Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· ἕ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­ί­με­νον, ς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ἡ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ὅ­τι ἐν πυ­ρὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον ὁ­ποῖ­όν ἐ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ὰ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ὑ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­ί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ἅ­γι­ός ἐ­στιν, οἵ­τι­νές ἐ­στε ὑ­μεῖς.                           

     (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

«Θε­μέ­λιον ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύναται θεῖναι πα­ρὰ τὸν κεί­με­νον,

ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χρι­στός».

        Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­σά­λευ­τη βά­ση τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι ὁ αἰ­ώ­νιος κι ἀ­με­τα­κί­νη­τος θε­μέ­λιος λί­θος. Ἡ πη­γὴ τῆς ἀ­λή­θειας καὶ τοῦ ἁ­για­σμοῦ. Τὸ ἀγ­κω­νά­ρι τῆς πί­στης. Ὁ Ἀρ­χη­γὸς τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Βα­σι­λιὰς τῶν ψυ­χῶν. Ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας. Ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς νί­κης. Τὸ μυ­στι­κό τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Εἶ­ναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ Ἀρχή καὶ τὸ Τέ­λος. Ὅ­σα χτί­ζον­ται στὸν Ἰησοῦ δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πέ­σουν. Ἂν τὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ ἀ­πο­συ­ρό­ταν, τί θὰ μπο­ρού­σα­με νά κάνουμε; «Ὁ μέντοι στε­ρε­ὸς θε­μέ­λιος τοῦ Θεοῦ ἔ­στη­κεν» (Β' Τιμ. β΄[2] 19). Μέ­νει ἀ­κλό­νη­το τὸ θε­μέ­λιο τοῦ Θεοῦ· ὁ Χριστός· ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α· ἡ ἀ­λή­θεια.

        Ἡ ζω­ή μας ἄ­ρα­γε, εἶ­ναι θε­με­λι­ω­μέ­νη στὸν ἀ­σά­λευ­το τοῦτο πνευ­μα­τι­κὸ λί­θο, ἢ μή­πως τὸν ἔ­χου­με ἀ­γνο­ή­σει καὶ πα­ρα­θε­ω­ρή­σει;

α) «Α­ΚΡΟ­ΓΩ­ΝΙΑ­ΙΟΣ»

    Ἕ­νας ὁ Σω­τή­ρας καὶ Λυ­τρω­τής. Ἕ­νας ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος» τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος. «Εἷς Θε­ός, μί­α πί­στις, ἕν βά­πτι­σμα». Στὸ σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με: «Καὶ εἰς Ἕ­να Κύ­ριον, Ἰησοῦν Χρι­στόν, τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τὸν Μο­νο­γε­νῆ.­.­.­». Ὁ Ἰησοῦς εἶ­ναι τὸ θε­μέλιο τῆς πί­στης καὶ τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει μα­ζί μας. Εἶ­ναι ἡ ρίζα πού κρατᾶ τὸν κορ­μὸ καὶ τοὺς κλώ­νους. Εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς χά­ρι­τος καὶ τοῦ ἁ­για­σμοῦ. Εἶ­ναι «σο­φί­α ἀ­πὸ Θεοῦ, δι­και­ο­σύ­νη τε καὶ ἁ­για­σμὸς καὶ ἀ­πο­λύ­τρω­σις», ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος. Δὲν εἶ­ναι ἕ­νας συ­νη­θι­σμέ­νος σο­φός, ὅ­πως ὁ Σω­κρά­της, ὁ Πλά­των, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, οὔ­τε κι ὁ πιὸ σο­φὸς ἀ­πό τους σο­φούς. Εἶ­ναι ὁ σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θεοῦ, «ὁ­μο­ού­σιος τῷ Πατρί δι’ οὗ τά πάν­τα ἐ­γέ­νε­το». Εἶ­ναι τέ­λει­ος Θεός καὶ τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, «χωρίς  ἁ­μαρ­τί­ας». Εἶ­ναι ὁ ἔν­δο­ξος νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του καὶ λυ­τρω­τὴς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Σὰν ἄλ­λοι λί­θοι καὶ μεῖς, οἰ­κο­δο­μού­μα­στε στὸν Ἕ­να, τὸν ἀ­σά­λευ­το καὶ μο­να­δι­κό. Σ' αὐ­τὸν «προ­σερ­χό­με­νοι.­.. ὡς λί­θοι ζῶν­τες οἰκοδομεῖσθε» (Α' Πέ­τρ. β'[2] 5).

        Ὁ Ἰησοῦς εἶ­ναι ἀ­κό­μα τὸ θε­μέλιο τῆς κοι­νω­νί­ας, τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καὶ τῆς προ­σω­πι­κῆς τοῦ ἀνθρώπου εὐ­τυ­χί­ας. Ἡ πεῖρα αἰ­ώ­νων ἔ­χει δεί­ξει πώς ὅ­σοι χτί­ζουν δί­χως τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὰ ἔρ­γα τους γκρε­μί­ζον­ται καὶ πέ­φτουν. Ὅ­σοι δὲν ἔ­χτι­σαν «ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν», «κα­τέ­βη ἡ βρο­χὴ καὶ ἦλ­θον οἱ πο­τα­μοὶ καὶ ἔ­πνευ­σαν οἱ ἄ­νε­μοι καὶ προ­σέ­κο­ψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔπεσεν καί ἦν ἡ πτῶ­σις αὐ­τῆς με­γά­λη». Χτί­ζει στὴν ἄμ­μο ὅ­ποι­ος δὲ χτί­ζει στὸν Ἰησοῦ. Στὸν 20ον αἰ­ώ­να δό­θη­καν ὑ­πο­σχέ­σεις γιὰ εὐ­τυ­χί­α, εὐ­η­με­ρί­α, δι­και­ο­σύ­νη καὶ εἰ­ρή­νη. Ἄν­θρω­ποι δί­χως Χρι­στό, εἴ­πα­νε πώς στὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώ­να θὰ στέ­ρευ­αν τὰ δά­κρυ­α κι ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα θ' ἀ­πο­λάμ­βα­νε πλού­σια τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς γῆς. Εἶ­παν ἀ­κό­μα πώς οἱ πό­λε­μοι θὰ στα­μα­τοῦ­σαν καὶ θὰ βα­σί­λευ­ε μιὰ και­νούρ­για ἐ­πο­χή. Τὴν πρω­το­χρο­νιὰ τοῦ 1901 – στήν ἀ­να­το­λὴ τοῦ 20ου αἰῶ­να – σ’ ὅ­λες τὶς πρω­τεύ­ου­σες τοῦ κό­σμου γι­όρ­τα­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι μ' ἐν­θου­σια­σμὸ τὴν και­νούρ­για καὶ χρυσοπόθητη τού­τη ἐ­πο­χή.

        Ἀλ­λὰ τί τρα­γι­κὴ δι­ά­ψευ­ση! Πό­σο ψεύ­τι­κες οἱ ἐλ­πί­δες! Πό­σο ἀ­πα­τη­λὲς οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις! Ποῦ βρί­σκε­ται ὁ ἐ­πί­γει­ος πα­ρά­δει­σος; Ποι­ὸς κα­τέ­χει τὴ δι­και­ο­σύ­νη; Ποι­ὸς σκορ­πί­ζει χα­ρὰ κι εὐ­τυ­χί­α; Σὲ ποι­ὰ χώ­ρα εἶ­ναι τ' ἀ­δά­κρυ­τα μά­τια; Σὲ ποι­ὸ τό­πο ἔ­χει σβή­σει ἡ φτώ­χεια κι ἡ δυ­στυ­χί­α; Στὸν αἰῶνα μας οἱ πλη­γὲς ἔ­γι­ναν πιὸ βα­θι­ές. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πολ­λὰ οἱ πει­να­σμέ­νοι. Οἱ πό­λε­μοι θε­ρί­ζουν. Τὰ δά­κρυ­α ἔ­γι­ναν πο­τά­μια πού ξε­χει­λί­ζουν. Ὁ πό­νος ἁ­πλω­μέ­νος παντοῦ. Οἱ καρ­δι­ὲς πιὸ πο­λὺ φαρ­μα­κο­πο­τι­σμέ­νες. Τὰ ὄ­μορ­φα ὄ­νει­ρα μιᾶς αἰ­ώ­νιας ἄ­νοι­ξης τὰ φω­το­κά­ψαν ἀ­στρα­πές. Τ' ἀγριοξερίζωσαν οἱ κα­ται­γί­δες. Τὰ χτύ­πη­σαν ἀ­στρο­πε­λέ­κια. Ἐλ­πί­δες καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις δί­χως Χρι­στό, μοιά­ζουν μὲ «ὄ­νει­ρα θε­ρι­νῆς νυ­κτός». Μοιά­ζουν μὲ εὐκολοσύντριφτες σα­που­νό­φου­σκες. Πέ­τα­ξαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ Χρι­στὸ καὶ θέ­ρι­σαν τὴ φρί­κη καὶ τὸ θά­να­το. «Ὁ πε­σών ἐ­πὶ τὸν λί­θον τοῦ­τον συν­θλα­σθή­σε­ται ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσῃ αὐ­τὸν» (Ματθ. κα'[21] 44). Ὅποιος μ' ἐ­χθρι­κὲς δι­α­θέ­σεις πέ­σει ἐ­πά­νω στὸν Ἰ­ησοῦ, θὰ τσα­κι­στεῖ· σ' ὅ­ποι­ο δὲ πέ­σει ὁ πε­λώ­ριος λί­θος, θὰ τὸν λυ­ώ­σει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ καὶ θὰ τὸν κά­νει σκό­νη.

β) ΒΡΑΧΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

        Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θἄ­τα­νε ἡ ἐ­πο­χή μας, ἂν ἄ­το­μα καὶ λα­οὶ πα­ρα­δέ­χον­ταν πώς ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος» τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, τῆς εὐ­τυ­χί­ας καὶ τῆς δι­και­ο­σύ­νης, «ἐστίν Ἰησοῦς!» Ναί! Ὁ Ἰησοῦς! Κα­νέ­νας ἄλ­λος. Ὅ­πως εἶ­πε κά­ποι­ος λο­γο­τέ­χνης, «ὁ κό­σμος ξε­χεί­λι­σε ἀ­πὸ σω­τῆ­ρες, κι ὁ μό­νος ποὺ ξε­χνι­έ­ται εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας». Λη­σμονοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­τι, «ἐ­ὰν μὴ Κύ­ριος οἰ­κο­δό­μη­σῃ οἶ­κον, εἰς μά­την ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ὁ νέ­ος πο­λι­τι­σμὸς νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ στὸν Ἰ­ησοῦ γιά νἄχει τή σφραγίδα τοῦ αἰώνιου καί τοῦ ἀληθινοῦ. Μονάχα στόν Ἰησοῦ. «Οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σω­τη­ρί­α», δι­ε­κή­ρυ­ξε ὁ Ἀπ. Πέ­τρος μπρο­στὰ στοὺς ἄρ­χον­τες καὶ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ὅ­ταν ζή­τη­σαν ν' ἀ­πο­λο­γη­θεῖ με­τὰ τὴ σύλ­λη­ψή του. Δὲν ὑ­πάρ­χει κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ ἄλ­λο ὄ­νο­μα, ἐκτός τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς. «Οὗ­τός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθείς ἡφ’ ὑ­μῶν τῶν οἰ­κο­δο­μούν­των, ὁ γε­νό­με­νος εἰς κε­φα­λὴν γω­νί­ας» (Πράξ. δ'[4] 11).

        Ὁ Νῶ­ε ὅ­ταν πέ­ρα­σε τὴν πόρ­τα τῆς κιβωτοῦ, ἦ­ταν σὲ ἀ­σφά­λεια. Ἔ­τσι κα­νέ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἔ­χουν τὸν Ἰησοῦ γιὰ πόρ­τα τῆς πί­στης, δὲ μπο­ρεῖ νὰ χα­θεῖ. Ἡ εἴ­σο­δος πού περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ησοῦ εἶ­ναι ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν εἴ­σο­δο στὸν οὐ­ρα­νό. Μα­κά­ριος ὅ­ποι­ος βα­σί­ζει στὸ Σω­τή­ρα τὶς ἐλ­πί­δες του. Θἄχει τὸ προ­νό­μιο τῆς λυ­τρω­τι­κῆς χα­ρᾶς, θ' ἀ­νή­κει στοὺς ἐ­κλε­κτούς τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Κά­ποι­ος πού στή­ρι­ξε στὸν Ἰησοῦ τὴ ζω­ή του, ἔ­λε­γε: «Ὦ Κύ­ρι­έ μου, ἂν ἤ­μου­να στὸν οὐ­ρα­νὸ χω­ρὶς Ἐ­σέ­να, θἄ­τα­νε γιὰ μέ­να κό­λα­ση· κι ἂν ἤ­μου­να στὴν κό­λα­ση μὲ σέ­να, θἄ­τα­νε οὐ­ρα­νὸς καὶ πα­ρά­δει­σος». Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἡ ὁ­δὸς καὶ τὸ τέρ­μα της ταυ­τί­ζον­ται. Ὅ­ταν κα­νεὶς μπεῖ στὴν ὁδό, πού εἶναι ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­χει κι­ό­λας ἀγ­γί­σει στὸ τέρ­μα. Ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι τὰ προ­βλή­μα­τά μας, θὰ βροῦ­με τὴ λύ­ση τους ἂν ἀγ­κα­λι­ά­σου­με τὸν Ἰησοῦ, ἄν τοῦ δώ­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἂν ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του.

        Ὁ Πέ­τρος ὅ­σο ἀ­τέ­νι­ζε τὸν Ἰησοῦ, βά­δι­ζε πά­νω στὰ κύ­μα­τα. Μπο­ροῦσε νὰ περ­πα­τᾶ στὴν ὑ­δά­τι­νη ἐ­πι­φά­νεια τῆς λί­μνης τῆς Τι­βε­ριά­δας. Ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ὅ­μως πού τὴ σκέ­ψη του τὴν ἔ­στρε­ψε στὸ δυ­να­τὸ ἄ­νε­μο, ἄρ­χι­σε νὰ βου­λιά­ζει. Τὸν ἔ­σω­σε μό­νο ἡ πα­ρέμ­βα­ση τοῦ Δι­δα­σκά­λου πού τὸν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. ­Ἂν δὲν ἔ­δι­νε προ­σο­χὴ στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὰ κύ­μα­τα καὶ προ­σή­λω­νε τὸ βλέμ­μα του μό­νο στὸν Ἰ­η­σοῦ, δὲ θὰ βυ­θι­ζό­ταν. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο πα­θαί­νου­με ὅ­λοι μας. Οἱ πτώ­σεις μας καὶ τὰ λά­θη μας προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξα­σθέ­νη­ση – κάποτε καὶ ἐ­ξα­φά­νι­ση – τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας. Πέ­φτου­με συ­νή­θως τὴ στιγ­μὴ πού πᾶ­με νὰ στη­ρι­χτοῦ­με κά­που ἄλ­λου, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Ἰησοῦ. Πο­τὲ στὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ τοὺς δι­κούς μας ἂς μὴ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸ πα­ρὸν καὶ τὸ μέλ­λον. Ὁ Χρι­στὸς ἂς εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ στή­ριγ­μα καὶ θε­μέ­λιο καὶ κέν­τρο τῆς ζω­ῆς μας. «Στε­ρι­ω­μέ­νοι στὸ βρά­χο τῆς πί­στης σὰν πα­νύ­ψη­λοι δρῦς, δὲ φο­βό­μα­στε μπό­ρες κι ἀν­τά­ρες.­.­.­». Στε­ρι­ω­μέ­νοι στὸ βρά­χο τῆς σω­τη­ρί­ας.

        Ἀ­δελ­φοί μου,

        Σ' ἕ­να κό­σμο δί­χως πυ­ξί­δα, δί­χως ἥ­λιο καὶ φῶς καὶ χα­ρά, ὁ Ἰ­η­σοῦς πα­ρα­μέ­νει ὁ λί­θος ὁ «ἀ­κρο­γω­νια­ῖος»,«ἐ­κλε­κτ
ός»,
«ἔν­τι­μος», θἆναι γιὰ πάν­τα ἡ χρυσοθεμέλιωτη βά­ση γιὰ τὰ ὡ­ραι­ό­τε­ρα τῆς ζωῆς μας πνευ­μα­τι­κὰ οἰ­κο­δο­μή­μα­τα.

        Μα­κά­ριος ὅ­ποι­ος χτί­ζει στὸν Ἰησοῦ! Χτί­ζει γε­ρά!

(Θε­ο­λό­γου Μιχ. Μι­χα­η­λί­δη, «Ἀ­πὸ τὸν Ἄμ­βω­να»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν ­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

                                             (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀμέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιά νά μήν πα­ρα­συρ­θοῦ­ν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πό τόν ἐν­θου­σια­σμό τοῦ πλή­θου­ς πού ἤ­θε­λε νά τόν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τούς ἀ­νάγ­κα­σε νά μποῦν στό πλοῖ­ο καί νά πε­ρά­σουν πρίν ἀ­π᾿ αὐ­τόν στό ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τός δι­α­λύ­σει τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἀ­φοῦ δι­έ­λυ­σε τά πλή­θη, ἀ­νέ­βη­κε στό βου­νό γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ μό­νος του. Κι ὅ­ταν βρά­δια­σε κα­λά, ἦ­ταν μό­νος του ἐ­κεῖ. Τό πλοῖ­ο ὅ­μως εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στή μέ­ση τῆς λί­μνης καί συν­τα­ρασ­σό­ταν ἀ­πό τά κύ­μα­τα. Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος ὁ ἄ­νε­μος. Καί στό τέ­ταρ­το καί τε­λευ­ταῖ­ο τρί­ω­ρο τῆς νύ­χτας ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φυ­γε ἀ­π᾿ τό βου­νό καί ἦλ­θε πρός αὐ­τούς περ­πα­τών­τας πά­νω στή θά­λασ­σα, σάν νά ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα στε­ριά. Ὅ­ταν λοι­πόν τόν εἶ­δαν οἱ μα­θη­τές νά περ­πα­τά­ει πά­νω στή θά­λασ­σα, τα­ρά­χθη­καν λέ­γον­τας ὅ­τι αὐ­τό πού ἔ­βλε­παν εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Κι ἀ­π᾿ τό φό­βο τους ἔ­βγα­λαν κραυ­γές. Ἀ­μέ­σως ὅ­μως τούς μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καί τούς εἶ­πε: Ἔ­χε­τε θάρ­ρος, ἐ­γώ εἶ­μαι, μή φο­βά­στε. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­άν εἶ­σαι ἐ­σύ, δῶ­σε μου ἐν­το­λή νά ἔλ­θω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πά­νω στά νε­ρά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἔ­λα. Καί τό­τε ὁ Πέ­τρος κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τό πλοῖ­ο καί περ­πά­τη­σε πά­νω στά νε­ρά γιά νά ἔλ­θει κον­τά στόν Ἰ­η­σοῦ. Ἀλ­λά ὅ­ταν εἶ­δε τόν ἀ­έ­ρα πό­σο δυ­να­τός ἦ­ταν, κλο­νί­στη­κε ἡ πί­στη του καί φο­βή­θη­κε, καί κα­θώς ἄρ­χι­σε νά βου­λιά­ζει, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κύ­ρι­ε, σῶ­σε με, δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ω νά πνι­γῶ. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς ἅ­πλω­σε τό χέ­ρι του, τόν ἔ­πια­σε καί τοῦ εἶ­πε: Ὀ­λι­γό­πι­στε, για­τί δεί­λια­σες; Κι ὅ­ταν ὁ Χρι­στός καί ὁ Πέ­τρος μπῆ­καν στό πλοῖ­ο, ἡ­σύ­χα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τό­τε ὅ­σοι ἦ­ταν ἤ­δη στό πλοῖ­ο ἦλ­θαν καί τόν προ­σκύ­νη­σαν μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια λέ­γον­τας: Ἀ­λη­θι­νά, εἶ­σαι Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ. Κι ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­π᾿ τό ἕ­να μέ­ρος τῆς λί­μνης στό ἄλ­λο, ἦλ­θαν στή χώ­ρα Γεν­νη­σα­ρέτ..

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου