ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΑΣ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(28 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κατ' ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ
ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον
ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου; Οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ
πνεύματα εἰς διακονίαν
ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας
κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι' ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος
ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν
ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα
τηλικαύτης
ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
(Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐσύ,
Κύριε, στὴν ἀρχή τῆς δημιουργίας στήριξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑδραίωσες
μέσα στὸ οὐράνιο στερέωμα, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἶναι οἱ οὐρανοί.
Αὐτοὶ θὰ χάσουν τὸ σημερινό τους σχῆμα καὶ θὰ
ἐξαφανισθοῦν. Ἐσὺ ὅμως παραμένεις ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος.
Κι ὅλος ὁ κόσμος θὰ παλιώσει σὰν ἕνα ἔνδυμα, κι ἐσύ θὰ τὸν περιστρέψεις
καὶ θὰ τὸν περιτυλίξεις σὰν ἐξωτερικὸ ροῦχο πού φοροῦν οἱ ἄνθρωποι·
θὰ ἀλλάξει λοιπὸν καὶ θὰ γίνει καινούργιος. Ἐσύ ὅμως εἶσαι πάντοτε ὁ
ἴδιος, καὶ τὰ ἔτη σου θὰ εἶναι ἀτελείωτα. Σὲ ποιὸν ἄλλωστε ἀπό τους ἀγγέλους
ἔχει πεῖ ποτὲ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας· κάθισε τώρα μετά τὴν Ἀνάληψή
σου στὰ δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω τους ἐχθρούς σου βάζοντάς τους κάτω
ἀπὸ τὰ πόδια σου ὡς ὑποπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ πατᾶς, γιὰ νὰ ἔχεις αἰωνίως
ἀδιαφιλονίκητη τὴν ἐξουσία; Σὲ κανέναν. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι
ὑπηρετικὰ πνεύματα, πού ἐνεργοῦν ὄχι ἀπὸ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλά
ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκείνους πού πρόκειται
νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή; Ὁ Υἱός λοιπὸν εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος
ἀπό τοὺς ἀγγέλους. Γι' αὐτὸ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ περισσότερο
σ' ἐκεῖνα πού ἀκούσαμε μέ τὸ κήρυγμα, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι λόγοι
τοῦ Υἱοῦ καί τῶν Ἀποστόλων του. Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ προσέχουμε,
μήπως ἀπὸ ἀπροσεξία μᾶς συμβεῖ νὰ παρασυρθοῦμε καὶ πέσουμε ἔξω.
Κι ἀλίμονό μας ἂν πέσουμε ἔξω. Διότι, ἐὰν ὁ νόμος πού ἀνήγγειλε ὁ
Θεὸς στὸ Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων ἀποδείχθηκε ἔγκυρος καὶ ἰσχυρός,
καὶ κάθε παράβασή του καί παρακοή τιμωρήθηκε δίκαια μὲ τὴν ἀνάλογη
τιμωρία, πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μιὰ
τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία; Τὴ σωτηρία αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν γνωστοποίησαν
κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στὸ νόμο, ἀλλά ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τὴν κηρύττει
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τὴν παρέδωσαν ὡς ἀληθινή καὶ ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι πού τὴν ἄκουσαν κατευθείαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ
καὶ ἠκούσθη
ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται
πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν
τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες
χαλῶσι
τὸν κράβαττον ἐφ' ᾧ ὁ παραλυτικὸς
κατέκειτο. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί
σοι
αἱ ἁμαρτίαι
σου.
Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι
ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι
ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς·
Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράββατόν
σου καὶ περιπάτει;
Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας
(λέγει
τῷ παραλυτικῷ). Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν
σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν
ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι
πάντας
καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
(Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)
ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Μὲ πόθο, πίστη καὶ ἐλπίδα ἔσπευδαν
οἱ τέσσερις συνοδοὶ τοῦ παραλύτου πρὸς τὴν οἰκία, ὅπου «ἠκούσθη»
ὅτι βρισκόταν ὁ Κύριος. Ἤθελαν ὁπωσδήποτε νὰ φθάσουν κοντά Του καὶ
νὰ Τοῦ παρουσιάσουν τὸ ἔμψυχο φορτίο τους, ὥστε Ἐκεῖνος νὰ χαρίσει
στὰ νεκρωμένα μέλη καὶ πάλιν κίνηση καὶ ζωή.
Πλησιάζοντας
ὅμως διαπίστωσαν ὅτι τὸ σπίτι ἦταν κατάμεστο. Κόσμος πολὺς εἶχε
προστρέξει καὶ ἄκουε τὸν θεῖο λόγο. Ἀδύνατον νὰ περάσει κανείς. Ὁ
δρόμος ἦταν κλεισμένος. Τὸ ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο.
Ἐν τούτοις οἱ
πιστοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, παρακινούμενοι προφανῶς καὶ ἀπὸ τοῦ παράλυτου
τὸ πονεμένο βλέμμα, ἔκαμαν τὰ ἀδύνατα δυνατά. «Ἀπεστέγασαν τὴν στέγην»!
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ πολὺ κόπο καὶ προσοχὴ «χαλῶσι τὸν κράβαττον»,
κατέβασαν τὸ κρεββάτι μὲ τὸν παράλυτο σιγὰ - σιγὰ μέχρι τὰ πόδια
τοῦ Κυρίου.
Θαυμάζουμε
ὅλοι τὴν ἐπινοητικότητά τους, ἀλλὰ καὶ τὴν προσπάθεια καὶ τὴν ἐπιμονὴ
καὶ τὴν τόλμη. Ὅταν θέλει κανεὶς πραγματικά, ὅλα τὰ κατορθώνει.
Μὴ δικαιολογοῦμε,
λοιπόν, τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ ἀδρανεῖ σὲ περιπτώσεις φιλανθρωπίας
καὶ ἐξυπηρετήσεως δοκιμαζόμενων ἀδελφῶν. Δυσκολίες καὶ ἐμπόδια
πάντα θὰ παρεμβάλλονται στὴν προσπάθειά μας νὰ κάνουμε τὸ καλό. Ἀφορμὲς
ν᾿ ἀπογοητευθοῦμε καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς εὐγενεῖς ἀποφάσεις
μας, πάντα θὰ παρουσιάζει μπροστὰ μας ὁ ἐχθρὸς κάθε καλοῦ, ὁ Διάβολος.
Οἰκονομικὴ κρίση, ἔλλειψη χρόνου, παρανοήσεις καὶ σχόλια τοῦ κόσμου,
ἀχαριστία τῶν εὐεργετημένων...
Ὅταν ὅμως ἡ
ψυχὴ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὅταν ἀποβλέπει μὲ πόθο στὴν Ἐσταυρωμένη
Ἀγάπη, ἀπὸ τίποτε δὲν ἀναχαιτίζεται. Ἐργάζεται μὲ ἐπιμέλεια καὶ
σταθερὰ τὴν ἔμπρακτη χριστιανικὴ ἀγάπη.
2. Δὲν ἀναφέρει τὸ ἱερὸ Κείμενο,
ἐὰν οἱ τέσσερεις συνοδοὶ τοῦ παράλυτου φώναξαν ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς
στέγης καὶ παρακάλεσαν γιὰ θεραπεία. Οὔτε ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικὸς
ψέλλισε ἀνάλογη ἱκεσία. Τὸ πράγμα ἦτο τόσο φανερό. Μιλοῦσε μόνο
του. Μπροστὰ στὸν Φιλάνθρωπο ρίχτηκε ἕνας δυστυχὴς παράλυτος. Τί ἄλλο
περίμενε παρὰ τὴν ἴαση;
Ἐν τούτοις ὁ
Κύριος παρέχει διαφορετικὴ εὐλογία καὶ δωρεάν. «Τέκνον,
ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», λέγει. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μεταθέτει
τὸ κέντρο βάρους ἀλλοῦ. Στὴν καθαυτὸ ἀσθένεια, ποὺ βασανίζει τὸν ἄνθρωπο.
Στὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ποὺ αὐτὴ συχνὰ εὐθύνεται καὶ γιὰ τοῦ σώματος
τὴν κακοπάθεια.
Ἀλήθεια, πόσο εὐαίσθητοι εἴμαστε,
ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας, καὶ πόσο ἀμελεῖς γιὰ
τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς! Στὶς σωματικὲς ἀσθένειές μας συχνὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία
προστρέχουμε καὶ ἐπικαλούμαστε τοὺς θαυματουργοὺς Ἁγίους, καὶ λαμβάνουμε
θεραπεία σωματική, χωρὶς νὰ ζητήσουμε ὅμως τὸ μέγιστο, ποὺ προσφέρει
ἡ Ἐκκλησία. Τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Τῆς ψυχῆς τὴν εὐεξία καὶ τὴν εἰρήνη.
Καὶ τοῦτο,
λοιπόν, καὶ ἐκεῖνο νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Πρῶτα νὰ ἱκετεύουμε γιὰ
τῆς ψυχῆς μας τὰ ἀσθενήματα καὶ τὶς ἀνάγκες. Πρῶτα νὰ ἐνδιαφερόμαστε
νὰ ἐξασφαλίσουμε «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, καὶ ἡ ὑγεία τοῦ σώματος καὶ ὅλα, ὅσα
τὴν ἐξυπηρετοῦν, «προστεθήσεται ἡμῖν».
3. Οἱ γραμματεῖς, ποὺ ἦταν παρόντες,
δυσφόρησαν, ὅταν ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐπειδὴ
δὲν Τὸν ἀναγνώριζαν ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν παραδέχονταν ὅτι εἶχε τέτοια
ἐξουσία. Γι᾿ αὐτὸ μέσα τους γόγγυζαν καὶ μὲ τὸν λογισμό τους κατάκριναν
τὸν Ἀναμάρτητο.
Ἐκεῖνος ὅμως
μὲ πολλὴ ὑπομονὴ τοὺς ἔδωκε πολλαπλὴ πιστοποίηση τῆς θείας φύσεώς
Του. Ἀπέδειξε ὅτι ἔχει ὄντως ἐξουσία ἐπὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.
Χάρισε τὴν ὑγεία στὸν παράλυτο, (ποὺ αὐτοὶ τὸ θεωροῦσαν ἀδύνατο,
ἀπεκάλυψε δὲ καὶ τοὺς σκοτεινοὺς λογισμούς τους. Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ
φαντασθεῖ τί ρίγος καὶ φόβος κατέλαβε τοὺς γραμματεῖς, ὅταν ἄκουσαν
τὴν ἐρώτηση: «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;»
Ἐμεῖς ὅμως
τὸ πιστεύομε καὶ τὸ διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι «ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Γνωρίζουμε ὅτι βλέπει Ἐκεῖνος καθαρὰ
τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας καὶ ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο οἱ ἐξωτερικὲς
ἐκδηλώσεις μας, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος μας νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά
Του.
Κατὰ συνέπεια,
ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ὑποπέσουμε στὴν ψευδαίσθηση, ὅτι «κάτι» ἀνεπιθύμητο
σ᾿ Ἐκεῖνον μποροῦμε νὰ Τὸ κρύψουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον μέσα μας. Ποτὲ δὲν νοεῖται
νὰ καλλιεργοῦμε σκέψεις ρυπαρές, λογισμοὺς κατάκρισης, μοχθηρίας,
ἐκδικητικότητας, ἐπιθυμίες καὶ αἰσθήματα ἀπρεπῆ, σχέδια δόλια
καὶ παράνομα, ὑπολογισμοὺς κακούς. Ὅλα αὐτὰ Ἐκεῖνος τὰ ἀποδοκιμάζει.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀνὰ πάσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐρωτήσει: «τί
ταῦτα διαλογίζεσθε;» Καί, ὁπωσδήποτε τότε, κατὰ τὸν καιρὸ
τῆς δικαιοκρισίας Του, «φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει
τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν» (Α' Κορ. δ΄[4] 5). Θὰ ζητήσει λόγο καὶ
γι᾿ αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς.
Πόση θὰ εἶναι
ἡ χαρά μας καὶ ὁ ἔπαινος καὶ ἡ δόξα, ὅταν ὁ «κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος»
(Α΄ Πέτρ. γ'[3] 4) ἀποδειχθεῖ διαυγής, ἐξαγιασμένος, θεοφιλής! Ἂς
τὸ ἐπιδιώξουμε, λοιπόν.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)