Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 (1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018)
(ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖς ἐ­στε σῶ­μα Χρι­στοῦ καὶ μέ­λη ἐκ μέ­ρους. Καὶ οὓς μὲν ἔ­θε­το ὁ θε­ὸς ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ πρῶ­τον ἀ­πο­στό­λους, δε­ύ­τε­ρον προ­φή­τας, τρί­τον δι­δα­σκά­λους, ἔ­πει­τα δυ­νά­μεις, εἶ­τα χα­ρί­σμα­τα ἰ­α­μά­των, ἀν­τι­λή­ψεις, κυ­βερ­νή­σεις, γέ­νη γλωσ­σῶν. Μὴ πάν­τες ἀ­πό­στο­λοι; μὴ πάν­τες προ­φῆ­ται; μὴ πάν­τες δι­δά­σκα­λοι; Μὴ πάν­τες δυ­νά­μεις; Μὴ πάν­τες χα­ρί­σμα­τα ἔ­χου­σιν ἰ­α­μά­των; Μὴ πάν­τες γλώσ­σαις λα­λοῦ­σι; Μὴ πάν­τες δι­ερ­μη­νε­ύ­ου­σι; Ζη­λοῦ­τε δὲ τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρε­ίτ­το­να. Καὶ ἔ­τι καθ᾿ ὑ­περ­βο­λὴν ὁ­δὸν ὑ­μῖν δε­ί­κνυ­μι. ᾿Ε­ὰν ταῖς γλώσ­σαις τῶν ἀν­θρώ­πων λα­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, γέ­γο­να χαλ­κὸς ἠ­χῶν ἢ κύμ­βα­λον ἀ­λα­λά­ζον. Καὶ ἐ­ὰν ἔ­χω προ­φη­τε­ί­αν καὶ εἰ­δῶ τὰ μυ­στή­ρια πάν­τα καὶ πᾶ­σαν τὴν γνῶ­σιν, καὶ ἐ­ὰν ἔ­χω πᾶ­σαν τὴν πί­στιν, ὥ­στε ὄ­ρη με­θι­στά­νειν, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, οὐ­δέν εἰ­μι. Καὶ ἐ­ὰν ψω­μί­σω πάν­τα τὰ ὑ­πάρ­χοντά μου, καὶ ἐ­ὰν πα­ρα­δῶ τὸ σῶ­μά μου ἵ­να καυ­θή­σο­μαι, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, οὐ­δὲν ὠ­φε­λοῦ­μαι. ῾Η ἀ­γά­πη μα­κρο­θυ­μεῖ, χρη­στε­ύ­ε­ται, ἡ ἀ­γά­πη οὐ ζη­λοῖ, ἡ ἀ­γά­πη οὐ περ­πε­ρε­ύ­ε­ται, οὐ φυ­σι­οῦ­ται, οὐκ ἀ­σχη­μο­νεῖ, οὐ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς, οὐ πα­ρο­ξύ­νε­ται, οὐ λο­γί­ζε­ται τὸ κα­κόν, οὐ χα­ί­ρει ἐ­πὶ τῇ ἀ­δι­κί­ᾳ, συγ­χα­ί­ρει δὲ τῇ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· πάν­τα στέ­γει, πάν­τα πι­στε­ύ­ει, πάν­τα ἐλ­πί­ζει, πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει. Ἡ ἀ­γά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει. 
                                    (Α΄ Κορ. ιβ΄ [12] 27 – ιγ΄ [13] 8)

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
Ὅ­σο καὶ ἂν μᾶς φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο, ἡ ἀ­γά­πη ὅ­πως τὴν προ­βάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­σαρ­κω­μέ­νη, εἶ­ναι ἄ­γνω­στη γιὰ τὸν πο­λὺ κό­σμο. Ἡ μνή­μη λοι­πὸν τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων Κο­σμᾶ καὶ Δα­μια­νοῦ καὶ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ποὺ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο σ᾿ αὐ­τήν, εἶ­ναι δύ­ο ἄ­ρι­στες εὐ­και­ρί­ες, ὥ­στε νὰ μα­θη­τεύ­σου­με στὴν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας γιὰ τὴν ἀ­γά­πη.
1) Η Αγάπη συνιστΑ τΗν Εν Χριστῼ ζωή.
Οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι μα­ζὶ μὲ τὴν κα­τάρ­τι­σή τους στὴν ἰ­α­τρι­κὴ τέ­χνη, μορ­φώ­θη­καν καὶ πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­γι­ναν ζων­τα­νὲς εἰ­κό­νες τοῦ Θε­οῦ, ἄν­θρω­ποι ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης καὶ ἔ­ζη­σαν εὐ­ερ­γε­τών­τας ψυ­χι­κὰ καὶ σω­μα­τι­κὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους πα­ρέ­χον­τας δω­ρε­ὰν τὶς ἰ­α­τρι­κές τους ὑ­πη­ρε­σί­ες. Γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σθη­καν Ἀ­νάρ­γυ­ροι.
Κα­τευ­θυν­τή­ρια δύ­να­μή τους ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Χρι­στὸ καὶ πρὸς κά­θε ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως συ­νάν­θρω­πο, χά­ρη στὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­ναν κα­τοι­κη­τή­ρια τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Για­τί «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη καὶ ὅ­ποι­ος μέ­νει στὴν ἀ­γά­πη μέ­σα στὸ Θε­ὸ μέ­νει, καὶ ὁ Θε­ὸς μέ­σα σ᾿ αὐ­τὸν» (Α΄ Ἰ­ω­άν. δ΄[4] 16). Ἡ Πα­τε­ρι­κὴ θε­ο­λο­γί­α το­νί­ζει ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μη μὲ τὴν ζω­ή, ἐ­φό­σον αὐ­τὴ καὶ μό­νη κι­νεῖ τοὺς ἀ­λη­θι­νῶς ζών­τας ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὸν πα­ρόν­τα μέ­χρι καὶ τὸν μέλ­λον­τα αἰ­ώ­να. Κι ἂν ἐ­ξε­τά­σου­με τὴν ἐν Χρι­στῷ ζω­ὴ τῶν ἁ­γί­ων ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῆς δι­κῆς τους συ­νει­σφο­ρᾶς καὶ συ­νερ­γί­ας, τό­τε θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι τί­πο­τε ἄλ­λο δὲν συ­νι­στᾶ αὐ­τὴ τὴν ζω­ὴ πα­ρὰ μό­νο ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πο. Ἄλ­λω­στε ὅ­λες οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­λη ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ὅ­λοι οἱ κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρὰ τοὺς ὁ­δο­δεῖ­κτες στὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­γά­πης, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἕ­νω­ση μὲ τὸν Θε­ό. Μή­πως αὐ­τὸ δὲν ἔ­λε­γε ὁ Κύ­ριος στὶς τε­λευ­ταῖ­ες Του πα­ρα­κα­τα­θῆ­κες πρὸς τοὺς Μα­θη­τές : «Ἐ­ὰν ἀ­γα­πᾶ­τέ με, θὰ τη­ρή­σε­τε τὶς ἐν­το­λές μου. Καὶ ἐ­γὼ θὰ πα­ρα­κα­λέ­σω τὸν Πα­τέ­ρα καὶ θὰ σᾶς δώ­σει ἄλ­λον Πα­ρά­κλη­τον γιὰ νὰ μεί­νει μα­ζί σας αἰ­ώ­νια» (Ἰ­ω­άν. ιδ΄[14] 15-16).
Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴν προ­ο­πτι­κή, κα­τα­λα­βαί­νου­με για­τί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος θε­ω­ρεῖ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα χα­ρί­σμα­τα κι αὐ­τὸν ἀ­κό­μη τὸν μαρ­τυ­ρι­κὸν θά­να­τον ἀ­νε­παρ­κή, ἂν ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἔ­χει ἀ­γά­πη. Πλέ­κον­τας τὸν ὕ­μνο τῆς ἀ­γά­πης, λέ­γει ὅ­τι αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ κοι­νὴ πη­γὴ ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν τῆς πί­στε­ως, τῆς ἐλ­πί­δας, τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, τῆς μα­κρο­θυ­μί­ας, τῆς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας, τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, τῆς ἀ­ορ­γη­σί­ας, τῆς ἁ­πλό­τη­τος, τῆς συ­νέ­σε­ως, τῆς χα­ρᾶς γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια, τῆς ἀ­πο­φυ­γῆς κά­θε ἀ­δι­κί­ας καὶ κα­κί­ας.
Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στὴν ζω­ὴ τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν προ­τύ­πων μας γιὰ τὴν ἐν Χρι­στῷ ζω­ὴ πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἕ­να ἑ­νια­ῖο καὶ ἄρ­τιο σῶ­μα μὲ κε­φα­λὴ τὴν ἀ­γά­πη.
Ὁ ἅ­γιος Συ­με­ὼν ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος λέ­γει, ὅ­τι χω­ρὶς τὴν κε­φα­λὴ τὸ ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα τῶν ἀ­ρε­τῶν εἶ­ναι τε­λεί­ως νε­κρὸ καὶ ἀ­νε­νέρ­γη­το, ὅ­πως καὶ ἡ κε­φα­λὴ δί­χως τὸ σῶ­μα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­νερ­γή­σει. Οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι λοι­πὸν δὲν εἶ­χαν ἁ­πλῶς κά­ποι­α φι­λάν­θρω­πα αἰ­σθή­μα­τα, ὥ­στε νὰ προ­σφέ­ρουν δω­ρε­ὰν τὴν δι­α­κο­νί­α τους, ἀλ­λὰ ἐν­σάρ­κω­ναν τὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­γά­πη, τὴν συ­νι­στα­μέ­νη τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν.
2) Η Αγάπη εΙναι σταυρός.
Μὲ τὰ προ­η­γού­με­να το­νί­σα­με ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη δὲν εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ ἡ οὐ­σί­α της. Δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ χρι­στια­νοῦ, ἀλ­λὰ τὸ βα­θύ­τε­ρο βί­ω­μά του, τὸ ὁ­ποῖ­ο καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται διὰ μέ­σου τῶν ἐ­πι­μέ­ρους ἀ­ρε­τῶν. Πῶς ὅ­μως καλ­λι­ερ­γεῖ­ται καὶ κα­τα­κτᾶ­ται ἡ ζω­ὴ τῆς ἀ­γά­πης καὶ πρὸς τὰ ποῦ συγ­κε­κρι­μέ­να ἀ­πευ­θύ­νε­ται;
Ἡ ἀ­γά­πη ἐκ­δη­λώ­νε­ται σταυ­ρι­κά, ἑ­νώ­νον­τας τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γω­νι­στὴ μὲ τὸν Θε­άν­θρω­πο καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πο. Ὁ Ὅ­σιος ἀβ­βὰς Δω­ρό­θε­ος θέ­λον­τας νὰ μι­λή­σει γιὰ τὴν φύ­ση αὐ­τὴ τῆς ἀ­γά­πης, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ κύ­κλου. Ἂς θε­ω­ρή­σου­με λέ­γει ὅ­τι ὁ κό­σμος μας εἶ­ναι σὰν ἕ­νας κύ­κλος μὲ τὸν Θε­ὸ στὸ κέν­τρο καὶ τοὺς δι­α­φό­ρους τρό­πους ζω­ῆς τῶν ἀν­θρώ­πων σὰν ἀ­κτί­νες.
Ὅ­πως λοι­πὸν οἱ ἀ­κτί­νες συγ­κλί­νουν καὶ ἑ­νώ­νον­ται ὅ­ταν φθά­σουν στὸ κέν­τρο τοῦ κύ­κλου, ἐ­νῶ ἀ­πο­κλί­νουν καὶ δι­α­χω­ρί­ζον­ται με­τα­ξύ τους, ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο κά­τι ἀν­τί­στοι­χο συμ­βαί­νει καὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὅ­σο δη­λα­δὴ πλη­σιά­ζουν μὲ τὴν ζω­ή τους τὸν Θε­ό, συγ­χρό­νως πλη­σιά­ζουν καὶ με­τα­ξύ τους. Ὅ­σο πά­λι, προ­σεγ­γί­ζει ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, ἄλ­λο τό­σο προ­σεγ­γί­ζει καὶ τὸν Θε­ό. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἀ­πο­ξε­νώ­νον­ται καὶ με­τα­ξύ τους. Αὐ­τὴ ἡ πα­ρο­μοί­ω­ση ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν σχε­τι­κὴ πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἄλ­λο­τε το­νί­ζει ὅ­τι «ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸ δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ καὶ κά­θε ἄλ­λο ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­γα­πή­σει σὰν τὸν ἑ­αυ­τό του» (Ἅ­γιος Μά­ξι­μος Ὁ­μο­λο­γη­τὴς) καὶ ἄλ­λο­τε ὅ­τι «ὅ­ποι­ος ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸ προ­η­γου­μέ­νως ἔ­χει ἀ­γα­πή­σει τὸν ἀ­δελ­φό του» (Ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος).
Μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με μὲ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ φι­λαν­θρω­πί­α εἶ­ναι φι­λό­θε­η, ὅ­πως καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ φι­λο­θε­ΐ­α εἶ­ναι φι­λάν­θρω­πη.
Ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ τῆς ἀ­γά­πης ὄ­χι μό­νο ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σταυ­ρι­κῶς, συ­νά­μα ἀ­πο­τε­λεῖ σταυ­ρὸ πραγ­μα­τι­κό. «Μὴ θέ­λεις νὰ ἀ­ρέ­σεις στὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ δὲν θὰ μι­σεῖς τὸν ἀ­δελ­φό σου. Μὴν εἶ­σαι φί­λαυ­τος καὶ θὰ γί­νεις φι­λό­θε­ος» συμ­βου­λεύ­ει ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής. Ὅ­ποι­ος λοι­πὸν δὲν σταυ­ρώ­νει – νε­κρώ­νει τὸ ἐ­γω­ϊ­στι­κό του φρό­νη­μα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ κα­τα­κτή­σει τὴν ἀ­γά­πη. Ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πα­ρά­δο­ση ὁ­μό­φω­να το­νί­ζει ὅ­τι προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ ἡ ζω­ὴ τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς με­τά­νοι­ας, ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τὴν ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ κα­κὰ καὶ τὴν καλ­λι­έρ­γεια ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με. Μό­νο ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἀ­γα­πή­σει τὸν Χρι­στὸ μὲ ὅ­λη τὴν ψυ­χή του καὶ τὴν καρ­διά του μὲ ὅ­λο τὸν νοῦ του καὶ τὴν δύ­να­μη ἀλ­λὰ καὶ τὸν ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἀ­δι­α­κρί­τως πλη­σί­ον του σὰν τὸν ἑ­αυ­τό του. Μό­νο ἔ­τσι μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει στὴν τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης.
Ἀ­δελ­φοί μου,
Ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με πό­σο πο­λὺ ἔ­χει ἀλ­λοι­ώ­σει ἡ κο­σμι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­γά­πης, ὥ­στε νὰ χω­ρά­ει στὰ μέ­τρα τοῦ πτω­τι­κοῦ καὶ ἐ­γω­κεν­τρι­κοῦ ἀν­θρώ­που. Τὴν ἀ­πο­κα­θή­λω­σε ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ σταυ­ροῦ της, γιὰ νὰ μὴν ἔ­χει τὴν δύ­να­μη πο­τὲ πιὰ νὰ ἀ­να­σταί­νει στὶς καρ­δί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων τὴν πε­σοῦ­σαν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὶς κο­σμι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις εἶ­ναι ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κὸ νὰ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη σὰν ἕ­να πο­λι­τι­κό – κοι­νω­νι­κὸ σύν­θη­μα, γιὰ νὰ κα­λύ­ψου­με τὸν ἀ­ναι­μι­κὸ ἀν­θρω­πι­σμό μας. Τὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­γά­πης τὴν φα­νε­ρώ­νουν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ οἱ ἅ­γιοι ὁ­δοι­πό­ροι της, γιὰ νὰ γί­νου­με καὶ μεῖς συ­νο­δοι­πό­ροι τους καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με μα­ζί τους τὴν Αὐ­το­α­γά­πη, τὸν Χρι­στό. Ἀ­μή­ν 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ ᾿Ι­η­σοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ὑ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι, ἐκ τῶν μνη­με­ί­ων ἐ­ξερ­χό­με­νοι, χα­λε­ποὶ λί­αν, ὥ­στε μὴ ἰ­σχύ­ειν τι­νὰ πα­ρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁ­δοῦ ἐ­κε­ί­νης. Καὶ ἰ­δοὺ ἔ­κρα­ξαν, λέ­γον­τες· Τί ἡ­μῖν καὶ σοί, ᾿Ι­η­σοῦ Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; ἦλ­θες ὧ­δε πρὸ και­ροῦ βα­σα­νί­σαι ἡ­μᾶς; Ἦν δὲ μα­κρὰν ἀπ᾿ αὐ­τῶν ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων πολ­λῶν βο­σκο­μέ­νη. Οἱ δὲ δα­ί­μο­νες πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Εἰ ἐκ­βάλ­λεις ἡ­μᾶς, ἐ­πί­τρε­ψον ἡ­μῖν ἀ­πελ­θεῖν εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ὑ­πά­γε­τε. Οἱ δὲ ἐ­ξελ­θόν­τες, ἀ­πῆλ­θον εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ ἰ­δοὺ, ὥρ­μη­σε πᾶ­σα ἡ ἀ­γέ­λη τῶν χο­ί­ρων κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θά­λασ­σαν, καὶ ἀ­πέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕ­δα­σιν. Οἱ δὲ βό­σκον­τες ἔ­φυ­γον· καὶ ἀ­πελ­θόν­τες εἰς τὴν πό­λιν, ἀ­πήγ­γει­λαν πάν­τα καὶ τὰ τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. Καὶ ἰ­δοὺ πᾶ­σα ἡ πό­λις ἐ­ξῆλ­θεν εἰς συ­νάν­τη­σιν τῷ ᾿Ι­η­σοῦ· καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν, πα­ρε­κά­λε­σαν ὅ­πως με­τα­βῇ ἀ­πὸ τῶν ὁ­ρί­ων αὐ­τῶν.  Καὶ ἐμ­βὰς εἰς πλοῖ­ον, δι­ε­πέ­ρα­σε, καὶ ἦλ­θεν εἰς τὴν ἰ­δί­αν πό­λιν.
                                         (Ματθ. η΄[8] 28 – θ΄[9] 1)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἦλ­θε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη, στὴ χώ­ρα τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, τὸν συ­νάν­τη­σαν δύ­ο δαι­μο­νι­σμέ­νοι ποὺ ἔ­βγαι­ναν ἀ­πὸ τὰ μνή­μα­τα ποὺ ὑ­πῆρ­χαν ἐ­κεῖ, στὰ ὁ­ποῖ­α εὐ­χα­ρι­στι­οῦν­ταν νὰ κα­τοι­κοῦν. Ἦ­ταν καὶ οἱ δύ­ο ἐ­πι­θε­τι­κοὶ καὶ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι· τό­σο, ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πε­ρά­σει ἀπ᾿ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ἀπ᾿ τὸν φό­βο τους κραύ­γα­σαν δυ­να­τὰ καὶ εἶ­παν: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μᾶς καὶ σὲ σέ­να, Ἰ­η­σοῦ, υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; Ἦλ­θες ἐ­δῶ πρό­ω­ρα, πρὶν ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ τῆς παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, γιὰ νᾶ μᾶς βα­σα­νί­σεις; Στὸ με­τα­ξὺ ὑ­πῆρ­χε μα­κριὰ ἀπ᾿ αὐ­τοὺς ἕ­να κο­πά­δι μὲ πολ­λοὺς χοί­ρους, ποὺ ἔ­βο­σκαν ἐ­κεῖ. Οἱ δαί­μο­νες τό­τε ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν πα­ρα­κα­λοῦν λέ­γον­τας: Ἐ­ὰν πρό­κει­ται νὰ μᾶς βγά­λεις ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, δῶσ᾿ μας τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γου­με καὶ νὰ μποῦ­με μέ­σα στὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ποὺ ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας, ὁ Κύ­ριος τι­μω­ρών­τας τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τὴ εἶ­πε στοὺς δαί­μο­νες: Πη­γαί­νε­τε. Κι αὐ­τοὶ βγῆ­καν ἀπ᾿ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πῆ­γαν στοὺς χοί­ρους. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ὅ­λο τὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων ὄρ­μη­σε μὲ μα­νί­α ἀ­πὸ τὸ ἐ­πά­νω μέ­ρος τοῦ γκρε­μοῦ πρὸς τὰ κά­τω, στὴ θά­λασ­σα, καὶ πνί­γη­καν στὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τό­τε ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους ἔ­φυ­γαν, κι ἀ­φοῦ πῆ­γαν στὴν πό­λη, ἀ­νήγ­γει­λαν ὅ­λα ὅ­σα ἔ­γι­ναν, καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸ τί συ­νέ­βη μὲ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους. Καὶ τό­τε ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως βγῆ­καν γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ· κι ὅ­ταν τὸν εἶ­δαν, τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὰ σύ­νο­ρά τους, ἀ­πὸ φό­βο μή­πως πά­θουν καὶ με­γα­λύ­τε­ρα κα­κά. Καὶ ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να πλοῖ­ο, πέ­ρα­σε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τῆς λί­μνης, καὶ ἦλ­θε στὴ δι­κή του πό­λη, τὴν Κα­περ­να­ούμ.


Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΟΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

        ΟΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
Ο κο­ρυ­φαί­ος αυ­τός Α­πό­στο­λος του Χρι­στού ή­ταν Ι­ου­δαί­ος και ο­νο­μα­ζό­ταν Σί­μων. Έ­ζη­σε σε α­φάν­τα­στη φτώ­χεια και στε­ρή­σεις. Ό­μως με­γά­λω­σε σε πε­ρι­βάλ­λον ευ­σέ­βειας. Γράμ­μα­τα έ­μα­θε ε­λά­χι­στα. Α­δελ­φός του υ­πήρ­ξε ο πρω­τό­κλη­τος Αν­δρέ­ας.Με­τά το θά­να­το του πα­τέ­ρα του ο Πέ­τρος νυμ­φεύ­τη­κε την α­νε­ψιά του Α­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα και α­σκού­σε μα­ζί με τον α­δελ­φό του Αν­δρέ­α, το ε­πάγ­γελ­μα του ψα­ρά στην  λί­μνη της Γε­νι­σα­ρέτ.Με­τά την σύλ­λη­ψη του Ι­ω­άν­νου του Βα­πτι­στού, ο Κύ­ριος πή­γε στα μέ­ρη της Γα­λι­λαί­ας, στις πε­ρι­ο­χές γύ­ρω α­πό την μα­γευ­τι­κή λί­μνη, για να κη­ρύ­ξει το ευ­αγ­γέ­λιο της σω­τη­ρί­ας του κό­σμου. Ε­κεί συ­νάν­τη­σε τους πε­ρισ­σό­τε­ρους α­πό τους μα­θη­τές του, ψα­ρά­δες το ε­πάγ­γελ­μα, τους ο­ποί­ους κά­λε­σε να γί­νουν στο ε­ξής «α­λι­είς αν­θρώ­πων» ( Ματθ.4,20), συ­νερ­γοί Του στο έρ­γο της σω­τη­ρί­ας του κό­σμου.
Ο εν­θου­σι­ώ­δης και ευ­σε­βής Πέ­τρος πέ­τα­ξε τα δί­χτυ­α α­πό τους πρώ­τους και Τον α­κο­λού­θη­σε πι­στά. Λό­γω του δυ­να­μι­κού χα­ρα­κτή­ρα του και της ι­δι­αί­τε­ρης α­φο­σί­ω­σής του στον Κύ­ριο α­ξι­ώ­θη­κε να έ­χει το προ­βά­δι­σμα έ­ναν­τι των άλ­λων α­πο­στό­λων και να ο­μι­λεί συ­χνά εκ μέ­ρους αυ­τών. Ο­μο­λό­γη­σε πρώ­τος ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι «ο Υι­ός του Θε­ού του ζών­τος» (Ματθ.16:17). Ο Κύ­ριος ε­ξε­τί­μη­σε αυ­τή την ο­μο­λο­γί­α, και τον δι­α­βε­βαί­ω­σε πως πά­νω σε αυ­τή την ο­μο­λο­γί­α πί­στε­ως «οι­κο­δο­μή­σω μου την Εκ­κλη­σί­αν» (Ματθ.16,18).
Α­ξι­ώ­θη­κε να δει α­πό τους πρώ­τους το κε­νό μνη­μεί­ο και να δι­α­πι­στώ­σει την Α­νά­στα­ση του Χρι­στού. Το συγ­κλο­νι­στι­κό αυ­τό το γε­γο­νός τον με­τα­μόρ­φω­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά.  Η ζω­ή και η δρά­ση του υ­πήρ­ξε θαυ­μα­στή. Κή­ρυ­ξε με ζή­λο και θάρ­ρος στην Πα­λαι­στί­νη και ε­δραί­ω­σε την Εκ­κλη­σί­α. Ά­πει­ρα ε­πί­σης θαύ­μα­τα έ­κα­νε για τη δό­ξα του Χρι­στού.  Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, ο Πέ­τρος ί­δρυ­σε την εκ­κλη­σί­α της Ρώ­μης και έ­γι­νε ο πρώ­τος ε­πί­σκο­πός της. Κή­ρυτ­τε νυ­χθη­με­ρόν στη με­γά­λη πό­λη και κα­τόρ­θω­σε να με­τα­στρέ­ψει πλή­θος κα­τοί­κων στον Χρι­στι­α­νι­σμό.  Στα χρό­νια ε­κεί­να βα­σί­λευ­ε στη Ρώ­μη ο πα­ρά­φρο­νας Νέ­ρων, ο­ποί­ος κή­ρυ­ξε σκλη­ρό δι­ωγ­μό κα­τά της νέ­ας πί­στε­ως.    Ο Πέ­τρος έ­γι­νε ο κυ­ρι­ό­τε­ρος στό­χος των δι­ω­κτών. Γι' αυ­τό και έ­κρι­νε σκό­πι­μο να φύ­γει κρυ­φά α­πό την πό­λη και να γλι­τώ­σει. Κα­θώς βά­δι­ζε βι­α­στι­κά την πε­ρί­φη­μη Α­πί­α ο­δό εί­δε μπρο­στά του τον Κύ­ριο, ο Ο­ποί­ος τον ρώ­τη­σε «QuoVadis δη­λα­δή «που πη­γαί­νεις;». Τό­τε ο έν­θερ­μος Α­πό­στο­λος κα­τά­λα­βε πως η φυ­γή του αυ­τή ι­σο­δυ­να­μού­σε με νέ­α άρ­νη­ση του Χρι­στού. Γι' αυ­τό με δά­κρυ­α στα μά­τια γύ­ρι­σε πί­σω και συ­νε­λή­φθη και κα­τα­δι­κά­στη­κε σε σταυ­ρι­κό θά­να­το. Ό­ταν ο­δη­γή­θη­κε στο μαρ­τύ­ριο πα­ρα­κά­λε­σε τους δη­μί­ους του να τον σταυ­ρώ­σουν α­νά­πο­δα, με το κε­φά­λι προς τα κά­τω, δι­ό­τι ό­πως εί­πε δεν θε­ω­ρού­σε τον ε­αυ­τό ά­ξιο να σταυ­ρω­θεί σαν τον α­γα­πη­μέ­νο Δά­σκα­λο και Θε­ό του! Η σε­πτή του μνή­μη ε­ορ­τά­ζε­ται στις 29 Ι­ου­νί­ου, μα­ζί με τον κο­ρυ­φαί­ο α­πό­στο­λο Παύ­λο. 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
Ο Απ. Παύ­λος, ι­δρυ­τής της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος - Ί­δρυ­σε την  πρώ­τη χρι­στι­α­νι­κή Εκ­κλη­σί­α της Ευ­ρώ­πης στους Φι­λίπ­πους το 50 μ.Χ. - ο­νο­μά­ζε­ται Α­πό­στο­λος των Ε­θνών, για­τί έ­φε­ρε το φως του Ευ­αγ­γε­λί­ου στους ει­δω­λο­λά­τρες (ε­θνι­κούς), κα­τά τις τέσ­σε­ρις ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κές του πε­ρι­ο­δεί­ες, α­πό την Α­να­το­λή στη Δύ­ση, ε­νώ οι άλ­λοι Α­πό­στο­λοι α­νά­λα­βαν να κη­ρύ­ξουν στους Ι­ου­δαί­ους.
Ά­ρι­στος γνώ­στης της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και παι­δεί­ας, ο Απ. Παύ­λος υ­πήρ­ξε ο σπου­δαι­ό­τε­ρος παι­δα­γω­γός της Οι­κου­μέ­νης και πρω­το­πό­ρος τής δι­ε­θνούς συμ­φι­λί­ω­σης με το πρω­τά­κου­στο κή­ρυγ­μα τής ε­νό­τη­τας τών λα­ών και της ι­σό­τη­τας τών αν­θρώ­πων. (Γαλ. 3,28) Ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως “τον πρώ­τον με­τά τον Έ­να”.
Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρ­σό της Κι­λι­κί­ας α­πό ευ­σε­βείς Ι­ου­δαί­ους γο­νείς. Σπού­δα­σε ε­βρα­ϊ­κή θε­ο­λο­γί­α στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα κον­τά στο σο­φό Γα­μα­λι­ήλ. Η φα­ρι­σα­ϊ­κή του ευ­σέ­βεια και ο ζή­λος του για την τή­ρη­ση του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου τον έ­κα­ναν φα­να­τι­κό δι­ώ­κτη των Χρι­στια­νών. Στον λι­θο­βο­λι­σμό του Στε­φά­νου, ο νε­α­ρός Σα­ούλ φύ­λα­γε τα ι­μά­τια που ά­φη­σαν οι Ι­ου­δαί­οι, οι ο­ποί­οι λι­θο­βο­λού­σαν τον Πρω­το­μάρ­τυ­ρα Στέ­φα­νο. Το 36 μ.Χ. γί­νε­ται η με­τα­στρο­φή του Παύ­λου. Με το ό­ρα­μα τής Δα­μα­σκού, κα­τά υ­περ­φυ­σι­κό τρό­πο, ο Χρι­στός τον κά­λε­σε να γί­νει α­πό­στο­λός Του και να φέ­ρει το φως του Ευ­αγ­γε­λί­ου στα πέ­ρα­τα τής οι­κου­μέ­νης.
Το πρώ­το ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό τα­ξί­δι του Παύ­λου ξε­κί­νη­σε το 48 μ.Χ. με υ­πεύ­θυ­νο τον αρ­χαι­ό­τε­ρο α­πό­στο­λο, τον Βαρ­νά­βα και τον νε­α­ρό α­νε­ψιό του, Ι­ω­άν­νη Μάρ­κο και με­τέ­πει­τα Ευ­αγ­γε­λι­στή. Ο Βαρ­νά­βας, που γνώ­ρι­ζε την δε­κτι­κό­τη­τά των συμ­πα­τρι­ω­τών του στα νέ­α μη­νύ­μα­τα, ως πρώ­το σταθ­μό της ι­ε­ρα­πο­στο­λής τους, πρό­τει­νε την πα­τρί­δα του, την Κύ­προ. Η α­πο­βί­βα­ση έ­γι­νε στη Σα­λα­μί­να, που έ­γι­νε η “πύ­λη” προς τα Έ­θνη. Ε­κεί κή­ρυ­ξαν τον λό­γο του Θε­ού στις συ­να­γω­γές των Ι­ου­δαί­ων.
Δι­α­σχί­ζον­τας την Κύ­προ, έ­φτα­σαν στην Νέ­α Πά­φο, την τό­τε πρω­τεύ­ου­σα της Κύ­πρου, ό­που έ­με­νε ο ρω­μαί­ος δι­οι­κη­τής τής Κύ­πρου, ο Σέρ­γιος Παύ­λος, ο ο­ποί­ος ή­ταν πο­λύ μορ­φω­μέ­νος, με φι­λο­σο­φι­κά και θρη­σκευ­τι­κά εν­δι­α­φέ­ρον­τα. Ο αν­θύ­πα­τος εν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε α­πό την δι­δα­σκα­λί­α του Απ. Παύ­λου και α­σπά­ζε­ται την χρι­στι­α­νι­κή πί­στη κι έ­τσι η Κύ­προς γί­νε­ται η πρώ­τη χώ­ρα στον κό­σμο με χρι­στια­νό κυ­βερ­νή­τη.
Στον πε­ρί­βο­λο της εκ­κλη­σί­ας της Πα­να­γί­ας Χρυ­σο­πο­λί­τισ­σας στην Κ. Πά­φο, βρί­σκε­ται η Στή­λη του Απ. Παύ­λου, στην ο­ποί­α, σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση,  δέ­θη­κε και ει­σέ­πρα­ξε σα­ράν­τα πα­ρά μί­αν, δηλ. 39 μα­στι­γώ­σεις, πριν να μυ­η­θεί στο χρι­στι­α­νι­σμό ο Σέρ­γιος Παύ­λος. Η Στή­λη α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα θρη­σκευ­τι­κά α­ξι­ο­θέ­α­τα τής Πά­φου, ως το πρώ­το προ­πύρ­γιο της χρι­στι­α­νι­κής πί­στης. Ε­δώ κά­θε χρό­νο στις 29 Ι­ου­νί­ου τε­λεί­ται πα­νη­γυ­ρι­κός Ε­σπε­ρι­νός και λι­τά­νευ­ση της ει­κό­νας των Απ. Παύ­λου και Βαρ­νά­βα.  Το 49-52 μ.Χ. με συ­νερ­γά­τη του τον Σί­λα ο Απ. Παύ­λος α­να­χώ­ρη­σε για την δεύ­τε­ρη α­πο­στο­λι­κή πε­ρι­ο­δεί­α του.  Ί­δρυ­σαν εκ­κλη­σί­ες στους Φι­λίπ­πους, την Θεσ­σα­λο­νί­κη, την Βέ­ροι­α, την Α­θή­να και την Κό­ριν­θο, στην ο­ποί­α έ­μει­ναν πε­ρί­που ε­νά­μι­σι χρό­νο στο σπί­τι του Α­κύ­λα και της Πρί­σκι­λα. Στην Α­θή­να οι στω­ϊ­κοί και ε­πι­κού­ρει­οι φι­λό­σο­φοι τον κά­λε­σαν να έρ­θει κά­τω α­πό την Α­κρό­πο­λη, στον Ά­ρει­ο Πά­γο, να τους α­να­πτύ­ξει τις ι­δέ­ες του. Λί­γοι συγ­κι­νή­θη­καν α­πό την ο­μι­λί­α του Παύ­λου και α­πο­τέ­λε­σαν την πρώ­τη Χρι­στι­α­νι­κή Εκ­κλη­σί­α των Α­θη­νών. Α­νά­με­σά τους και ο Δι­ο­νύ­σιος ο Α­ρε­ο­πα­γί­της, ο ο­ποί­ος α­να­δεί­κτη­κε έ­νας α­πό τους πρώ­τους υ­πε­ρα­σπι­στές της χρι­στι­α­νι­κής πί­στης και ε­πί­σκο­πος τών Α­θη­νών.
Γύ­ρω στο 67 μ. Χ. α­πο­κε­φα­λί­σθη­κε, σφρα­γί­ζον­τας έ­τσι το τι­τά­νιο ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του έρ­γο με το μαρ­τύ­ριό του. Η μνή­μη του ε­ορ­τά­ζε­ται μα­ζί με τον κο­ρυ­φαί­ο Α­πό­στο­λο Πέ­τρο στις 29  Ι­ου­νί­ου.
Ο Απ. Παύ­λος, α­να­φε­ρό­με­νος στην προ­σευ­χή, μας προ­τρέ­πει “α­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε, εν παν­τί ευ­χα­ρι­στεί­τε”. Ό­που κι αν βρι­σκό­μα­στε να προ­σευ­χό­μα­στε νο­ε­ρά “Κύ­ρι­ε, Ι­η­σού Χρι­στέ, ε­λέ­η­σόν με”. Και μέ­σα α­πό το α­πο­λυ­τί­κιον τού Απ. Παύ­λου φαί­νε­ται πό­σο ση­μαν­τι­κό ή­ταν το έρ­γον του:
   “Ε­θνών σε κή­ρυ­κα και φω­στή­ρα τρι­σμέ­γι­στον Παφίων (ή Α­θη­ναί­ων) Δι­δά­σκα­λον, οι­κου­μέ­νης α­γλά­ϊ­σμα (στο­λί­δι) ευ­φρο­σύ­νως γε­ραί­ρο­μεν (τι­μού­με). Τους α­γώ­νας τι­μώ­μεν και τας βα­σά­νους δια Χρι­στόν το σε­πτόν σου μαρ­τύ­ριον Ά­γι­ε Παύ­λε Α­πό­στο­λε πρέ­σβευ­ε Χρι­στώ τω Θε­ώ σω­θή­ναι τας ψυ­χάς η­μών”.

Πη­γές:1. Λ. Σκόν­τζος, Θε­ο­λό­γος – Κα­θη­γη­τής 2. Μέ­γας Συ­να­ξα­ρι­στής 3. Βή­μα Ορ­θο­δο­ξί­ας 4. Σω­τη­ρί­ου­ Μη­τρο­πο­λί­του Πι­σι­δί­ας, «Παύ­λος ο Α­πό­στο­λος των Ε­θνών»
Ε­πι­μέ­λεια – Δι­α­σκευ­ή: Χρυ­σό­στο­μος Ρου­σής, εκ­παι­δευ­τι­κός (2018)

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
(24 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.
                                (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἂς κάνουμε τά ργα ατά τς γάπης κού­ρα­στοι καί χωρίς ναβολή, γνωρίζοντας σέ ποιό καιρό ζομε. Ζομε σέ ποχή πού παιτε πειγόντως τήν σκη­ση τς ρετς. Διότι εναι πλέον ρα νά σηκωθομε πό τόν πνο τς μέλειας, πού μς κάνει δυσκολοκίνητους στό καλό. Διότι τώρα μέρα τς δευτέρας παρουσίας, πού θά σημάνει τήν πλήρη πολύτρωση τν πιστν, ε­ναι πλησιέστερη σέ μς παρά τότε πού πιστέψαμε. άν λοι­πόν τότε δείξαμε ζλο καί δραστηριότητα, πολύ περισσότερο πρέπει νά τά δείξουμε καί τώρα. Ὑπάρχουν μως καί μερικοί Χριστιανοί δύνατοι στήν πίστη. Νά λοιπόν ποιά πρέπει νά εναι καί πρός ατούς συμπεριφορά σας: Νά δέχεστε μέ καλο­­σύ­νη κενον πού εναι δύνατος στήν πίστη καί ξαρτ τή σωτηρία του καί πό τή διάκριση τν φαγη­­­τν καί τν μερν, χωρίς νά συζηττε καί νά πικρίνετε τίς δέ­ες του. λλος βέβαια πιστεύει τι δέν παγορεύεται νά φάει λα τά φαγητά. ν δύνατος στήν πίστη τρώει λαχανικά καί ποφεύγει τά λλα φαγητά πό τό φόβο μή­πως μολυνθε π’ ατά. κενος πού λόγ τς σχυρότερης πίστης του τρώει π’ λα τά φαγητά, ς μήν περιφρονε ς στενοκέφαλο κενον πού δέν τρώει π’ λα. Κι ατός πού δέν τρώει π’ λα, ς μήν κατακρίνει κενον πού τρώει. Διότι κι ατόν πού τρώει π’ λα Θεός τόν προσέλαβε στήν κκλησία του. Ποιός εσαι σύ πού κατακρίνεις ξένο δολο; Ατός δέν χει σένα Κύριο, λλά τόν Θεό. Σέ σχέση μέ τόν Κύ­ριό του στέκεται πέφτει πνευματικά. Μάθε λοιπόν τι ν σύ τόν κατακρίνεις, ατός θά σταθε στερεός στήν πίστη. Διότι Θεός χει τή δύναμη νά τόν νορ­θώ­σει καί νά τόν στερεώσει.
ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων, καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ' ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν. Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ γυνὴ αὐτῷ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ. ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασιν τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτόν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γενέσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ' ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτόν ἐν τῷ ναῷ. ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενεν κωφός. καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.  Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις. Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν. καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ' αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· Οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης. καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι Οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες. ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν, λέγοντες· Τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ' αὐτοῦ. Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων· Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καὶ σὺ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ.         
                       (Λουκ. α΄[1] 1 – 25, 57 – 68, 76 – 80)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
πειδή, πως εναι γνωστό, πολλοί ποπειράθηκαν νά συντάξουν διήγηση γιά τά γεγονότα καί τίς δι­δα­σκα­­λίες πού μες ο πιστοί γνωρίζουμε μέ βε­­βαι­­ό­τη­τα, πως μς τά παρέδωσαν μέ τήν προφορική τους δι­δα­σκαλία κενοι πού πό τήν ρχή το μεσσιακο ρ­γου το Σωτρος γιναν ατόπτες μάρτυρες το η­σο Χριστο καί πηρέτες το κηρύγματός του, γι’ ατό κι γώ, πού χω ξετάσει καί πα­ρακο­λουθήσει μέ προσοχή καί κρίβεια πό τήν ρ­χή λα σα σχετίζονται μέ τό εαγγέλιο, θεώρησα καλό νά σο τά γρά­ψω α­τά μέ τή σειρά τους, κλαμπρότατε Θεόφιλε, γιά νά γνωρίσεις μέ σαφήνεια καί μέ κρίβεια τήν α­θεν­τική καί διαμφισβήτητη λήθεια τν λόγων τς πί­στε­ως πού προφορικά διδάχθηκες. Τήν ποχή πού στήν ουδαία ταν βασιλιάς ρώ­δης, ζοσε κάποιος ερεύς πού λεγόταν Ζαχαρίας, πό τήν τάξη τν λειτουργν το ναο ποία καταγόταν πό τόν ερέα βιά. Καί γυναίκα του ταν πό τούς πο­γόνους το αρών, καί τό νομά της ταν λι­σά­βετ. Καί ο δύο ταν νάρετοι ναντι το Θεο, ποος ρευ­­­­ν καί γνωρίζει τίς καρδιές λων, καί πορεύονταν σύμφωνα μέ λες γενικά τίς ντολές καί τά παραγ­γέλ­ματα το Κυρίου. ταν μεμπτοι σέ λα καί λεύ­θε­ροι πό κάθε σοβαρή παρεκτροπή. Δέν εχαν μως παιδί, διότι λισάβετ ταν στείρα.Καί πιπλέον βρίσκονταν καί ο δύο σέ ρκετά προχωρημένη λικία. ταν λοιπόν ρθε σειρά νά φη­με­ρεύσει τάξη καί οκογένεια τν ερέων στήν ποία νκε Ζαχαρίας, κι ν ατός τελοσε νώπιον το Θεο τήν ερατική του λειτουργία, συνέβη τό ξςΣύμφωνα μέ τή συνήθεια πού πικρατοσε τότε στό ερατεο, νά κλέγεται δηλαδή μέ κλρο ερεύς πού θά πρόσφερε τό θυμίαμα, πεσε στόν Ζαχαρία κλρος νά μπε στό ναό το Κυρίου καί νά προσφέρει θυμίαμα στό θυσιαστήριο τν θυμιαμάτωνΣτό μεταξύ λο τό πλθος το λαο βρισκόταν συναθροισμένο καί προσευχόταν ξω, στό προαύλιο το ναο, τήν ρα πού καιγόταν τό θυμίαμα. Τότε το μφανίστηκε γγελος Κυρίου, ποος στε­κό­ταν στά δεξιά το θυσιαστηρίου, πάνω στό ποο και­γόταν τό θυμίαμα. Κι ταν τόν εδε Ζαχαρίας, ταράχθηκε καί κυριεύθηκε πό φόβο.  γγελος μως το επε: Μή φοβσαι, Ζαχαρία, λλά νά χαίρεσαι, διότι εσακούσθηκε πό τόν Θεό δέησή σου πού πολλές φορές ως τώρα κανες. γυναίκα σου λισάβετ θά σο γεννήσει να γόρι, καί θά το δώσεις τό νομα ωάννηςΘά νιώσεις χαρά καί γαλλίαση· καί πολλοί, ταν θ’ κούσουν τό προφητικό κήρυγμά του, θά χαρον γιά τή γέννησή του.  γέννησή του θά φέρει τόση μεγάλη χαρά, διότι ν­θρωπος ατός θά εναι πραγματικά μεγάλος καί να­­­­γνωρισμένος πό τόν διο τόν Κύριο. Δέν θά πιε κρασί λλο μεθυστικό ποτό. Καί θά εναι γεμάτος μέ τά χαρίσματα το γίου Πνεύματος πό τόν καιρό κόμη πού θά εναι στήν κοιλιά τς μητέρας του. Καί θά κάνει πολλούς πτούς πογόνους το σρα­­ήλ πού χουν ποπλανηθε καί πομακρυνθε πό τόν Θεό μέ τίς μαρτίες τους νά πιστρέψουν μέ τή μετάνοια στόν νανθρωπήσαντα Κύριο, τόν Θεό τους. Ατός θά προπορευθε πό τήν λευση το Θεαν­θρώ­που Μεσσία χοντας τό διο προφητικό χά­ρισμα το Πνεύματος καί τήν δια παρρησία καί δυναμική δρά­ση πού εχε καί λίας. Καί θά τά χρησιμοποιε ατά γιά νά ξαναγυρίσει στά παιδιά τίς καρδιές τν πατέρων πού ψυχράνθηκαν καί χασαν κι ατή τή φυσική τους στοργή, καί νά θερμάνει τσι καί νά σφίξει στενότερα τούς οκογενειακούς δεσμούς· κι κόμη γιά νά πα­να­φέ­ρει τούς πείθαρχους καί δύστροπους καί νά τούς κάνει νά ποκτήσουν τίς σκέψεις καί τό φρό­νημα τν δικαίων καί νά γίνουν νάρετοι. Καί τσι νά τοιμάσει γιά τόν Κύ­ριο να λαό θρησκευτικς καί θικς προετοιμασμέ­νο νά τόν ποδεχθε καί νά τόν γκολπωθε ς Σωτή­ρα του. Επε τότε Ζαχαρίας στόν γγελο: Μέ ποιό σημάδι θά βεβαιωθ γι’ ατό πού μο λές; Ατό μο φαίνεται πίθανο καί πίστευτο, διότι γώ εμαι γέρος καί γυναίκα μου εναι περασμένης λικίας. Τότε γγελος το ποκρίθηκε: γώ εμαι ρ­χάγ­γελος Γαβριήλ, πού παραστέκομαι μπροστά στό Θεό γιά νά τόν πηρετ μαζί μέ τούς λλους ρχαγγέλους του. Καί μέ στειλε Θεός νά σο μιλήσω καί νά σο φέρω τή χαρμόσυνη ατή εδηση. λλά φο ζητς σημάδι, δού τό χεις, χι μως ὅπως  τό θέλεις: Θά χάσεις τή λαλιά σου καί δέν θά μπορες νά μιλή­σεις μέχρι τήν μέρα πού θά γίνουν ατά, δηλαδή μέχρι τή γέννηση το παιδιο καί τήν νομασία του. Θά χεις τήν τιμωρία ατή, πειδή δέν πίστεψες στά λόγια μου, τά ποα θά πραγματοποιηθον λοκληρωτικά στήν ρα τους.  λαός στό μεταξύ ξακολουθοσε νά περιμένει τόν Ζαχαρία. Κι λοι ποροσαν, γιατί ατός με­­νε πολλή ρα μέσα στό ναό κι ργοσε νά βγε. λλά κι ταν βγκε πό τό θυσιαστήριο, δέν μπο­ρο­σε νά τούς μιλήσει καί ν’ παντήσει σ’ σους τόν ρω­τοσαν γιά τήν ργοπορία του. Καί κατάλα­βαν τι μέσα στό ναό εχε δε κάποια πτασία. Κι ατός ξα­κο­λου­θοσε νά συν­εν­­νοεται μ’ α­τούς μέ νεύματα, καί πα­ρέμενε κουφός καί λαλος. Κι ταν συμπληρώθηκαν ο μέρες τς βδομάδος κείνης πού εχε τό καθκον νά λειτουργε στό ναό, φυ­γε πό τά ερο­σό­λυμα καί πγε στό σπίτι του. στερα λοιπόν πό τίς μέρες ατές μεινε γκυος σύζυγός του λισάβετ, καί πί πέντε μνες πό συ­στο­λή κρυβε μέ πιμέλεια τήν γκυμοσύνη τηςταν μως πλέον δέν μποροσε νά κρυφτε, λεγε σατούς πού θελαν νά τήν συγχαρον: μο κανε α­­τό τό κα­λό Θεός τσι, σέ περασμένη λικία, τίς μέ­ρες α­τές πού πέβλεψε μέ εμένεια σέ μένα γιά νά μο φαι­ρέσει τή ντροπή πού νιωθα νάμεσα στούς ν­­­θρώπους ξαι­τί­ας τς στειρότητας καί τς τεκνίας μου.
Ὅταν λοιπόν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος τῶν ἐννέα μηνῶν γιά νά γεννήσει ἡ Ἐλισάβετ, γέννησε ἀγόρι. Κι ἄκουσαν οἱ γείτονές της καί οἱ συγγενεῖς της ὅτι ὁ Κύριος ἔδειξε μεγάλο καί θαυμαστό τό ἔλεός του σ’ αὐτήν, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε παιδί σέ τόσο προχωρημένη ἡλικία. Καί χαίρονταν κι αὐτοί μαζί της. Κι ὅταν τό παιδί ἔγινε ὀκτώ ἡμερῶν ἦλθαν πάλι οἱ συγγενεῖς καί οἱ γείτονες γιά νά τοῦ κάνουν περιτομή. Καί ὑπο­λό­γιζαν νά τό ὀνομάσουν μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, δηλαδή Ζαχαρία.  Ἀλλά ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, φωτισμένη ἀπό τό Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ, πῆρε τό λόγο καί εἶπε: Ὄχι. Δέν θά ὀνομασθεῖ Ζαχαρίας, ἀλλά Ἰωάννης. Ἐκεῖνοι ὅμως τῆς εἶπαν: δέν ὑπάρχει κανένας στήν οἰκογένειά σου πού νά ἔχει αὐτό τό ὄνομα. Ρωτοῦσαν λοιπόν μέ νοήματα τόν πατέρα του σάν τί ὄνομα ἤθελε νά δώσει στό παιδί. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ζήτησε ἕνα μικρό πίνακα, ἔγραψε αὐτές ἀκριβῶς τίς λέξεις: Ἰωάννης εἶναι τό ὄνομά του. Κι ὅλοι ἀπόρησαν καί θαύμασαν γιά τήν παράδοξη αὐ­τή συμ­φωνία τοῦ Ζαχαρία μέ τήν Ἐλισάβετ. Ἄνοιξε τότε ἀμέσως τό στόμα τοῦ Ζαχαρία καί λύθηκε ἡ γλώσσα του καί μιλοῦσε πλέον ἐλεύθερα δοξάζοντας καί ἀνυμνώντας τόν Θεό. Κι ἀπ’ τό θαῦμα αὐτό ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν ἐκεῖ τρι­γύρω κυριεύθηκαν ἀπό φόβο. Καί σ’ ὁλό­­­κληρη τήν ὀρεινή περιοχή τῆς Ἰουδαίας διαδόθηκαν ὅλα αὐτά τά γεγονότα πού ἀναφέρονταν στήν ὀνομασία τοῦ παιδι­οῦ καί στή θαυμαστή θεραπεία τῆς ἀφωνίας τοῦ πατέ­ρα του. Κι ὅσοι τά ἄκουσαν, τά ἔβαλαν μέσα στήν καρδιά τους καί τά χάραξαν βαθιά στή μνήμη τους λέγοντας: Τί ἄραγε θά γίνει τό παιδί αὐτό, στό ὁποῖο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε τόσο θαυμαστή, ὕστερα μάλιστα ἀπ’ ὅλα αὐτά πού ἔγιναν στή γέννησή του; Καί πράγματι τό προστατευτικό χέρι τοῦ Κυρίου ἦταν μαζί του. Ὁ Ζαχαρίας τότε, ὁ πατέρας του, πλημμύρισε μέ Πνεῦμα Ἅγιον καί προφήτευσε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία καί τήν ἀποστολή τοῦ παιδιοῦ μέ τά ἑξῆς λόγια: Ἄς εἶναι εὐλογημένος καί δοξασμένος ὁ Κύριος, πού ὀνομάζεται Θεός τοῦ Ἰσραήλ διότι ἀπ’ ὅλα τά ἔθνη μόνο οἱ Ἰσραηλίτες τόν γνώρισαν καί τόν λάτρευσαν. Ἄς εἶναι δοξασμένος, διότι ἐπισκέφθηκε τό λαό του καί τόν ἀπελευθέρωσε ἀπ’ τούς ὁρατούς καί ἀόρατους ἐχ­θρούς.
Καί σύ, παιδί μου, θά ἀναδειχθεῖς καί θά ἀναγνω­ρισθεῖς προφήτης τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Διότι θά προπο­ρευθεῖς μπροστά ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο γιά νά ἑτοιμάσεις τούς δρόμους μέσα ἀπ’ τούς ὁποίους θά πλησιάσει τόν καθένα ξεχωριστά ἀπ’ τούς ἀνθρώπους γιά νά τούς ὁδηγήσει στή σωτηρία. Καὶ θὰ προετοιμάσεις τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου γνωστοποιώντας στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ κήρυγμά σου τὸν Σωτήρα ποὺ θὰ ἔλθει στὸν κόσμο καὶ τὴ σωτηρία ποὺ θὰ φέρει. Καὶ θὰ φέρει τὴ σωτηρία αὐτὴ ὄχι μὲ ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς ἐπιτυχίες καὶ ἀπελευθερώσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ. Θὰ μᾶς τὴν προσφέρει ὄχι γιὰ τὰ δικά μας ἐνάρετα ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ μας εἶναι γεμάτη ἔλεος καὶ συμπάθεια. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔχει τόσο μεγάλη εὐσπλαχνία, μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ λαμπρὴ καὶ θεία ἀνατολή, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ Χριστός.  Καὶ ἦλθε ἡ οὐράνια αὐτὴ ἀνατολὴ γιὰ νὰ φωτίσει ἐκείνους ποὺ κάθονται σὰν αἰχμάλωτοι καὶ ἀπελπισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ στὴ σκιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου· καὶ νὰ ἐνδυναμώσει τὴ θέλησή μας, ποὺ ἐξασθένησε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ὥστε ἡ ζωή μας ὁλόκληρη νὰ μπεῖ σταθερὰ στὸν ἴσιο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς καὶ στὴν αἰώνια σωτηρία. Στό μεταξύ τό παιδί μεγάλωνε σωματικά, καί οἱ πνευματικές του δυνάμεις ἰσχυροποιοῦνταν κάτω ἀπό τόν φωτι­σμό καί τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἔμενε στίς ἐρημιές ζώντας μακριά ἀπό τούς θορύβους τοῦ κό­­σμου μέχρι τήν ἡμέρα πού εἶχε ὁρίσει ἡ θεία πρόνοια νά φανερωθεῖ καί νά ἀναδειχθεῖ ὡς προφήτης καί ἀπε­σταλ­μένος τοῦ Θεοῦ στόν ἰσραηλιτικό λαό.