡ θυ­γά­τηρ αὐ­τῆς ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης.

                              (Ματθ. ι­ε΄[15] 21 - 28)

 

 Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

          Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀναχώρησε πρὸς τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ Σιδώνας. Τότε μιὰ γυναίκα Χαναναία ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ σύνορα ἐκεῖνα τοῦ φώναξε δυνατά: Ἐλέησέ με, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Ἡ κόρη μου κατέχεται ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὑποφέρει φρικτά. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν τῆς ἀποκρίθηκε οὔτε λέξη. Πλησίασαν τότε οἱ μαθητές του κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν λέγοντας: Κάνε της αὐτὸ ποὺ ζητᾶ, γιὰ νὰ φύγει, διότι φωνάζει δυνατὰ ἀπὸ πίσω μας, κι ἀπ' τὶς φωνές της θὰ μαζευτεῖ πολὺς λαός. Αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: Δέν μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους. Ἐκείνη ὅμως, ἀφοῦ πλησίασε, ἔπεσε μὲ εὐλάβεια στὰ πόδια τοῦ Κυρίου λέγοντας: Κύριε, βοήθα με στὴ δυστυχία μου! Αὐτὸς τῆς ἀποκρίθηκε: Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρει κανείς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὰ σκυλάκια. Κι ἐκείνη εἶπε: Ναί, Κύριε  δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Διότι καὶ τὰ σπιτίσια σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους. Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκρίθηκε: Ὤ γυναίκα, εἶναι μεγάλη ἡ πίστη σου. Ἂς γίνει σὲ σένα ὅπως τὸ θέλεις. Καὶ πράγματι ἀπ᾿ τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη γιατρεύτηκε ἡ κόρη της.

 

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ) . ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ

(22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ  Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον , καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο - - ἦν γὰρ γυμνὸς - - , καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον - - οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων - - , σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

(Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξι­ος, εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κο­πι­ῶ­μεν καὶ ὀ­νει­δι­ζό­με­θα, ὅ­τι ἠλ­πί­κα­μεν ἐ­πὶ Θε­ῷ ζῶν­τι, ὅς ἐ­στι σω­τὴρ πάν­των ἀν­θρώ­πων, μά­λι­στα πι­στῶν. Πα­ράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δί­δα­σκε. Μη­δε­ίς σου τῆς νε­ό­τη­τος κα­τα­φρο­νε­ί­τω, ἀλ­λὰ τύ­πος γί­νου τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνε­ύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνε­ί­ᾳ. Ἕ­ως ἔρ­χο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀ­να­γνώ­σει, τῇ πα­ρα­κλή­σει, τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Μὴ ἀ­μέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χα­ρί­σμα­τος, ὃ ἐ­δό­θη σοι δι­ὰ προ­φη­τε­ί­ας με­τὰ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. Ταῦ­τα με­λέ­τα, ἐν το­ύ­τοις ἴ­σθι, ἵ­να σου ἡ προ­κο­πὴ φα­νε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶ­σιν.    

(Α΄ Τιμ. δ΄[4] 9 -15)

 

ΜΕΛΕΤΗ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι»

Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες σπουδαίες συμβουλὲς λέγει στον μαθητή του Τιμόθεο: Πρόσεχε ἰδιαίτερα τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Ἀλλὰ καὶ νὰ μελετᾶς προσεκτικὰ ὅσα σοῦ γράφω στὴν ἐπιστολή μου αὐτή. Νὰ τὰ μελετᾷς καὶ μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ νοήματα νὰ βρίσκεται ἡ σκέψη σου καὶ ἡ ζωή σου. Διότι ἔτσι ἡ προκοπή σου θὰ γίνει φανερή σὲ ὅλα τὰ θέματα. Ἂς δοῦμε λοιπόν σήμερα γιατί ὁ θεῖος Παῦλος συνιστᾶ νὰ δείχνουμε ἰδιαίτερη προσοχή στη μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό.

1. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾷ στὸν μαθητή του Τιμόθεο νὰ δείχνει ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου λόγου, διότι ὅπως λέγει καὶ πάλι στὸν Τιμόθεο στὴ Β' πρὸς αὐτὸν ἐπιστολή του, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν περιέχει ἀνθρώπινες σκέψεις ἀλλὰ εἶναι θεόπνευστη. «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος», τοῦ λέγει (γ῾ 16). Δεν περιέχει τὰ λόγια κάποιων ἀνθρώπων, ἔστω σοφῶν, ἀλλὰ τὸν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἔγραψαν δικές τους σκέψεις, ἀλλὰ ἔγραψαν μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λέγει στον Τιμόθεο: Πρόσεχε! Διότι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή σου. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν ἐξαγγέλλουν τις βουλές τοῦ Θεοῦ, λέγουν σαφῶς: «Τάδε λέγει Κύριος». Γιὰ νὰ καταλαβαίνουν οἱ ἀκροατές τους ὅτι δὲν μιλοῦν οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁμιλεῖ δι᾿ αὐτῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Πρόσεχε λοιπόν, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος στὸν Τιμόθεο ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν μελετᾶς ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο ἀλλὰ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἄνοιξε καλά τα αυτιά σου νὰ ἀκούσεις τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ σένα. Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου διάπλατα νὰ δεχθεῖ τὸν θησαυρὸ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ἄκουε μὲ προσοχὴ μιὰ φωνὴ γλυκειὰ καὶ παρηγορητική, ἀληθινὴ καὶ κρυστάλλινη, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ καθοδηγεῖ καθημερινά στη ζωή σου. 

Πρόσεχε λοιπόν. Διότι μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ ἀναγεννήσει, θὰ σὲ καλλιεργήσει πνευματικῶς, θὰ σοῦ δώσει παρηγοριά στη ζωή σου, θὰ σὲ βοηθήσει νὰ ἐπανορθώσεις τα λάθη σου, θὰ σὲ κάνει ἄνθρωπο ἄρτιο, ὡλοκληρωμένο, κατηρτισμένο, τέλειο. Θὰ κάνει τὴν ψυχή σου δυνατή, ἄτρωτη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ. 

Πρόσεχε πολύ περισσότερο, διότι χωρὶς τὴ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις πνευματικὴ ζωή. Μᾶς τὸ λέγει αὐτὸ σαφῶς ὁ Κύριός μας: «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ'[4] 4). Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ στὴν ζωὴ μόνο μὲ τὸν φυσικὸ ἄρτο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πνευματικὴ τροφή, ποὺ εἶναι οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον λοιπὸν ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὴ ζωή μας, πῶς ἐμεῖς νὰ μὴ δεί- ξουμε ἀνάλογη προσοχή στην φωνὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ; 

2. ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Μᾶς ἀπαντᾶ καὶ πάλι στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι», μᾶς λέγει. Δεν λέγει μόνον «πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει», ἢ ἔστω «ταῦτα ἀναγίνωσκε», ἀλλὰ λέγει «ταῦτα μελέτα». Δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς νὰ διαβάζεις τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ νὰ τὴν μελετᾶς με προσοχή, ἐμβαθύνοντας σ᾿ αὐτὴ μὲ ἱερὸ ἐνδιαφέρον. Μία πρόχειρη μελέτη ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ξεχάσεις γρήγορα ὅ,τι διάβασες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε λοιπόν. Νὰ τὴν μελετᾶς καθημερινὰ ὄχι μὲ ἐπιπολαιότητα, βιασύνη, ραθυμία ἢ ἀδιαφορία· ἀλλὰ μὲ προσοχή καὶ προσήλωση, μὲ ἐπιμονή, ἐμβαθύνοντας σ᾿ αὐτὴ μὲ πίστη καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ δίψα πνευματική. Με συναίσθηση ὅτι σοῦ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. 

Καὶ νὰ καταγράφεις ἄσβεστα στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου τα λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τούτοις ἴσθι». Μέσα στὰ ἱερὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νὰ περιδιαβαίνει διαρκῶς ἡ σκέψη σου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ «ἐνοικῇ πλουσίως» μέσα σου (Κολασ. γ'[3] 16). Ὅλη ἡ διάνοιά σου καὶ ἡ σκέψη σου καὶ ἡ ὕπαρξή σου νὰ βρίσκεται βυθισμένη στὰ θεῖα νοήματα.

Και τέλος νὰ προσεύχεσαι στὸν ἅγιο Θεὸ νὰ σοῦ χαρίζει τὸν φωτισμό του. Νὰ τὸν παρακαλεῖς, ὅπως ὁ Δαβίδ, νὰ ἀποκαλύπτει τοὺς ὀφθαλμούς σου, νὰ ἀπομακρύνει δηλαδή κάθε κάλυμμα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, νὰ σοῦ δίνει τὸν φωτισμό του, γιὰ νὰ κατανοεῖς τὸ θαυμαστό βάθος τῆς θείας σοφίας καὶ νὰ μεταμορφώνεσαι καθημερινά. 

Αδελφοί, με πόση προσοχή διαβάζουν πολλοὶ ἄνθρωποι ἄλλα ἀναγνώσματα βλαβερὰ καὶ καταστρέφουν την ψυχή τους! Γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς μας, δὲν πρέπει να δείξουμε την μεγαλύτερη δυνατή προσοχὴ καὶ δίψα; Ἂς κοπιάσουμε λοιπόν. Ἂς δείξουμε ζῆλο και διάθεση γιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν. Ἔτσι θὰ καλλιεργηθοῦμε πνευματικά, ἔτσι θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἔτσι θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια Βασιλεία Του. 

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν  ᾿Ι­η­σοῦν·  Ἰ­δοὺ,  τὰ  ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­- χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.

                                        (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

κενο τόν καιρό μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν εριχώ, καί περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνομαζόταν Ζακχαῖος. Αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τόν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλά δὲν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροὴ λαοῦ, καὶ αὐτὸς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ σκεπαζόταν ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος πού συνόδευε τόν Ἰησοῦ καὶ ἀνέβηκε σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδὶ σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, διότι ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο βρισκόταν τὸ δέντρο αὐτὸ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ἀμέσως μόλις ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν εἶδε· καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει ἀπὸ παλαιότερα τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου, σύμφωνα μὲ τὴ θεία βουλὴ πού προετοιμάζει τὴ σωτηρία σου. Τότε ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχθηκε στὸ σπίτι του μὲ χαρά. Ὅλοι ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους μὲ ἀγανάκτηση καὶ σχολίαζαν περιφρονητικὰ τόν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε: Ἰδού, Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, κι ἂν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο. Τότε ὁ Ἰησοῦς στράφηκε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: Σήμερα μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ σπίτι αὐτὸ ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στὸν οἰκοδεσπότη ὅσο καὶ στοὺς δικούς του. Καὶ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἀρχιτελώνης αὐτός, διότι κι αὐτὸς εἶναι γιὸς καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς πού διαμαρτύρεσθε. Καὶ σ' αὐτὸν λοιπὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ συντελέσω στὴ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ ν' ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πού σὰν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία.

 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

(15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)


 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς.  25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω.  26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’ αὐτή.  28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.  29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν.  30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό.  31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ἡ ζω­ὴ ὑ­μῶν, τό­τε καὶ ὑ­μεῖς σὺν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε οὖν τὰ μέ­λη τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι᾽ ἃ ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θε­ί­ας· ἐν οἷς καὶ ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς. Νυ­νὶ δὲ ἀ­πό­θε­σθε καὶ ὑ­μεῖς τὰ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑ­μῶν· μὴ ψε­ύ­δε­σθε εἰς ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ, καὶ ἐν­δυ­σά­με­νοι τὸν νέ­ον τὸν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον εἰς ἐ­πί­γνω­σιν κατ᾽ εἰ­κό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οὐκ ἔ­νι Ἕλ­λην καὶ ᾽Ι­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ καὶ ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στός. 

                                        (Κολ. γ΄[3] 4 – 11)

 

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΔΥΜΑ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ... καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον»

Στὸ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιὸ διεφθαρμένο ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὶς ἁμαρτωλές καὶ ἄνομες πράξεις του καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο ἀναγεννημένο ἄνθρωπο. Ἂς δοῦμε λοιπόν: τί σημαίνει νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ τί νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο. 

1. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ποιός λοιπόν εἶναι αὐτὸς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ποὺ σὰν παλιό ἔνδυμα θὰ πρέπει να πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτό, θὰ πρέπει νὰ μεταφερθοῦμε γιὰ λίγο στὴ συγκλονιστικὴ ἐκείνη ὥρα ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὸν διάβολο. Ἀμέσως ἔχασαν τὴν θεοΰφαντη στολή τους, ἔχασαν δηλαδὴ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σὰν μια αόρατη στολὴ τοὺς ἐλάμπρυνε μέσα σὲ μία ἀνέκφραστη θεϊκὴ δόξα. Ἔγιναν πλέον αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Διωγμένος πλέον ἀπὸ τὸν παράδεισο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θρηνεῖ: «Ἐνδέδυμαι διερρηγμένον χιτῶνα, ὃν ἐξυφάνατό μοι ὁ ὄφις τῇ συμβουλῇ». Τώρα εἶμαι ντυμένος μὲ τὸν καταξεσχισμένο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας, τὸν ὁποῖο μοῦ ὕφανε ὁ ὄφις μὲ τὴν ἀντίθεη συμβουλή. Νὰ λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ παλιὸ ἔνδυμα: εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔγινε θῦμα τοῦ διαβόλου· εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔντυσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ στολὴ τῆς ἐξουσίας της. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ Ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα μᾶς ζητεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος να πετάξουμε σὰν ἄλλο παλιόρουχο τό ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας· νὰ βγάλουμε ἀπό πάνω μας σὰν ἄλλο ἀκάθαρτο ἔνδυμα κάθε πάθος καὶ ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι κάθε πρωί που ξυπνοῦν βγάζουν τὸ ἔνδυμα τῆς νύκτας, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ ἀνοίξαμε τὰ μάτια μας στὸ φῶς τῆς νέας ἡμέρας τοῦ Χριστοῦ θὰ πρέπει νὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας τοὺς χιτῶνες τῆς δαιμονικῆς νύκτας, τὴν κυριαρχία δηλαδὴ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Νὰ πετάξουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς ἐμπάθειας, τῆς κακίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας και τόσων ἄλλων παθῶν. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε σκληρά. Νὰ μισήσουμε τὰ πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας. Ἀλλὰ ταυτόχρονα, ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ζητεῖ, νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο ἄνθρωπο. Ποιός ὅμως εἶναι αὐτὸς ὁ νέος ἄνθρωπος; 

2. Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ἀνακαινίζεται, παίρνοντας τη μορφή τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ δυὸ λόγια δηλαδή, ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνδύεται ὡς ἔνδυμα τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺ μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ Θεός, μᾶς λέγει, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ἦρθε καὶ βρῆκε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας γεμάτη ἀκαθαρσίες καὶ αἵματα. Τὴν ἔλουσε, τὴν ἄλειψε με λάδι καὶ τὴν ἔντυσε μὲ ἔνδυμα ποὺ παρόμοιο δὲν ὑπάρχει. Ἔγινε ὁ Ἴδιος στολή της. Μᾶς ἔντυσε μὲ τὸν ἑαυτό του σὰν νὰ ἦταν ἔνδυμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα στολή μας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύθημεν» (Γαλ. γ' 27). Γι' αὐτὸ κατὰ τὴν Βάπτισή μας φορέσαμε λευκὰ ροῦχα, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα στη Μεταμόρφωση «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. ιζ' 2)· νὰ μᾶς θυμίζουν ἀκόμη ὅτι καλούμαστε νὰ ζήσουμε μια νέα μεταμορφωμένη ἐν Χριστῷ ζωή. 

Ἐπειδή ὅμως εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ πέφτουμε εὔκολα στὴν ἁμαρτία, κινδυνεύουμε να χάσουμε τὴ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας μᾶς χαρίζει τὸ δεύτερο Βάπτισμα, τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ποὺ μᾶς ξαναδίνει τη στολή αὐτή. Γιὰ νὰ μπορέσουμε μὲ τὴ θεία Κοινωνία να γίνουμε θεοφόροι, κατὰ χάρη θεοί. Νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν Χριστό. Νὰ μὴν ζοῦμε πλέον ἐμεῖς, ἀλλὰ νὰ «ζῇ ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός» (Γαλ. β ́ 20). Νὰ ἔχουμε πλέον «νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. β'[2] 16). Ὁ Χριστὸς νὰ κατευθύνει τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὶς ἐνέργειές μας. Ἡ καρδιά μας νὰ ἀγαπάει ὅπως ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νοῦς νὰ σκέπτεται ὅπως ὁ Χριστός. Τὰ μάτια μας νὰ βλέπουν ὅπως τὰ μάτια Του. Ὀφείλουμε «καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ ἡμεῖς οὕτω περιπατεῖν» (Α' Ἰω. β'[2] 6). Ἔτσι θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς νέοι ἄνθρωποι, τῆς ἀρετῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἁγιότητος.

Αδελφοί, στο ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὴν καλύτερη εὐχὴ καὶ προτροπή. Νὰ κάνουμε ἕνα νέο ξεκίνημα στὴ ζωή μας, νὰ πετάξουμε τὸν χιτῶνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε ὡς ἔνδυμα ἀθανασίας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε εὐτυχισμένοι στην κάθε νέα χρονιά, ἀλλὰ καὶ αἰωνίως μαζί Του νὰ ζοῦμε «μὲ λευκά φωτεινὰ ἱμάτια» στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία Του.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐτοὶ  ἦ­ραν  φω­νὴν,  λέ­γον­τες·  ᾿Ι­η­σοῦ  ἐ­πι­στά­τα,  ἐ­λέ­η­σον  ἡ­μᾶς.  Καὶ  ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.

                                           (Λουκ. ιζ΄[17] 12–19)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει κανέναν. Κι αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας. Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ νόμου. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ' αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τὸν Θεὸ πού τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε τότε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη πού δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, πού ἦταν Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δὲν ἀνήκει στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος; Καὶ σ᾿ αὐτὸν εἶπε: Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλά ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή πού θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία.