ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018)
(ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ
ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
Ἀδελφοί,
ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους,
ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις,
γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι;
Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες
γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα
τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς
γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα
χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ
τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν,
ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω
πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην
δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη
οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ,
οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει
ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.
(Α΄ Κορ.
ιβ΄ [12] 27 – ιγ΄ [13] 8)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟ
Ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται
παράδοξο, ἡ ἀγάπη ὅπως τὴν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐνσαρκωμένη, εἶναι
ἄγνωστη γιὰ τὸν πολὺ κόσμο. Ἡ μνήμη λοιπὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ
καὶ Δαμιανοῦ καὶ τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο
σ᾿ αὐτήν, εἶναι δύο ἄριστες εὐκαιρίες, ὥστε νὰ μαθητεύσουμε στὴν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν ἀγάπη.
1) Η Αγάπη συνιστΑ τΗν Εν Χριστῼ ζωή.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι μαζὶ μὲ
τὴν κατάρτισή τους στὴν ἰατρικὴ τέχνη, μορφώθηκαν καὶ πνευματικά.
Ἔγιναν ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ ἔζησαν
εὐεργετώντας ψυχικὰ καὶ σωματικὰ τοὺς ἀνθρώπους παρέχοντας δωρεὰν
τὶς ἰατρικές τους ὑπηρεσίες. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάσθηκαν Ἀνάργυροι.
Κατευθυντήρια δύναμή τους ἦταν
ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ πρὸς κάθε ἀνεξαιρέτως συνάνθρωπο, χάρη
στὴν ὁποία ἔγιναν κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιατί «ὁ Θεὸς εἶναι
ἀγάπη καὶ ὅποιος μένει στὴν ἀγάπη μέσα στὸ Θεὸ μένει, καὶ ὁ Θεὸς μέσα
σ᾿ αὐτὸν» (Α΄ Ἰωάν. δ΄[4] 16). Ἡ Πατερικὴ θεολογία τονίζει ὅτι ἡ ἀγάπη
εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ζωή, ἐφόσον αὐτὴ καὶ μόνη κινεῖ τοὺς ἀληθινῶς
ζώντας ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν παρόντα μέχρι καὶ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Κι ἂν
ἐξετάσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τῶν ἁγίων ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς δικῆς τους
συνεισφορᾶς καὶ συνεργίας, τότε θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τίποτε ἄλλο
δὲν συνιστᾶ αὐτὴ τὴν ζωὴ παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Ἄλλωστε ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὅλη ἡ ἀσκητικὴ διδασκαλία
τῶν Πατέρων, ὅλοι οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἀποτελοῦν παρὰ
τοὺς ὁδοδεῖκτες στὴν ὁδὸ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο
στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Μήπως αὐτὸ δὲν ἔλεγε ὁ Κύριος στὶς τελευταῖες
Του παρακαταθῆκες πρὸς τοὺς Μαθητές : «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, θὰ τηρήσετε
τὶς ἐντολές μου. Καὶ ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς δώσει ἄλλον
Παράκλητον γιὰ νὰ μείνει μαζί σας αἰώνια» (Ἰωάν. ιδ΄[14] 15-16).
Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν προοπτική,
καταλαβαίνουμε γιατί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ ὅλα τὰ ἄλλα χαρίσματα
κι αὐτὸν ἀκόμη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον ἀνεπαρκή, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἔχει ἀγάπη. Πλέκοντας τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, λέγει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ
κοινὴ πηγὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας, τῆς ὑπομονῆς,
τῆς μακροθυμίας, τῆς ἀγαθοεργίας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ἀοργησίας,
τῆς ἁπλότητος, τῆς συνέσεως, τῆς χαρᾶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, τῆς ἀποφυγῆς
κάθε ἀδικίας καὶ κακίας.
Ἑπομένως ὅταν ἀναφερόμαστε
στὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων, τῶν προτύπων μας γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ πρέπει νὰ
γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα ἑνιαῖο καὶ ἄρτιο σῶμα μὲ κεφαλὴ
τὴν ἀγάπη.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
λέγει, ὅτι χωρὶς τὴν κεφαλὴ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τῶν ἀρετῶν εἶναι τελείως
νεκρὸ καὶ ἀνενέργητο, ὅπως καὶ ἡ κεφαλὴ δίχως τὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ
ἐνεργήσει. Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι λοιπὸν δὲν εἶχαν ἁπλῶς κάποια φιλάνθρωπα
αἰσθήματα, ὥστε νὰ προσφέρουν δωρεὰν τὴν διακονία τους, ἀλλὰ ἐνσάρκωναν
τὴν καθολικὴ ἀγάπη, τὴν συνισταμένη τῶν ἄλλων ἀρετῶν.
2) Η Αγάπη εΙναι σταυρός.
Μὲ τὰ προηγούμενα τονίσαμε
ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς χριστιανικῆς
ζωῆς, ἀλλὰ ἡ οὐσία της. Δὲν εἶναι κάποια ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ,
ἀλλὰ τὸ βαθύτερο βίωμά του, τὸ ὁποῖο καὶ ἐκφράζεται διὰ μέσου τῶν ἐπιμέρους
ἀρετῶν. Πῶς ὅμως καλλιεργεῖται καὶ κατακτᾶται ἡ ζωὴ τῆς ἀγάπης καὶ
πρὸς τὰ ποῦ συγκεκριμένα ἀπευθύνεται;
Ἡ ἀγάπη ἐκδηλώνεται σταυρικά,
ἑνώνοντας τὸν πνευματικὸ ἀγωνιστὴ μὲ τὸν Θεάνθρωπο καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Ὁ Ὅσιος ἀββὰς Δωρόθεος θέλοντας νὰ μιλήσει γιὰ τὴν φύση αὐτὴ τῆς ἀγάπης,
χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ κύκλου. Ἂς θεωρήσουμε λέγει ὅτι ὁ
κόσμος μας εἶναι σὰν ἕνας κύκλος μὲ τὸν Θεὸ στὸ κέντρο καὶ τοὺς διαφόρους
τρόπους ζωῆς τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀκτίνες.
Ὅπως λοιπὸν οἱ ἀκτίνες συγκλίνουν
καὶ ἑνώνονται ὅταν φθάσουν στὸ κέντρο τοῦ κύκλου, ἐνῶ ἀποκλίνουν καὶ
διαχωρίζονται μεταξύ τους, ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο κάτι
ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅσο δηλαδὴ πλησιάζουν
μὲ τὴν ζωή τους τὸν Θεό, συγχρόνως πλησιάζουν καὶ μεταξύ τους. Ὅσο πάλι,
προσεγγίζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἄλλο τόσο προσεγγίζει καὶ τὸν Θεό. Ἀντίθετα,
ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποξενώνονται καὶ μεταξύ τους.
Αὐτὴ ἡ παρομοίωση ἀνακεφαλαιώνει τὴν σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία,
ἡ ὁποία ἄλλοτε τονίζει ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ
παρὰ καὶ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο νὰ ἀγαπήσει σὰν τὸν ἑαυτό του» (Ἅγιος Μάξιμος
Ὁμολογητὴς) καὶ ἄλλοτε ὅτι «ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ προηγουμένως ἔχει
ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του» (Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα
ὅτι ἡ ἀληθινὴ φιλανθρωπία εἶναι φιλόθεη, ὅπως καὶ ἡ πραγματικὴ
φιλοθεΐα εἶναι φιλάνθρωπη.
Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τῆς ἀγάπης ὄχι μόνο
ἐκτυλίσσεται σταυρικῶς, συνάμα ἀποτελεῖ σταυρὸ πραγματικό. «Μὴ
θέλεις νὰ ἀρέσεις στὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν θὰ μισεῖς τὸν ἀδελφό σου. Μὴν
εἶσαι φίλαυτος καὶ θὰ γίνεις φιλόθεος» συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Μάξιμος
ὁ Ὁμολογητής. Ὅποιος λοιπὸν δὲν σταυρώνει – νεκρώνει τὸ ἐγωϊστικό
του φρόνημα εἶναι ἀδύνατο νὰ κατακτήσει τὴν ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ
παράδοση ὁμόφωνα τονίζει ὅτι προϋπόθεση τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀσκητικὴ
αὐταπάρνηση καὶ ἡ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς μετάνοιας, ἡ ὁποία περιλαμβάνει
τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὴν καλλιέργεια ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὅπως
προαναφέραμε. Μόνο ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγαπήσει τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη
τὴν ψυχή του καὶ τὴν καρδιά του μὲ ὅλο τὸν νοῦ του καὶ τὴν δύναμη ἀλλὰ
καὶ τὸν ὁποιοδήποτε ἀδιακρίτως πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του. Μόνο
ἔτσι μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ἀγάπης.
Ἀδελφοί μου,
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε
πόσο πολὺ ἔχει ἀλλοιώσει ἡ κοσμικὴ νοοτροπία τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης,
ὥστε νὰ χωράει στὰ μέτρα τοῦ πτωτικοῦ καὶ ἐγωκεντρικοῦ ἀνθρώπου.
Τὴν ἀποκαθήλωσε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ της, γιὰ νὰ μὴν ἔχει τὴν δύναμη
ποτὲ πιὰ νὰ ἀνασταίνει στὶς καρδίες τῶν ἀνθρώπων τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὶς κοσμικὲς προϋποθέσεις εἶναι ἀποπροσανατολιστικὸ
νὰ ἐπικαλούμαστε τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη σὰν ἕνα πολιτικό – κοινωνικὸ
σύνθημα, γιὰ νὰ καλύψουμε τὸν ἀναιμικὸ ἀνθρωπισμό μας. Τὴν ὁδὸ τῆς
ἀγάπης τὴν φανερώνουν ἀποκλειστικὰ οἱ ἅγιοι ὁδοιπόροι της, γιὰ νὰ
γίνουμε καὶ μεῖς συνοδοιπόροι τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε μαζί τους
τὴν Αὐτοαγάπη, τὸν Χριστό. Ἀμήν
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ
εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι,
ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ
παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν, λέγοντες· Τί ἡμῖν
καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ
ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες, ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην
τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ
εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον·
καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων.
Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἰδόντες
αὐτὸν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
(Ματθ. η΄[8] 28 – θ΄[9] 1)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ, ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε στὴν ἀπέναντι ὄχθη, στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν,
τὸν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνήματα ποὺ ὑπῆρχαν
ἐκεῖ, στὰ ὁποῖα εὐχαριστιοῦνταν νὰ κατοικοῦν. Ἦταν καὶ οἱ δύο ἐπιθετικοὶ
καὶ πολὺ ἐπικίνδυνοι· τόσο, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ περάσει ἀπ᾿
τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Καὶ ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κραύγασαν δυνατὰ καὶ εἶπαν: Ποιὰ σχέση
ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ
πρόωρα, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παγκόσμιας κρίσεως, γιὰ νᾶ μᾶς βασανίσεις;
Στὸ μεταξὺ ὑπῆρχε μακριὰ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἕνα κοπάδι μὲ πολλοὺς χοίρους,
ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ. Οἱ δαίμονες τότε ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν λέγοντας:
Ἐὰν πρόκειται νὰ μᾶς βγάλεις ἔξω ἀπὸ ἐδῶ, δῶσ᾿ μας τὴν ἄδεια νὰ φύγουμε
καὶ νὰ μποῦμε μέσα στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔτρεφαν
τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ ἀπαγόρευε
ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας, ὁ Κύριος τιμωρώντας τὴν παρανομία
τους αὐτὴ εἶπε στοὺς δαίμονες: Πηγαίνετε. Κι αὐτοὶ βγῆκαν ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ πῆγαν στοὺς χοίρους. Καὶ ξαφνικὰ ὅλο τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ὄρμησε
μὲ μανία ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ γκρεμοῦ πρὸς τὰ κάτω, στὴ θάλασσα,
καὶ πνίγηκαν στὰ νερὰ τῆς λίμνης. Τότε ἐκεῖνοι ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους
ἔφυγαν, κι ἀφοῦ πῆγαν στὴν πόλη, ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔγιναν, καὶ ἰδιαιτέρως
τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Καὶ τότε ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως
βγῆκαν γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ· κι ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν
νὰ φύγει ἀπὸ τὰ σύνορά τους, ἀπὸ φόβο μήπως πάθουν καὶ μεγαλύτερα
κακά. Καὶ ἀφοῦ μπῆκε σ' ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης,
καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη, τὴν Καπερναούμ.