Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).

ΘΕΪΚΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἐργοις ἀγαθοῖς»
Ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ προπάντων ὡς ξαναγεννημένοι Χριστιανοί, εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μᾶς λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ μὲ τοὺς λόγους του αὐτοὺς οὐσιαστικὰ ἀναφέρεται στὶς δύο δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου: στὴν πρώτη, τὴ φυσική μας δημιουργία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε «χοῦν (λαβὼν) ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β'[2] 7) καὶ μᾶς τοποθέτησε στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Καὶ στὴ δεύτερη, τὴν πνευματικὴ ἀναδημιουργία, τὴν ὁποία ἐπετέλεσε ὁ Κύριός μας μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ χαρακτηριστικὰ ἔχει ἡ πρώτη, ἡ φυσική μας δημιουργία, καὶ ποιὰ ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική.
1. Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἦταν πραγματικὰ συγκλονιστικὴ ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ τριαδικὸς Θεὸς δημιούργησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο. Ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐνεφύσησε σ᾿ αὐτὸν τὴν δημιουργικὴ πνοή του, προσδίδοντάς του «ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β'[2] 7). Τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα δική του καὶ τοῦ χάρισε τὰ δικά του θεϊκὰ χαρακτηριστικά. Ἀλλὰ τὸν ἔκαμε καὶ κυρίαρχο τῆς κτίσεως, ἀθάνατο καὶ ἀπαθή, ἄκακο καὶ ἁγνό, καθαρὸ στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Τὸν ἔπλασε ὡς ἔνσαρκο ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο. Τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπει καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό· νὰ ζεῖ παίρνοντας ζωὴ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία του μὲ Αὐτόν.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα περιφρόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἀρνήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾿ Αὐτόν, ἔγιναν δοῦλοι τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Καὶ ἔτσι συμπαρέσυραν στὴν πτώση τους αὐτὴ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄνθρωποι πλέον διαστράφηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπέκτησαν ροπὴ πρὸς τὸ κακό. Οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ τραυματίσθηκαν καὶ ἐξαχρειώθηκαν. Ὁ νοῦς μας σκοτίσθηκε, ἡ θέλησή μας ἐξασθένησε. Χάσαμε τὴν ἀθωότητά μας, ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Καὶ ἔτσι μακριὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίναμε «κτηνώδεις ἢ δαιμονιώδεις».
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἂν ἀργοῦσε λίγο περισσότερο ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ πτῶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη ἀγάπη του ὅμως ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ βρῆκε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄρρωστη βαριά, ρημαγμένη ἀπὸ μύριες κακίες καὶ πάθη, πνευματικὰ νεκρή. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναδημιουργηθεῖ πνευματικῶς, νὰ ξαναζήσει. Πῶς ὅμως πραγματοποιήθηκε αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου;
2. Η ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἡ δεύτερη πνευματικὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἡμέρα Παρασκευή, ὄχι στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ ἀλλὰ στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Στὴν Ἐδὲμ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, στὸν Γολγοθᾶ τὸν ἀνέπλασε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του. Μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς ἀναγέννησε πνευματικῶς, μᾶς ἔκανε καὶ πάλι παιδιά του. Διότι ἀπὸ τὴν λογχευθεῖσα πλευρά του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔρρευσε αἷμα καὶ ὕδωρ, ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀνεγέννησε καὶ ἀναγεννᾶ ὅλους τοὺς πιστούς. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὕδωρ τῆς τιμίας πλευρᾶς του εἶναι κατὰ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τὸ ἴδιο τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἐκεῖ μέσα στὸ νερὸ τῆς ἁγίας κολυμβήθρας, πεθαίνουμε γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ζοῦμε γιὰ τὸν Χριστό. Πετᾶμε ἀπὸ ἐπάνω μας σὰν ἄλλο παλιόρουχο τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς καὶ ἐνδυόμαστε τὸν νέο, «τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα». Γινόμαστε πλέον «καινὴ κτίσις» (Ἐφ. δ'[4] 24, Β' Κορ. ε΄[5] 17).
Καὶ κατὰ τὸ ὑπερφυὲς καὶ ζωοποιὸ Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας, κοινωνοῦμε τὸ ἴδιο αἷμα ποὺ ἔρρευσε ἀπὸ τὴν ἁγία πλευρὰ τοῦ Κυρίου μας. Κάθε φορὰ ποὺ προσερχόμαστε στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς, κοινωνοῦμε «σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον»· «εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, εἰς αὔξησιν ἀρετῆς καὶ τελειότητος». Γινόμαστε νέοι ἄνθρωποι, νέα κτίσις, μετουσιωνόμαστε σὲ θεοφόρα δοχεῖα ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος.
Μὲ τὴν Χάρη λοιπὸν τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τὸν προσωπικὸ καθημερινὸ ἀγῶνα ἁγιασμοῦ διαφορετικὰ πλέον σκεπτόμαστε, διαφορετικὰ ἐνεργοῦμε, ἄλλο περιεχόμενο ἔχει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας. Ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ψυχή μας γεννᾶ νέα φρονήματα, ἐμπνέει μεγάλους καὶ ἱεροὺς πόθους, ὁδηγεῖ σὲ μεταμόρφωση καθημερινὴ καὶ ἁγιασμό. Ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὴν νέα δημιουργία ὁ ἀκόλαστος γίνεται σώφρων, ὁ ἅρπαγας γίνεται ἐλεήμων, ὁ λύκος γίνεται πρόβατο, τὸ γεράκι γίνεται περιστέρι.
Ἀδελφοί, δημιουργηθήκαμε φυσικῶς γιὰ νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι, ἀναδημιουργηθήκαμε πνευματικῶς γιὰ νὰ ζοῦμε ὡς ἅγιοι. Ἂς ἀγωνιζόμαστε λοιπὸν ὅπως θέλει ὁ Θεός.
   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν. 
                           (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
πατήρ νδρέας ἐξομολογεῖ
τίς πιό κάτω Μέρες και Ὧρες:

ΔΕΥΤΕΡΑ 
  4.00 μ.μ.– 6.00 μ.μ.
ΤΕΤΑΡΤΗ
10.00 π.μ.– 12.00 μ.
 ΠΕΜΠΤΗ 
  4.00 μ.μ.– 6.00 μ.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

10.00 π.μ.– 12.00 μ.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ  ΘΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ 
ΤΟ 2016-2017
ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ:

 ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΝΔΡΩΝ 
                κάθε ΤΡΙΤΗ  6.00 Μ.Μ.- 7.30 Μ.Μ.  
 ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
                Κάθε ΤΡΙΤΗ  4.00 Μ.Μ.-5.00 Μ.Μ.
ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ 
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ (ΓΥΝΑΙΚΩΝ) ΚΑΙ  ΝΕΑΡΩΝ ΚΥΡΙΩΝ
                Κάθε ΤΕΤΑΡΤΗ  5.00 Μ.Μ.-6.00 Μ.Μ.

ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ
    ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΑΡΡΕΝΩΝ:
           ΚΑΤΩΤΕΡΟ    κάθε    ΚΥΡΙΑΚΗ  10.00 Π.Μ.-11.00 Π.Μ.
          ΜΕΣΟ             κάθε     ΚΥΡΙΑΚΗ 10.00 Π.Μ. – 11.00 Π.Μ.
         ΑΝΩΤΕΡΟ      κάθε     ΚΥΡΙΑΚΗ 10.00 Π.Μ. – 11.00 Π.Μ.

ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ:
     ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΘΗΛΕΩΝ:
           ΚΑΤΩΤΕΡΟ   κάθε    ΚΥΡΙΑΚΗ 10.00 Π.Μ. – 11.00  Π.Μ.
           ΜΕΣΟ            κάθε     ΚΥΡΙΑΚΗ 10.00 Π.Μ. – 11.00  Π.Μ.
           ΑΝΩΤΕΡΟ    κάθε    ΚΥΡΙΑΚΗ 10.00 Π.Μ. – 11.00  Π.Μ.

ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 11.00  Π.Μ. ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΜΑΣ. 
ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΟΙ 


ΣΗΜ.: ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
                                    (Γαλ. Ϛ΄ 11-18)

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΤΟ καΥχημα τΩν πιστΩν
Μεγάλο πρόβλημα εἶχε δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Γαλατίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ κάποιους ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία τους ἦταν ἀπαραίτητη ἡ τήρηση τῶν τελετουργικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ προπαντὸς ἡ τήρηση τῆς περιτομῆς. Αὐτοὶ μετροῦσαν τοὺς ὀπαδοὺς τους ἀνάλογα μὲ τὸ πόσοι εἶχαν κάνει περιτομὴ καὶ θριαμβολογοῦσαν γι’ αὐτό. Αὐτὸ ἦταν τὸ καύχημά τους. 
Γιὰ νὰ ἐπικρίνει αὐτὴ τὴν παρεκτροπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔγραψε ἰδιοχείρως τὴν «πρὸς Γαλάτας» ἐπιστολή, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖο τμῆμα ἀναγινώσκεται σήμερα. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος δηλώνει μὲ ἔμφαση ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ καύχημα τοῦ χριστιανοῦ: «ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χριστοῦ», γράφει. Δηλαδή, ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ νὰ καυχηθῶ ἐγὼ γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ χάρη μου πῆρε μορφὴ δούλου καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Αὐτὸς εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ καύχημά μας. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποτελεῖ ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία μας παρὰ ἡ πίστη μας στὸν Ἐσταυρωμένο. Καυχῶνται μερικοὶ χριστιανοί, ἐπειδὴ γνωρίζουν τὸν τάδε διακριτικὸ Γέροντα ἢ ἐπειδὴ ἀνήκουν στοὺς φίλους κάποιου φημισμένου Μοναστηριοῦ ἢ Συλλόγου κ.λ.π. Τίποτε ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ μᾶς σώζει εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε ἐπάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ χαρίσει τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀχαρίστους ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρός, «ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας», εἶναι τὸ καύχημα καὶ τὸ στήριγμά μας, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλπίδας μας.
2. «ΚαινΗ κτίσις»
Στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὴ νέα πραγματικότητα ποὺ καλοῦνται νὰ ζήσουν οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ κοσμικὲς φιλοδοξίες οὔτε μπορεῖ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν τήρηση ἢ μὴ κάποιων νομικῶν διατάξεων. «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις», γράφει. Στὴν κοινω­νία καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει κα­­μία ἀξία οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ ἰσχύει νέα κτίση καὶ δημιουργία. 
Μὲ τὸν ὅρο «καινὴ κτίσις» ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς κάποια ἠθικὴ βελτίωση καὶ ἀνανέωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ριζικὴ ἀνακαίνιση τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὴ ἡ ­ἀνακαίνιση ἀρχίζει μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ταυτόχρονα θάνατος καὶ ζωή. Εἶναι νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ γέννηση ἑνὸς νέου, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ζήσει μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῆς Χάριτος τοῦ ­Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο σὲ «καινὴ κτίση» δὲν μεταβάλλεται στιγμιαῖα καὶ μαγικὰ μὲ τὸ Βάπτισμα ὁ πιστός. Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση τὴν ὁποία ζεῖ διαρκῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐφόσον ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κόσμου καὶ γίνεται δεκτικὸς στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή.
Αὐτὴ τὴν «καινὴ κτίση» φανερώνουν στὴ ζωὴ τους οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχή, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν κλήση μας: νὰ ἀνακαινιστοῦμε μέσα στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι!
3. Ο κοινΟς κλΗρος τΩν Αγίων
Ὅλοι θαυμάζουμε καὶ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους. Ὡστόσο, ὅταν οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, δοκίμασαν πολ­λὲς φορὲς τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπόρριψη, τὴν ἀδικία καὶ τὴ συκοφαντία. 
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους ὅτι δῆθεν δὲν ἦταν Ἀπόστολος καὶ ­βρισκόταν σὲ μειονεκτικὴ θέση ἔναντι τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ὡστόσο, ἀντιμετώπισε μὲ ­πίστη καὶ ὑπομονὴ τὶς συκοφαντίες ἐναντίον του, ἔχον­τας ὡς ἀδιάψευστο μάρτυρα ­γνησιότητας τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ὑποφέρει πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες καὶ μαρτύρια ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγὼ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω», γράφει· βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ δέχθηκα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Καὶ οἱ πληγές μου αὐτὲς εἶναι ἡ πειστικότερη ἀπολογία μου. 
Δὲν εἶναι ὅμως ἡ μοναδικὴ περίπτωση ἄδικης κατηγορίας. Καὶ πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μου ποὺ ἔζησαν σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς δέχθηκαν συκοφαντίες καὶ ποικίλες κατηγορίες καὶ ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα μένοντας πιστοὶ στὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστὸ, τὸν ὑπὲρ ἡμῶν παθόντα καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας. Καὶ ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς τοὺς δικαίωσε. Τοὺς ἔδωσε ὑπεράφθονη τὴ Χάρη Του, ὥστε νὰ τιμῶνται σήμερα ἀπὸ τοὺς ὅπου γῆς πιστοὺς ἐπιτελοῦντες ἀναρίθμητα θαύματα. 
Ἂς ἔχουμε κι ἐμεῖς τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες τους, γιὰ νὰ σηκώνουμε, ἂν χρειαστεῖ, καὶ τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς ἀδικίας μὲ πίστη ἀκράδαντη στὸν παντεπόπτη Κύριο.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

          Ο ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐφρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
                                        (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πε Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω ἂς ἀκούει.


Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)
(13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)  
Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.                                                          
              (Ἑβρ. ζ΄[7] 26-28, η΄[8]1-2)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, τέτοιος καὶ μὲ τέτοια προσόντα ἀρχιερεὺς μᾶς χρειαζόταν: εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπό κακία καὶ πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπό τούς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπό τὴν ἁμαρτία. Κι ὅσο ζοῦσε στή γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος κι ἀνέγγιχτος ἀπό τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καὶ ἐπειδὴ ἀνυψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ νέος ἀρχιερέας δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του κι ἔπειτα γιά τοῦ λαοῦ τὶς ἁμαρτίες. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες καὶ γιὰ τὸ λαό του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μιά γιά πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό του γιά χάρη τοῦ λαοῦ του. Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολὺ ἀπό τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου. Διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἠθικὴ ἀσθένεια καὶ εἶναι θνητοί. Ὁ λόγος ὅμως καί ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπό τὸν νόμο καὶ συνεπῶς τὸν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερέα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, καὶ μένει ἀναμάρτητος καὶ τέλειος αἰωνίως. Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπ’ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων πού βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, πού δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δι­ον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ρι­ον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρι­α ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.  
                                                           (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
      Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό , ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸ νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸ νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸ νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θε τί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸ συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἴ­η­σοῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸ λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸ συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴ πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ή συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
  Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 μ.Χ.(κατὰ ἄλλους τὸ 354 μ.Χ.). Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του – χήρα τότε 20 ἐτῶν – τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια, κοντὰ στὸν τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνιο. Ἐπίσης ἀκολούθησε θεολογικὲς σπουδὲς δίπλα στὸν Καρτέριο καὶ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ, στὸ λεγόμενο Ἀσκητήριο, τὴ μεγάλη θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀντιόχειας, ἐνῶ σπούδασε καὶ ὡς συνήγορος, ἑξασκώντας τὸ ἐπάγγελμα για λίγους μῆνες. 
 Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετώντας τὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος – τὸ 381 μ.Χ., σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν – ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ ἀπὸ τὸν διαδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανὸ πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.
  Κατὰ τὴν Ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιόχειας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴ βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397 μ.Χ., μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ὁμιλίες του). Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πατριαρχείας του ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἰτία νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο (ἑνὸς μοχθηροῦ καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) ἀπὸ 36 ἐπισκόπους (ὅλοι τους πνευματικὰ ὕποπτοι καὶ δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο) στὸ χωριὸ Δρῦς τῆς Χαλκηδόνας καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο ἐξερέθισε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402 μ.Χ.). Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ἡ ἀσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα, κατάφερε καὶ πάλι νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο (20 Ἰουνίου 404 μ.Χ.) στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας καὶ ἀπὸ κεῖ στὰ Κόμανα, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες πέθανε τὸ 407 μ.Χ.
 Ο Μ. Ε. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη τῆς ρητορείας. Ὑπῆρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ καθολικὴ ἀδελφότητα. Ἀνήκει σ' αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Φιλιπ. β΄[2] 15). Δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.
 Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθανε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του τὴν 13η Νοεμβρίου. Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν χειροτονία του σὲ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ πρεσβύτερο.  
 ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr/3021/saint.aspx


Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

3
ΠΕΜΠΤΗ
Ἀ­ν­α­κ­ο­μ­ι­δή λ­ε­ι­ψ­ά­ν­ων τ­οῦ ἁ­γ­ί­ου Γ­ε­ω­ρ­γ­ί­ου Μ­ε­γ­α­λ­ο­μά­ρ­τ­υ­ρ­ος τοῦ Τ­ρ­ο­π­α­ι­ο­φ­ό­ρ­ου
4
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ἰ­ω­α­ν­ν­ι­κ­ί­ου τ­οῦ Μ­ε­γ­ά­λ­ου, Ν­ι­κ­ά­ν­δ­ρ­ου ἐ­π­ι­σ­κ­ό­π­ου Μ­ύ­ρ­ων, Ἑ­ρ­μ­α­ί­ου π­ρ­ε­σ­β. κ­αί Γ­ε­ω­ρ­γ­ί­ου τ­οῦ Κ­α­ρ­σ­λ­ί­δη ὁ­σ­ί­ου
6
ΚΥΡΙΑΚΗ
Ζ' ΛΟΥΚΑ, Δημητριανοῦ ἐπισκόπου Χύτρων Κύπρου τοῦ θαυματουργοῦ, Παύλου Ἀρχιεπισκόπ. Κωνσταντινουπόλεως
8
ΤΡΙΤΗ
Ἡ Σ­ύ­ν­α­ξ­ις τ­ῶν Ἀ­ρ­χ­ι­σ­τ­ρ­α­τ­ή­γ­ων Μ­ι­χ­α­ήλ κ­αὶ Γ­α­βρι­ήλ κ­αὶ πα­σῶν τῶν ἐ­π­ο­υ­ρ­α­ν­ί­ων δ­υ­ν­ά­μ­ε­ων
9
ΤΕΤΑΡΤΗ
Ν­ε­κ­τ­α­ρ­ί­ου Π­ε­ν­τ­α­π­ό­λ­ε­ως τ­οῦ θ­α­υ­μ­α­τ­ο­υ­ρ­γ­οῦ
10
ΠΕΜΠΤΗ
Ὁ­σ­ί­ου Ἀ­ρ­σ­ε­ν­ί­ου Κ­α­π­π­α­δ­ό­κ­ου (†1924).
11
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Μ­η­νᾶ Μ­ε­γ­α­λ­ο­μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος, Β­ί­κ­τ­ω­ρ­ος κ­αί Β­ι­κ­ε­ν­τ­ί­ου κ­αὶ Στε­φ­α­ν­ί­δ­ος μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ων, Θ­ε­ο­δ­ώ­ρ­ου τ­οῦ Σ­τ­ο­υ­δ­ί­τ­ου
13
ΚΥΡΙΑΚΗ
Η' ΛΟΥΚΑ, Ἰ­ω­ά­ν­ν­ου Ἀ­ρ­χ­ι­ε­π. Κ­ω­ν­/π­ό­λ­ε­ως τ­οῦ Χ­ρ­υ­σ­ο­σ­τ­ό­μου
14
ΔΕΥΤΕΡΑ
Φ­ι­λ­ί­π­π­ου Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου, Γ­ρ­η­γ­ο­ρ­ί­ου τ­οῦ Π­α­λ­α­μᾶ
15
ΤΡΙΤΗ
Γουρία, Ἀβίβου καί Σαμωνᾶ μαρτύρων καί ὁμολογητῶν
Ἀπό σήμερον ἄρχεται ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰ
Σαρανταλείτουργα
16
ΤΕΤΑΡΤΗ
Μ­α­τ­θ­α­ί­ου τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου κ­αὶ Ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­σ­τ­οῦ
20
ΚΥΡΙΑΚΗ
Θ´ Λ­Ο­Υ­ΚΑ, Γ­ρ­η­γ­ο­ρ­ί­ου τ­οῦ Δ­ε­κ­α­π­ο­λ­ί­τ­ου κ­αὶ Π­ρ­ό­κ­λ­ου Κ­ω­ν­σ­τ­α­ντ­ι­ν­ο­υ­π­ό­λ­ε­ως, Σ­ω­ζ­ο­μ­έ­ν­ου ὀ­σ­ί­ου τ­οῦ ἓν Γ­α­λ­α­τ­ε­ία Κ­α­ρ­π­α­σ­ί­ας
21
ΔΕΥΤΕΡΑ
 ΤΑ Ε­Ι­Σ­Ο­Δ­ΙΑ Τ­ΗΣ Θ­Ε­Ο­Τ­Ο­Κ­ΟΥ
25
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ἡ ἀ­π­ό­δ­ο­σ­ις τ­ῆς ἑ­ο­ρ­τ­ῆς τ­ῶν ε­ἰ­σ­ο­δ­ί­ων τ­ῆς Θ­ε­ο­τ­ό­κ­ου, Α­ἰ­κ­α­τ­ε­ρί­νης κ­αί Μ­ε­ρ­κ­ο­υ­ρ­ί­ου, Μ­ε­γ­α­λ­ο­μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ων
26
ΣΑΒΒΑΤΟΝ
Σ­τ­υ­λ­ι­α­ν­οῦ τ­οῦ Π­α­φ­λ­α­γ­ό­ν­ος κ­αί Ν­ί­κ­ω­ν­ος τ­οῦ «Μ­ε­τ­α­ν­ο­ε­ῖ­τε», ὁ­σ­.
27
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ, Ἰακώβου τοῦ Πέρσου, Ναθαναὴλ ὁσίου
29
ΤΡΙΤΗ
Φ­ι­λ­ο­υ­μ­έ­ν­ου Ἱ­ε­ρ­ο­σολ­υ­μί­του, ν­ε­ο­μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος τ­οῦ Κ­υ­π­ρ­ί­ου
30
ΤΕΤΑΡΤΗ
Ἀ­ν­δ­ρ­έ­ου Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου τ­οῦ Π­ρ­ω­τ­ο­κ­λ­ή­τ­ου
Α­πό τὶς 15 Νο­εμ­βρί­ου ἀρ­χί­ζει ἡ νη­στεί­α τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ τὰ
"Σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γα"
ΩΡΑΡΙΟ  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΟΡΘΡΟΣ:  6:30 Π.Μ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: 4:30 Μ.Μ.