Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΑΣ

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(28 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐκλεί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.

                           (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

   Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑ­δραί­ω­σες μέ­σα στὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, καὶ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου εἶ­ναι οἱ οὐ­ρα­νοί. Αὐ­τοὶ θὰ χά­σουν τὸ ση­με­ρι­νό τους σχῆ­μα καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν. Ἐ­σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­ναλ­λοί­ω­τος καὶ ἀ­με­τά­βλη­τος. Κι ὅ­λος ὁ κό­σμος θὰ πα­λι­ώ­σει σὰν ἕ­να ἔν­δυ­μα, κι ἐ­σύ θὰ τὸν πε­ρι­στρέ­ψεις καὶ θὰ τὸν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σὰν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ροῦ­χο πού φο­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι· θὰ ἀλ­λά­ξει λοι­πὸν καὶ θὰ γί­νει και­νούρ­γιος. Ἐ­σύ ὅ­μως εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­διος, καὶ τὰ ἔ­τη σου θὰ εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Σὲ ποι­ὸν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τους ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τὲ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας· κά­θι­σε τώ­ρα με­τά τὴν Ἀ­νά­λη­ψή σου στὰ δε­ξιά μου, ὡ­σό­του ὑ­πο­τά­ξω τους ἐ­χθρούς σου βά­ζον­τάς τους κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια σου ὡς ὑ­πο­πό­διο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πα­τᾶς, γιὰ νὰ ἔ­χεις αἰ­ω­νί­ως ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­τη τὴν ἐ­ξου­σί­α; Σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, πού ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λά ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους πού πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ὁ Υἱ­ός λοι­πὸν εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τοὺς ἀγ­γέ­λους. Γι' αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ' ἐ­κεῖ­να πού ἀ­κού­σα­με μέ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Υἱ­οῦ καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων του. Εἶ­ναι ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ προ­σέ­χου­με, μή­πως ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α μᾶς συμ­βεῖ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με καὶ πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας ἂν πέ­σου­με ἔ­ξω. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ὁ νό­μος πού ἀ­νήγ­γει­λε ὁ Θε­ὸς στὸ Μω­υ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἔγ­κυ­ρος καὶ ἰ­σχυ­ρός, καὶ κά­θε πα­ρά­βα­σή του καί πα­ρα­κο­ή τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θὰ ξε­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­ὰν ἀ­με­λή­σου­με μιὰ τό­σο με­γά­λη καὶ σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Τὴ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ δὲν μᾶς τὴν γνω­στο­ποί­η­σαν κά­ποι­οι ἄγ­γε­λοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στὸ νό­μο, ἀλ­λά ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νὰ τὴν κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν ὡς ἀ­λη­θι­νή καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι πού τὴν ἄ­κου­σαν κα­τευ­θεί­αν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν.              

                           (Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Μὲ πό­θο, πί­στη καὶ ἐλ­πί­δα ἔ­σπευ­δαν οἱ τέσ­σε­ρις συ­νο­δοὶ τοῦ πα­ρα­λύ­του πρὸς τὴν οἰ­κί­α, ὅ­που «ἠ­κού­σθη» ὅ­τι βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος. Ἤ­θε­λαν ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ φθά­σουν κον­τά Του καὶ νὰ Τοῦ πα­ρου­σιά­σουν τὸ ἔμ­ψυ­χο φορ­τί­ο τους, ὥ­στε Ἐ­κεῖ­νος νὰ χα­ρί­σει στὰ νε­κρω­μέ­να μέ­λη καὶ πά­λιν κί­νη­ση καὶ ζω­ή.

Πλη­σι­ά­ζον­τας ὅ­μως δια­πί­στω­σαν ὅ­τι τὸ σπί­τι ἦ­ταν κα­τά­με­στο. Κό­σμος πο­λὺς εἶ­χε προ­στρέ­ξει καὶ ἄ­κου­ε τὸν θεῖ­ο λό­γο. Ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρά­σει κα­νείς. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν κλει­σμέ­νος. Τὸ ἐμ­πό­διο ἀ­νυ­πέρ­βλη­το.

Ἐν τού­τοις οἱ πι­στοὶ ἐ­κεῖ­νοι ἄν­θρω­ποι, πα­ρα­κι­νού­με­νοι προ­φα­νῶς καὶ ἀ­πὸ τοῦ πα­ρά­λυ­του τὸ πο­νε­μέ­νο βλέμ­μα, ἔ­κα­μαν τὰ ἀ­δύ­να­τα δυ­να­τά. «Ἀ­πε­στέ­γα­σαν τὴν στέ­γην»! Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, μὲ πο­λὺ κό­πο καὶ προ­σο­χὴ «χα­λῶ­σι τὸν κρά­βατ­τον», κα­τέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βά­τι μὲ τὸν πα­ρά­λυ­το σι­γὰ - σι­γὰ μέ­χρι τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου.

Θαυ­μά­ζου­με ὅ­λοι τὴν ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τά τους, ἀλ­λὰ καὶ τὴν προ­σπά­θεια καὶ τὴν ἐ­πι­μο­νὴ καὶ τὴν τόλ­μη. Ὅ­ταν θέ­λει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κά, ὅ­λα τὰ κα­τορ­θώ­νει.

Μὴ δι­και­ο­λο­γοῦ­με, λοι­πόν, τὸν ἑ­αυ­τό μας, ὥ­στε νὰ ἀ­δρα­νεῖ σὲ πε­ρι­πτώ­σεις φι­λαν­θρω­πί­ας καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως δο­κι­μα­ζό­με­νων ἀ­δελ­φῶν. Δυ­σκο­λί­ες καὶ ἐμ­πό­δια πάν­τα θὰ πα­ρεμ­βάλ­λον­ται στὴν προ­σπά­θειά μας νὰ κά­νου­με τὸ κα­λό. Ἀ­φορ­μὲς ν᾿ ἀ­πο­γο­η­τευ­θοῦ­με καὶ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὶς εὐ­γε­νεῖς ἀ­πο­φά­σεις μας, πάν­τα θὰ πα­ρου­σιά­ζει μπρο­στὰ μας ὁ ἐ­χθρὸς κά­θε κα­λοῦ, ὁ Δι­ά­βο­λος. Οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, ἔλ­λει­ψη χρό­νου, πα­ρα­νο­ή­σεις καὶ σχό­λια τοῦ κό­σμου, ἀ­χα­ρι­στί­α τῶν εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νων...

Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ ψυ­χὴ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη, ὅ­ταν ἀ­πο­βλέ­πει μὲ πό­θο στὴν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νη Ἀ­γά­πη, ἀ­πὸ τί­πο­τε δὲν ἀ­να­χαι­τί­ζε­ται. Ἐρ­γά­ζε­ται μὲ ἐ­πι­μέ­λεια καὶ στα­θε­ρὰ τὴν ἔμ­πρα­κτη χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη.

2. Δὲν ἀ­να­φέ­ρει τὸ ἱ­ε­ρὸ Κεί­με­νο, ἐ­ὰν οἱ τέσ­σε­ρεις συ­νο­δοὶ τοῦ πα­ρά­λυ­του φώ­να­ξαν ἀ­πὸ τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς στέ­γης καὶ πα­ρα­κά­λε­σαν γιὰ θε­ρα­πεί­α. Οὔ­τε ἐ­ὰν ὁ ἴ­διος ὁ πα­ρα­λυ­τι­κὸς ψέλ­λι­σε ἀ­νά­λο­γη ἱ­κε­σί­α. Τὸ πράγ­μα ἦ­το τό­σο φα­νε­ρό. Μι­λοῦ­σε μό­νο του. Μπρο­στὰ στὸν Φι­λάν­θρω­πο ρί­χτη­κε ἕ­νας δυ­στυ­χὴς πα­ρά­λυ­τος. Τί ἄλ­λο πε­ρί­με­νε πα­ρὰ τὴν ἴα­ση;

Ἐν τού­τοις ὁ Κύ­ριος πα­ρέ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὴ εὐ­λο­γί­α καὶ δω­ρε­άν. «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου», λέ­γει. Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ με­τα­θέ­τει τὸ κέν­τρο βά­ρους ἀλ­λοῦ. Στὴν κα­θαυ­τὸ ἀ­σθέ­νεια, ποὺ βα­σα­νί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Στὴν ἀ­σθέ­νεια τῆς ψυ­χῆς, ποὺ αὐ­τὴ συ­χνὰ εὐ­θύ­νε­ται καὶ γιὰ τοῦ σώ­μα­τος τὴν κα­κο­πά­θεια.

Ἀ­λή­θεια, πό­σο εὐ­αί­σθη­τοι εἴ­μα­στε, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τός μας, καὶ πό­σο ἀ­με­λεῖς γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς! Στὶς σω­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ές μας συ­χνὰ καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α προ­στρέ­χου­με καὶ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τοὺς θαυ­μα­τουρ­γοὺς Ἁ­γί­ους, καὶ λαμ­βά­νου­με θε­ρα­πεί­α σω­μα­τι­κή, χω­ρὶς νὰ ζη­τή­σου­με ὅ­μως τὸ μέ­γι­στο, ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν. Τῆς ψυ­χῆς τὴν εὐ­ε­ξί­α καὶ τὴν εἰ­ρή­νη.

Καὶ τοῦ­το, λοι­πόν, καὶ ἐ­κεῖ­νο νὰ ζη­τοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Πρῶ­τα νὰ ἱ­κε­τεύ­ου­με γιὰ τῆς ψυ­χῆς μας τὰ ἀ­σθε­νή­μα­τα καὶ τὶς ἀ­νάγ­κες. Πρῶ­τα νὰ ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με «τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ». Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τό, καὶ ἡ ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τος καὶ ὅ­λα, ὅ­σα τὴν ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν, «προ­στε­θή­σε­ται ἡ­μῖν».

3. Οἱ γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ἦ­ταν πα­ρόν­τες, δυ­σφό­ρη­σαν, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὸν Κύ­ριο νὰ πα­ρέ­χει ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν. Ἐ­πει­δὴ δὲν Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ, δὲν πα­ρα­δέ­χον­ταν ὅ­τι εἶ­χε τέ­τοι­α ἐ­ξου­σί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ μέ­σα τους γόγ­γυ­ζαν καὶ μὲ τὸν λο­γι­σμό τους κα­τά­κρι­ναν τὸν Ἀ­να­μάρ­τη­το.

Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως μὲ πολ­λὴ ὑ­πο­μο­νὴ τοὺς ἔ­δω­κε πολ­λα­πλὴ πι­στο­ποί­η­ση τῆς θεί­ας φύ­σε­ώς Του. Ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι ἔ­χει ὄν­τως ἐ­ξου­σί­α ἐ­πὶ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των. Χά­ρι­σε τὴν ὑ­γεί­α στὸν πα­ρά­λυ­το, (ποὺ αὐ­τοὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σαν ἀ­δύ­να­το, ἀ­πε­κά­λυ­ψε δὲ καὶ τοὺς σκο­τει­νοὺς λο­γι­σμούς τους. Ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­σθεῖ τί ρί­γος καὶ φό­βος κα­τέ­λα­βε τοὺς γραμ­μα­τεῖς, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὴν ἐ­ρώ­τη­ση: «τί ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;»

Ἐ­μεῖς ὅ­μως τὸ πι­στεύ­ο­με καὶ τὸ δι­α­κη­ρύσ­σου­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι «ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος». Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι βλέ­πει Ἐ­κεῖ­νος κα­θα­ρὰ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ψυ­χῆς μας καὶ ἀ­παι­τεῖ ὄ­χι μό­νο οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις μας, ἀλ­λὰ καὶ τὸ βά­θος μας νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μά Του.

Κα­τὰ συ­νέ­πεια, πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πο­πέ­σου­με στὴν ψευ­δαί­σθη­ση, ὅ­τι «κά­τι» ἀ­νε­πι­θύ­μη­το σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον μπο­ροῦ­με νὰ Τὸ κρύ­ψου­με ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον μέ­σα μας. Πο­τὲ δὲν νο­εῖ­ται νὰ καλ­λι­ερ­γοῦ­με σκέ­ψεις ρυ­πα­ρές, λο­γι­σμοὺς κα­τά­κρι­σης, μο­χθη­ρί­ας, ἐκ­δι­κη­τι­κό­τη­τας, ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ αἰ­σθή­μα­τα ἀ­πρε­πῆ, σχέ­δια δό­λια καὶ πα­ρά­νο­μα, ὑ­πο­λο­γι­σμοὺς κα­κούς. Ὅ­λα αὐ­τὰ Ἐ­κεῖ­νος τὰ ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει. Γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ἐ­ρω­τή­σει: «τί ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε;» Καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε τό­τε, κα­τὰ τὸν και­ρὸ τῆς δι­και­ο­κρι­σί­ας Του, «φω­τί­σει τὰ κρυ­πτὰ τοῦ σκό­τους καὶ φα­νε­ρώ­σει τὰς βου­λὰς τῶν καρ­δι­ῶν» (Α' Κορ. δ΄[4] 5). Θὰ ζη­τή­σει λό­γο καὶ γι᾿ αὐ­τὲς τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς κα­τα­στά­σεις τῆς ψυ­χῆς.

Πό­ση θὰ εἶ­ναι ἡ χα­ρά μας καὶ ὁ ἔ­παι­νος καὶ ἡ δό­ξα, ὅ­ταν ὁ «κρυ­πτὸς τῆς καρ­δί­ας ἄν­θρω­πος» (Α΄ Πέ­τρ. γ'[3] 4) ἀ­πο­δει­χθεῖ δια­υγής, ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νος, θε­ο­φι­λής! Ἂς τὸ ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με, λοι­πόν.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

(21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  

Ἀ­δελ­φοί, πί­στει Μω­ϋσῆς μέ­γας γε­νό­με­νος ἠρ­νή­σα­το λέ­γε­σθαι υἱ­ὸς θυ­γα­τρὸς Φα­ραώ, μᾶλ­λον ἑ­λό­με­νος συγ­κα­κου­χεῖ­σθαι τ λα­ῷ το Θε­οῦ πρό­σκαι­ρον ἔ­χειν ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό­λαυ­σιν,  με­ί­ζο­να πλοῦ­τον ἡ­γη­σά­με­νος τν Αἰ­γύ­πτου θη­σαυ­ρῶν τν ὀ­νει­δι­σμὸν το Χρι­στοῦ, ἀ­πέ­βλε­πεν γρ ες τν μι­σθα­πο­δο­σί­αν. Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γού­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χού­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λαί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.           

               (Ἑβρ. ια΄[11] 24–26, 32-40)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί,ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πί­στε­ώς του ὁ Μω­ϋ­σῆς, ὅ­ταν με­γά­λω­σε κι ἔ­γι­νε ἄν­δρας, ἀρ­νή­θη­κε νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται βα­σι­λό­που­λο, γιὸς τῆς κό­ρης το­ῦ Φα­ρα­ὼ· θε­ώ­ρη­σε κα­λύ­τε­ρο καὶ προ­τί­μη­σε νὰ κα­κο­πα­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν λα­ὸ τοῦ Θεοῦ, πα­ρὰ νὰ ἔ­χει τὶς πρό­σκαι­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, νὰ ζεῖ δη­λα­δὴ ἄ­νε­τα καὶ μὲ τι­μὲς ὡς Αἰ­γύ­πτιος ἄρ­χον­τας μὲ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού κα­τα­πί­ε­ζαν τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Θε­ώ­ρη­σε με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το ἀ­πό τούς θη­σαυ­ροὺς καὶ τὰ ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου τὶς πε­ρι­φρο­νή­σεις πού ἔμοιαζαν μὲ τὸν ὀ­νει­δι­σμὸ καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση πού ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὑ­πέ­με­νε ὁ Χρι­στός. Κι αὐτά ὅ­λα δι­ό­τι εἶ­χε καρ­φω­μέ­να τὰ μά­τια του στὶς οὐ­ρά­νι­ες ἀν­τα­μοι­βές. Καὶ τί ἀ­κό­μη νὰ λέ­ω καὶ νὰ δι­η­γοῦ­μαι; Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω, δι­ό­τι δὲν θὰ μοῦ φτάσει ὁ χρό­νος νὰ διηγοῦμαι γιά τόν Γεδεών καὶ τὸν Βα­ράκ, τὸν Σαμ­ψών καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ τούς προ­φῆ­τες. Αὐτοί, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν πί­στη, κα­τα­πο­λέ­μη­σαν καὶ ὑπέταξαν βα­σί­λεια, κυ­βέρ­νη­σαν τὸν λα­ὸ μὲ δι­και­ο­σύ­νη, πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων πού τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λι­ον­τα­ρι­ῶν, ὅ­πως ὁ Δα­νι­ήλ, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, πῆ­ραν δύ­να­μη κι ἔ­γι­ναν κα­λὰ ἀ­πὸ ἀρρώστιες, ἀ­να­δεί­χθη­καν ἰ­σχυ­ροὶ καί ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐχθρικές πα­ρα­τά­ξεις καὶ τὰ πο­λυ­πλη­θῆ στρα­τεύ­μα­τά τους. Μὲ τὴν πί­στη πού εἶ­χαν στὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ δύ­να­μη τῶν προ­φη­τῶν οἱ γυ­ναῖ­κες πού ἀ­να­φέ­ρει ἡ Πα­λαι­ὰ Διαθήκη ξα­να­πῆ­ραν πί­σω ζων­τα­νὰ τὰ νε­κρὰ παι­διά τους πού ἀ­νέ­στη­σαν οἱ προ­φῆ­τες. Κι ἄλ­λοι δέ­θη­καν στὸ βα­σα­νι­στι­κὸ ὄρ­γα­νο πού λε­γό­ταν τύμ­πα­νο καὶ δάρ­θηκαν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πί­στη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἔτσι ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν τὸ σκλη­ρὸ αὐτό μαρ­τύ­ριο, γιὰ νὰ ἀ­να­στη­θοῦν σὲ μιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, πα­ρὰ νὰ ἔ­χουν μιὰ πρό­σκαι­ρη ἀποκατάσταση στή ζωή αὐτή. Κι ἄλ­λοι πά­λι δο­κί­μα­σαν ἐμπαιγμούς καὶ μα­στι­γώ­σεις, ἀ­κό­μη μά­λι­στα καὶ δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­σθη­καν, δο­κί­μα­σαν πολ­λοὺς πει­ρα­σμούς, θα­να­τώ­θη­καν μὲ σφα­γὴ ἀ­πὸ μα­χαί­ρι, πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν πλα­νό­διοι ἐ­δῶ κι ἐκεῖ. Φο­ροῦ­σαν γιὰ ρο­ῦχα προ­βι­ὲς καὶ γι­δο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἄ­ξι­ζε ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐτοί ἄν­δρες, κι οὔτε μπο­ροῦ­σε νὰ συγκριθεῖ μ’ αὐτούς. Πε­ρι­πλα­νιόν­τουσαν σὲ ἐ­ρημίες καὶ σὲ βου­νά, σὲ σπη­λι­ὲς καὶ σὲ τρύ­πες τῆς γῆς. Κι ὅ­λοι αὐτοί οἱ ἅ­γιοι ἄν­δρες, ἂν καὶ ἔ­λα­βαν ἐγ­κωμι­α­στι­κὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴν πί­στη τους, δὲν ἀ­πό­λαυ­σαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐ­ρά­νιας κλη­ρο­νο­μιᾶς. Κι αὐτό δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς προ­έ­βλε­ψε γιὰ μᾶς κά­τι κα­λύ­τε­ρο, ὥ­στε αὐτοί νὰ μὴ λά­βουν σὲ βαθ­μὸ τέ­λει­ο τὴ σω­τη­ρί­α τους χωρίς ἐμᾶς, ἀλλά νὰ τὴ λά­βου­με ὅ­λοι μα­ζί. Ἔ­τσι ἐμεῖς βρι­σκό­μα­στε τώ­ρα σὲ πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέ­ση ἀ­π’ αὐτούς· ὄ­χι μό­νο ἐ­πει­δὴ ζοῦμε στὰ χρό­νια της ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλά καὶ ἐ­πει­δὴ ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἀ­να­μο­νῆς γιὰ μᾶς εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρη.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ­κεί­ν ­θ­λη­σεν ­η­σος ­ξελ­θεν ες τν Γα­λι­λα­­αν, κα ε­ρ­σκει Φλιππον κα λ­γει α­τ· ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. ν δ Φλιππος ­π Βηθ­σα­ϊ­δ, κ τς π­λε­ως ν­δρ­ου κα Πτρου. ε­ρ­σκει Φλιππος τν Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· ν ­γρα­ψε Μω­ϋ­σς ν τ ν­μ κα ο προ­φ­ται, ε­ρ­κα­μεν, ­η­σον τν υ­ν το ­ω­σφ τν ­π Να­ζα­ρτ. κα ε­πεν α­τ Να­θα­να­λ· κ Να­ζα­ρτ δ­να­τα τι ­γα­θν ε­ναι; λ­γει α­τ Φλιππος· ἔρ­χου κα ­δε. ε­δεν ­η­σος τν Να­θα­να­λ ρ­χ­με­νον πρς α­τν κα λ­γει πε­ρ α­το· ἴ­δε ἀ­λη­θς σ­ρα­η­λ­της ν δ­λος οκ ­στι. λ­γει α­τ Να­θα­να­λ· πθεν με γι­ν­σκεις; ­πε­κρ­θη ­η­σος κα ε­πεν α­τ· πρ το σε Φλιππον φω­ν­σαι, ν­τα ­π τν συ­κν ε­δν σε. ­πε­κρί­θη Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· Ραβ­βί, σ ε υἱ­ὸς το Θε­οῦ, σ ε βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· ὄ­τι εἶ­πόν σοι, εἶ­δόν σε ὑ­πο­κά­τω τς συ­κῆς, πι­στε­ύ­εις; με­ί­ζω το­ύ­των ὄ­ψῃ.  κα λέ­γει αὐ­τῷ· ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἀ­π' ἄρ­τι ὄ­ψε­σθε τν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ῳ­γό­τα, κα τος ἀγ­γέ­λους το Θε­οῦ ἀ­να­βα­ί­νον­τας κα κα­τα­βα­ί­νον­τας ἐ­πὶ τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που.                        

           (Ιω. α΄[1] 44 – 52)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Στὴν ἐν­θου­σι­ώ­δη πρό­σκλη­ση τοῦ Φιλίππου ὁ Να­θα­να­ὴλ στά­θη­κε ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κός. «Ἐκ Να­ζα­ρὲτ δύ­να­ταί τι ἀ­γα­θὸν εἶ­ναι;», ἐ­ρώ­τη­σε. Οἱ κά­τοι­κοί της, ἄ­ξε­στοι καὶ τρα­χεῖς, δὲν εὐ­νο­οῦν τέ­τοι­ες ἐλ­πί­δες. Ἀλ­λά, τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, κα­μιά προ­φη­τεί­α δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ μι­κρὸ καὶ ἄ­ση­μο αὐ­τὸ χω­ριό.

Ὁ Φί­λιπ­πος αἰφ­νι­δι­ά­σθη­κε. Δὲν εἶ­χε προ­βλέ­ψει τέ­τοι­ες ἀν­τιρ­ρή­σεις, οὔ­τε εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γιὰ νὰ τὶς ἀν­τι­με­τω­πί­σει. Ἐν τού­τοις, μὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­θορ­μη­τι­σμό, προ­βάλ­λει ἀν­τί­λο­γο ὑ­πέ­ρο­χο μέ­σα στὴν ἁ­πλό­τη­τά του: «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε». «Ἔ­λα νὰ συ­ναν­τή­σεις τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­λα νὰ ἐ­ρευ­νή­σεις μό­νος σου, καὶ θὰ πει­σθεῖς». Καὶ ἔ­μει­νε πα­ροι­μι­ώ­δης πλέ­ον ἡ φρά­ση: «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε».

Ναί. Δὲν ἰ­σχύ­ει στὴν πί­στη μας τὸ «πί­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να». Ἀν­τι­θέ­τως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εὐ­νο­εῖ, ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἐ­πι­ζη­τεῖ καὶ τὴν συ­νι­στᾶ τὴν ἔ­ρευ­να. Γιὰ νὰ πει­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, νὰ κα­τα­νό­η­σει καὶ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ ἐ­λεύθε­ρα καὶ ἐν­συ­νεί­δη­τα τὴν Ἀ­λή­θεια. Ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου, τὸ «ἔρ­χου καὶ ἴ­δε» ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μη φι­λο­σο­φί­α, κά­ποι­α σχή­μα­τα λε­κτι­κὰ ἢ μά­ται­α παι­γνι­δί­σμα­τα τοῦ νοῦ. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πάρ­χει χει­ρο­πια­στὴ πραγ­μα­τι­κό­τητα εἰ­ρή­νης καὶ λυ­τρω­μοῦ. Ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος, ὁ Ἀ­να­στὰς καὶ ζῶν εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ποὺ με­ταγ­γί­ζει φῶς καὶ ζω­ὴ στὶς ψυ­χές.

«Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε», λοι­πόν, ἂς λέ­με σ᾿ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν ἢ δυ­σπι­στοῦν. «Μὴ στέ­κε­σθε μα­κριά! Πλη­σιά­στε, ἐ­ρευ­νῆ­στε, δο­κι­μά­στε τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή. <Γεύ­σα­σθε καὶ ἴ­δε­τε> ὅ­τι στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὑ­πάρ­χει τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ἡ ἀ­πό­λυ­τη γνη­σι­ό­τη­τα τῆς εἰ­ρή­νης καὶ τῆς χα­ρᾶς».

2. Κα­θὼς ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τὸν Να­θα­να­ὴλ νὰ πλη­σιά­ζει, εἶ­πε στοὺς μα­θη­τές του, μὲ τρό­πο ὥ­στε νὰ τὸ ἀ­κού­σει καὶ ἐ­κεῖ­νος: «Ἴ­δε ἀ­λη­θῶς Ἰσ­ρα­η­λί­της, ἐν ᾧ δό­λος οὐκ ἔ­στι». Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς ἀ­πό­γο­νος τῶν Πα­τρια­ρχῶν, δι­ό­τι στὴν ψυ­χή του δὲν ὑ­πάρ­χει πο­νη­ρί­α καὶ ἀ­νει­λι­κρί­νεια.

Γεν­νᾶ­ται τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ἦ­ταν ἁ­πλὸς ἔ­παι­νος αὐ­τὸς ὁ λό­γος καὶ ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε ἄ­ρα­γε ἁ­πλῶς νὰ προ­σελ­κύ­σει καὶ αἰχ­μα­λω­τί­σει τὴν ψυ­χὴ τοῦ Να­θα­να­ήλ; Ἀ­ναμ­φι­βό­λως ὄ­χι. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν ἐ­πι­σή­μαν­σή Του αὐ­τὴ προ­φα­νῶς τό­νι­ζε τὸν ἀ­ναγ­καῖ­ο ὅ­ρο καὶ προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς πί­στε­ως. Δή­λω­νε πό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ ἀ­δο­λό­τη­τα καὶ εἰ­λι­κρί­νεια τῆς ψυ­χῆς, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­α καὶ νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

Μά­λι­στα, ἡ ση­με­ρι­νὴ ἑ­ορ­τή, ποὺ προ­βάλ­λει τοὺς ποι­κί­λους ἀ­γῶ­νες, πε­ρι­πέ­τει­ες καὶ τὶς ἀν­τί­στοι­χες νί­κες τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, μᾶς δι­δάσκει με­γα­λό­φω­να καὶ μᾶς πεί­θει πε­ρὶ τού­του. Δι­ό­τι στὴν πα­νο­ρα­μι­κὴ εἰ­κό­να τῶν αἰ­ώ­νων ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­ση­μά­νει στοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ὄ­χι ἄ­γνοι­α ἢ ἔλ­λει­ψη ἀ­πο­δεί­ξε­ων τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἢ καὶ κα­τάλ­λη­λων εὐ­και­ρι­ῶν γιὰ νὰ τὴν γνω­ρί­σουν, ἀλ­λὰ φα­νε­ρὴ στρε­βλό­τη­τα ψυ­χῆς, ἔλ­λει­ψη κα­λῆς δι­ά­θε­σης, ἑ­ω­σφο­ρι­κὸ ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ πεῖ­σμα.

Ἐ­νῷ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες πράγ­μα­τι συγ­κι­νοῦν μὲ τὴν ἁ­πλό­τη­τά Τους καὶ τὸ ἄ­δο­λο τῆς ψυ­χῆς τους. Πα­ρέ­λα­βαν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μὲ τα­πει­νο­σύ­νη καὶ ἔμ­φο­βη εὐ­λά­βεια. Τὴν δι­α­τή­ρη­σαν ἐ­πι­με­λῶς ἀ­λώ­βη­τη καὶ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη. Δὲν ὑ­πο­λό­γι­σαν πο­τὲ τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ ἀ­το­μι­κό τους συμ­φέ­ρον καὶ ὑ­πο­βλή­θη­καν πρό­θυ­μα σὲ πλεῖ­στες ὅ­σες κα­κου­χί­ες καὶ θυ­σί­ες «ὑ­πὲρ τῆς Ἀ­λη­θεί­ας». Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ σή­με­ρα τό­σον πο­λὺ τι­μῶν­ται.

3. «Ὄ­ψε­σθε τὸν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ω­γό­τα», ὐ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Κύ­ριος στοὺς μα­θη­τές Του. Καὶ αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι τὸ μέ­γι­στο καὶ ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο θαῦ­μα, ποὺ θὰ συμ­βεῖ γύ­ρω ἀ­πὸ «τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που» τὸν θε­άν­θρω­πο καὶ ἐ­ξαί­ρε­το ἀν­τι­πρό­σω­πο καὶ λυ­τρω­τὴ τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους Χρι­στό. Οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ θὰ ἀ­νε­βαί­νουν καὶ θὰ κα­τε­βαί­νουν, θὰ βρί­σκον­ται σὲ δια­ρκὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὴ γῆ καὶ θὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν Αὐ­τὸν καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Βε­βαί­ως οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἄ­νοι­ξαν καὶ στὴ Βαι­θὴλ καὶ τοὺς εἶ­δεν ὁ Πα­τριάρχης Ἰ­α­κώβ, ἄ­νοι­ξαν καὶ στὸ Σι­νὰ ἐ­πὶ Μω­υ­σέ­ως, ἄ­νοι­ξαν καὶ στὴ Βη­θλε­ὲμ κα­τὰ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἄ­νοι­ξαν καὶ κα­τὰ τὴ Βά­πτι­σή Του στὸν Ἰ­ορ­δά­νη. 

Τώ­ρα ὅ­μως θὰ ἔ­χουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ βλέ­πουν τὸν οὐ­ρά­νιο κό­σμο πράγ­μα­τι ὅ­λοι οἱ πι­στοί, καὶ μά­λι­στα «ἀ­νε­ω­γό­τα», δια­ρκῶς ἀ­νοι­κτό. Τώ­ρα οἱ εὐ­λο­γί­ες καὶ χά­ρι­τες τῆς Ὑ­πε­ρου­σὶ­ου Τριά­δος θὰ ἐκ­χύ­νον­ται ὑ­πε­ρά­φθο­νες στὴν ψυ­χή τους καὶ «ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καὶ ἡ κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» θὰ τοὺς πλημ­μυ­ρί­ζει καὶ τοὺς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι εἶ­ναι «τέ­κνα Θε­οῦ» καὶ μπο­ροῦν νὰ ἔ­χουν «παρ­ρη­σί­αν», θάρ­ρος καὶ μὲ παι­δι­κὴ ἁ­πλό­τη­τα νὰ Τὸν πλη­σιά­ζουν (Β' Κορ. ι­γ'[13] 13, Ἑ­βρ. δ΄[4] 16, Α΄ Ἰ­ω. γ΄[3] 21). Τώ­ρα οἱ ἄγ­γε­λοι δια­ρκῶς θὰ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦν μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, θὰ τοὺς ὑ­πη­ρε­τοῦν, θὰ τοὺς συμ­πα­ρί­σταν­ται, θὰ τοὺς ἕλ­κουν εἰς τὸ ὕ­ψος τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς των.

Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι θαῦ­μα «μεῖ­ζον», πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρο καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πὸ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τες ἢ προ­ο­ρα­τι­κό­τη­τες ἢ θε­ρα­πεῖ­ες τοῦ σώ­μα­τος. Καὶ συν­τε­λεῖ­ται δια­ρκῶς στὴν  Ἐκ­κλη­σί­α διὰ τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων. Καὶ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν «εἰ­δο­ποι­ὸ δι­α­φο­ρὰ» τῆς Ὁρ­θο­δο­ξί­ας.

Ἄ­ρα­γε ἔ­χου­με μά­τια νὰ τὸ βλέ­που­με, εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ καλ­λι­έρ­γεια ψυ­χῆς νὰ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με;

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)