ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει
τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς
τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ ᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ
Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι
τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι
ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν·
συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς,
καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν
τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα
βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν
γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον
τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες
εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως
ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης
ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι
αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς
συγγενίας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω». Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς
Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα
αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. Σολομὼν
δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς
κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος
τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Σκληροτράχηλοι
καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ
῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν
οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας
περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε·
οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.
᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον
τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας
εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ,
καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα
αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως
ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας
νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον
καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε
φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο
εἰπὼν ἐκοιμήθη.
(Πράξ. Ϛ΄[6] 8-15, ζ΄[7] 1-5, 47-60)
Ο
ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
1. Φλόγα ἀνίκητη
Ρεῦμα ὑψηλῆς τάσεως διατρέχει
τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Μία μορφὴ φλογερή,
πυρακτωμένη ἀπὸ τὴ θεία φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ἅγιος πρωτομάρτυς
καὶ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος, ἐμφανίζεται ὅλος δύναμη ἐνώπιόν μας
μέσα ἀπὸ τήν παραστατική περιγραφὴ τοῦ ἱεροῦ κειμένου τῶν πράξεων
τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι βεβαίως ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἡ
σημερινή. Καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναγινώσκεται αὐτὴ ἡ περικοπή.
Τί φλόγα εἶχε μέσα
του αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος! «Πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως» ἦταν, μᾶς
πληροφορεῖ τὸ θεόπνευστο κείμενο. Καὶ σημειώνει ὅτι, ὅσοι προσπάθησαν
νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν σὲ συζήτηση μαζί του, «οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι
τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἑλάλει»· δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν
στὴ σοφία καὶ τὴν πνευματικὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία μιλοῦσε.
Ἡ δύναμη αὐτὴ φανερώνεται πολὺ ἔντονα
στὴν ὁμιλία, ποὺ ὁ Στέφανος ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἑβραίους. Εἶναι μία
ὁμιλία μὲ ἰσχυρότατα ἐπιχειρήματα καὶ ἔντονα ἐλεγκτική· μία ὁμολογία
πίστεως θαυμαστή. Θὰ μποροῦσε ὁ Στέφανος, βλέποντας τὸ μίσος καὶ τὴ
λύσσα τῶν συμπατριωτῶν του, νὰ κάνει κάποιον ἑλιγμό· νὰ προσπαθήσει
δηλαδὴ νὰ τοὺς καλοπιάσει. Θὰ κέρδιζε ἴσως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴ ζωή
του. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν διστάζει, οὔτε ἀμφιταλαντεύεται. Ἐκθέτει
τὴν ἀλήθεια χωρὶς περιστροφές. Καὶ αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ στὸν θάνατο.
Ἦταν πράγματι ὅλος
φλόγα ὁ Στέφανος. Φλόγα ἀνίκητη. Πόθος του, ἐπιθυμία του, ἀγωνία
του ἦταν τὸ νὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μεταδοθεῖ τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας
τῶν ἀνθρώπων. Καί, προκειμένου αὐτὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ, δὲν ὑπολόγιζε
τίποτα. Τὴν ἴδια τὴ ζωή του προσέφερε ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴν ἐπιτυχία
αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ. Καὶ μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ἔδιδε μὲ ἀπίστευτο
ζῆλο τὴ μαρτυρία του.
Αὐτὸ τὸ παράδειγμα
φωνάζει καὶ στὸν καθένα μας ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἐγκολπωθοῦμε τὸ πνεῦμα
τῆς ὁμολογίας τοῦ πρωτομάρτυρος. Νὰ ὁμολογοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πίστη
μας στὸν Κύριο, ἀνεξαρτήτως τῶν συνεπειῶν, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει αὐτό.
Νὰ μὴ διστάζουμε καὶ νὰ μὴ κρυβόμαστε. Καὶ κυρίως νὰ μὴν ἐπιχειροῦμε
νὰ κάνουμε συμβιβασμοὺς στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ φόβο μήπως δυσαρεστήσουμε
κάποιους. Ἀλλὰ μὲ θάρρος καὶ ἡρωϊκὸ πνεῦμα νὰ δίνουμε σὲ κάθε περίσταση
τὴ μαρτυρία μας γιὰ τὸν Χριστό· καὶ αὐτὸ θὰ γίνει πηγὴ εὐλογίας μεγάλης
σὲ ὃλη τὴ ζωή μας.
2. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς σκυτάλης
Ἡ θαρραλέα ὁμολογία
τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἐρέθισε μέχρι μανίας τοὺς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι
τὸν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησαν.
Σημειώνει δὲ τὸ ἱερὸ κείμενο ὅτι οἱ Ἑβραῑοι, ποὺ λιθοβολοῦσαν
τὸν Στέφανο, εἶχαν ἀφήσει τὰ ἐνδύματα τους πρὸς φύλαξη στὰ πόδια τοῦ
Σαύλου, δηλαδὴ τοῦ μετέπειτα ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος πρέπει να
ἦταν τότε ἡλικίας 25 μὲ 30 ἐτῶν.
Ὁ Σαῦλος λόγῳ ἡλικίας
δὲν λιθοβόλησε ὁ ἴδιος τὸν Στέφανο, ὅμως συμμετεῖχε μὲ ἱκανοποίηση
στὸ κακούργημα αὐτό. Καὶ βέβαια εἶδε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια τὸ μεγαλεῖο
τοῦ ἀποθνήσκοντος μάρτυρα. Ἡ δὲ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου, μὲ τὴν
ὁποία παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ συγχωρήσει τοὺς δολοφόνους του, θὰ
πρέπει νὰ ἔμεινε ἀνεξίτηλη στὴ μνήμη του. Λέγουν οἱ ἑρμηνευτὲς ὅτι
αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ προσευχὴ συντέλεσε στὴ θαυμαστὴ μεταστροφὴ τοῦ Σαύλου,
διότι ὁ Θεὸς τὴν δέχθηκε καὶ συγχώρησε τοὺς δολοφόνους. Ἀπόδειξη
δὲ ὅτι τοὺς συγχώρησε, εἶναι τὸ ὅτι κατόπιν κάλεσε στὴν Ἐκκλησία
Του τὸν Σαῦλο καὶ τὸν ἔκανε πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο, κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου
φλογερό. Τὰ σημειώνει πολὺ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῑνος
μὲ μία μόνη φράση του: «ἐὰν ὁ Στέφανος δὲν ἐδέετο (=προσηύχετο), ἡ
Ἐκκλησία δὲν θα εἶχε τὸν Παῦλον».
Λοιπόν, τὴν ὥρα
ποὺ ὁ ἕνας ὁμολογητὴς ἔφευγε, ὁ ἄλλος – χωρὶς ἀκόμη νὰ τὸ καταλαβαίνει
– παραλάμβανε τὴν σκυτάλη. Τὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτελέσει
ὁ φλογερὸς Στέφανος, θὰ τὸ πραγματοποιήσει σὲ λίγο ἕνας ἄλλος ἐξ ἴσου
ἢ καὶ περισσότερο φλογερὸς ὁμολογητής, ὁ Παῦλος.
Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ
θαῦμα τῆς Ἑκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθένας κάνει τὸν ἀγώνα του καὶ σὲ
κάποια στιγμὴ παραδίδει τὴ σκυτάλη. Ἀλλὰ βέβαια εἶναι σημαντικὸ
νὰ τὴν παραδίδει σωστά. Νὰ εἶναι δηλαδὴ τὰ τελευταῖα βήματά του τέτοια,
ὥστε νὰ βοηθήσουν στὸ ὁρμητικὸ ξεκίνημα τοῦ ἑπομένου. Ἐὰν ὁ Στέφανος
εἶχε δειλιάσει ἢ εἶχε δείξει σκληρότητα καὶ κακία, ἴσως ἡ σκυτάλη
νὰ ἔπεφτε στὸ ἔδαφος καὶ ὁ Παῦλος νὰ σκόνταπτε. Ἐνῶ τώρα τήν ἁρπάζει
μὲ χέρια δυνατὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ ἐκρηκτικό.
Οσον ΑφορΑ τώρα στὸν καθένα
μας, τὸ χρέος μας εἶναι πλέον φανερό. Ὀφείλουμε καὶ ἐμεῑς μέχρι τὸ
τέλος τῆς ζωῆς μας νὰ ἐπιτελοῦμε τὸ ἔργο μας μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ
τέτοιο τρόπο, ὥστε να ἀποτελεῖ τὸ παράδειγμά μας πηγὴ ἐμπνεύσεως
καὶ ἐνθουσιασμοῦ γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ παραλάβει τὴ σκυτάλη ἀπὸ
τὰ χέρια μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων,
ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς
παράλαβε
τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ
ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ὁ δὲ ἐγερθεὶς
παρέλαβε
τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,
καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ
Κυρίου
διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν
ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. τότε
ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου
τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ
κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι,
ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος
δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. ἀκούσας
δὲ ὅτι Ἀρχέλαος
βασιλεύει
τῆς Ἰουδαίας
ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς
δὲ κατ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
(Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν
ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ
τοῦ εἶπε: Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ
μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ
νὰ τὸ σκοτώσει. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ
μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ
Ἡρώδης· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: Ἀπό τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει
στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Τότε ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν
ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι
σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ' ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ
σύνορά της, ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μέ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ
ἑξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε
ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Φωνὴ σπαρακτικὴ
ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμός
πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ
τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων πού στερήθηκαν τὰ μικρά τους) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ,
διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν πέθανε
ὁ Ἡρώδης, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο
καί τοῦ εἶπε: Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν
ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν. Διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ
ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ
μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε
ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά πάει ἐκεῖ. Μὲ ἐντολὴ ὅμως
πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ ὄνειρό του ἀναχώρησε γιά τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου
ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ὁ ὁποῖος ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπό τόν ἀδελφό
του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ.
Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ
ὀνομασθεῖ περιφρονητικὰ ἀπό τούς ἐχθρούς του Ναζωραῖος.