Σάββατο 29 Μαΐου 2021

ΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ «"Μπρά­βο" χω­ρὶς "ἀλ­λά..." δεν ὑ­πάρ­χει;»



Φι­λό­τι­μο παι­δὶ ὁ Νι­κη­φό­ρος. Πο­τὲ δὲν δη­μι­ούρ­γη­σε πρό­βλη­μα στοὺς γο­νεῖς του. Πρό­θυ­μος καὶ πει­θαρ­χι­κὸς σὲ ὅ­λα καὶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­ξυ­πνος καὶ δρα­στή­ριος. Ἔ­χει δέ­κα χρό­νια δι­α­φο­ρὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κὴ μι­κρό­τε­ρη ἀ­δελ­φή του κι ἔ­τσι με­γά­λω­σε σὰν μο­να­χο­παί­δι. Σὰν τὸ παι­δὶ δη­λα­δὴ ποὺ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὰ συν­δέ­ε­ται πο­λὺ στε­νὰ μὲ τοὺς γο­νεῖς του καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ φρον­τί­δα τους.

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι οἱ κα­λοὶ καὶ στορ­γι­κοὶ γο­νεῖς του δὲν τοῦ στέ­ρη­σαν πο­τὲ τί­πο­τα. Ἀ­πὸ μι­κρὸ τὸν πρό­σε­χαν μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω. Πάν­το­τε τοῦ τὰ ἔ­δι­ναν ὅ­λα. Ἀλλά καὶ τοῦ ζη­τοῦ­σαν πολ­λά· ἴ­σως καὶ ὑ­περ­βο­λι­κά.     

Εἰ­δι­κὰ ἡ μη­τέ­ρα του, ποὺ τοῦ ἔ­χει ἀ­δυ­να­μί­α, φαί­νε­ται ὅ­τι τρέ­φει ὑ­ψη­λὲς προσ­δο­κί­ες γιὰ τὸν ἴ­διο. Τὸν βλέ­πει ποὺ εἶ­ναι κα­λὸς στὰ μα­θή­μα­τα – ἀ­πὸ τὸ Γυ­μνά­σιο οἱ βαθ­μοί του κυ­μαί­νον­ται με­τα­ξὺ 17 καὶ 18 – ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δια θέ­λει νὰ τὸν δεῖ νὰ φθά­νει τὸ 20. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν κα­λὸ χα­ρα­κτή­ρα του, ἀλ­λά φαί­νε­ται ὅ­τι ψά­χνει στὸ πρό­σω­πό του τὸ τέ­λει­ο. Ὅ­ταν σὰν παι­δὶ κι αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ ξε­χα­σθεῖ λί­γο στὸ παι­χνί­δι ἢ νὰ κα­θυ­στε­ρή­σει κά­πως ἀ­πὸ τὴ βόλ­τα μὲ τοὺς φί­λους, ἀ­μέ­σως ἔρ­χε­ται ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση: «Πρό­σε­ξε τί πα­ρά­δειγ­μα δί­νεις στὴν ἀ­δελ­φού­λα σου». Κι ἐ­πει­δὴ ὁ Νι­κη­φό­ρος συ­νη­θί­ζει νὰ πη­γαί­νει στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ κα­τη­χη­τι­κό, ἂν συμ­βεῖ κά­που καὶ σὰν ἄν­θρω­πος ξε­φύ­γει στὰ λό­για του ἢ θυ­μώ­σει μὲ κά­τι, θὰ ἀ­κού­σει τὸν ἔ­λεγ­χο ποὺ τὸν πλη­γώ­νει: «Τί τὸ θέ­λεις τὸ κα­τη­χη­τι­κὸ ποὺ πη­γαί­νεις; Ἀ­φοῦ δὲν τὰ ἐ­φαρ­μό­ζεις ὅ­σα λέ­τε ἐ­κεῖ...» Τε­λι­κὰ ἡ μη­τέ­ρα του μοιά­ζει σὰν νὰ μὴν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται μὲ τί­πο­τα.

Ἀλ­λὰ ὁ Νι­κη­φό­ρος δὲν πτο­εῖ­ται. Συ­νε­χί­ζει νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται καὶ νὰ προ­σπα­θεῖ γιὰ τὸ κα­λύ­τε­ρο· καὶ στα­θε­ρὰ προ­ο­δεύ­ει. Στὴν Α' Λυ­κεί­ου εἶ­χε τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α νὰ πά­ρει τὸ ἀ­νώ­τα­το πτυ­χί­ο γιὰ τὴ γνώ­ση τῆς ἀγ­γλι­κῆς γλώσ­σας, τὸ «Proficiency». Ὅ­λοι τοῦ ἔ­λε­γαν «συγ­χα­ρη­τή­ρια». Ἡ μη­τέ­ρα του τὸν προ­σγεί­ω­σε ἀ­πό­το­μα:

–Συγ­χα­ρη­τή­ρια. Νι­κη­φό­ρε. Θὰ μπο­ροῦ­σες ὅ­μως νὰ τὸ πά­ρεις καὶ μὲ "Α"...

Τοῦ κό­πη­καν τὰ φτε­ρά. Αὐ­τὸ τὸ πτυ­χί­ο ἀ­πὸ μό­νο του εἶ­ναι κα­τόρ­θω­μα. Λί­γα παι­διὰ τὸ κα­τα­κτοῦν σὲ αὐ­τὴ τὴν ἡ­λι­κί­α. Καὶ μὲ "C" νὰ τὸ ἔ­παιρ­νε, δὲν θὰ εἶ­χε κα­μί­α δι­α­φο­ρά. Οὔ­τε τὸ "Β" δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε τὴ μη­τέ­ρα του;...

Ἄρ­χι­σε νὰ σκέ­πτε­ται μή­πως κά­νει κά­που λά­θος. Μή­πως ἂν δι­ά­βα­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἂν ἔ­δι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο στὰ Ἀγ­γλι­κά, ἂν ἔ­κο­βε ἀ­πὸ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες... Τε­λι­κὰ δὲν μπό­ρε­σε νὰ χα­ρεῖ ὅ­πως θὰ ἤ­θε­λε τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α του. Οὔ­τε ἔ­βγα­λε κά­ποι­ο συμ­πέ­ρα­σμα. Μό­νο ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στὸν ἑ­πό­με­νο στό­χο: Πα­νελ­λή­νι­ες. Ἐ­κεῖ θὰ ἔ­βα­ζε τὰ δυ­να­τά του.

Ὁ Νι­κη­φό­ρος φοι­τᾶ τώ­ρα στὴν Γ' Λυ­κεί­ου. Δι­α­βά­ζει τὰ μα­θή­μα­τα θε­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἄ­ρι­στος στὰ Μα­θη­μα­τι­κά. Τοῦ ἀ­ρέ­σουν ἐ­πί­σης ἡ Φυ­σι­κὴ καὶ ἡ Χη­μεί­α καὶ τὰ κα­τα­φέρ­νει πο­λὺ κα­λά. Στὴ Γλώσ­σα – Ἔκ­θε­ση αἰ­σθά­νε­ται πιὸ ἀ­δύ­να­μος. Συ­νή­θως γρά­φει γύ­ρω στὰ 80/100, δη­λα­δὴ ὁ βαθ­μός του εἶ­ναι πε­ρί­που 16.

Τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα στὸ Φρον­τι­στή­ριο εἶ­χαν προ­σο­μοί­ω­ση Πα­νελ­λη­νί­ων. Ἔ­γρα­ψαν ὅ­λα τὰ μα­θή­μα­τα. Στὰ Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κὰ πῆ­ρε σχε­δὸν «Ἄ­ρι­στα». Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως ποὺ πα­νη­γύ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν τὸ 92 στὴν Ἔκ­θε­ση. Ἔ­γρα­ψε πά­νω ἀ­πὸ 18! Γε­μά­τος χα­ρὰ πῆ­γε στὸ σπί­τι. Πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο τοὺς γο­νεῖς. Ὁ πα­τέ­ρας ἐν­θου­σι­ά­σθη­κε. Τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε κέ­ρα­σμα γιὰ τὸ βρά­δυ. Καὶ ἡ μη­τέ­ρα;... Ὅ­πως συ­νή­θως. Ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τη.

–Μπρά­βο, Νι­κη­φό­ρε. Ἀλ­λά, ἂν προ­σπα­θοῦ­σες λί­γο ἀ­κό­μη, θὰ ἔ­παιρ­νες του­λά­χι­στον 19!

Ἐ­κεῖ πλέ­ον δὲν ἄν­τε­ξε. Πέ­τα­ξε κά­τω τὰ βι­βλί­α τοῦ γρα­φεί­ου.

–Ἐ­πι­τέ­λους, μά­να! «Μπρά­βο» χω­ρὶς «ἀλ­λά...» δὲν ὑ­πάρ­χει; Μὲ τί­πο­τε δὲν εἶ­σαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη! Εὔ­κο­λο πράγ­μα εἶ­ναι νὰ γρά­ψεις «Ἄ­ρι­στα» στὴν Ἔκ­θε­ση; Δὲν ξέ­ρω τί ἄλ­λο πρέ­πει νὰ κά­νω. Ἔ­τσι μοῦ ᾿ρχε­ται νὰ τὰ πα­ρα­τή­σω. Προ­σπα­θῶ τό­σο και­ρό. Καὶ ἀ­κό­μα δέν...

* * *

Ἔ­χει δί­κιο ὁ Νι­κη­φό­ρος νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται. Ἡ μη­τέ­ρα του, χω­ρὶς νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ, τὸν ἀ­δι­κεῖ. Θέ­λον­τας νὰ τὸν πα­ρα­κι­νή­σει γιὰ κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο, δὲν τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἀν­τι­κει­με­νι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες του.

Τὸ ἴ­διο πα­θαί­νουν καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι γο­νεῖς, ποὺ νο­μί­ζουν ὅ­τι μπο­ροῦν κα­λύ­τε­ρα νὰ ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σουν τὰ παι­διά τους, ἂν τοὺς δεί­χνουν δια­ρκῶς ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καὶ κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Κι αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ πι­στεύ­ουν ὅ­τι ἐ­παι­νών­τας τὸ παι­δί τους καὶ κά­νον­τάς το νὰ νι­ώ­θει ὅ­τι πέ­τυ­χε κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, θὰ πι­στέ­ψει ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε πο­λὺ ψη­λὰ καὶ θὰ χα­λα­ρώ­σει τὴν προ­σπά­θεια· ἔ­τσι ἐ­πι­λέ­γουν νὰ εἶ­ναι αὐ­στη­ροὶ μα­ζί του, νὰ μὴν ἐκ­δη­λώ­νουν ἐν­θου­σια­σμό. Συ­νή­θως ὅ­μως αὐ­τὸ ἔ­χει ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τὰ παι­διὰ θέ­λουν καὶ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ν᾿ ἀ­κού­σουν τὸ «μπρά­βο» ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς καὶ τοὺς δα­σκά­λους τους. Ὅ­ταν αὐ­τοὶ δεί­χνουν μο­νί­μως ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τοι καὶ ἀ­παι­τοῦν πάν­τα τὸ κά­τι πα­ρα­πά­νω, τό­τε ἐ­κεῖ­να αἰ­σθά­νον­ται μο­νί­μως μιὰ ἀ­νε­πάρ­κεια, δὲν χαί­ρον­ται μὲ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τους, ἡ δὲ ἀ­γω­νί­α τους νὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν ἔ­στω τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρά, τὰ φορ­τώ­νει μὲ ἄγ­χος.

Χω­ρὶς νὰ γι­νό­μα­στε ὑ­περ­βο­λι­κοὶ μὲ κο­λα­κευ­τι­κοὺς ἐ­παί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι βλά­πτουν, ὀ­φεί­λου­με νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νου­με τὰ παι­διὰ μὲ τὸν δί­και­ο ἔ­παι­νο ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν κό­πο τους. Τὴ χρει­ά­ζον­ται αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­βρά­βευ­ση καὶ τὴν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση κά­θε προ­σπά­θειάς τους, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­να­πτύ­ξουν τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, νὰ ξε­δι­πλώ­σουν τὰ χα­ρί­σμα­τά τους καὶ νὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ φτε­ρά τους στὴ δη­μι­ουρ­γί­α. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­παν­τοῦ­με στὴ φι­λό­τι­μη προ­σπά­θειά τους μὲ ἕ­να «ναὶ μέν, ἀλ­λά», ψα­λι­δί­ζου­με κι ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ τὰ φτε­ρά τους. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λου­με, τὰ σπρώ­χνου­με στὴν ἀμ­φι­βο­λί­α, στὸ «μᾶλ­λον δὲν ἀ­ξί­ζω» καὶ στὸ «δὲν θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρω». Τὰ βά­ζου­με νὰ τρέ­ξουν τὴν κούρ­σα τοῦ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­του, ἀ­φοῦ καὶ στὴν ἑ­πό­με­νή τους προ­σπά­θεια κά­τι θὰ βροῦ­με γιὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­σου­με τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τους. Ἀλ­λὰ τί νό­η­μα ἔ­χει νὰ βα­δί­ζεις σ᾿ ἕ­να δρό­μο χω­ρὶς τέρ­μα;

Ἂς δί­νου­με στὰ παι­διά μας θε­τι­κὰ μη­νύ­μα­τα μὲ τὸ νὰ τοὺς δεί­χνου­με τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη μας, νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὸν κό­πο τους, νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν ἀ­γά­πη μας χω­ρὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις. Αὐ­τὸ ποὺ θέ­λουν ν᾿ ἀ­κού­σουν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς εἶ­ναι τὸ «πι­στεύ­ω σὲ σέ­να», «θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρεις», «εἶ­μαι δί­πλα σου». Ἂς ἐ­νι­σχύ­ου­με τὴν πί­στη τους ὅ­τι ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς βλέ­πει τὸν ἀ­γώ­να τους καὶ ὄ­χι μό­νο θὰ τὰ ἀν­τα­μεί­ψει, ἀλ­λὰ καὶ θὰ συμ­πλη­ρώ­σει μὲ τὴ Χά­ρι του τυ­χὸν ἐλ­λεί­ψεις καὶ ἀ­δυ­να­μί­ες τους. Ἂς βά­λου­με λοι­πὸν φρά­σεις στὸ λε­ξι­λό­γιό μας, ὅ­πως «εἶ­μαι πε­ρή­φα­νος γιὰ σέ­να»· «εἶ­σαι μο­να­δι­κὸς γι᾿ αὐ­τὸ ποὺ κα­τά­φε­ρες»· «μπρά­βο γιὰ τὴν προ­σπά­θεια ποὺ ἔ­κα­νες· ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γή­σει τὸν κό­πο σου», καὶ τό­τε τὰ παι­διά μας θὰ γί­νουν πιὸ αἰ­σι­ό­δο­ξα καὶ δη­μι­ουρ­γι­κά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2244, 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021, σελ. 248–249

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

(30 ΜΑΪΟΥ 2021)


 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 

    Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, δι­α­σπα­ρέν­τες οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ Στε­φά­νῳ δι­ῆλ­θον ἕ­ως Φοι­νί­κης καὶ Κύ­πρου καὶ ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, μη­δε­νὶ λα­λοῦν­τες τὸν λό­γον εἰ μὴ μό­νον ᾿Ι­ου­δα­ί­οις. ῏Η­σαν δέ τι­νες ἐξ αὐ­τῶν ἄν­δρες Κύ­πριοι καὶ Κυ­ρη­ναῖ­οι, οἵ­τι­νες εἰ­σελ­θόν­τες εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν ἐ­λά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελ­λη­νι­στάς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυ­ρί­ου μετ᾿ αὐ­τῶν, πο­λύς τε ἀ­ριθ­μὸς πι­στε­ύ­σας ἐ­πέ­στρε­ψεν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον. ᾿Η­κο­ύ­σθη δὲ ὁ λό­γος εἰς τὰ ὦ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μοις πε­ρὶ αὐ­τῶν, καὶ ἐ­ξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν δι­ελ­θεῖν ἕ­ως ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας· ὃς πα­ρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰ­δὼν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ ἐ­χά­ρη, καὶ πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἦν ἀ­νὴρ ἀ­γα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ πί­στε­ως· καὶ προ­σε­τέ­θη ὄ­χλος ἱ­κα­νὸς τῷ Κυ­ρί­ῳ. Ἐ­ξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀ­να­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν. Ἐ­γέ­νε­το δὲ αὐ­τοὺς ἐ­νια­υτὸν ὅ­λον συ­να­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ δι­δά­ξαι ὄ­χλον ἱ­κα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ᾳ τοὺς μα­θη­τὰς Χρι­στι­α­νο­ύς. ᾿Εν τα­ύ­ταις δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις κα­τῆλ­θον ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν· ἀ­να­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι ῎Α­γα­βος ἐ­σή­μα­νε διὰ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος λι­μὸν μέ­γαν μέλ­λειν ἔ­σε­σθαι ἐφ᾿ ὅ­λην τὴν οἰ­κου­μέ­νην· ὅ­στις καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ Κλαυ­δί­ου Κα­ί­σα­ρος. Τῶν δὲ μα­θη­τῶν κα­θὼς ηὐ­πο­ρεῖ­τό τις, ὥ­ρι­σαν ἕ­κα­στος αὐ­τῶν εἰς δι­α­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κα­τοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοῖς· ὃ καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν ἀ­πο­στε­ί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.    

(Πράξ. ια΄ [11] 19 – 30)

 

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ!

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ».

Ἀν­τι­ό­χεια! Ἡ τρί­τη με­γά­λη πό­λη τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας με­τὰ τὴν Ρώ­μη καὶ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ἡ πό­λη ποὺ μᾶς χά­ρι­σε τὸ ὄ­νο­μά μας, ἀ­φοῦ σ᾿ αὐ­τὴν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ οἱ πι­στοὶ ἀ­κό­λου­θοι τοῦ Χρι­στοῦ ὀ­νο­μά­στη­καν Χρι­στια­νοί.

Ἐ­δῶ λοι­πόν, στὴν Ἀν­τι­ό­χεια, φθά­νει τώ­ρα σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων ὁ ἀ­πό­στο­λος Βαρ­νά­βας, γιὰ νὰ ἐ­νι­σχύ­σει τοὺς πρώ­τους πι­στούς της προ­τρέ­πον­τάς τους,  ὅ­πως μᾶς λέ­γει τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, νὰ μέ­νουν ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στὸν Κύ­ριο μὲ ὅ­λη τὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς τους. Ἦ­ταν ὁ πιὸ κα­τάλ­λη­λος γι᾿ αὐ­τὸ τὸ ἔρ­γο, δι­ό­τι εἶ­χε εἰ­δι­κὸ χά­ρι­σμα πα­ρα­κλή­σε­ως, πα­ρη­γο­ριᾶς δη­λα­δὴ καὶ ἐ­νί­σχυ­σης, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄλ­λω­στε τοὺ εἶ­χαν δώ­σει καὶ τὸ ὄ­νο­μα Βαρ­νά­βας, ποὺ ση­μαί­νει στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα «υἱ­ὸς πα­ρα­κλή­σε­ως», ἄν­θρω­πος πα­ρη­γο­ριᾶς.

Ὅ­μως, ἐ­πει­δὴ τὸ πα­ρη­γο­ρη­τι­κὸ αὐ­τὸ ἔρ­γο τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα εἶ­ναι καὶ κα­θῆ­κον ὅ­λων μας, ἀ­ξί­ζει ἐ­δῶ νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Νὰ δοῦ­με τώ­ρα καὶ ἐ­μεῖς: Πό­σο ἀ­ναγ­καῖ­ο εἶ­ναι νὰ ἐ­νι­σχύ­ου­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, καὶ τί εἴ­δους ἐ­νί­σχυ­ση ὀ­φεί­λου­με νὰ προ­σφέ­ρου­με.

1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ

Τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ καὶ κα­τε­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ ἐ­νι­σχύ­ου­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο τὴν ὑ­πο­γραμ­μί­ζει πο­λὺ ἔν­το­να ἕ­νας στί­χος ἀ­πὸ τὸ γ΄ κε­φά­λαι­ο τῆς πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λῆς: «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε», λέ­γει, «ἑ­αυ­τοὺς καθ᾿ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ραν, ἄ­χρις οὗ τὸ σή­με­ρον κα­λεῖ­ται, ἵ­να μὴ σκλη­ρυν­θῇ τις ἐξ ὑ­μῶν ἀ­πά­τῃ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας» (στίχ. 13). Νὰ προ­τρέ­πε­τε δη­λα­δή, νὰ ἐ­νι­σχύ­ε­τε ὃ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο κά­θε μέ­ρα, ὅ­σο δια­ρκεῖ τὸ σή­με­ρα, ὅ­σο ὁ Θε­ὸς σᾶς δί­νει χρό­νο ζω­ῆς, ὥ­στε νὰ μὴ σκλη­ρυν­θεῖ κα­νέ­νας ἀ­πὸ σᾶς ξε­γε­λα­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.

Εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι ἄν­θρω­ποι, λέ­γει ἐ­δῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος, καὶ κιν­δυ­νεύ­ου­με. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ ξε­γε­λα­σθοῦ­με ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με σ᾿ αὐ­τήν. Ὁ­πό­τε, ἐ­ὰν πά­ρου­με αὐ­τὸ τὸν κα­τή­φο­ρο, θὰ κα­ταν­τή­σου­με στὸ νὰ γί­νει ἡ καρ­διά μας σκλη­ρὴ καὶ ἀ­ναί­σθη­τη.

Φο­βε­ρὸς πράγ­μα­τι ὁ κίν­δυ­νος, καὶ τὸν γνω­ρί­ζου­με ἐκ πεί­ρας ὅ­λοι μας, δι­ό­τι ὅ­λοι ἔ­χου­με δι­α­πι­στώ­σει πό­σο ἀ­δύ­να­τοι εἴ­μα­στε, καὶ πό­σο συ­χνὰ καὶ εὔ­κο­λα ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­μα­στε γιὰ τὸ ἂν θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­φαρ­μό­σου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἢ νὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ὁ κίν­δυ­νος γί­νε­ται ἀ­κό­μη φο­βε­ρό­τε­ρος ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α οὐ­δέ­πο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὅ­πως εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: ἐ­λε­ει­νή, βρω­με­ρή, ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κὴ καὶ κα­τα­στρο­φι­κή· ἀλ­λὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἑλ­κυ­στι­κή, γλυ­κειά, προ­κλη­τι­κή, ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ καὶ μᾶς ξε­γε­λᾶ. Ἅ­παξ δὲ καὶ μᾶς ἐμ­πλέ­ξαι στὰ δί­κτυ­ά της, εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο κα­τό­πιν νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ αὐ­τή. Δι­ό­τι ἡ κά­θε μιὰ ἁ­μαρ­τί­α ἑ­τοι­μά­ζει τὸ ἔ­δα­φος γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη, καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔ­τσι ἕ­νας φαῦ­λος κύ­κλος. Ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς λέ­γει συ­νε­χῶς: ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ καὶ θὰ στα­μα­τή­σω! Ἀλ­λὰ δὲν στα­μα­τᾶ, δι­ό­τι πλέ­ον ἡ ἁ­μαρ­τί­α τοῦ ἔ­χει γί­νει συ­νή­θεια καὶ πά­θος, ἡ δὲ καρ­διά του κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο σκλη­ραί­νει.

Τὸ ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι ὁ πό­λε­μος, ποὺ δε­χό­μα­στε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὰ πά­θη, ἐ­νι­σχύ­ε­ται δια­ρκῶς ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σπα­θεῖ λυσ­σω­δῶς καὶ μὲ μύ­ρι­ες ψεύ­τι­κες ὑ­πο­σχέ­σεις νὰ κάμ­ψει τὴν ἀν­τί­στα­σή μας, γιὰ νὰ μᾶς χω­ρί­σει αἰ­ω­νί­ως ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο ἑ­πο­μέ­νως πὼς σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κρί­σι­μο ἀ­γώ­να, καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες του, χρει­α­ζό­μα­στε ἐ­νί­σχυ­ση, τό­νω­ση, πα­ρη­γο­ριά. Ἕ­νας λό­γος ἐν­θαρ­ρυν­τι­κός, ποὺ θὰ ἀ­κού­σου­με στὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σω­τή­ριος. Νὰ μᾶς συγ­κρα­τή­σει ἀ­κρι­βῶς στὴν ἄ­κρη τοῦ γκρε­μοῦ. Νὰ λοι­πόν, ποὺ εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἐ­νι­σχύ­ου­με ὃ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο στὸν ἀ­γώ­να μας. Τί ἐ­νί­σχυ­ση ὅ­μως θὰ πρέ­πει νὰ προ­σφέ­ρου­με;

2. ΠΙΣΤΟΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ!

Τὰ λό­για του ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα πρὸς τοὺς πι­στοὺς τῆς Ἀν­τι­ό­χειας δεί­χνουν πο­λὺ κα­θα­ρὰ ποῦ ἀ­κρι­βῶς πέ­φτει τὸ βά­ρος τῆς ἐ­νί­σχυ­σης, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μι­λοῦ­με. Τοὺς προ­έ­τρε­πε, λέ­γει τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο, «τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»· νὰ μέ­νουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὸν Κύ­ριο μὲ τὴν δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς τους.

«Προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»! Νὰ εἶ­ναι ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στὸν Θε­ό, στε­ρε­ω­μέ­νοι καὶ ἀ­κλό­νη­τοι στὴν πί­στη τους πρὸς Αὐ­τόν. Μιὰ προ­τρο­πὴ τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­πευ­θύ­νου­με καὶ ἐ­μεῖς σή­με­ρα στὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ στοὺς ἄλ­λους. 

«Προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»! Νὰ στε­ρε­ώ­νου­με δη­λα­δὴ τὴν πί­στη μας στὴν αἰ­ώ­νια νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ στὸν ὕ­ψι­στο προ­ο­ρι­σμό μας. Δι­ό­τι ὁ πνευ­μα­τι­κός μας ἀ­γώ­νας συ­χνὰ γί­νε­ται δύ­σκο­λος. Ὁ­ρι­σμέ­νες μά­λι­στα φο­ρὲς οἱ πει­ρα­σμοὶ καὶ οἱ δο­κι­μα­σί­ες ἔρ­χον­ται ἀ­πα­νω­τὰ ἀ­στα­μά­τη­τα, καὶ ἡ ψυ­χὴ ποὺ πο­λε­μεῖ­ται, κιν­δυ­νεύ­ει νὰ λυ­γί­σει. Ἐ­κεῖ λοι­πὸν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­κου­σθεῖ ἕ­νας το­νω­τι­κὸς λό­γος, λό­γος πα­ρα­κλή­σε­ως, ποὺ νὰ λέ­γει: ΘΑΡΡΟΣ! Μὴ φο­βού­μα­στε, μὴ λι­πο­ψυ­χοῦ­με, μὴ δει­λι­ά­ζου­με! Ἂς μεί­νου­με προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὸν Κύ­ριο μέ­χρι τὸ τέ­λος. Ἄλ­λω­στε Ἐ­κεῖ­νος δὲν μᾶς ἀ­φή­νει πο­τὲ μό­νους, εἶ­ναι κον­τά μας. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ Οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι σκυμ­μέ­νος ἐ­πά­νω μας. Ἄγ­γε­λοι καὶ Ἀρ­χάγ­γε­λοι πα­ρα­κο­λου­θοῦν τὸν ἀ­γώ­να μας. Θάρ­ρος, λοι­πόν!

ΘΑΡΡΟΣ! Ὁ­δοι­πό­ροι εἴ­μα­στε, δι­α­βά­τες. «Πά­ροι­κοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοι». Δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ ἡ Πα­τρί­δα μας. Ἡ Πα­τρί­δα μας εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νός, ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ ἐ­που­ρά­νια Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἡ αἰ­ώ­νια Πό­λις τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με πώς, γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θου­με σ᾿ αὐ­τὴ τὴν Οὐ­ρά­νια Πό­λη, θὰ πρέ­πει νὰ κά­νου­με τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να στὰ λί­γα χρό­νια της ζω­ῆς μας. «Διὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων δεῖ ἡ­μᾶς εἰ­σελ­θεῖν εἰς τὴν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ» (Πράξ. ιδ΄[14] 22): διὰ μέ­σου πολ­λῶν θλί­ψε­ων θὰ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σου­με γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. 

Νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί. Νὰ κὰ­νου­με τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να. Νὰ μὴ ἀ­πο­κά­μου­με. ΘΑΡΡΟΣ! Στὸ τέ­λος τοῦ δρό­μου μᾶς πε­ρι­μέ­νει ἡ με­γά­λη, ἡ ἀ­τέ­λει­ω­τη χα­ρὰ τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ,  ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πό­λιν τς Σα­μα­ρε­ί­ας λε­γο­μέ­νην Συ­χὰρ, πλη­σί­ον το χω­ρί­ου ἔ­δω­κεν Ἰ­α­κὼβ Ἰ­ω­σὴφ τ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. ν δ ἐ­κεῖ πη­γὴ το Ἰ­α­κώβ. ον Ἰ­η­σοῦς κε­κο­πια­κὼς κ τς ὁ­δοι­πο­ρί­ας ἐ­κα­θέ­ζε­το οὕ­τως ἐ­πὶ τ πη­γῇ· ὥ­ρα ἦν ὡ­σεὶ ἕ­κτη.  ἔρ­χε­ται γυ­νὴ κ τς Σα­μα­ρε­ί­ας ἀν­τλῆ­σαι ὕ­δωρ. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Δς μοι πι­εῖν. ο γρ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἀ­πε­λη­λύ­θει­σαν ες τν πό­λιν, ἵ­να τρο­φὰς ἀ­γο­ρά­σω­σι. λέ­γει ον αὐ­τῷ γυ­νὴ Σα­μα­ρεῖ­τις· Πς σ Ἰ­ου­δαῖ­ος ὢν πα­ρ' ἐ­μοῦ πι­εῖν αἰ­τεῖς, οὔ­σης γυ­ναι­κὸς Σα­μα­ρε­ί­τι­δος; ο γρ συγ­χρῶν­ται Ἰ­ου­δαῖ­οι Σα­μα­ρε­ί­ταις. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Ε ᾔ­δεις τν δω­ρε­ὰν το Θε­οῦ κα τς ἐ­στιν ὁ λέ­γων σοι, δς μοι πι­εῖν, σ ν ᾔ­τη­σας αὐ­τὸν, κα ἔ­δω­κεν ἄν σοι ὕ­δωρ ζν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, οὔ­τε ἄν­τλη­μα ἔ­χεις, κα τ φρέ­αρ ἐ­στὶ βα­θύ· πό­θεν ον ἔ­χεις τ ὕ­δωρ τ ζν; μ σ με­ί­ζων ε το πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­α­κώβ, ς ἔ­δω­κεν ἡ­μῖν τ φρέ­αρ, κα αὐ­τὸς ξ αὐ­τοῦ ἔ­πι­ε κα ο υἱ­οὶ αὐ­τοῦ κα τ θρέμ­μα­τα αὐ­τοῦ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Πς πί­νων κ το ὕ­δα­τος το­ύ­του δι­ψή­σει πά­λιν· ς δ' ν πί­ῃ κ το ὕ­δα­τος ο ἐ­γὼ δώ­σω αὐ­τῷ, ο μ δι­ψή­σει ες τν αἰ­ῶ­να, ἀλ­λὰ τ ὕ­δωρ ὃ δώ­σω αὐ­τῷ, γε­νή­σε­ται ν αὐ­τῷ πη­γὴ ὕ­δα­τος ἁλ­λο­μέ­νου ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. λέ­γει πρς αὐ­τὸν γυ­νή· Κριε, δς μοι τοῦ­το τ ὕ­δωρ, ἵ­να μ δι­ψῶ μη­δὲ ἔρ­χο­μαι ἐν­θά­δε ἀν­τλεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ὕ­πα­γε φώ­νη­σον τν ἄν­δρα σου κα ἐλ­θὲ ἐν­θά­δε. ἀ­πε­κρί­θη ἡ γυ­νὴ κα εἶ­πεν· Οκ ἔ­χω ἄν­δρα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Κα­λῶς εἶ­πας ὅ­τι ἄν­δρα οκ ἔ­χω· πέν­τε γρ ἄν­δρας ἔ­σχες, κα νν ν ἔ­χεις οκ ἔ­στι σου ἀ­νήρ· τοῦ­το ἀ­λη­θὲς εἴ­ρη­κας. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι προ­φή­της ε σ. ο πα­τέ­ρες ἡ­μῶν ἐν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· κα ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­στὶν ὁ τό­πος ὅ­που δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Γναι, πί­στευ­σόν μοι ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ὅ­τε οὔ­τε ν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ οὔ­τε ν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τ πα­τρί. ὑ­μεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε οκ οἴ­δα­τε, ἡ­μεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν οἴ­δα­μεν· ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ἐ­στίν. ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, κα νν ἐ­στιν, ὅ­τε ο ἀ­λη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τ πα­τρὶ ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· κα γρ πα­τὴρ τοι­ο­ύ­τους ζη­τεῖ τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν. πνεῦ­μα Θε­ός, κα τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τὸν ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Οἶ­δα ὅ­τι Μεσ­σί­ας ἔρ­χε­ται ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, ἀ­ναγ­γε­λεῖ ἡ­μῖν πάν­τα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι, λα­λῶν σοι. κα ἐ­πὶ το­ύ­τῳ ἦλ­θον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ, κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει· οὐ­δεὶς μέν­τοι εἶ­πε, τ ζη­τεῖς τ λα­λεῖς με­τ' αὐ­τῆς; Ἀ­φῆ­κεν ον τν ὑ­δρί­αν αὐ­τῆς γυ­νὴ κα ἀ­πῆλ­θεν ες τν πό­λιν, κα λέ­γει τος ἀν­θρώ­ποις· Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον ὃς εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα· μή­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός; ἐ­ξῆλ­θον ον κ τς πό­λε­ως κα ἤρ­χον­το πρς αὐ­τόν. ν δ τ με­τα­ξὺ ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, φά­γε. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­γὼ βρῶ­σιν ἔ­χω φα­γεῖν, ν ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε. ἔ­λε­γον ον ο μα­θη­ταὶ πρς ἀλ­λή­λους· Μ τις ἤ­νεγ­κεν αὐ­τῷ φα­γεῖν; λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­μὸν βρῶ­μά ἐ­στιν ἵ­να ποι­ῶ τ θέ­λη­μα το πέμ­ψαν­τός με κα τε­λει­ώ­σω αὐ­τοῦ τ ἔρ­γον. οχ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἔ­τι τε­τρά­μη­νός ἐ­στι κα θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; ἰ­δοὺ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­πά­ρα­τε τος ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­μῶν κα θε­ά­σα­σθε τς χώ­ρας, ὅ­τι λευ­καί εἰ­σι πρς θε­ρι­σμόν ἤ­δη. κα θε­ρί­ζων μι­σθὸν λαμ­βά­νει κα συ­νά­γει καρ­πὸν ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, ἵ­να κα σπε­ί­ρων ὁ­μοῦ χα­ί­ρῃ κα θε­ρί­ζων. ν γρ το­ύ­τῳ λό­γος ἐ­στὶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς, ὅ­τι ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπε­ί­ρων κα ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ἐ­γὼ ἀ­πέ­στει­λα ὑ­μᾶς θε­ρί­ζειν οχ ὑ­μεῖς κε­κο­πι­ά­κα­τε· ἄλ­λοι κε­κο­πι­ά­κα­σι, κα ὑ­μεῖς ες τν κό­πον αὐ­τῶν εἰ­σε­λη­λύ­θα­τε. κ δ τς πό­λε­ως ἐ­κε­ί­νης πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ες αὐ­τὸν τν Σα­μα­ρει­τῶν δι­ὰ τν λό­γον τς γυ­ναι­κὸς, μαρ­τυ­ρο­ύ­σης ὅ­τι εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα. ς ον ἦλ­θον πρς αὐ­τὸν ο Σα­μα­ρεῖ­ται, ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν μεῖ­ναι πα­ρ' αὐ­τοῖς· κα ἔ­μει­νεν ἐ­κεῖ δύ­ο ἡ­μέ­ρας. κα πολ­λῷ πλε­ί­ους ἐ­πί­στευ­σαν δι­ὰ τν λό­γον αὐ­τοῦ, τ τε γυ­ναι­κὶ ἔ­λε­γον ὅ­τι οὐ­κέ­τι δι­ὰ τν σν λα­λιὰν πι­στε­ύ­ο­μεν· αὐ­τοὶ γρ ἀ­κη­κό­α­μεν, κα οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τὴρ το κό­σμου ὁ Χρι­στός.    

   (Ἰωάν. δ΄[4] 5- 42)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἒρ­χε­ται Ἰησοῦς σὲ μιά πό­λη τῆς Σα­μάρειας πού λε­γό­ταν Συ­χάρ, ὁποία ­ταν κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ πού εἶχε δώσει ­α­κὼβ στὸ γιὸ του τὸν ­ω­σήφ. ­πῆρ­χε μά­λι­στα ἐκεῖ κι ἕνα πηγάδι πού εἶχε ἀνοίξει ­α­κώβ. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμὲνος ἀπό τήν πεζοπορία, κα­θό­ταν κον­τὰ στὸ πη­γά­δι. Ἡ ὥρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἔ­ξι ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἡλίου, δη­λα­δὴ δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι. Ἔρ­χε­ται τό­τε μί­α γυ­ναί­κα πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι νε­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τότε ὁ ὁποῖος πραγ­μα­τι­κὰ δι­ψοῦ­σε, τῆς εἶ­πε: Δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ. Καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα νε­ρό, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τὲς Tου, πού θὰ φρόν­τι­ζαν νὰ βγά­λουν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι, εἶχαν πά­ει στὴν πό­λη ν' ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Τοῦ λέ­ει λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα: Πῶς ἐσύ πού εἶ­σαι Ἰ­ου­δαῖ­ος, κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ ζη­τᾶς νὰ πι­εῖς νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­να, πού εἶ­μαι γυ­ναί­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα; Κι ἔ­κα­νε ἡ γυ­ναί­κα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, δι­ό­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι μι­σοῦ­σαν τοὺς Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ δὲν εἶ­χαν σχέ­σεις μα­ζί τους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν γνώ­ρι­ζες τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού δίνει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ σοῦ λέ­ει τώ­ρα, δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ, ἐσύ θά τοῦ ζη­τοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔ­δι­νε νε­ρὸ τρε­χού­με­νο, πού δὲ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Θὰ σοῦ ἔ­δι­νε αὐ­τὸς τὴ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁποία σὰν πνευ­μα­τι­κὸ νε­ρὸ κα­θα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, πα­ρη­γο­ρεῖ καὶ ζω­οποεῖ τίς ψυ­χές, χω­ρὶς νὰ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, ἀ­σφα­λῶς τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μι­λᾶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι αὐ­τό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἀγ­γεῖ­ο ἔ­χεις, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βγά­λεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ νε­ρό, ἀλλά καὶ τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πὸ ποῦ λοι­πὸν ἔ­χεις τὸ τρε­χού­με­νο καὶ ἀ­στεί­ρευ­το νε­ρό; Μή­πως ἐσύ εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος στὴν ἀξία καὶ τὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μας τὸν Ἰ­α­κώβ, πού μᾶς ἔ­δω­σε ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ τὸ πη­γά­δι αὐ­τὸ καὶ δὲν ζή­τη­σε ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο νε­ρό, ἀλλά ἀ­π' αὐ­τὸ ἤ­πι­ε καὶ ὁ ἴδιος, ὅ­πως καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῶ­α του πού ἔ­τρε­φε καὶ ἔ­βο­σκε; Τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Βε­βαί­ως δὲν ἐν­νο­ῶ τὸ νε­ρὸ τοῦ πη­γα­διοῦ αὐ­τοῦ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, θὰ δι­ψά­σει πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ πού θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τὲ στὸν αἰ­ώ­να· ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώ­σω θὰ με­τα­βλη­θεῖ μέ­σα του σὲ πη­γὴ νε­ροῦ πού δὲν θὰ στε­ρεύ­ει, ἀλλά θὰ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ θὰ ἀ­να­πη­δᾶ καὶ θὰ τρέ­χει πάν­το­τε γιὰ νὰ τοῦ με­ταγ­γί­ζει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Τοῦ λέ­ει τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴ δι­ψῶ καὶ νὰ μὴν ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σὲ τό­σο κό­πο νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ γιὰ νὰ βγά­ζω νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐ­φό­σον τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ δὲν τὸ θέ­λεις μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀλλά καὶ γιὰ ἐ­κεί­νους μὲ τοὺς ὁποίους συ­ζεῖς, πή­γαι­νε, φώ­να­ξε τὸν ἄν­δρα σου κι ἔ­λα ἐ­δῶ μα­ζὶ μ' αὐ­τόν, ὥ­στε κι ἐ­κεῖ­νος νὰ δε­χθεῖ μα­ζί σου τὴ δω­ρε­ὰ αὐ­τή. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Δὲν ἔ­χω ἄν­δρα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Κα­λὰ εἶ­πες «δὲν ἔ­χω ἄν­δρα». Δι­ό­τι ἔ­χεις πά­ρει πέν­τε ἄν­δρες, τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Καὶ τώ­ρα μ' αὐ­τὸν πού ζεῖς, εἶ­σαι συν­δε­δεμέ­νη κρυ­φά, καὶ γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἄν­δρας σου. Αὐ­τὸ τό εἶπες ἀ­λή­θεια. Τοῦ λέ­ει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἐσύ εἶσαι προ­φή­της. Δι­ό­τι μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μυ­στι­κὰ τῆς ζωῆς μου, ἐ­νῶ δὲν μ' ἔ­χεις συ­ναν­τή­σει ἄλ­λη φορά, ἀλλά μό­λις σή­με­ρα μὲ βλέ­πεις γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Σὲ πα­ρακα­λῶ λοι­πὸν νὰ μὲ δι­α­φω­τί­σεις πά­νω στὸ πα­ρα­κάτω σπου­δαῖ­ο ζή­τη­μα: Οἱ πα­τέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν καὶ λά­τρευ­σαν τόν Θε­ὸ στὸ ὄ­ρος αὐ­τὸ τὸ Γα­ρι­ζείν, ἐ­νῶ ἐσεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­τε ὅ­τι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι ὁ τόπος πού πρέπει νά λα­τρεύ­ου­με τὸν Θε­ό. ἐσύ λοι­πὸν ὡς προ­φή­της τί λέ­ς γι' αὐ­τό; Τῆς λέ­ει ὁ Ἰησοῦς: Πί­στε­ψέ με, γυ­ναί­κα, ὅ­τι γρή­γο­ρα ἔρ­χε­ται ὁ και­ρὸς πού οὔ­τε σ' αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ τὸ Γαριζείν μό­νο, οὔτε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ θὰ λα­τρεύσε­τε τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Ἐσεῖς οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἀ­πορ­ρί­ψα­τε τὰ βι­βλί­α τῶν προφητῶν καὶ προ­σκυ­νᾶ­τε ἐ­κεῖ­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔχετε σα­φῆ καὶ πλή­ρη γνώ­ση. Ἐμεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι προ­σκυνοῦμε ἐκεῖνο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κάθε ἄλ­λον. Ἀ­πό­δει­ξη μά­λι­στα γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ὁ Μεσσίας πού θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τους Ἰουδαί­ους. Αὐ­τοὺς δι­ά­λε­ξε ὁ Θε­ὸς ὡς λα­ὸ δι­κό του καὶ αὐ­τοὶ τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν λά­τρευ­σαν τε­λει­ό­τε­ρα ἀπό κά­θε ἄλ­λον λα­ό. Πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥ­ρα αὐ­τὴ ἔ­χει ἤ­δη ἔλ­θει, πού οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ προσκυ­νη­τὲς θὰ προ­σκυ­νή­σουν καὶ θὰ λα­τρεύ­σουν τόν Πα­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀ­λη­θι­νά· δη­λα­δὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευ­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ μὲ λα­τρεί­α ὂχι τυ­πι­κὴ καὶ σκι­ώ­δη, ἀλλά πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πὸ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Δι­ό­τι καὶ ὁ Πατήρ ζητᾶ ἐ­πί­μο­να τέ­τοι­οι ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πραγ­μα­τι­κοὶ προ­σκυνη­τὲς νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα, γι' αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ τό­πους. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν πρέ­πει νὰ τὸ προ­σκυ­νοῦν μὲ τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κὲς δυνάμεις, μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ μὲ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας πού τοῦ ἁρ­μό­ζει. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὄ­νο­μα πού με­τα­φρά­ζε­ται μὲ τὴ λέ­ξη Χριστός. Ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ δι­δά­ξει ὅ­λα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐγώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας, ἐγώ πού τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ σοῦ μι­λά­ω.

Καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἦλ­θαν οἱ μα­θη­τές του καὶ ἀ­πό­ρη­σαν πού ὁ δι­δά­σκα­λος μι­λοῦ­σε δη­μο­σί­ως μὲ γυ­ναί­κα, κά­τι πού ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις τῶν ραβ­βί­νων. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τοῦ εἶ­πε: Τί ζη­τᾶς νὰ σοῦ κά­νει ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, ἢ γιὰ ποι­ὸ θέ­μα μι­λᾶς μα­ζὶ της; Στὸ με­τα­ξὺ ἡ γυ­ναί­κα, γε­μά­τη συγ­κί­νη­ση ὕ­στε­ρα ἀ­π' αὐ­τὰ πού ἄ­κου­σε, ἄ­φη­σε τὴ στά­μνα της στὸ πη­γά­δι καὶ πῆ­γε τρέ­χον­τας στὴν πό­λη κι ἄρ­χι­σε νὰ

λέ­ει στοὺς ἀν­θρώ­πους: Ἐλᾶτε νὰ δεῖ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, καὶ αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κὰ καὶ προ­σω­πι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μου. Μή­πως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός; Βγῆ­καν λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πό­λη οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες κι ἄρ­χι­σαν νὰ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τόν.

Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­μως, μέ­χρι νὰ εἰ­δο­ποι­η­θοῦν οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ νὰ ἔλ­θουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π' τὸ πνευ­μα­τι­κό του ἔρ­γο καὶ δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιὰ φα­γη­τό, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μα­θη­τὲς καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Δι­δά­σκα­λε, φά­ε κά­τι. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ ἔ­χω φα­γη­τὸ νὰ φά­ω πού ἐσεῖς δὲν τὸ ξέ­ρε­τε. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Μή­πως τὴν ὥ­ρα πού λεί­πα­με τοῦ ἔ­φε­ρε κα­νεὶς ἄλ­λος φα­γη­τὸ κι ἔ­φα­γε; Τοὺς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Δι­κό μου φα­γη­τό, πού μὲ χορ­ταί­νει καὶ μὲ τρέ­φει, εἶ­ναι νὰ κά­νω πάν­το­τε τὸ θέ­λη­μα ἐ­κεί­νου πού μὲ ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τὸ ἔρ­γο του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καὶ τὸ θερ­μὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ μὲ ἀ­πορ­ρό­φη­σε ὁ­λό­κλη­ρο τώ­ρα πού πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θουν ἐ­δῶ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, καὶ μοῦ ἔ­κο­ψε κά­θε ὄ­ρε­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ πεί­να. Δὲν λέ­τε ἐσεῖς ὅ­τι τέσ­σε­ρις μῆ­νες μέ­νουν ἀ­κό­μη καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; Στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅ­μως σπο­ρὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει καὶ σὲ χρονικό δι­ά­στη­μα πο­λὺ πιὸ σύν­το­μο. Καὶ γιὰ νὰ πει­σθεῖ­τε γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ πού σᾶς λέ­ω, ση­κῶ­στε τὰ μά­τια σας καὶ κοι­τάξ­τε τὸ πλῆ­θος αὐ­τὸ τῶν Σα­μα­ρει­τῶν πού ἔρ­χονται. Μοιά­ζουν οἱ ψυ­χές τους μὲ χω­ρά­φια, στὰ ὁποῖα δέν πρόφθασε νά σπαρεῖ ὁ λό­γος τῆς ἀ­λή­θειας, κι ὅ­μως εἶ­ναι λευ­κὰ καὶ ὥ­ρι­μα πλέ­ον, ἕ­τοι­μα νὰ θε­ρι­σθοῦν. Ἔ­τσι καὶ σ' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι τώ­ρα ὥ­ρι­μες γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θε­ρί­ζει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­γρὸ παίρ­νει μι­σθό, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι χαί­ρε­ται καὶ ἐ­δῶ βλέ­πον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή, ἀλλά καὶ δι­ό­τι θὰ ἀνταμειφθεῖ καὶ στὴ μελ­λον­τι­κὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἐ­πει­δή λοι­πὸν ἑλ­κύ­ει στὴ σω­τη­ρί­α ψυ­χὲς ἀ­θά­να­τες, συ­να­θροίζει καρ­πὸ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Κι ἔ­τσι, στὴν πνευ­μα­τι­κὴ σπο­ρὰ πού γί­νε­ται τώ­ρα, χαί­ρο­μαι κι ἐγώ πού σπέρ­νω μα­ζὶ μὲ σᾶς πού θὰ θε­ρί­σε­τε. Δι­ό­τι στὴ δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀληθινή πα­ροι­μί­α, ὅ­τι ἄλ­λος ἔ­σπει­ρε κι ἄλ­λος θε­ρί­ζει. Ἔσπειρα ἐγώ καὶ θὰ θε­ρί­σε­τε ἐσεῖς, ὅ­πως καὶ μελ­λον­τι­κὰ θὰ σπέρ­νε­τε ἐσεῖς καί θά θερίζουν οἱ δι­ά­δο­χοί σας. Ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔ­στει­λα γιὰ νὰ θερίζετε καρ­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν ἔ­χε­τε κο­πιά­σει γιὰ νὰ σπαρεῖ. Ἄλ­λοι, δη­λα­δὴ ἐγώ καί οἱ προ­φῆ­τες πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ἔ­χουν κο­πιά­σει κι ἔ­χουν σπεί­ρει, κι ἐσεῖς ἔ­χε­τε μπεῖ στοὺς κό­πους καὶ τὴ σπο­ρά τους γιὰ νὰ θε­ρί­σε­τε. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη Συ­χὰρ πολ­λοὶ ἀ­πό τους Σα­μαρεῖτες πί­στε­ψαν σ' αὐ­τὸν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς γυ­ναί­κας πού ἔ­λε­γε «μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, κι αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔτε ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὅ­ποι­ους συ­ζῶ καὶ μέ γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θαν κον­τὰ του οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νει γιὰ πάν­τα μα­ζί τους. Κι ἔ­μει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἔ­κα­νε τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ἡμέρες πί­στε­ψαν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἦλ­θαν στὸ πη­γά­δι καὶ τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ μεί­νει στὴν πό­λη τους. Καὶ στὴ γυ­ναί­κα ἔ­λε­γαν ὅ­τι δὲν πι­στεύ­ου­με πλέ­ον γιὰ τὰ ὅ­σα μᾶς εἶπες ἐσύ. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι τὸν ἔ­χου­με τώ­ρα ἀ­κού­σει καὶ γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός.