ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ
γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων
θεμέλιον
τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον
γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται
θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,
ὅς ἐστιν Ἰησοῦς
Χριστός.
εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον
τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους,
ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται·
ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
(Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟ
«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,
ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός».
Ὁ
Χριστὸς εἶναι ἡ ἀσάλευτη βάση τοῦ πνευματικοῦ οἰκοδομήματος τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ αἰώνιος κι ἀμετακίνητος θεμέλιος λίθος. Ἡ πηγὴ
τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Τὸ ἀγκωνάρι τῆς πίστης. Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς
σωτηρίας. Ὁ Βασιλιὰς τῶν ψυχῶν. Ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιτυχίας. Ἡ προϋπόθεση
τῆς νίκης. Τὸ μυστικό τῆς εὐτυχίας. Εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ Ἀρχή καὶ τὸ
Τέλος. Ὅσα χτίζονται στὸν Ἰησοῦ δὲν κινδυνεύουν νὰ πέσουν. Ἂν τὸ θεμέλιο
αὐτὸ ἀποσυρόταν, τί θὰ μπορούσαμε νά κάνουμε; «Ὁ μέντοι στερεὸς θεμέλιος τοῦ Θεοῦ ἔστηκεν» (Β' Τιμ. β΄[2]
19). Μένει ἀκλόνητο τὸ θεμέλιο τοῦ Θεοῦ· ὁ Χριστός· ἡ Ἐκκλησία· ἡ ἀλήθεια.
Ἡ
ζωή μας ἄραγε, εἶναι θεμελιωμένη στὸν ἀσάλευτο τοῦτο πνευματικὸ
λίθο, ἢ μήπως τὸν ἔχουμε ἀγνοήσει καὶ παραθεωρήσει;
α) «ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ»
Ἕνας
ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής. Ἕνας ὁ «ἀκρογωνιαῖος
λίθος» τοῦ οἰκοδομήματος. «Εἷς Θεός, μία πίστις, ἕν βάπτισμα».
Στὸ σύμβολο τῆς πίστεως ὁμολογοῦμε:
«Καὶ εἰς Ἕνα Κύριον, Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τὸν Μονογενῆ...».
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πίστης καὶ τῆς σωτηρίας. Ὁ Χριστιανισμὸς
εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πού ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μαζί μας.
Εἶναι ἡ ρίζα πού κρατᾶ τὸν κορμὸ καὶ τοὺς κλώνους. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος
καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Εἶναι «σοφία ἀπὸ
Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις», ὅπως λέγει ὁ
Ἀπ. Παῦλος. Δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος σοφός, ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ
Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, οὔτε κι ὁ πιὸ σοφὸς ἀπό τους σοφούς. Εἶναι ὁ
σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁμοούσιος
τῷ Πατρί δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο». Εἶναι τέλειος Θεός καὶ τέλειος
ἄνθρωπος, «χωρίς ἁμαρτίας». Εἶναι ὁ ἔνδοξος νικητὴς
τοῦ θανάτου καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Σὰν ἄλλοι λίθοι καὶ
μεῖς, οἰκοδομούμαστε στὸν Ἕνα, τὸν ἀσάλευτο καὶ μοναδικό. Σ' αὐτὸν
«προσερχόμενοι... ὡς λίθοι ζῶντες
οἰκοδομεῖσθε» (Α' Πέτρ. β'[2] 5).
Ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ἀκόμα τὸ θεμέλιο τῆς κοινωνίας, τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς
προσωπικῆς τοῦ ἀνθρώπου εὐτυχίας. Ἡ πεῖρα αἰώνων ἔχει δείξει πώς ὅσοι
χτίζουν δίχως τὸν Ἰησοῦ, τὰ ἔργα τους γκρεμίζονται καὶ πέφτουν. Ὅσοι
δὲν ἔχτισαν «ἐπὶ τὴν πέτραν», «κατέβη
ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν
τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔπεσεν καί ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη». Χτίζει στὴν
ἄμμο ὅποιος δὲ χτίζει στὸν Ἰησοῦ. Στὸν 20ον αἰώνα δόθηκαν ὑποσχέσεις
γιὰ εὐτυχία, εὐημερία, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη. Ἄνθρωποι δίχως
Χριστό, εἴπανε πώς στὸν εἰκοστὸ αἰώνα θὰ στέρευαν τὰ δάκρυα κι ἡ ἀνθρωπότητα
θ' ἀπολάμβανε πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Εἶπαν ἀκόμα πώς οἱ πόλεμοι
θὰ σταματοῦσαν καὶ θὰ βασίλευε μιὰ καινούργια ἐποχή. Τὴν πρωτοχρονιὰ
τοῦ 1901 – στήν ἀνατολὴ τοῦ 20ου αἰῶνα – σ’ ὅλες τὶς πρωτεύουσες
τοῦ κόσμου γιόρτασαν οἱ ἄνθρωποι μ' ἐνθουσιασμὸ τὴν καινούργια καὶ
χρυσοπόθητη τούτη ἐποχή.
Ἀλλὰ
τί τραγικὴ διάψευση! Πόσο ψεύτικες οἱ ἐλπίδες! Πόσο ἀπατηλὲς οἱ ὑποσχέσεις!
Ποῦ βρίσκεται ὁ ἐπίγειος παράδεισος; Ποιὸς κατέχει τὴ δικαιοσύνη;
Ποιὸς σκορπίζει χαρὰ κι εὐτυχία; Σὲ ποιὰ χώρα εἶναι τ' ἀδάκρυτα μάτια;
Σὲ ποιὸ τόπο ἔχει σβήσει ἡ φτώχεια κι ἡ δυστυχία; Στὸν αἰῶνα μας οἱ πληγὲς
ἔγιναν πιὸ βαθιές. Ἑκατομμύρια πολλὰ οἱ πεινασμένοι. Οἱ πόλεμοι
θερίζουν. Τὰ δάκρυα ἔγιναν ποτάμια πού ξεχειλίζουν. Ὁ πόνος ἁπλωμένος
παντοῦ. Οἱ καρδιὲς πιὸ πολὺ φαρμακοποτισμένες. Τὰ ὄμορφα ὄνειρα
μιᾶς αἰώνιας ἄνοιξης τὰ φωτοκάψαν ἀστραπές. Τ' ἀγριοξερίζωσαν οἱ καταιγίδες.
Τὰ χτύπησαν ἀστροπελέκια. Ἐλπίδες καὶ ὑποσχέσεις δίχως Χριστό,
μοιάζουν μὲ «ὄνειρα θερινῆς νυκτός».
Μοιάζουν μὲ εὐκολοσύντριφτες σαπουνόφουσκες. Πέταξαν οἱ ἄνθρωποι τὸ
Χριστὸ καὶ θέρισαν τὴ φρίκη καὶ τὸ θάνατο. «Ὁ πεσών ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ
λικμήσῃ αὐτὸν» (Ματθ. κα'[21] 44). Ὅποιος μ' ἐχθρικὲς διαθέσεις πέσει
ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ, θὰ τσακιστεῖ· σ' ὅποιο δὲ πέσει ὁ πελώριος λίθος,
θὰ τὸν λυώσει κυριολεκτικὰ καὶ θὰ τὸν κάνει σκόνη.
β) ΒΡΑΧΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Πόσο
διαφορετικὴ θἄτανε ἡ ἐποχή μας, ἂν ἄτομα καὶ λαοὶ παραδέχονταν
πώς ὁ «ἀκρογωνιαῖος λίθος» τῆς
εὐημερίας, τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς δικαιοσύνης, «ἐστίν Ἰησοῦς!» Ναί! Ὁ Ἰησοῦς! Κανένας ἄλλος. Ὅπως εἶπε κάποιος
λογοτέχνης, «ὁ κόσμος ξεχείλισε ἀπὸ
σωτῆρες, κι ὁ μόνος ποὺ ξεχνιέται εἶναι ὁ Σωτήρας». Λησμονοῦν οἱ
ἄνθρωποι ὅτι, «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδόμησῃ
οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Εἶναι ἀνάγκη ὁ νέος πολιτισμὸς
νὰ θεμελιωθεῖ στὸν Ἰησοῦ γιά νἄχει τή σφραγίδα τοῦ αἰώνιου καί τοῦ
ἀληθινοῦ. Μονάχα στόν Ἰησοῦ. «Οὐκ ἔστιν
ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία», διεκήρυξε ὁ Ἀπ. Πέτρος μπροστὰ στοὺς ἄρχοντες
καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς, ὅταν ζήτησαν
ν' ἀπολογηθεῖ μετὰ τὴ σύλληψή του. Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
ἄλλο ὄνομα, ἐκτός τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς. «Οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθείς ἡφ’ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ
γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Πράξ. δ'[4] 11).
Ὁ
Νῶε ὅταν πέρασε τὴν πόρτα τῆς κιβωτοῦ, ἦταν σὲ ἀσφάλεια. Ἔτσι κανένας
ἀπὸ ἐκείνους πού ἔχουν τὸν Ἰησοῦ γιὰ πόρτα τῆς πίστης, δὲ μπορεῖ νὰ χαθεῖ.
Ἡ εἴσοδος πού περνᾶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ εἶναι ἐγγύηση γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν
οὐρανό. Μακάριος ὅποιος βασίζει στὸ Σωτήρα τὶς ἐλπίδες του. Θἄχει
τὸ προνόμιο τῆς λυτρωτικῆς χαρᾶς, θ' ἀνήκει στοὺς ἐκλεκτούς τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Κάποιος πού στήριξε στὸν Ἰησοῦ τὴ ζωή του, ἔλεγε: «Ὦ Κύριέ μου, ἂν ἤμουνα στὸν οὐρανὸ χωρὶς
Ἐσένα, θἄτανε γιὰ μένα κόλαση· κι ἂν ἤμουνα στὴν κόλαση μὲ σένα, θἄτανε
οὐρανὸς καὶ παράδεισος». Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁδὸς καὶ τὸ τέρμα
της ταυτίζονται. Ὅταν κανεὶς μπεῖ στὴν ὁδό, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἔχει κιόλας
ἀγγίσει στὸ τέρμα. Ὅποια κι ἂν εἶναι τὰ προβλήματά μας, θὰ βροῦμε τὴ
λύση τους ἂν ἀγκαλιάσουμε τὸν Ἰησοῦ, ἄν τοῦ δώσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν
ἑνωθοῦμε μαζί Του.
Ὁ
Πέτρος ὅσο ἀτένιζε τὸν Ἰησοῦ, βάδιζε πάνω στὰ κύματα. Μποροῦσε νὰ
περπατᾶ στὴν ὑδάτινη ἐπιφάνεια τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδας. Ἀπὸ τὴ
στιγμὴ ὅμως πού τὴ σκέψη του τὴν ἔστρεψε στὸ δυνατὸ ἄνεμο, ἄρχισε νὰ
βουλιάζει. Τὸν ἔσωσε μόνο ἡ παρέμβαση τοῦ Διδασκάλου πού τὸν ἅρπαξε
ἀπὸ τὸ χέρι. Ἂν δὲν ἔδινε προσοχὴ στὸν ἄνεμο καὶ τὰ κύματα καὶ προσήλωνε
τὸ βλέμμα του μόνο στὸν Ἰησοῦ, δὲ θὰ βυθιζόταν. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε
ὅλοι μας. Οἱ πτώσεις μας καὶ τὰ λάθη μας προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐξασθένηση
– κάποτε καὶ ἐξαφάνιση – τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
μας. Πέφτουμε συνήθως τὴ στιγμὴ πού πᾶμε νὰ στηριχτοῦμε κάπου ἄλλου,
ἐκτός ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Ποτὲ στὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς δικούς μας ἂς μὴ ἐμπιστευθοῦμε
τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ὁ Χριστὸς ἂς εἶναι τὸ μοναδικὸ στήριγμα καὶ θεμέλιο
καὶ κέντρο τῆς ζωῆς μας. «Στεριωμένοι
στὸ βράχο τῆς πίστης σὰν πανύψηλοι δρῦς, δὲ φοβόμαστε μπόρες κι ἀντάρες...».
Στεριωμένοι στὸ βράχο τῆς σωτηρίας.
Ἀδελφοί μου,
Σ'
ἕνα κόσμο δίχως πυξίδα, δίχως ἥλιο καὶ φῶς καὶ χαρά, ὁ Ἰησοῦς παραμένει
ὁ λίθος ὁ «ἀκρογωνιαῖος», ὁ «ἐκλεκτ
ός», ὁ «ἔντιμος», θἆναι γιὰ πάντα ἡ χρυσοθεμέλιωτη βάση γιὰ τὰ ὡραιότερα
τῆς ζωῆς μας πνευματικὰ οἰκοδομήματα.
Μακάριος ὅποιος χτίζει στὸν Ἰησοῦ! Χτίζει
γερά!
(Θεολόγου Μιχ. Μιχαηλίδη,
«Ἀπὸ τὸν Ἄμβωνα»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι
ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ·
Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων
αὐτῶν
εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιά νά μήν παρασυρθοῦν οἱ
μαθητές του ἀπό τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους πού ἤθελε νά τόν ἀνακηρύξει
βασιλιά, τούς ἀνάγκασε νά μποῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν πρίν ἀπ᾿ αὐτόν
στό ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου αὐτός διαλύσει τά πλήθη τοῦ
λαοῦ. Κι ἀφοῦ διέλυσε τά πλήθη, ἀνέβηκε στό βουνό γιά νά προσευχηθεῖ
μόνος του. Κι ὅταν βράδιασε καλά, ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τό πλοῖο ὅμως
εἶχε προχωρήσει πλέον στή μέση τῆς λίμνης καί συνταρασσόταν ἀπό τά
κύματα. Διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καί στό τέταρτο καί τελευταῖο
τρίωρο τῆς νύχτας ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ᾿ τό βουνό καί ἦλθε πρός αὐτούς
περπατώντας πάνω στή θάλασσα, σάν νά ἦταν ἡ θάλασσα στεριά. Ὅταν
λοιπόν τόν εἶδαν οἱ μαθητές νά περπατάει πάνω στή θάλασσα, ταράχθηκαν
λέγοντας ὅτι αὐτό πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἀπ᾿ τό φόβο τους ἔβγαλαν
κραυγές. Ἀμέσως ὅμως τούς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καί τούς εἶπε: Ἔχετε
θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μή φοβάστε. Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος: Κύριε,
ἐάν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολή νά ἔλθω κοντά σου περπατώντας πάνω
στά νερά. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ἔλα. Καί τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπό
τό πλοῖο καί περπάτησε πάνω στά νερά γιά νά ἔλθει κοντά στόν Ἰησοῦ.
Ἀλλά ὅταν εἶδε τόν ἀέρα πόσο δυνατός ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του
καί φοβήθηκε, καί καθώς ἄρχισε νά βουλιάζει, φώναξε δυνατά: Κύριε,
σῶσε με, διότι κινδυνεύω νά πνιγῶ. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό
χέρι του, τόν ἔπιασε καί τοῦ εἶπε: Ὀλιγόπιστε, γιατί δείλιασες; Κι
ὅταν ὁ Χριστός καί ὁ Πέτρος μπῆκαν στό πλοῖο, ἡσύχασε ὁ ἄνεμος. Τότε
ὅσοι ἦταν ἤδη στό πλοῖο ἦλθαν καί τόν προσκύνησαν μέ πολλή εὐλάβεια
λέγοντας: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέρασαν ἀπ᾿ τό
ἕνα μέρος τῆς λίμνης στό ἄλλο, ἦλθαν στή χώρα Γεννησαρέτ..
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου