Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ
(29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
(ΟΣΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΧΩΡΗΤΟΥ) 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών, ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν, ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι, ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι, δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι, κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι, πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως, κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, Ἐ­πί­στευ­σα, διὸ ἐ­λά­λη­σα, καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν, διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς, ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.
                                                                   (Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ἀ­δελ­φοί,  Θε­ός,  ὁ­ποῖ­ος σ­τή δη­μι­ουρ­γί­α τ­ο­ κό­σμου δι­έ­τα­ξε ἀ­πό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει τό φ­ς, αὐ­τός κ­αί τώ­ρα ἔ­λαμ­ψε σ­τ­ίς καρ­δι­ές μ­ας, ὄ­χι μό­νο γ­ιά νά φω­τι­σθοῦ­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά κ­αί γ­ιά νά με­τα­δο­θεῖ μέ­σα ἀ­πό μᾶ­ς  φω­τι­σμός π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γνώ­ση τ­ς δό­ξας τ­ο­ Θε­οῦ,  ὁ­ποί­α φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πό τό πρό­σω­πο το­ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­το­ς Ἰ­η­σοῦ­Χρι­στοῦ. Ἔ­χου­με λοι­πόν τό θη­σαυ­ρό τ­ς φω­τι­στι­κῆς καί ἔν­δο­ξης αὐ­τῆς γνώ­σε­ως μέ­σα σ­τά σώ­μα­τά μας, π­ού εἶ­ναι εὔ­θραυ­στα καί χω­μα­τέ­νια, γ­ιά νά ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι τ­ό ὑ­περ­βο­λι­κό με­γα­λεῖ­ο τ­ς δυ­νά­με­ως πο­ύ ὑ­περ­νι­κᾶ τ­ά ἐμ­πό­δια κ­αί τ­ο­ύς κιν­δύ­νους μ­ας, εἶ­ναι τ­ο­ Θε­οῦ κ­αί δ­έν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἐ­μᾶς τού­ς ἀ­σθε­νι­κούς κ­α­ί ἀ­δύ­να­μους. Κ­ι ἔ­τσι συμ­βαί­νει νά θλι­βό­μα­στε σέ κά­θε τό­πο κ­αί πε­ρί­στα­ση, ἀλ­λ’ ὅ­μως ο­ ἐ­ξω­τε­ρι­κές αὐ­τές δυ­σκο­λί­ες δ­έν μ­ς δη­μι­ουρ­γοῦ­ν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἀ­δι­έ­ξο­δο κ­αί στε­νο­χώ­ρια ἀ­γω­νι­ώ­δη. Φθά­νου­με σ­έ ἀ­πο­ρί­α, χω­ρί­ς ὅ­μως κ­αί ν­ά ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε  νά στε­ρη­θοῦ­με τε­λεί­ως κά­θε μέ­σο κ­αί δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας.   Μ­ς κα­τα­δι­ώ­κουν οἱ­ ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά δ­έν μᾶ­ς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τέ  Θε­ός. Φαί­νε­ται ὅ­τι μ­ς κα­τα­νι­κοῦν κ­αί μ­ς ρί­χνουν κά­τω σ­τή γ­ σ­άν τ­ο­ύς πα­λαι­στές, ἀλ­λά δ­έν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκῶς κ­αί κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με σ­τ­ίς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μ­ας τό σῶ­μα μ­ας κυ­κλω­μέ­νο ἀ­πό τό­ν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο νά πε­θά­νου­με, ὅ­πως πέ­θα­νε  Κύ­ρι­ο­ς Ἰ­η­σοῦς, ἀλ­λά αὐ­τό γί­νε­ται γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ σ­τ­όν κό­σμο μέ τή δι­ά­σω­ση τ­ο­ σώ­μα­τός μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κα­θη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νου­ς ὅ­τι  Ἰ­η­σοῦ­ς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ζ­ε. Δι­ό­τι πάν­το­τε ἐ­μεῖς, π­ού πα­ρά τ­ο­ύς τό­σους κιν­δύ­νους ζοῦ­με, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σέ θά­να­το γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ μέ τή θνη­τή σάρ­κα μας κ­α­ί  δύ­να­μη τ­ς ζω­ῆς τ­ο­ Ἰ­η­σοῦ, π­ού πα­ρεμ­βαί­νει κ­αί προ­λα­βαί­νει τό θά­να­τό μ­ας. Κ­ι ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἐ­μεῖ­ς ὑ­πο­φέ­ρου­με τ­ο­ύς κιν­δύ­νους τ­ο­ θα­νά­του, ἐ­σεῖ­ς ἀν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τ­ήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή­ν ἐ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μ­ας. Πα­ρό­λου­ς ὅ­μως αὐ­τούς τ­ο­ύς κιν­δύ­νους, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με τ­ό ἴ­διο Ἅ­γιον Πνεῦ­μα π­ού μ­ς στη­ρί­ζει σ­τ­ήν πί­στη, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εἶ­χε κ­α­ί  Δα­βίδ σύμ­φω­να μ᾿ αὐ­τό π­ού εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σ­τ­ο­ύς ψαλ­μούς· «πί­στε­ψα, γ­ι᾿ αὐ­τό κ­αί μί­λη­σα»­, ἔ­τσι κ­ι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με, κ­αί γ­ι᾿ αὐ­τό κ­αί θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γοῦ­με κ­αί κη­ρύτ­του­με τ­όν λό­γο τ­ς πί­στε­ώς μ­ας. Κ­αί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι  Θε­ός, π­ο­ύ­ ἀ­νέ­στη­σε τ­όν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, θ­ά ἀ­να­στή­σει κ­ι ἐ­μᾶς δι­α­μέ­σου το Ἰ­η­σοῦ κ­αί θά μ­ς πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξους σ­τό βῆ­μα του μα­ζί μέ σ­ς. Ν­αί, μα­ζί μέ σ­ς. Δι­ό­τι ὅ­λα γ­ιά σ­ς γί­νον­ται· ἔ­τσι ὥ­στε  εὐ­ερ­γε­σί­α π­ού μ­ς κά­νει  Θε­ός σώ­ζον­τάς μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κιν­δύ­νους γ­ιά χά­ρη σ­ας, νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά γί­νει εὐ­ερ­γε­σί­α κ­αί χά­ρη ὄ­χι μό­νο σέ μᾶ­ς ἀλ­λά κ­αί σ᾿ ὅ­λου­ς ἐ­σᾶς. Κι ἔ­τσι αὐ­τοί πού εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὥ­στε κα­ί  εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τ­όν Θε­ό νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά πε­ρισ­σεύ­σει, γ­ιά νά δο­ξά­ζε­ται τ­ό ὄ­νο­μά τ­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. κα­θὼς θέ­λε­τε ἵ­να ποι­ῶ­σιν ὑ­μῖν ο ἄν­θρω­ποι, κα ὑ­μεῖς ποι­εῖ­τε αὐ­τοῖς ὁ­μο­ί­ως. κα ε ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἀ­γα­πῶν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τος ἀ­γα­πῶν­τας αὐ­τοὺς ἀ­γα­πῶ­σι. κα ἐ­ὰν ἀ­γα­θο­ποι­ῆ­τε τος ἀ­γα­θο­ποι­οῦν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τ αὐ­τὸ ποι­οῦ­σι. κα ἐ­ὰν δα­νε­ί­ζη­τε πα­ρ' ν ἐλ­πί­ζε­τε ἀ­πο­λα­βεῖν, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἁ­μαρ­τω­λοῖς δα­νε­ί­ζου­σιν ἵ­να ἀ­πο­λά­βω­σι τ ἴ­σα. πλν ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν κα ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε κα δα­νε­ί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, κα ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, κα ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τος ἀ­χα­ρί­στους κα πο­νη­ρο­ύς. Γνεσθε ον οἰ­κτίρ­μο­νες κα­θὼς κα πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰ­κτίρ­μων ἐ­στί.
 (Λουκ. Ϛ΄ [6] 31 – 36)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τὸ κεί­με­νο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ μας ἀ­να­γνώ­σμα­τος εἶ­ναι ἕ­να τμῆ­μα μιᾶς ὁ­μι­λί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως μᾶς τὴν δι­α­σώ­ζει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­στοι­χεῖ κα­τὰ τὰ νο­ή­μα­τά της στὴν γνω­στή μας ἐ­πὶ τοῦ Ὅ­ρους ὁ­μι­λί­α τοῦ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
1. Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ
Ὅ­πως θέ­λε­τε νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὲ σᾶς οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι νὰ φέ­ρε­σθε καὶ σεῖς σ᾿ αὐ­τούς, λέ­γει στὴν ἀρ­χὴ τῆς πε­ρι­κο­πῆς μας ὁ Κύ­ριος, καὶ συ­νε­χί­ζει: Αὐ­τὴν τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τὴν χρω­στᾶ­τε σὲ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους, δι­ό­τι, ἂν ἀ­γα­πᾶ­τε μό­νον αὐ­τοὺς ποὺ σᾶς ἀ­γα­ποῦν, τί ἄ­ξιο νὰ σᾶς ἀν­τα­μεί­ψει ὁ Θε­ὸς ἔ­χε­τε κά­νει; Μή­πως καὶ οἱ δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι δὲν ἀ­γα­ποῦν τοὺς φί­λους τους; Καὶ ἂν εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε αὐ­τοὺς ποὺ σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, τί ἄ­ξιο ἀ­μοι­βῆς κά­νε­τε; Ἀ­φοῦ καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἄν­θρω­ποι τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς κά­νουν. Καὶ ἂν δα­νεί­ζε­τε σ᾿ αὐ­τοὺς ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους πε­ρι­μέ­νε­τε ὅ­τι ἀ­σφα­λῶς θὰ πά­ρε­τε πί­σω τὰ χρή­μα­τά σας, ποι­ὰ χά­ρη σᾶς ὀ­φεί­λει ὁ Θε­ός; Καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ τὸ ἴ­διο δὲν κά­νουν; Δα­νεί­ζουν στοὺς ὁ­μοί­ους τους, γιὰ νὰ ξα­να­πά­ρουν πί­σω τὰ χρή­μα­τά τους, κι ἂν κά­πο­τε χρεια­σθεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ δα­νει­στοῦν καὶ αὐ­τοί.
Λοι­πόν, ἐ­σεῖς οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ ἀ­κό­λου­θοί μου, κα­τα­λή­γει ὁ Κύ­ριος, δὲν πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­σθεῖ­τε σ᾿ αὐ­τά. Ἀλ­λὰ νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­πὸ αὐ­τούς.
ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ πράγ­μα­τι λό­για τοῦ­τα τοῦ Χρι­στοῦ μας εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τῆς πί­στε­ώς μας, ὁ ἄ­ξο­νας πε­ρι­στρο­φῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης συμ­πυ­κνώ­νε­ται ἀ­κρι­βῶς σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Μιὰ ἐν­το­λὴ τό­σο με­γά­λων δι­α­στά­σε­ων, ὥ­στε νὰ ξε­περ­νά­ει σὲ ἀ­σύλ­λη­πτο βαθ­μὸ ὅ­λα τὰ ἀν­θρώ­πι­να. Δι­ό­τι εἶ­ναι ἡ ἐν­το­λὴ ποὺ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν τρό­πο ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Τὸ δὲ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῆς ἀ­γά­πης Του ὑ­πῆρ­ξε τὸ ὅ­τι γιὰ μᾶς τοὺς ἐ­χθρούς Του ἔ­γι­νε καὶ ἄν­θρω­πος καὶ ἀ­νέ­λα­βε στοὺς ἁ­γί­ους ὤ­μους Του τὸ βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.
Λοι­πόν, ἂς μὴ νο­μί­σει κα­νεὶς ἀ­πό μας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὸς Χρι­στια­νός, ἂν δὲν ἔ­χει κα­τα­λά­βει τὴ δύ­να­μη τῆς ἐν­το­λῆς τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Ἂν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται μέ­σα στὴν καρ­διά του νὰ ὑ­πάρ­χει ἀν­τι­πά­θεια ἢ μί­σος ἢ μνη­σι­κα­κί­α γιὰ κά­ποι­ον ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ἀ­δί­κη­σε ἢ μὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο τὸν ἔ­βλα­ψε ἢ τὸν πε­ρι­φρό­νη­σε, ἂς γνω­ρί­ζει ὅ­τι εὑ­ρί­σκε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὅ­τι δὲν γνω­ρί­ζει τὸν Θε­ό, πα­ρὰ ἐ­λά­χι­στα ἴ­σως.
Δὲν ὑ­πάρ­χει ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο ἄ­θλη­μα, δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λει­ω­δέ­στε­ρο ἀ­γώ­νι­σμα ἀ­πὸ τὸ ἄ­θλη­μα τῆς πρὸς τοὺς ἐ­χθροὺς ἀ­γά­πης. Εἶ­ναι ἡ ὑ­ψί­στη ἐ­πι­στή­μη ὅ­λων τῶν ἐ­πι­στη­μῶν! Καὶ μα­κά­ριος ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ τὴν σπου­δά­ζει καὶ ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τὴν ἐ­φαρ­μό­σει. Μα­κά­ριος καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νος.
2. Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ
Νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, τοὺς ἐ­χθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε, καὶ τό­τε «ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς», θὰ ἔ­χε­τε μι­σθὸ με­γά­λο ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ θὰ ἀ­να­δει­χθεῖ­τε υἱ­οὶ τοῦ ὑ­ψί­στου Θε­οῦ, ὅ­μοι­οι πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­φοῦ καὶ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς στοὺς ἀ­χά­ρι­στους καὶ πο­νη­ροὺς ἀν­θρώ­πους. Νὰ γί­νε­σθε λοι­πὸν εὔ­σπλαγ­χνοι, «οἰ­κτίρ­μο­νες», ὅ­πως εἶ­ναι οἰ­κτίρ­μων καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας.
ΘΑ ΕΧΕΤΕ πο­λὺ με­γά­λο μι­σθὸ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, βε­βαί­ω­σε ὁ Κύ­ριος. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς ἀ­μέ­τρη­τοι ἀ­γῶ­νες γί­νον­ται στὶς μέ­ρες μας ἀ­πὸ ἀ­να­ρίθ­μη­τες ὁμάδες ἀν­θρώ­πων, μὲ πρῶ­το καὶ ἐ­πί­μο­νο αἴ­τη­μα τὴν αὔ­ξη­ση τῶν μι­σθῶν καὶ τῶν συν­τά­ξε­ων. Ἀ­περ­γί­ες, πο­ρεῖ­ες δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, δι­α­βή­μα­τα, ἀ­πει­λές, συγ­κρού­σεις μὲ τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α ἀ­πο­τε­λοῦν κα­θη­με­ρι­νὸ σχε­δὸν φαι­νό­με­νο. Οἱ ἄν­θρω­ποι ζη­τᾶ­νε αὔ­ξη­ση τοῦ μι­σθοῦ!
Τί αὔ­ξη­ση! Ὤ, πό­σο εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τυ­φλός! Ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὰ μη­δα­μι­νὰ καὶ ἀ­σή­μαν­τα. Δὲν ζη­τά­ει αὔ­ξη­ση μι­σθοῦ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἀ­γω­νί­ζε­ται γιὰ λί­γα ἄ­χυ­ρα, γιὰ δύ­ο χοῦ­φτες χῶ­μα. Ἀ­γω­νί­ζε­ται μὲ πά­θος, μὲ κίν­δυ­νο καὶ τῆς ζω­ῆς του ἀ­κό­μη. Τα­λαί­πω­ρο πλά­σμα τοῦ Θε­οῦ! Δὲν ξέ­ρει τί ζη­τά­ει, δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τί τοῦ λεί­πει, τί πράγ­μα­τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη.  Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὑ­πο­φέ­ρει· βα­σα­νί­ζε­ται· τα­λαι­πω­ρεῖ­ται· δυ­στυ­χεῖ! Ἔ­χει χά­σει τὸν προ­σα­να­το­λι­σμό του, ἔ­χει λη­σμο­νή­σει τὸν σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς του, δὲν ἔ­χει σκο­πὸ στὴ ζω­ή του.
Ἀ­δελ­φέ μου, ἔ­λα νὰ τὸ δοῦ­με λί­γο πιὸ βα­θιὰ τὸ ζή­τη­μα. Πι­στεύ­εις στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ἀ­σφα­λῶς ναί. Πι­στεύ­εις πὼς ὁ Κύ­ριος ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει γιὰ μᾶς Βα­σι­λεί­α ἀ­πεί­ρου δό­ξης καὶ χα­ρᾶς; Βε­βαί­ως τὸ πι­στεύ­εις. Δέ­χε­σαι ἀ­κό­μη πὼς αὐ­τὸς ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας καὶ τὸ τε­λι­κὸ νό­η­μά της; Καὶ αὐ­τὸ ἀ­ναμ­φι­βό­λως μὲ ὅ­λη τὴν καρ­διά σου θὰ τὸ βε­βαί­ω­σεις.
Τό­τε, ἀ­δελ­φέ, τὸ πράγ­μα εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ φα­νε­ρό. Ση­μαί­νει πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦ­με μέ­χρι θα­νά­του γιὰ τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ μι­σθοῦ μας! Ναί! Ὄ­χι ὅ­μως τοῦ ἐ­πί­γει­ου μι­σθοῦ μας, ἀλ­λὰ αὐ­τοῦ του μι­σθοῦ ποὺ ὑ­πό­σχε­ται ὁ Κύ­ριος στοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς πι­στούς Του: «ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς». Δι­ό­τι ἐ­δῶ δὲν πρό­κει­ται γιὰ αὔ­ξη­ση με­ρι­κῶν εὐ­ρώ. Ἐ­δῶ δί­νον­ται πο­σὰ ἀ­στρο­νο­μι­κά, ἀ­μύ­θη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται μέ­το­χος ἀ­πεί­ρου πλού­του. Καὶ μό­νο μέ­το­χος; Θε­ὸς γί­νε­ται. Υἱ­ὸς τοῦ Ὑ­ψί­στου. Κλη­ρο­νό­μος ἑ­πο­μέ­νως τῆς βα­σι­λι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας τοῦ Πα­τέ­ρα του, ποὺ εἶ­ναι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των, ὁ Κύ­ριος καὶ Δη­μι­ουρ­γός τοῦ Σύμ­παν­τος.
Ἂν μπο­ρού­σα­με ἔ­στω καὶ γιὰ μί­α στιγ­μὴ νὰ δοῦ­με τὸ τί ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει ὁ Θε­ὸς γιὰ τοὺς πι­στούς Του στὴ Βα­σι­λεί­α Του, ὅ­λη ἡ δό­ξα καὶ ὁ πλοῦ­τος τοῦ κό­σμου δὲν θὰ μᾶς φαί­νον­ταν πα­ρὰ σὰν ἕ­να φευ­γα­λέ­ο ὄ­νει­ρο, κά­τι σὰν σκό­νη καὶ στά­χτη, καὶ τὸ μό­νο ποὺ θὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε θὰ ἦ­ταν ὁ ἀ­γώ­νας μας.
Προ­σέ­ξα­με ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί, ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας μας; Εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με, ὁ ἀ­γώ­νας τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ αὐ­τῆς τῆς με­γα­λει­ώ­δους τέ­χνης καὶ ἐ­πι­στή­μης, ποὺ ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὸν Οὐ­ρα­νό.
Τί λέ­τε, δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­λοι μας καὶ μὲ ὅ­λη τὴν ψυ­χή μας νὰ τὸν ἀ­γω­νι­στοῦ­με;
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)




Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
  ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ βε­βαι­ῶν ἡ­μᾶς σὺν ὑ­μῖν εἰς Χρι­στὸν καὶ χρί­σας ἡ­μᾶς Θε­ός, ὁ καί σφρα­γι­σά­με­νος ἡ­μᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρ­ρα­βῶ­να τοῦ Πνε­ύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν. ᾿Ε­γὼ δὲ μάρ­τυ­ρα τὸν Θε­ὸν ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι ἐ­πὶ τὴν ἐ­μὴν ψυ­χήν, ὅ­τι φει­δό­με­νος ὑ­μῶν οὐ­κέ­τι ἦλ­θον εἰς Κό­ριν­θον. Οὐχ ὅ­τι κυ­ρι­ε­ύ­ο­μεν ὑ­μῶν τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λὰ συ­νερ­γοί ἐ­σμεν τῆς χα­ρᾶς ὑ­μῶν· τῇ γὰρ πί­στει ἑ­στή­κα­τε. ῎Ε­κρι­να δὲ ἑ­μαυ­τῷ τοῦ­το, τὸ μὴ πά­λιν ἐν λύ­πῃ ἐλ­θεῖν πρὸς ὑ­μᾶς. Εἰ γὰρ ἐ­γὼ λυ­πῶ ὑ­μᾶς, καὶ τίς ἐ­στιν ὁ εὐ­φρα­ί­νων με εἰ μὴ ὁ λυ­πο­ύ­με­νος ἐξ ἐ­μοῦ; καὶ ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν τοῦ­το αὐ­τό, ἵ­να μὴ ἐλ­θὼν λύ­πην ἔ­χω, ἀφ᾿ ὧν ἔ­δει με χα­ί­ρειν, πε­ποι­θὼς ἐ­πὶ πάν­τας ὑ­μᾶς, ὅ­τι ἡ ἐ­μὴ χα­ρὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐ­στιν. Ἐκ γὰρ πολ­λῆς θλί­ψε­ως καὶ συ­νο­χῆς καρ­δί­ας ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν διὰ πολ­λῶν δα­κρύ­ων, οὐχ ἵ­να λυ­πη­θῆ­τε, ἀλ­λὰ τὴν ἀ­γά­πην ἵ­να γνῶ­τε ἣν ἔ­χω πε­ρισ­σο­τέ­ρως εἰς ὑ­μᾶς.
                        (Β΄ Κορινθ. α΄ [1] 21 – β΄ [2] 4)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐ­κεῖ­νος πού δί­νει τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ σέ μᾶς καὶ σὲ σᾶς, καὶ μᾶς στη­ρί­ζει νὰ μέ­νου­με πι­στοὶ καί ἀσάλευ­τοι στὸ Χρι­στὸ καὶ πού μᾶς ἔ­χρι­σε μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τός του, εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Αὐ­τὸς καὶ μᾶς σφρά­γι­σε ὡς δι­κούς του καὶ ἔ­δωσε στὶς καρ­δι­ές μας τὸ Πνεῦ­μα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀ­σφα­λή ἐγγύηση γιὰ τὸ ὅ­τι θὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει ὅλες τίς ὑ­πο­σχέ­σεις πού μᾶς δί­νει μὲ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Καὶ γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θω στὸ ζή­τη­μα τοῦ τα­ξι­διοῦ μου, ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι τὸν καρ­δι­ο­γνώ­στη Θε­ὸ νὰ δεῖ αὐτός τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς μου καὶ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει ἂν εἶ­ναι ἀλήθεια ὅ­τι δὲν ἦλ­θα ἀ­κό­μη στὴν Κό­ριν­θο ἐ­πει­δὴ σᾶς λυποῦμαι καί δὲν θέ­λω νὰ δο­κι­μά­σε­τε τὴν αὐ­στη­ρό­τη­τά μου. Καὶ δὲν λέ­ω τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν εἴμαστε κύριοι τῆς πί­στε­ώς σας καὶ ἔ­χου­με ἐ­ξου­σί­α ἐ­πά­νω σας σὰν νὰ εἶ­στε δοῦ­λοι μας. Ἀν­τι­θέ­τως εἴ­μα­στε συνεργάτες τῆς χα­ρᾶς σας καὶ θέ­λου­με νὰ συν­τε­λοῦ­με ὥστε νὰ αὐ­ξά­νει ἡ χα­ρά σας. Καὶ ἀ­πο­κλεί­ε­ται ὁ­λό­τε­λα νά ἐ­ξου­σι­ά­ζου­με τὴν πί­στη σας, δι­ό­τι ἐσεῖς στέ­κε­στε καλά καὶ εἶ­στε στε­ρε­ω­μέ­νοι στὴν πί­στη. Καί τό ἀ­πο­φά­σι­σα αὐ­τὸ καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου. Βρῆκα δη­λα­δὴ κα­λύ­τε­ρο καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ μὴν ἔλθω πά­λι σὲ σᾶς ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος κι ἐ­γὼ νὰ σᾶς προ­ξε­νῶ λύπη μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλά κι ἐσεῖς νά μοῦ προξενεῖτε λύ­πη μὲ τὶς ἀ­τα­ξί­ες πού θὰ βλέ­πω ἀ­νά­με­σά σας. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε λοι­πὸν ἢ ἐγώ ἢ ἐσεῖς θὰ αἰ­σθα­νό­μα­σταν λύ­πη. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἐγώ μὲ τοὺς ἐ­λέγχους μου προ­κα­λῶ λύ­πη με­τα­νοί­ας σὲ σᾶς, ποι­ὸς ἄλ­λος μὲ εὐ­φραί­νει πα­ρὰ ἐ­κεῖ­νος πού δέ­χε­ται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυ­πᾶ­ται ἀ­πὸ τὶς δι­κές μου ἐ­πι­τι­μή­σεις; Ἔ­τσι, ἐ­ὰν δὲν λυ­πᾶ­μαι ἐγώ, θὰ λυ­πᾶστε ὅ­μως ἐσεῖς. Καὶ σᾶς ἔ­γρα­ψα ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ σὲ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή μου, γιὰ νὰ δι­ορ­θώ­σε­τε στὸ με­τα­ξὺ τὶς ἀ­τα­ξί­ες, ὥ­στε, ὅ­ταν ἔλ­θω στὴν Κό­ριν­θο, νὰ τὰ βρῶ ὅ­λα ἐν­τά­ξει καὶ νὰ μὴ νι­ώ­σω λύ­πη ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἔ­πρε­πε νὰ μοῦ δώ­σουν χα­ρά. Ἄλ­λω­στε ἡ λύ­πη μου θὰ λυ­ποῦ­σε κι ἐ­σᾶς. Δι­ό­τι ἔ­χω γιὰ ὅ­λους σας τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ χα­ρά μου εἶ­ναι χα­ρὰ ὅ­λων σας. Καὶ μὴ νο­μί­σε­τε ὅ­τι γιὰ τοὺς ἐλέγχους πού σᾶς ἔ­γρα­ψα στὴν ἐ­πι­στο­λή μου ἐ­κεί­νη ἐγώ δὲν ἔνιωσα κα­μί­α λύ­πη. Δι­ό­τι σᾶς ἔ­γρα­ψα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ θλί­ψη καὶ στε­νο­χώ­ρια τῆς καρ­διᾶς, μὲ δά­κρυ­α πολ­λά, ὄ­χι γιὰ νὰ λυ­πη­θεῖ­τε, ἀλλά γιὰ νὰ γνω­ρί­σε­τε τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἀ­γά­πη πού ἔ­χω γιὰ σᾶς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π’ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­παύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π' ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐ­τῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.
                                                (Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)                                                                                     


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΕΪΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Βέ­βαι­α δὲν εἶ­χαν κλη­θεῖ ἀ­κό­μη νὰ γί­νουν μα­θη­ταί Του, γνώ­ρι­ζαν ὅ­μως ἤ­δη τὸν Κύ­ριο ὁ Σί­μων (ὁ Πέ­τρος δη­λα­δή) καὶ ὁ ἀ­δελ­φός του ὁ Ἀν­δρέ­ας, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ τὰ ἄλ­λα δύ­ο ἀ­δέλ­φια, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν ξαφ­νι­ά­στη­κε ὁ Πέ­τρος ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ι­νὸ με­τὰ τὸ ἄ­καρ­πο ὁ­λο­νύ­κτιο ψά­ρε­μα ποὺ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος τοῦ ζή­τη­σε νὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σει τὸ κα­ΐ­κι του γιὰ νὰ δι­δά­ξει τὰ πλή­θη ποὺ εἶ­χαν ἐ­κεῖ συγ­κεν­τρω­θεῖ. Ξαφ­νι­ά­στη­κε ὅ­μως, ὅ­ταν με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, ἄ­κου­σε τὸν Κύ­ριο νὰ τοῦ πα­ραγ­γέλ­λει νὰ ξα­να­πά­ει γιὰ ψά­ρε­μα. Ὅ­λη τὴ νύ­χτα, Κύ­ρι­ε, ποὺ ἦ­ταν ὁ κα­τάλ­λη­λος χρό­νος, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος, κου­ρα­στή­κα­με χω­ρὶς νὰ πι­ά­σου­με οὔ­τε ἕ­να ψά­ρι. Τώ­ρα πιὰ εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα καὶ βέ­βαι­α ἀ­κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα γιὰ ψά­ρε­μα. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ λὲς Ἐ­σύ, θὰ ξα­ναρ­ρί­ξω τὰ δί­χτυ­α.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ψα­ρὰς ἦ­ταν ὁ Πέ­τρος. Τὰ χέ­ρια του ἦ­σαν ρο­ζι­α­σμέ­να ἀπ᾿ τὸ τρά­βηγ­μα τῶν κου­πι­ῶν, καὶ τὸ κορ­μί του ψη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ ξε­ρο­βό­ρι καὶ τὸν ἥ­λιο. Καὶ βέ­βαι­α τὸ ἤ­ξε­ρε κα­λά: τέ­τοι­α ὥ­ρα νὰ πιά­σει ψά­ρια ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον! Τὸ ἤ­ξε­ρε. Ὅ­μως – αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ συγ­κι­νη­τι­κό – ἐ­νῶ τὸ ἤ­ξε­ρε, δὲν ἔ­φε­ρε ἀν­τίρ­ρη­ση. «Ἐ­πὶ τῷ ρή­μα­τί σου χα­λά­σω τὸ δί­κτυ­ον», εἶ­πε. Ἀ­φοῦ τὸ λὲς Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, θὰ ξα­ναρ­ρί­ξω τὰ δί­χτυ­α στὰ νε­ρά. Καὶ τὰ ἔρ­ρι­ξε.
Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τὸ βλέ­που­με, μι­λά­ει μό­νο του. Τὰ λό­για τοῦ Πέ­τρου, ἴ­σια καὶ κα­θα­ρά, τὸ φα­νε­ρώ­νουν. Φα­νε­ρώ­νουν πό­σο ση­μαν­τι­κὸ εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους μας νὰ ὑ­πα­κού­ου­με στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου πάν­το­τε, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν μᾶς φαί­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­φαρ­μο­σθεῖ, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν τὸ βλέ­που­με πα­ρά­λο­γο.
Δι­ό­τι, ἀ­δελ­φοί, ἡ θε­ϊ­κὴ λο­γι­κὴ δι­α­φέ­ρει ἀ­φάν­τα­στα ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη. Ἐ­μεῖς βλέ­που­με μό­νο πο­λὺ κον­τά. Ὅ­πως λέ­με συ­νή­θως: «Ἴ­σα μὲ τὴ μύ­τη μας». Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως βλέ­πει μα­κριά. Γνω­ρί­ζει ποι­ὸ εἶ­ναι πράγ­μα­τι τὸ συμ­φέ­ρον μας καὶ ἑ­πο­μέ­νως τὰ ὅ­σα ζη­τά­ει ἀ­πὸ μᾶς εἶ­ναι πάν­το­τε γιὰ τὸ κα­λό μας.
Πα­ρά­δειγ­μα. Ἔ­χου­με κά­ποι­α κα­λὴ ἐρ­γα­σί­α ἢ θέ­ση ποὺ ξαφ­νι­κὰ τὴν χά­νου­με. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ δὲν πρέ­πει νὰ τὸ δοῦ­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Θὰ πρέ­πει ἴ­σα – ἴ­σα νὰ τὸ δε­χθοῦ­με μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του καὶ τὴν φρον­τί­δα Του γιὰ μᾶς, καὶ νὰ δοῦ­με ποῦ τώ­ρα μᾶς κα­τευ­θύ­νει. Ἀ­κό­μη δὲ κι ἂν μᾶς φα­νεῖ ἀ­κα­τα­νό­η­τη ἡ κα­τεύ­θυν­ση ποὺ μᾶς δεί­χνει, νὰ μὴ δι­στά­σου­με. Νὰ προ­χω­ρή­σου­με μὲ πί­στη. Καὶ δὲν θὰ βρα­δύ­νου­με νὰ δι­α­πι­στώ­σου­με πώς, ὡ­σὰν τὸν Πέ­τρο, οὐ­σι­α­στι­κὰ θὰ «πνι­γοῦ­με» καὶ ἐ­μεῖς στὶς εὐ­λο­γί­ες Του.
Ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ζη­τά­ει ὁ Κύ­ριος ἀ­πό τους πι­στοὺς συ­ζύ­γους νὰ βα­δί­ζουν τὴ συ­ζυ­γι­κή τους ζω­ὴ κα­τὰ τὸ θέ­λη­μά Του. Λοι­πόν, δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται τὰ οἰ­κο­νο­μι­κά τους νὰ εἶ­ναι φτω­χι­κὰ καὶ νὰ δι­στά­ζουν νὰ προ­χω­ρή­σουν στὸ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ 1 ἢ 2 παι­διά. Καὶ βέ­βαι­α τό­τε ἀρ­χί­ζουν νὰ κά­νουν ἀ­βα­ρί­ες στὴ συ­νεί­δη­σί τους ἢ – ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα – σα­φεῖς πα­ρα­βά­σεις τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου (ὅ­πως μὲ τὶς ἐ­κτρώ­σεις). Ἐ­δῶ λοι­πὸν εἶ­ναι ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἔ­στω κι ἂν κά­τι τέ­τοι­ο φαί­νε­ται στοὺς πολ­λοὺς πα­ρά­λο­γο. Θὰ δοῦν θαύ­μα­τα στὴ ζω­ή τους οἱ πι­στοὶ γο­νεῖς! Θὰ πιά­νουν ψά­ρια τὴν ἡ­μέ­ρα! Ὅ­σο πιὸ πολ­λὰ παι­διὰ θὰ ἀ­πο­κτοῦν, τό­σο τὰ οἰ­κο­νο­μι­κά τους θὰ βελ­τι­ώ­νον­ται. Δι­ό­τι πο­λὺ θὰ τοὺς εὐ­λο­γεῖ ὁ Θε­ός.
Συ­νε­πῶς ὅ­λοι μας «ἐ­πὶ τῷ ρή­μα­τί σου χα­λά­σω τὸ δί­κτυ­ον» νὰ λέ­με. Ἐ­μέ­να Κύ­ρι­ε, αὐ­τὸ ποὺ μοῦ ζη­τᾶς μοῦ φαί­νε­ται ἀ­κα­τα­νό­η­το καὶ ἀ­σύμ­φο­ρο. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως μοῦ τὸ ζη­τᾶς Ἐ­σύ, θὰ τὸ κά­νω.
2. ΑΝΑΞΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ
Ἦ­ταν τό­σο πολ­λὰ τὰ ψά­ρια ποὺ ἔ­πια­σε ὁ Πέ­τρος, ὅ­ταν κα­τὰ τὴν ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Κυ­ρί­ου ξα­να­πῆ­γε γιὰ ψά­ρε­μα, ὥ­στε τὰ δί­χτυ­α κιν­δύ­νευ­σαν νὰ σπά­σουν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­κα­νε νό­η­μα στοὺς συ­νε­ταί­ρους του, τὸν Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, νὰ σπεύ­σουν νὰ τὸν βο­η­θή­σουν. Ἀλ­λὰ τώ­ρα πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἄλ­λος κίν­δυ­νος· τὰ δύ­ο πλοῖ­α γέ­μι­σαν ἀ­πὸ ψά­ρια καὶ κιν­δύ­νευ­σαν νὰ βυ­θι­σθοῦν!
Τὸ γε­γο­νὸς τοὺς θάμ­βω­σε ὅ­λους. Ὁ δὲ Πέ­τρος τό­σο συγ­κλο­νί­στη­κε, ὥ­στε ἔ­πε­σε στὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γον­τας: ἔ­βγα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο καὶ φύ­γε ἀ­πὸ κον­τά μου, δι­ό­τι ἐ­γὼ εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός. Μὴ φο­βᾶ­σαι, τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ριος, ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ πέ­ρα θὰ ψα­ρεύ­εις πλέ­ον ἀν­θρώ­πους, θὰ γί­νεις Ἀ­πό­στο­λός μου. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ καὶ οἱ τέσ­σε­ρις – ὁ Ἀν­δρέ­ας, ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης – μό­λις ἔ­φθα­σαν στὴν στε­ριά, τὰ ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν ὅ­λα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Κύ­ριο.
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, ποὺ ἐκ­δή­λω­σε ὁ Πέ­τρος ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἐν­τυ­πω­σια­κή. «Ἔ­ξελ­θε ἐπ᾿ ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κύ­ρι­ε». Ἔ­δι­ω­χνε τὸν Κύ­ριο, δι­ό­τι αἰ­σθα­νό­ταν τὸν ἑ­αυ­τό του ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νά­ξιο νὰ εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Ἅ­γιο τῶν ἁ­γί­ων.
Λοι­πὸν καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων μας τὸ βα­θὺ καὶ ἀ­κρι­βὸ μυ­στι­κό τους αὐ­τὸ εἶ­ναι: τὸ ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ται ἀ­νά­ξιοι ἀ­πο­λύ­τως νὰ εὑ­ρί­σκον­ται κον­τὰ στὸν Θε­ὸ καὶ νὰ δέ­χον­ται τὶς δω­ρε­ές Του. Δι­ό­τι, ὅ­σο πιὸ βα­θιὰ αἰ­σθά­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του καὶ τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά του ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ, τό­σο πιὸ πο­λὺ ση­μαί­νει πὼς εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Θε­ό. Καὶ τὸ ἀν­τί­στρο­φο: ὅ­σο πιὸ πο­λὺ νο­μί­ζει πὼς εἶ­ναι κα­λὸς καὶ ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νὰ εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Κύ­ριο, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο φα­νε­ρώ­νει μὲ αὐ­τὸ πὼς εἶ­ναι μα­κριά Του, ξέ­νος ἐν­τε­λῶς πρὸς Αὐ­τόν.
Ἑ­πο­μέ­νως, νὰ μὴν πε­τᾶ­με στὰ σύν­νε­φα, ἀ­δελ­φοί. Ἂν δὲν βλέ­που­με στὸν ἑ­αυ­τό μας βα­θειὰ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος καὶ ἀ­να­ξι­ό­τη­τός μας, νὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς εἴ­μα­στε μα­κριά, πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. «Οἱ δί­και­οι οἱ ἀ­λη­θι­νοί», λέ­γουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, «ἀ­εὶ τοῦ­το λο­γί­ζον­ται ἐν ἑ­αυ­τοῖς· ὅ­τι οὐκ εἰ­σὶν ἄ­ξιοι τοῦ Θε­οῦ». Οἱ πραγ­μα­τι­κὰ δί­και­οι καὶ ἅ­γιοι ἄν­θρω­ποι πάν­το­τε αὐ­τὸ σκέ­πτον­ται μέ­σα τους, ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιοι τοῦ Θε­οῦ.
Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ος ἅ­γιος καὶ ὅ­μως νὰ αἰ­σθά­νε­ται τὸν ἑ­αυ­τό του τό­σο ἁ­μαρ­τω­λό; Μή­πως πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­α ψευ­δαί­σθη­ση; Ὄ­χι ἀ­σφα­λῶς. Ἀλ­λὰ συμ­βαί­νει κά­τι ἀ­νά­λο­γο μὲ τὸ νὰ βρί­σε­ται κα­νεὶς μέ­σα σὲ ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο. Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὶς ἀ­τα­ξί­ες ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ. Ἂν ἀ­νά­ψει ἕ­να κε­ρί, θὰ δεῖ βέ­βαι­α ἀρ­κε­τές. Ἂν ἀ­νά­ψει τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ φῶς, θὰ δεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρες. Καὶ ἂν ἀ­νοί­ξει τὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ τὸ φω­τί­σει ὁ ἥ­λιος, θὰ δεῖ καὶ τὶς ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στες σκό­νες πά­νω στὰ ἔ­πι­πλα.
Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει καὶ στὴ σχέ­ση μας μὲ τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν εἴ­μα­στε μα­κριά Του, βρι­σκό­μα­στε στὸ σκο­τά­δι καὶ νο­μί­ζου­με πὼς εἴ­μα­στε ἅ­γιοι. Ὅ­ταν Τὸν πλη­σι­ά­σου­με λί­γο, φω­τι­ζό­μα­στε κά­πως ἀ­πὸ τὸ φῶς καὶ βλέ­που­με κά­ποι­α με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἂν πλη­σι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο, βλέ­που­με καὶ τὰ μι­κρά. Καὶ ὅ­ταν, ὅ­πως οἱ ἅ­γιοι, πλη­σι­ά­σου­με πο­λὺ καὶ τὸ Φῶς Του πλημ­μυ­ρί­σει τὴν ὕ­παρ­ξή μας, τό­τε βλέ­που­με καὶ τὰ ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στα ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε πὼς αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ἐμ­πό­διο ἀ­νυ­πέρ­βλη­το γιὰ νὰ ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του.
Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ ἡ ψυ­χὴ ὑ­πο­φέ­ρει φρι­χτά, δι­ό­τι, ἐ­νῶ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὸν πό­θο νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὸν Θε­ό, βλέ­πον­τας τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά της, αἰ­σθά­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­νά­ξια νὰ Τὸν δε­χτεῖ. Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ συ­ναί­σθη­ση εἶ­ναι τε­λι­κὰ ὕ­ψι­στη εὐ­λο­γί­α. Δι­ό­τι σ᾿ αὐ­τὴν εὐ­δο­κεῖ ὁ Θε­ός. Εὐ­δο­κεῖ! Ἐ­ναγ­κα­λί­ζε­ται τὴν ψυ­χή, τὴν κα­θα­ρί­ζει, τὴν ἁ­γιά­ζει καὶ ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί της αἰ­ώ­νια!
Εἴ­θε νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ καὶ μὲ τὸν κα­θέ­να μας.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)