ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(29 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν
μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ
ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
(Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΝΑΟΙ ΘΕΟΥ ΕΜΨΥΧΟΙ
1. ΚΤΙΖΟΥΜΕ ΝΑΟ
Κάθε πιστός,
λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀποτελεῖ μία πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ
Θεοῦ. Ἕνα οἰκοδόμημα στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ ὡς ἀρχιτέκτονες
καὶ κτίστες τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς πνευματικοὺς πατέρας
καὶ διδασκάλους. Ἀλλὰ καλεῖ καὶ τὸν καθένα μας νὰ ἐργασθεῖ στὸ κτίσιμο
τοῦ προσωπικοῦ του οἰκοδομήματος.
Ἀλλὰ γιὰ τί
εἴδους οἰκοδόμημα πρόκειται; Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ στὴ συνέχεια
ἐξηγεῖ ὅτι τὸ οἰκοδόμημα αὐτὸ τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἅγιο καὶ ἱερό,
διότι δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ κατασκεύασμα, ἀλλὰ εἶναι ναός, κατοικητήριο
τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως συμβαίνει αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι ὅταν μιλοῦν γιὰ ναοὺς
συνήθως ἀναφέρονται στὶς ἐκκλησίες ποὺ κτίζουν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ
πράγματι ὁ Θεὸς ἐκδηλώνει τὴν παρουσία του στὰ ἄψυχα αὐτὰ ἱερὰ οἰκοδομήματα
ποὺ εἶναι ἀφιερωμένα σ᾿ αὐτὸν καὶ στὴν λατρεία του. Πολὺ περισσότερο
ὅμως ὁ Θεὸς ὡς Πνεῦμα ἄπειρο θέλει νὰ ἔχει ὡς κατοικητήριό του τὶς
ψυχὲς τῶν λογικῶν καὶ πνευματικῶν ὑπάρξεων.
Ὅταν λοιπὸν
μᾶς ἐδημιούργησε ὁ Θεός, ἐγκατέστησε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν πρωτοπλάστων
ἕνα ναό, ἕνα πνευματικὸ θυσιαστήριο, ἀπ᾿ ὅπου μποροῦσαν νὰ προσφέρουν
τοὺς ἑαυτούς τους θυσία ἀληθινὴ στὸν Θεό. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ παρέβησαν
τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ θυσιαστήριο ποὺ ὑπῆρχε στὶς καρδιές τους ἀνατράπηκε.
Ἡ φωτιὰ ποὺ ὑπῆρχε ἐπάνω του σβήστηκε. Κι ἀντὶ γιὰ εὐωδία, δυσωδία
καὶ ἀναθυμιάσεις ἁμαρτωλὲς ἄρχισαν νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τῶν
ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς
ὑπῆρξε τὸ μεγάλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ: μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, μὲ τὴν
σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή του, ἀνήγειρε καὶ πάλι ἀπὸ τὰ ἐρείπια τὸν
ἱερὸ αὐτὸ ναὸ μέσα στὶς ψυχές μας. Τώρα πλέον οἱ πιστοὶ μὲ τὸ ἱερὸ
Βάπτισμα γινόμαστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος. Θυσιαστήριο ἱερὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο
προσφέρουμε στὸν ἅγιο Θεὸ κάθε πνευματικὴ λατρεία. Τοῦ προσφέρουμε
τὶς προσευχὲς καὶ δεήσεις μας, τὴν καρδιά μας καὶ τὴν ὕπαρξή μας ὁλόκληρη,
εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς.
2. OΙ ΚΤΙΣΤΕΣ
Στὴ συνέχεια
ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔθεσε στὸν ναὸ τῆς ψυχῆς μας
ὡς ἀρχιτέκτονες καὶ κτίστες τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅλοι λοιπὸν
αὐτοί, οἱ διδάσκαλοι καὶ γενικώτερα οἱ διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου,
ἔχουν κληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουν οἱ κτίστες τοῦ πνευματικοῦ οἰκοδομήματος
κάθε ψυχῆς.
Κτίστες ὅμως
καλούμαστε ἀπὸ τὸν Κύριό μας νὰ γίνουμε καὶ ὅλοι οἱ πιστοί. Νὰ ἐργαζόμαστε
καθημερινὰ στὸ κτίσιμο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς ψυχῆς μας. Νὰ προετοιμάζουμε
καθημερινὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ τὸν καθιστοῦμε ναὸν ἔμψυχον. Καὶ μάλιστα
τὸν ἱερὸ αὐτὸ ναὸ τῆς ψυχῆς μας ὀφείλουμε νὰ τὸν ἀποπερατώσουμε
μέσα σὲ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα, ὅσα χρόνια δηλαδὴ ἐπιγείου
ζωῆς μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος. Διότι μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν θὰ μποροῦμε
πλέον οὔτε ἕνα μικρὸ λιθαράκι νὰ προσθέσουμε στὸ οἰκοδόμημά μας.
«Ἕως ἡμέρα ἐστὶ καὶ ἕως τὸ σήμερον καλεῖται» μποροῦμε νὰ οἰκοδομοῦμε.
Ὅταν φύγει ἡ ἡμέρα αὐτῆς τῆς ζωῆς, «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰω.
θ'[9] 4, Ἑβρ. γ'[3] 13).
3. ΤΑ ΥΛΙΚΑ
Κατόπιν ὁ Ἀπόστολος
τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χρησιμοποιοῦμε τὰ ἴδια ὑλικὰ
στὸ κτίσιμο τοῦ ἱεροῦ οἰκοδομήματος τῆς ψυχῆς μας. Ἄλλοι κτίζουν μὲ
πολύτιμα ὑλικά: μὲ χρυσάφι, ἀσήμι καὶ πολύτιμους λίθους, κι ἄλλοι
μὲ εὐτελῆ: μὲ ξύλα, ἄχυρα καὶ καλάμια. Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος προειδοποιεῖ:
τὸ ἔργο κάθε κτίστου κάποτε θὰ γίνει φανερό. Διότι ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως
θὰ τὸ ξεσκεπάσει καὶ θὰ φανέρωσει τὰ ὑλικά, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ οἰκοδόμημά
του κτίστηκε.
Τί νόημα ὅμως
ἔχουν τὰ διάφορα αὐτὰ ὑλικά;
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος χρησιμοποιώντας εἰκόνες ἀπὸ τὸ κτίσιμο ὑλικῶν οἰκοδομῶν,
ἀναφέρει ἕξι εἰδῶν ὑλικὰ σὲ δύο κατηγορίες: μάρμαρα, χρυσάφι
καὶ ἀσήμι – ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ ἀνάκτορα – ἢ ἄχυρα, ξύλα καὶ
καλάμια – γιὰ καλύβες.
Τὰ τρία πρῶτα
ὑλικὰ ἀναφέρονται στὶς ἀρετές. Τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσήμι καὶ οἱ πολύτιμοι
λίθοι συμβολίζουν τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς. Ἐὰν θέλουμε λοιπὸν
νὰ κτίσουμε τὸν ἱερὸ ναὸ μέσα μας λαμπρὸ καὶ ἀπαστράπτοντα, θὰ πρέπει
νὰ καλλιεργήσουμε μέσα μας ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωή. Μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ
ἀκτινοβολεῖ ἀπό τους πολύτιμους λίθους τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς ἀγάπης,
τῆς ἁγνότητος καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐνῶ τὰ εὐτελῆ καὶ πρόχειρα ὑλικά,
τὰ ξύλα, τὰ χόρτα καὶ τὰ καλάμια συμβολίζουν τὰ διάφορα εἴδη τῆς κακίας,
τὶς πονηρὲς πράξεις. Συμβολίζουν μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ ράθυμη πνευματικὴ
ζωὴ χωρὶς αὐταπάρνηση καὶ θυσία.
Καὶ τὸ φοβερὸ
πρόβλημα σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ὅτι νομίζουμε πὼς κτίζουμε τὸν
ναὸ τῆς ψυχῆς μας μὲ χρυσάφι καὶ ἀσήμι, ἐνῶ κτίζουμε μὲ ἄχυρα καὶ ξύλα.
Καὶ πόσο τραγικὸ θὰ εἶναι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ μᾶς ἀποδοκιμάσει
ὁ Κύριος, νὰ χάσουμε τὸν μισθό μας καὶ νὰ ριψοκινδυνεύσουμε ἔτσι τὴν
σωτηρία μας!
Μὲ τί ὑλικὰ
λοιπὸν χτίζουμε τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς ψυχῆς μας;
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι
ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ·
Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων
αὐτῶν
εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κι ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ μὴν
παρασυρθοῦν οἱ μαθητές του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους πού ἤθελε
νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά, τοὺς ἀνάγκασε νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν
πρὶν ἀπ' αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ
διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε
στὸ βουνὸ
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος του. Κι
ὅταν βράδιασε καλά, ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο ὅμως εἶχε προχωρήσει πλέον στὴ μέση
τῆς λίμνης καὶ συνταρασσόταν ἀπὸ
τὰ κύματα.
Διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καὶ στὸ τελευταῖο
τρίωρο τῆς νύχτας, ὅταν τὸ τέταρτο
τμῆμα τῶν σκοπῶν παραλαμβάνει τὴ στρατιωτικὴ
φρουρά, ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ' τὸ βουνὸ
καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς
περπατώντας πάνω στὴ θάλασσα, σὰν νὰ ἦταν ἡ θάλασσα στεριά. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάει
πάνω στὴ θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ὅτι αὐτὸ
πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἀπ’ τόν
φόβο τους ἔβγαλαν κραυγή. Ἀμέσως ὅμως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: Ἔχετε θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μὴ φοβάστε. Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε
ὁ Πέτρος:
Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ
νὰ ἔλθω κοντά σου περπατώντας πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ἔλα. Καὶ τότε
ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε
πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθει κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε τὸν ἀέρα πόσο δυνατὸς ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του
καὶ φοβήθηκε, καὶ καθὼς ἄρχισε νὰ βουλιάζει, φώναξε δυνατά:
Κύριε, σῶσε με, διότι κινδυνεύω νὰ πνιγῶ. Ἀμέσως
ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε
καί τοῦ εἶπε: Ὀλιγόπιστε, γιατί
δείλιασες; Κι ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος μπῆκαν στὸ πλοῖο,
ἡσύχασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι
ἦταν ἤδη στὸ πλοῖο
ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν
μὲ πολλὴ εὐλάβεια λέγοντας: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέρασαν ἀπ' τὸ ἕνα μέρος
τῆς λίμνης στὸ ἄλλο, ἦλθαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ.