Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021


ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Προδρόμου)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ὡς ἐ­πλή­ρου ὁ ᾿Ι­ω­άν­νης τὸν δρό­μον, ἔ­λε­γε· Τίνα με ὑ­πο­νο­εῖ­τε εἶ­ναι; Οὐκ εἰ­μί ἐ­γώ, ἀλλ᾿ ἰ­δοὺ ἔρ­χε­ται μετ᾿ ἐ­μὲ οὗ οὐκ εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος τὸ ὑ­πό­δη­μα τῶν πο­δῶν λῦ­σαι. ῎Αν­δρες ἀ­δελ­φοί, υἱ­οὶ γέ­νους ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ οἱ ἐν ὑ­μῖν φο­βο­ύ­με­νοι τὸν Θε­όν, ὑ­μῖν ὁ λό­γος τῆς σω­τη­ρί­ας τα­ύ­της ἀ­πε­στά­λη. Οἱ γὰρ κα­τοι­κοῦν­τες ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ οἱ ἄρ­χον­τες αὐ­τῶν τοῦ­τον ἀ­γνο­ή­σαν­τες, καὶ τὰς φω­νὰς τῶν προ­φη­τῶν τὰς κα­τὰ πᾶν σάβ­βα­τον ἀ­να­γι­νω­σκο­μέ­νας κρί­ναν­τες ἐ­πλή­ρω­σαν, καὶ μη­δε­μί­αν αἰ­τί­αν θα­νά­του εὑ­ρόν­τες ᾐ­τή­σαν­το Πι­λᾶ­τον ἀ­ναι­ρε­θῆ­ναι αὐ­τόν. Ὡς δὲ ἐ­τέ­λε­σαν πάν­τα τὰ πε­ρὶ αὐ­τοῦ γε­γραμ­μέ­να, κα­θε­λόν­τες ἀ­πὸ τοῦ ξύ­λου ἔ­θη­καν εἰς μνη­μεῖ­ον. Ὁ δὲ Θε­ὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν ἐκ νε­κρῶν· ὃς ὤ­φθη ἐ­πὶ ἡ­μέ­ρας πλε­ί­ους τοῖς συ­να­να­βᾶ­σιν αὐ­τῷ ἀ­πὸ τῆς Γα­λι­λα­ί­ας εἰς ῾Ι­ε­ρου­σα­λήμ, οἵ­τι­νές εἰ­σι μάρ­τυ­ρες αὐ­τοῦ πρὸς τὸν λα­όν. Καὶ ἡ­μεῖς ὑ­μᾶς εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­θα τὴν πρὸς τοὺς πα­τέ­ρας ἐ­παγ­γε­λί­αν γε­νο­μέ­νην, ὅ­τι τα­ύ­την ὁ Θε­ὸς ἐκ­πε­πλή­ρω­κε τοῖς τέ­κνοις αὐ­τῶν, ἡ­μῖν, ἀ­να­στή­σας ᾿Ι­η­σοῦν.                                   

         (Πράξ. ιγ΄ 25 – 32)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Κι ὅ­σο ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά κη­ρύτ­τει γιά νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τήν ἀ­πο­στο­λή του, ἔ­λε­γε: Ποι­ός νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­μαι; Δέν εἶ­μαι ἐ­γώ αὐ­τός πού πε­ρι­μέ­νε­τε γιά Μεσ­σί­α· ἀλ­λά ἰ­δού, ὕ­στε­ρα ἀ­πό μέ­να ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἄλ­λος. Μπρο­στά του ἐ­γώ δέν εἶ­μαι ἄ­ξιος οὔ­τε νά λύ­σω ὡς τα­πει­νός του ὑ­πη­ρέ­της τά ὑ­πο­δή­μα­τα ἀ­πό τά πό­δια του. Ἄν­δρες ἀ­δελ­φοί, παι­διά τοῦ γέ­νους Ἀ­βρα­άμ κι ὅ­σοι ἀ­πό σᾶς ἤ­σα­σταν κά­πο­τε ἐ­θνι­κοί καί τώ­ρα λα­τρεύ­ε­τε μέ εὐ­λά­βεια τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό· σέ σᾶς στάλ­θη­κε τό κή­ρυγ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας αὐ­τῆς, τήν ὁ­ποί­α προ­σφέ­ρει ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.  Σέ σᾶς πού κα­τοι­κεῖ­τε μα­κριά ἀ­πό τήν Πα­λαι­στί­νη στάλ­θη­κε τό κή­ρυγ­μα αὐ­τό· δι­ό­τι οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί οἱ ἄρ­χον­τές τους δέν μπό­ρε­σαν νά κα­τα­λά­βουν ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς, κα­θώς καί τίς δι­α­κη­ρύ­ξεις τῶν προ­φη­τῶν πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται κά­θε Σάβ­βα­το στίς συ­να­γω­γές. Κι ἀν­τί νά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σουν ὡς Μεσ­σί­α, τόν κα­τα­δί­κα­σαν· κι ἔ­τσι ἀ­συ­ναί­σθη­τα καί χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νουν ἐκ­πλή­ρω­σαν καί πραγ­μα­το­ποί­η­σαν τίς προ­φη­τεῖ­ες αὐ­τές.  Κι ἐ­νῶ δέν βρῆ­καν σ᾿ αὐ­τόν κα­νέ­να ἔγ­κλη­μα ἤ ἐ­νο­χή πού νά δι­και­ο­λο­γεῖ τήν κα­τα­δί­κη του σέ θά­να­το, ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν Πι­λά­το νά θα­να­τω­θεῖ. Κι ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χαν γρά­ψει καί προ­φη­τεύ­σει γι᾿ αὐ­τόν οἱ προ­φῆ­τες, κα­τέ­βα­σαν ἀ­πό τό ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ τό σῶ­μα του καί τό ἔ­βα­λαν σ᾿ ἕ­να μνῆ­μα.  Ὁ Θε­ός ὅ­μως τόν ἀ­νέ­στη­σε ἀ­πό τούς νε­κρούς. Αὐ­τός με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σή του ἐμ­φα­νι­ζό­ταν συ­νε­χῶς γιά πολ­λές ἡ­μέ­ρες σ᾿ ἐ­κεί­νους πού ἀ­νέ­βη­καν μα­ζί του ἀ­πό τή Γα­λι­λαί­α στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Αὐ­τοί τόν εἶ­δαν μέ τά μά­τια τους καί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του στόν λα­ό. Κι ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι δί­νουν τή μαρ­τυ­ρί­α τους στούς κα­τοί­κους τῆς Ἰ­ου­δαί­ας, ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἀ­ναγ­γέλ­λου­με σέ σᾶς τό χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα, ὅ­τι τήν ἐ­παγ­γε­λί­α καί ὑ­πό­σχε­ση πού ὁ Θε­ός εἶ­χε δώ­σει στούς προ­γό­νους μας, αὐ­τήν τήν ἔ­χει τε­λεί­ως πραγ­μα­το­ποι­ή­σει γιά μᾶς, τούς ἀ­πο­γό­νους ἐ­κεί­νων. Καί τήν πραγ­μα­το­ποί­η­σε ἀ­να­σταί­νον­τας τόν Ἰ­η­σοῦ ἀ­πό τούς νε­κρούς καί ἀ­νυ­ψώ­νον­τάς τον.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Τοῦ Προδρόμου)

Καὶ ἤ­κου­σεν ὁ βα­σι­λεὺς ῾Η­ρῴ­δης· φα­νε­ρὸν γὰρ ἐ­γέ­νε­το τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ· καὶ ἔ­λε­γεν ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης ὁ βα­πτί­ζων ἐκ νε­κρῶν ἠ­γέρ­θη, καὶ δι­ὰ τοῦ­το ἐ­νερ­γοῦ­σιν αἱ δυ­νά­μεις ἐν αὐ­τῷ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι ᾿Η­λί­ας ἐ­στίν· ἄλ­λοι δὲ ἔ­λε­γον ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στὶν ὡς εἷς τῶν προ­φη­τῶν. ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ῾Η­ρῴ­δης εἶ­πεν ὅ­τι ὃν ἐ­γὼ ἀ­πε­κε­φά­λι­σα ᾿Ι­ω­άν­νην, οὗ­τός ἐ­στιν· αὐ­τὸς ἠ­γέρ­θη ἐκ νε­κρῶν. αὐ­τὸς γὰρ ὁ ῾Η­ρῴ­δης ἀ­πο­στε­ί­λας ἐ­κρά­τη­σε τὸν ᾿Ι­ω­άν­νην καὶ ἔ­δη­σεν αὐ­τὸν ἐν φυ­λα­κῇ δι­ὰ ῾Η­ρῳ­δι­ά­δα τὴν γυ­ναῖ­κα Φι­λίπ­που τοῦ ἀ­δελ­φοῦ αὐ­τοῦ, ὅ­τι αὐ­τὴν ἐ­γά­μη­σεν. ἔ­λε­γεν γὰρ ὁ ᾿Ι­ω­άν­νης τῷ ῾Η­ρῴ­δῃ ὅ­τι οὐκ ἔ­ξε­στί σοι ἔ­χειν τὴν γυ­ναῖ­κα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου. ἡ δὲ ῾Η­ρῳ­δι­ὰς ἐ­νεῖ­χεν αὐ­τῷ καὶ ἤ­θε­λεν αὐ­τὸν ἀ­πο­κτεῖ­ναι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το· ὁ γὰρ ῾Η­ρῴ­δης ἐ­φο­βεῖ­το τὸν ᾿Ι­ω­άν­νην, εἰ­δὼς αὐ­τὸν ἄν­δρα δί­και­ον καὶ ἅ­γι­ον, καὶ συ­νε­τή­ρει αὐ­τόν, καὶ ἀ­κο­ύ­σας αὐ­τοῦ πολ­λὰ ἐ­πο­ί­ει καὶ ἡ­δέ­ως αὐ­τοῦ ἤ­κου­ε. καὶ γε­νο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας εὐ­κα­ί­ρου, ὅ­τε ῾Η­ρῴ­δης τοῖς γε­νε­σί­οις αὐ­τοῦ δεῖ­πνον ἐ­πο­ί­ει τοῖς με­γι­στᾶ­σιν αὐ­τοῦ καὶ τοῖς χι­λι­άρ­χοις καὶ τοῖς πρώ­τοις τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ εἰ­σελ­θο­ύ­σης τῆς θυ­γα­τρὸς αὐ­τῆς τῆς ῾Η­ρῳ­δι­ά­δος καὶ ὀρ­χη­σα­μέ­νης καὶ ἀ­ρε­σά­σης τῷ ῾Η­ρῴ­δη καὶ τοῖς συ­να­να­κει­μέ­νοις, εἶ­πεν ὁ βα­σι­λεὺς τῷ κο­ρα­σί­ῳ· αἴ­τη­σόν με ὃ ἐ­ὰν θέ­λῃς, καὶ δώ­σω σοι. καὶ ὤ­μο­σεν αὐ­τῇ ὅ­τι ὃ ἐ­άν με αἰ­τή­σῃς δώ­σω σοι, ἕ­ως ἡ­μί­σους τῆς βα­σι­λε­ί­ας μου. ἡ δὲ ἐ­ξελ­θοῦ­σα εἶ­πε τῇ μη­τρὶ αὐ­τῆς· τί αἰ­τή­σο­μαι; ἡ δὲ εἶ­πε· τὴν κε­φα­λὴν ᾿Ι­ω­άν­νου τοῦ βα­πτι­στοῦ. καὶ εἰ­σελ­θοῦ­σα εὐ­θέ­ως με­τὰ σπου­δῆς πρὸς τὸν βα­σι­λέ­α ᾐ­τή­σα­το λέ­γου­σα· θέ­λω ἵ­να μοι δῷς ἐ­ξαυ­τῆς ἐ­πὶ πί­να­κι τὴν κε­φα­λὴν ᾿Ι­ω­άν­νου τοῦ βα­πτι­στοῦ. καὶ πε­ρί­λυ­πος γε­νό­με­νος ὁ βα­σι­λε­ύς, δι­ὰ τοὺς ὅρ­κους καὶ τοὺς συ­να­να­κει­μέ­νους οὐκ ἠ­θέ­λη­σεν αὐ­τὴν ἀ­θε­τῆ­σαι. καὶ εὐ­θέ­ως ἀ­πο­στε­ί­λας ὁ βα­σι­λεὺς σπε­κου­λά­τω­ρα ἐ­πέ­τα­ξεν ἐ­νε­χθῆ­ναι τὴν κε­φα­λὴν αὐ­τοῦ. ὁ δὲ ἀ­πελ­θὼν ἀ­πε­κε­φά­λι­σεν αὐ­τὸν ἐν τῇ φυ­λα­κῇ, καὶ ἤ­νεγ­κε τὴν κε­φα­λὴν αὐ­τοῦ ἐ­πὶ πί­να­κι καὶ ἔ­δω­κεν αὐ­τὴν τῷ κο­ρα­σί­ῳ, καὶ τὸ κο­ρά­σι­ον ἔ­δω­κεν αὐ­τὴν τῇ μη­τρὶ αὐ­τῆς. καὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἦλ­θον καὶ ἦ­ραν τὸ πτῶ­μα αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­θη­καν αὐ­τὸ ἐν μνη­με­ί­ῳ. Καὶ συ­νά­γον­ται οἱ ἀ­πό­στο­λοι πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν, καὶ ἀ­πήγ­γει­λαν αὐ­τῷ πάν­τα, καὶ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σαν καὶ ὅ­σα ἐ­δί­δα­ξαν.                                       

           (Μάρκ. στ΄ 14 – 30)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

    Ἄ­κου­σε λοι­πὸν ὁ βα­σι­λιὰς Ἡ­ρώ­δης γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ γιὰ τὰ ἔρ­γα του καὶ τοὺς μα­θη­τές του. Δι­ό­τι ἔ­γι­νε φα­νε­ρὸ καὶ γνω­στὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­λε­γε ὁ Ἡ­ρώ­δης ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στὴς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς ἔ­χον­τας νέ­α ἀ­πο­στο­λὴ καὶ νέ­α χα­ρί­σμα­τα ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­νερ­γοῦν μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τὸν οἱ ὑ­περ­φυ­σι­κὲς δυ­νά­μεις. Ἄλ­λοι ὅ­μως, ποὺ μπέρ­δευ­αν τὸν Ἰ­η­σοῦ μὲ τοὺς πα­λιοὺς προ­φῆ­τες, ἔ­λε­γαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Ἠ­λί­ας· κι ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της σὰν ἕ­νας ἀπ᾿ τοὺς προ­φῆ­τες.  Ὄ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε ὁ Ἡ­ρώ­δης αὐ­τὰ ποὺ ἔ­λε­γαν ὅ­λοι αὐ­τοὶ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ, εἶ­πε ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ποὺ ἐ­γὼ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σα. Αὐ­τὸς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὁ Ἡ­ρώ­δης τὰ εἶ­πε αὐ­τά, δι­ό­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε στεί­λει νὰ συλ­λά­βουν τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὸν ἔ­ρι­ξε δε­μέ­νο στὴ φυ­λα­κή. Καὶ τὸ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς Ἡ­ρω­διά­δος, ποὺ τὴν πῆ­ρε γιὰ σύ­ζυ­γο, πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν σύ­ζυ­γος τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Φι­λίπ­που. Κι αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἡ αἴ­τια τῆς φυ­λα­κί­σε­ως τοῦ Ἰ­ω­άν­νου δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἔ­λε­γε στὸν Ἡ­ρώ­δη: «Δὲν σοῦ ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἀ­πὸ τὸ νό­μο τοῦ Θε­οῦ νὰ ἔ­χεις σύ­ζυ­γο τὴ γυ­ναί­κα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζεῖ ἀ­κό­μη». Γι᾿ αὐ­τὸ ἡ Ἡ­ρω­διά­δα κρα­τοῦ­σε μέ­σα της ἄ­σβε­στο μί­σος ἐ­ναν­τί­ον του καὶ ἤ­θε­λε νὰ τὸν σκο­τώ­σει, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σε.  Καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε ἡ Ἡ­ρω­διά­δα νὰ σκο­τώ­σει τὸν Ἰ­ω­άν­νη, δι­ό­τι ὁ Ἡ­ρώ­δης τὸν φο­βό­ταν ἐ­πει­δὴ τὸν σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πι­πλέ­ον ἐ­πει­δὴ ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἄν­θρω­πος δί­και­ος καὶ ἅ­γιος. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸν κρα­τοῦ­σε στὴ ζω­ή. Κι ὅ­ταν κά­πο­τε τὸν ἄ­κου­σε στὴ φυ­λα­κή, ἔ­κα­νε πολ­λὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ τὸν συμ­βού­λευ­σε ὁ Ἰ­ω­άν­νης.Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸν συ­ναν­τοῦ­σε, τὸν ἄ­κου­γε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θε ἡ ἡ­μέ­ρα ποὺ ἔ­δι­νε τὴν εὐ­και­ρί­α στὴν Ἡ­ρω­διά­δα νὰ ἐ­κτε­λέ­σει τὸ σχέ­διό της, ὅ­ταν δη­λα­δὴ ὁ Ἡ­ρώ­δης γιὰ τὰ γε­νέ­θλια του ἔ­κα­νε δεῖ­πνο στοὺς πο­λι­τι­κοὺς ἄρ­χον­τες καὶ τοὺς ἀ­νώ­τε­ρους ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὺς τοῦ στρα­τοῦ καὶ τοὺς πρού­χον­τες τῆς Γα­λι­λαί­ας, τό­τε μπῆ­κε στὴν αἴ­θου­σα τοῦ δεί­πνου ἡ ἴ­δια ἡ κό­ρη τῆς Ἡ­ρω­διά­δος καὶ χό­ρε­ψε ἕ­ναν ἄ­σε­μνο καὶ πο­λὺ ἐ­ξευ­τε­λι­σμέ­νο χο­ρό· καὶ τό­σο πο­λὺ ἄ­ρε­σε στὸν Ἡ­ρώ­δη καὶ σ᾿ ὅ­σους κά­θον­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι, ὥ­στε εἶ­πε ὁ βα­σι­λιὰς στὸ κο­ρί­τσι: Ζή­τη­σέ μου ὁ­τι­δή­πο­τε θέ­λεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώ­σω. Καὶ τῆς ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι «θὰ σοῦ δώ­σω ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζη­τή­σεις, μέ­χρι καὶ τὸ μι­σὸ βα­σί­λει­ό μου». Ἐ­κεί­νη λοι­πὸν βγῆ­κε καὶ εἶ­πε στὴ μη­τέ­ρα της: Τί νὰ ζη­τή­σω; Κι αὐ­τὴ τῆς εἶ­πε: Ζή­τη­σε τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ. Κι ἐ­κεί­νη μπῆ­κε ἀ­μέ­σως βι­α­στι­κὰ στὸ βα­σι­λιὰ καὶ ὑ­πέ­βα­λε τὸ αἴ­τη­μά της μὲ τὰ λό­για αὐ­τά: Θέ­λω νὰ μοῦ δώ­σεις τώ­ρα ἀ­μέ­σως καὶ χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βὴ μέ­σα σὲ πιά­το τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ. Ὁ βα­σι­λιὰς τό­τε λυ­πή­θη­κε πο­λύ, δι­ό­τι εἶ­χε κά­νει ὅρ­κους, καὶ μά­λι­στα ἦ­ταν πα­ρόν­τες κι αὐ­τοὶ ποὺ κά­θον­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι, στοὺς ὁ­ποί­ους δὲν ἤ­θε­λε νὰ πα­ρου­σια­στεῖ ψεύ­της καὶ ἐ­πί­ορ­κος. Κι ἐ­νῶ λυ­πό­ταν πο­λὺ νὰ θα­να­τώ­σει τὸν Ἰ­ω­άν­νη, δὲν θέ­λη­σε νὰ τῆς τὸ ἀρ­νη­θεῖ καὶ νὰ ἀ­θε­τή­σει τὴν ὑ­πό­σχε­σή του. Γι᾿ αὐ­τὸ κι ἔ­στει­λε ἀ­μέ­σως ὁ βα­σι­λιὰς ἕ­να στρα­τι­ώ­τη ἀ­πὸ τοὺς σω­μα­το­φύ­λα­κές του μὲ τὴ δι­α­τα­γὴ νὰ φέ­ρει τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Κι αὐ­τὸς πῆ­γε καὶ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σε στὴ φυ­λα­κὴ κι ἔ­φε­ρε μέ­σα σὲ πιά­το τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καὶ τὸ ἔ­δω­σε στὸ κο­ρί­τσι. Καὶ τὸ κο­ρί­τσι τὸ ἔ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­ταν τὸ ἄ­κου­σαν αὐ­τὸ οἱ μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ἦλ­θαν καὶ πῆ­ραν τὸ σῶ­μα του καὶ τὸ ἐν­τα­φί­α­σαν μέ­σα σὲ μνη­μεῖ­ο. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψαν ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­δεί­α τους οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, συγ­κεν­τρώ­θη­καν κον­τὰ στὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν τὰ πάν­τα, ὅ­σα δη­λα­δὴ ἔρ­γα καὶ θαύ­μα­τα ἔ­κα­ναν κι ὅ­σα δί­δα­ξαν.

 

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 


ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

3 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἀν­θί­μου ἱ­ε­ρο­μάρ., Θε­ο­κτί­στου ὁ­σί­ου, Πο­λυ­δώ­ρου Νε­ο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Κυ­πρί­ου. Ἀ­να­κο­μι­δὴ λει­ψά­νων Νε­κτα­ρί­ου Πεν­τα­πό­λε­ως. Χλό­ης τῆς Κο­ριν­θί­ας,  Ἑρ­μι­ό­νης κό­ρης τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Φι­λίπ­που (ἐκ με­τα­θέ­σε­ως)

5 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. θ΄[9] 2-12, Εὐ­αγγ.  Μα­τθ. ιη΄[18] 23-35).  Ζα­χα­ρί­ου τοῦ Προ­φή­του, πα­τρὸς Ἰ­ω­άν­νου τοῦ  Προδρόμου. 

6 ΔΕΥΤΕΡΑ Ἀ­ν­ά­μ­ν­η­σ­ις τ­οῦ ἐν Χ­ώ­ν­α­ις θ­α­ύ­μ­α­τ­ος τοῦ Ἀρ­χ­α­γ­γέ­λ­ου Μ­ι­χα­ήλ.

8 ΤΕΤΑΡΤΗ Τό Γ­Ε­Ν­Ε­Θ­Λ­Ι­ΟΝ Τ­ΗΣ Υ­Π­Ε­Ρ­Α­ΓΙΑΣ Δ­Ε­ΣΠΟ­Ι­Ν­ΗΣ Η­Μ­ΩΝ Θ­Ε­Ο­ΤΟ­Κ­ΟΥ

12 ΚΥΡΙΑΚΗ Π­ΡΟ Τ­ΗΣ Υ­Ψ­Ω­Σ­Ε­ΩΣ, Ἀ­πό­στ. (Γαλ. Ϛ΄[6]  11 - 18), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. γ΄ [3] 13 - 17). Ἀ­πό­δο­σις τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου. Αὐ­το­νό­μου, Κουρ­νού­του Ἐ­πι­σκό­που Ἰ­κο­νί­ου Ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων, Θε­ο­δώ­ρου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Χρυσο­στό­μου Σμύρ­νης τοῦ Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος.

14 ΤΡΙΤΗ  Η  Π­Α­Γ­Κ­Ο­Σ­Μ­Ι­ΟΣ  Υ­Ψ­Ω­Σ­ΙΣ   ΤΟΥ Τ­Ι­Μ­Ι­ΟΥ Κ­ΑΙ Ζ­Ω­Ο­Π­Ο­Ι­ΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.

(Νη­στεί­α, Αὐ­στη­ρὰ καὶ Ἀ­πό­λυ­τος)

17 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Σο­φί­ας, Πί­στε­ως, Ἐλ­πί­δος καὶ Ἀ­γά­πης τῶν Μαρ­τ., Ἡ­ρα­κλει­δί­ου ἐ­πι­σκόπου Τα­μα­σέ­ων, Αὐ­ξι­βί­ου ἐ­πι­σκόπου­ Σό­λων, Ἀ­να­στα­σί­ου ὁ­σίου­ ἐν Πε­ρι­στε­ρω­νο­πη­γῇ Κύ­πρου

19 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. Ἀ­πό­στ. (Γαλ. β΄[2]  16 - 20), Εὐ­αγγ. (Μάρκ. η΄[8]  34 - θ΄[9] 1). Τρο­φί­μου, Σαβ­βα­τί­ου καὶ Δο­ρυ­μέ­δον­τος μαρ­τύ­ρων. Σπυ­ρί­δω­νος ἐ­πι­σκό­που Κυ­θρέ­ας. 

24 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Θέ­κλης με­γα­λομ. κ­αί Ἰ­σα­πο­στό­λου, Σι­λουα­νοῦ ὁ­σ. τοῦ Ἀ­θω­νί­του, Εὐ­φρο­σύ­νης θυ­γα­τέ­ρας Παφ­νου­τί­ου τοῦ Αἰ­γυ­πτί­ου (ἐκ με­τα­θέ­σε­ως)

26 ΚΥΡΙΑΚΗ Ἡ με­τά­στα­σις τοῦ Ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου καὶ πα­νευ­φή­μου Ἀ­πο­στό­λου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καὶ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ. (Ἀ­πό­στ. Α΄ Ἰωάν. δ΄[4] 12-19, Εὐ­αγγ. Ἰωάν. ιθ΄[19] 25-27, κα΄[21] 24-25)

 

 

ΩΡΑΡΙΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: 5.30 Μ.Μ.

 ΟΡΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· ἕ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­ί­με­νον, ς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ἡ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ὅ­τι ἐν πυ­ρὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον ὁ­ποῖ­όν ἐ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ὰ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ὑ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­ί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ἅ­γι­ός ἐ­στιν, οἵ­τι­νές ἐ­στε ὑ­μεῖς.                           

     (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

«Θε­μέ­λιον ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύναται θεῖναι πα­ρὰ τὸν κεί­με­νον,

ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χρι­στός».

        Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­σά­λευ­τη βά­ση τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι ὁ αἰ­ώ­νιος κι ἀ­με­τα­κί­νη­τος θε­μέ­λιος λί­θος. Ἡ πη­γὴ τῆς ἀ­λή­θειας καὶ τοῦ ἁ­για­σμοῦ. Τὸ ἀγ­κω­νά­ρι τῆς πί­στης. Ὁ Ἀρ­χη­γὸς τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Βα­σι­λιὰς τῶν ψυ­χῶν. Ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας. Ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς νί­κης. Τὸ μυ­στι­κό τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Εἶ­ναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ Ἀρχή καὶ τὸ Τέ­λος. Ὅ­σα χτί­ζον­ται στὸν Ἰησοῦ δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πέ­σουν. Ἂν τὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ ἀ­πο­συ­ρό­ταν, τί θὰ μπο­ρού­σα­με νά κάνουμε; «Ὁ μέντοι στε­ρε­ὸς θε­μέ­λιος τοῦ Θεοῦ ἔ­στη­κεν» (Β' Τιμ. β΄[2] 19). Μέ­νει ἀ­κλό­νη­το τὸ θε­μέ­λιο τοῦ Θεοῦ· ὁ Χριστός· ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α· ἡ ἀ­λή­θεια.

        Ἡ ζω­ή μας ἄ­ρα­γε, εἶ­ναι θε­με­λι­ω­μέ­νη στὸν ἀ­σά­λευ­το τοῦτο πνευ­μα­τι­κὸ λί­θο, ἢ μή­πως τὸν ἔ­χου­με ἀ­γνο­ή­σει καὶ πα­ρα­θε­ω­ρή­σει;

α) «Α­ΚΡΟ­ΓΩ­ΝΙΑ­ΙΟΣ»

    Ἕ­νας ὁ Σω­τή­ρας καὶ Λυ­τρω­τής. Ἕ­νας ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος» τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος. «Εἷς Θε­ός, μί­α πί­στις, ἕν βά­πτι­σμα». Στὸ σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με: «Καὶ εἰς Ἕ­να Κύ­ριον, Ἰησοῦν Χρι­στόν, τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τὸν Μο­νο­γε­νῆ.­.­.­». Ὁ Ἰησοῦς εἶ­ναι τὸ θε­μέλιο τῆς πί­στης καὶ τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει μα­ζί μας. Εἶ­ναι ἡ ρίζα πού κρατᾶ τὸν κορ­μὸ καὶ τοὺς κλώ­νους. Εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς χά­ρι­τος καὶ τοῦ ἁ­για­σμοῦ. Εἶ­ναι «σο­φί­α ἀ­πὸ Θεοῦ, δι­και­ο­σύ­νη τε καὶ ἁ­για­σμὸς καὶ ἀ­πο­λύ­τρω­σις», ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος. Δὲν εἶ­ναι ἕ­νας συ­νη­θι­σμέ­νος σο­φός, ὅ­πως ὁ Σω­κρά­της, ὁ Πλά­των, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, οὔ­τε κι ὁ πιὸ σο­φὸς ἀ­πό τους σο­φούς. Εἶ­ναι ὁ σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θεοῦ, «ὁ­μο­ού­σιος τῷ Πατρί δι’ οὗ τά πάν­τα ἐ­γέ­νε­το». Εἶ­ναι τέ­λει­ος Θεός καὶ τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, «χωρίς  ἁ­μαρ­τί­ας». Εἶ­ναι ὁ ἔν­δο­ξος νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του καὶ λυ­τρω­τὴς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Σὰν ἄλ­λοι λί­θοι καὶ μεῖς, οἰ­κο­δο­μού­μα­στε στὸν Ἕ­να, τὸν ἀ­σά­λευ­το καὶ μο­να­δι­κό. Σ' αὐ­τὸν «προ­σερ­χό­με­νοι.­.. ὡς λί­θοι ζῶν­τες οἰκοδομεῖσθε» (Α' Πέ­τρ. β'[2] 5).

        Ὁ Ἰησοῦς εἶ­ναι ἀ­κό­μα τὸ θε­μέλιο τῆς κοι­νω­νί­ας, τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καὶ τῆς προ­σω­πι­κῆς τοῦ ἀνθρώπου εὐ­τυ­χί­ας. Ἡ πεῖρα αἰ­ώ­νων ἔ­χει δεί­ξει πώς ὅ­σοι χτί­ζουν δί­χως τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὰ ἔρ­γα τους γκρε­μί­ζον­ται καὶ πέ­φτουν. Ὅ­σοι δὲν ἔ­χτι­σαν «ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν», «κα­τέ­βη ἡ βρο­χὴ καὶ ἦλ­θον οἱ πο­τα­μοὶ καὶ ἔ­πνευ­σαν οἱ ἄ­νε­μοι καὶ προ­σέ­κο­ψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔπεσεν καί ἦν ἡ πτῶ­σις αὐ­τῆς με­γά­λη». Χτί­ζει στὴν ἄμ­μο ὅ­ποι­ος δὲ χτί­ζει στὸν Ἰησοῦ. Στὸν 20ον αἰ­ώ­να δό­θη­καν ὑ­πο­σχέ­σεις γιὰ εὐ­τυ­χί­α, εὐ­η­με­ρί­α, δι­και­ο­σύ­νη καὶ εἰ­ρή­νη. Ἄν­θρω­ποι δί­χως Χρι­στό, εἴ­πα­νε πώς στὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώ­να θὰ στέ­ρευ­αν τὰ δά­κρυ­α κι ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα θ' ἀ­πο­λάμ­βα­νε πλού­σια τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς γῆς. Εἶ­παν ἀ­κό­μα πώς οἱ πό­λε­μοι θὰ στα­μα­τοῦ­σαν καὶ θὰ βα­σί­λευ­ε μιὰ και­νούρ­για ἐ­πο­χή. Τὴν πρω­το­χρο­νιὰ τοῦ 1901 – στήν ἀ­να­το­λὴ τοῦ 20ου αἰῶ­να – σ’ ὅ­λες τὶς πρω­τεύ­ου­σες τοῦ κό­σμου γι­όρ­τα­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι μ' ἐν­θου­σια­σμὸ τὴν και­νούρ­για καὶ χρυσοπόθητη τού­τη ἐ­πο­χή.

        Ἀλ­λὰ τί τρα­γι­κὴ δι­ά­ψευ­ση! Πό­σο ψεύ­τι­κες οἱ ἐλ­πί­δες! Πό­σο ἀ­πα­τη­λὲς οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις! Ποῦ βρί­σκε­ται ὁ ἐ­πί­γει­ος πα­ρά­δει­σος; Ποι­ὸς κα­τέ­χει τὴ δι­και­ο­σύ­νη; Ποι­ὸς σκορ­πί­ζει χα­ρὰ κι εὐ­τυ­χί­α; Σὲ ποι­ὰ χώ­ρα εἶ­ναι τ' ἀ­δά­κρυ­τα μά­τια; Σὲ ποι­ὸ τό­πο ἔ­χει σβή­σει ἡ φτώ­χεια κι ἡ δυ­στυ­χί­α; Στὸν αἰῶνα μας οἱ πλη­γὲς ἔ­γι­ναν πιὸ βα­θι­ές. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πολ­λὰ οἱ πει­να­σμέ­νοι. Οἱ πό­λε­μοι θε­ρί­ζουν. Τὰ δά­κρυ­α ἔ­γι­ναν πο­τά­μια πού ξε­χει­λί­ζουν. Ὁ πό­νος ἁ­πλω­μέ­νος παντοῦ. Οἱ καρ­δι­ὲς πιὸ πο­λὺ φαρ­μα­κο­πο­τι­σμέ­νες. Τὰ ὄ­μορ­φα ὄ­νει­ρα μιᾶς αἰ­ώ­νιας ἄ­νοι­ξης τὰ φω­το­κά­ψαν ἀ­στρα­πές. Τ' ἀγριοξερίζωσαν οἱ κα­ται­γί­δες. Τὰ χτύ­πη­σαν ἀ­στρο­πε­λέ­κια. Ἐλ­πί­δες καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις δί­χως Χρι­στό, μοιά­ζουν μὲ «ὄ­νει­ρα θε­ρι­νῆς νυ­κτός». Μοιά­ζουν μὲ εὐκολοσύντριφτες σα­που­νό­φου­σκες. Πέ­τα­ξαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ Χρι­στὸ καὶ θέ­ρι­σαν τὴ φρί­κη καὶ τὸ θά­να­το. «Ὁ πε­σών ἐ­πὶ τὸν λί­θον τοῦ­τον συν­θλα­σθή­σε­ται ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσῃ αὐ­τὸν» (Ματθ. κα'[21] 44). Ὅποιος μ' ἐ­χθρι­κὲς δι­α­θέ­σεις πέ­σει ἐ­πά­νω στὸν Ἰ­ησοῦ, θὰ τσα­κι­στεῖ· σ' ὅ­ποι­ο δὲ πέ­σει ὁ πε­λώ­ριος λί­θος, θὰ τὸν λυ­ώ­σει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ καὶ θὰ τὸν κά­νει σκό­νη.

β) ΒΡΑΧΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

        Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θἄ­τα­νε ἡ ἐ­πο­χή μας, ἂν ἄ­το­μα καὶ λα­οὶ πα­ρα­δέ­χον­ταν πώς ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος» τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, τῆς εὐ­τυ­χί­ας καὶ τῆς δι­και­ο­σύ­νης, «ἐστίν Ἰησοῦς!» Ναί! Ὁ Ἰησοῦς! Κα­νέ­νας ἄλ­λος. Ὅ­πως εἶ­πε κά­ποι­ος λο­γο­τέ­χνης, «ὁ κό­σμος ξε­χεί­λι­σε ἀ­πὸ σω­τῆ­ρες, κι ὁ μό­νος ποὺ ξε­χνι­έ­ται εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας». Λη­σμονοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­τι, «ἐ­ὰν μὴ Κύ­ριος οἰ­κο­δό­μη­σῃ οἶ­κον, εἰς μά­την ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ὁ νέ­ος πο­λι­τι­σμὸς νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ στὸν Ἰ­ησοῦ γιά νἄχει τή σφραγίδα τοῦ αἰώνιου καί τοῦ ἀληθινοῦ. Μονάχα στόν Ἰησοῦ. «Οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σω­τη­ρί­α», δι­ε­κή­ρυ­ξε ὁ Ἀπ. Πέ­τρος μπρο­στὰ στοὺς ἄρ­χον­τες καὶ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ὅ­ταν ζή­τη­σαν ν' ἀ­πο­λο­γη­θεῖ με­τὰ τὴ σύλ­λη­ψή του. Δὲν ὑ­πάρ­χει κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ ἄλ­λο ὄ­νο­μα, ἐκτός τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς. «Οὗ­τός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθείς ἡφ’ ὑ­μῶν τῶν οἰ­κο­δο­μούν­των, ὁ γε­νό­με­νος εἰς κε­φα­λὴν γω­νί­ας» (Πράξ. δ'[4] 11).

        Ὁ Νῶ­ε ὅ­ταν πέ­ρα­σε τὴν πόρ­τα τῆς κιβωτοῦ, ἦ­ταν σὲ ἀ­σφά­λεια. Ἔ­τσι κα­νέ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἔ­χουν τὸν Ἰησοῦ γιὰ πόρ­τα τῆς πί­στης, δὲ μπο­ρεῖ νὰ χα­θεῖ. Ἡ εἴ­σο­δος πού περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ησοῦ εἶ­ναι ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν εἴ­σο­δο στὸν οὐ­ρα­νό. Μα­κά­ριος ὅ­ποι­ος βα­σί­ζει στὸ Σω­τή­ρα τὶς ἐλ­πί­δες του. Θἄχει τὸ προ­νό­μιο τῆς λυ­τρω­τι­κῆς χα­ρᾶς, θ' ἀ­νή­κει στοὺς ἐ­κλε­κτούς τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Κά­ποι­ος πού στή­ρι­ξε στὸν Ἰησοῦ τὴ ζω­ή του, ἔ­λε­γε: «Ὦ Κύ­ρι­έ μου, ἂν ἤ­μου­να στὸν οὐ­ρα­νὸ χω­ρὶς Ἐ­σέ­να, θἄ­τα­νε γιὰ μέ­να κό­λα­ση· κι ἂν ἤ­μου­να στὴν κό­λα­ση μὲ σέ­να, θἄ­τα­νε οὐ­ρα­νὸς καὶ πα­ρά­δει­σος». Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἡ ὁ­δὸς καὶ τὸ τέρ­μα της ταυ­τί­ζον­ται. Ὅ­ταν κα­νεὶς μπεῖ στὴν ὁδό, πού εἶναι ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­χει κι­ό­λας ἀγ­γί­σει στὸ τέρ­μα. Ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι τὰ προ­βλή­μα­τά μας, θὰ βροῦ­με τὴ λύ­ση τους ἂν ἀγ­κα­λι­ά­σου­με τὸν Ἰησοῦ, ἄν τοῦ δώ­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἂν ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του.

        Ὁ Πέ­τρος ὅ­σο ἀ­τέ­νι­ζε τὸν Ἰησοῦ, βά­δι­ζε πά­νω στὰ κύ­μα­τα. Μπο­ροῦσε νὰ περ­πα­τᾶ στὴν ὑ­δά­τι­νη ἐ­πι­φά­νεια τῆς λί­μνης τῆς Τι­βε­ριά­δας. Ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ὅ­μως πού τὴ σκέ­ψη του τὴν ἔ­στρε­ψε στὸ δυ­να­τὸ ἄ­νε­μο, ἄρ­χι­σε νὰ βου­λιά­ζει. Τὸν ἔ­σω­σε μό­νο ἡ πα­ρέμ­βα­ση τοῦ Δι­δα­σκά­λου πού τὸν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. ­Ἂν δὲν ἔ­δι­νε προ­σο­χὴ στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὰ κύ­μα­τα καὶ προ­σή­λω­νε τὸ βλέμ­μα του μό­νο στὸν Ἰ­η­σοῦ, δὲ θὰ βυ­θι­ζό­ταν. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο πα­θαί­νου­με ὅ­λοι μας. Οἱ πτώ­σεις μας καὶ τὰ λά­θη μας προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξα­σθέ­νη­ση – κάποτε καὶ ἐ­ξα­φά­νι­ση – τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας. Πέ­φτου­με συ­νή­θως τὴ στιγ­μὴ πού πᾶ­με νὰ στη­ρι­χτοῦ­με κά­που ἄλ­λου, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Ἰησοῦ. Πο­τὲ στὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ τοὺς δι­κούς μας ἂς μὴ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸ πα­ρὸν καὶ τὸ μέλ­λον. Ὁ Χρι­στὸς ἂς εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ στή­ριγ­μα καὶ θε­μέ­λιο καὶ κέν­τρο τῆς ζω­ῆς μας. «Στε­ρι­ω­μέ­νοι στὸ βρά­χο τῆς πί­στης σὰν πα­νύ­ψη­λοι δρῦς, δὲ φο­βό­μα­στε μπό­ρες κι ἀν­τά­ρες.­.­.­». Στε­ρι­ω­μέ­νοι στὸ βρά­χο τῆς σω­τη­ρί­ας.

        Ἀ­δελ­φοί μου,

        Σ' ἕ­να κό­σμο δί­χως πυ­ξί­δα, δί­χως ἥ­λιο καὶ φῶς καὶ χα­ρά, ὁ Ἰ­η­σοῦς πα­ρα­μέ­νει ὁ λί­θος ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος»,«ἐ­κλε­κτ
ός»,
«ἔν­τι­μος», θἆναι γιὰ πάν­τα ἡ χρυσοθεμέλιωτη βά­ση γιὰ τὰ ὡ­ραι­ό­τε­ρα τῆς ζωῆς μας πνευ­μα­τι­κὰ οἰ­κο­δο­μή­μα­τα.

        Μα­κά­ριος ὅ­ποι­ος χτί­ζει στὸν Ἰησοῦ! Χτί­ζει γε­ρά!

(Θε­ο­λό­γου Μιχ. Μι­χα­η­λί­δη, «Ἀ­πὸ τὸν Ἄμ­βω­να»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν ­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

                                             (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀμέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιά νά μήν πα­ρα­συρ­θοῦ­ν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πό τόν ἐν­θου­σια­σμό τοῦ πλή­θου­ς πού ἤ­θε­λε νά τόν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τούς ἀ­νάγ­κα­σε νά μποῦν στό πλοῖ­ο καί νά πε­ρά­σουν πρίν ἀ­π᾿ αὐ­τόν στό ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τός δι­α­λύ­σει τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἀ­φοῦ δι­έ­λυ­σε τά πλή­θη, ἀ­νέ­βη­κε στό βου­νό γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ μό­νος του. Κι ὅ­ταν βρά­δια­σε κα­λά, ἦ­ταν μό­νος του ἐ­κεῖ. Τό πλοῖ­ο ὅ­μως εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στή μέ­ση τῆς λί­μνης καί συν­τα­ρασ­σό­ταν ἀ­πό τά κύ­μα­τα. Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος ὁ ἄ­νε­μος. Καί στό τέ­ταρ­το καί τε­λευ­ταῖ­ο τρί­ω­ρο τῆς νύ­χτας ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φυ­γε ἀ­π᾿ τό βου­νό καί ἦλ­θε πρός αὐ­τούς περ­πα­τών­τας πά­νω στή θά­λασ­σα, σάν νά ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα στε­ριά. Ὅ­ταν λοι­πόν τόν εἶ­δαν οἱ μα­θη­τές νά περ­πα­τά­ει πά­νω στή θά­λασ­σα, τα­ρά­χθη­καν λέ­γον­τας ὅ­τι αὐ­τό πού ἔ­βλε­παν εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Κι ἀ­π᾿ τό φό­βο τους ἔ­βγα­λαν κραυ­γές. Ἀ­μέ­σως ὅ­μως τούς μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καί τούς εἶ­πε: Ἔ­χε­τε θάρ­ρος, ἐ­γώ εἶ­μαι, μή φο­βά­στε. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­άν εἶ­σαι ἐ­σύ, δῶ­σε μου ἐν­το­λή νά ἔλ­θω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πά­νω στά νε­ρά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἔ­λα. Καί τό­τε ὁ Πέ­τρος κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τό πλοῖ­ο καί περ­πά­τη­σε πά­νω στά νε­ρά γιά νά ἔλ­θει κον­τά στόν Ἰ­η­σοῦ. Ἀλ­λά ὅ­ταν εἶ­δε τόν ἀ­έ­ρα πό­σο δυ­να­τός ἦ­ταν, κλο­νί­στη­κε ἡ πί­στη του καί φο­βή­θη­κε, καί κα­θώς ἄρ­χι­σε νά βου­λιά­ζει, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κύ­ρι­ε, σῶ­σε με, δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ω νά πνι­γῶ. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς ἅ­πλω­σε τό χέ­ρι του, τόν ἔ­πια­σε καί τοῦ εἶ­πε: Ὀ­λι­γό­πι­στε, για­τί δεί­λια­σες; Κι ὅ­ταν ὁ Χρι­στός καί ὁ Πέ­τρος μπῆ­καν στό πλοῖ­ο, ἡ­σύ­χα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τό­τε ὅ­σοι ἦ­ταν ἤ­δη στό πλοῖ­ο ἦλ­θαν καί τόν προ­σκύ­νη­σαν μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια λέ­γον­τας: Ἀ­λη­θι­νά, εἶ­σαι Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ. Κι ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­π᾿ τό ἕ­να μέ­ρος τῆς λί­μνης στό ἄλ­λο, ἦλ­θαν στή χώ­ρα Γεν­νη­σα­ρέτ..