Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(28 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, δι­και­ω­θέν­τες κ πί­στε­ως εἰ­ρή­νην ἔ­χο­μεν πρς τν Θε­ὸν δι­ὰ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο κα τν προ­σα­γω­γὴν ἐ­σχή­κα­μεν τ πί­στει ες τν χά­ριν τα­ύ­την ν ἑ­στή­κα­μεν, κα καυ­χώ­με­θα ἐ­π' ἐλ­πί­δι τς δό­ξης το Θε­οῦ. ο μό­νον δ, ἀλ­λὰ κα καυ­χώ­με­θα ν τας θλί­ψε­σιν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται, δ ὑ­πο­μο­νὴ δο­κι­μήν, δ δο­κι­μὴ ἐλ­πί­δα, δ ἐλ­πὶς ο κα­ται­σχύ­νει, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη το Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν τας καρ­δί­αις ἡ­μῶν δι­ὰ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου το δο­θέν­τος ἡ­μῖν. ἔ­τι γρ Χρι­στὸς ὄν­των ἡ­μῶν ἀ­σθε­νῶν κα­τὰ και­ρὸν ὑ­πὲρ ἀ­σε­βῶν ἀ­πέ­θα­νε. μό­λις γρ ὑ­πὲρ δι­κα­ί­ου τις ἀ­πο­θα­νεῖ­ται· ὑ­πὲρ γρ το ἀ­γα­θοῦ τά­χα τις κα τολ­μᾷ ἀ­πο­θα­νεῖν. συ­νί­στη­σι δ τν ἑ­αυ­τοῦ ἀ­γά­πην ες ἡ­μᾶς ὁ Θε­ὸς, ὅ­τι ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν Χρι­στὸς ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νε. πολ­λῷ ον μᾶλ­λον δι­και­ω­θέν­τες νν ν τ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ σω­θη­σό­με­θα δι' αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τς ὀρ­γῆς. ε γρ ἐ­χθροὶ ὄν­τες κα­τηλ­λά­γη­μεν τ Θε­ῷ δι­ὰ το θα­νά­του το υἱ­οῦ αὐ­τοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον κα­ταλ­λα­γέν­τες σω­θη­σό­με­θα ν τ ζω­ῇ αὐ­τοῦ. 
                                         (Ρωμ. ε΄[5] 1 – 10)

ΠΙΣΤΟΙ Σ᾿ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ
1. Εἴ­μα­στε πι­στοὶ Χρι­στια­νοί;
   Στὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἂν εἴ­μα­στε πι­στοὶ Χρι­στια­νοί, πο­λὺ εὔ­κο­λα θὰ ἀ­παν­τού­σα­με θε­τι­κά. Ὡ­στό­σο ἂς μὴ βι­α­στοῦ­με νὰ δώ­σου­με ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς κα­λεῖ μέ­σα ἀ­πὸ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ νὰ δο­κι­μά­σου­με τὴν πί­στη μας καὶ νὰ τὴ δοῦ­με μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ἀ­πὸ ὅ,τι τὴ βλέ­πουν οἱ πολ­λοί. Δι­ό­τι ἡ πί­στη δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α θε­ω­ρη­τι­κὴ πα­ρα­δο­χή, οὔ­τε ἡ τυ­πι­κὴ τή­ρη­ση κά­ποι­ων κα­θη­κόν­των, ἀλ­λὰ ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν πα­νά­γα­θο Θε­ό, ποὺ κά­νει τὰ πάν­τα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας.
   Ἂς δοῦ­με ὅ­μως τί μᾶς λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος:
   Ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, ποὺ δι­και­ω­θή­κα­με ἀ­πό τήν πί­στη, ἔ­χου­με εἰ­ρή­νη μὲ τὸν Θε­ὸ διὰ μέ­σου τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴν πί­στη μας πρὸς Αὐ­τὸν μᾶς ἔ­χει ἤ­δη φέ­ρει στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ τῆς χά­ρι­τος, στὴν ὁ­ποί­α στε­κό­μα­στε στε­ρε­ά. Καὶ ὄ­χι μό­νο ἔ­χου­με εἰ­ρή­νη, ἀλ­λὰ καὶ καυ­χό­μα­στε ἐλ­πί­ζον­τας ὅ­τι θὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. 
Καὶ δὲν καυ­χό­μα­στε μό­νο γιὰ τὴ δό­ξα ποὺ ἐλ­πί­ζου­με, ἀλ­λὰ καυ­χό­μα­στε καὶ γιὰ τὶς θλί­ψεις μας· δι­ό­τι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι «ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται»· ἡ θλί­ψη ἀ­σκεῖ σὲ ὑ­πο­μο­νή, ἡ ὑ­πο­μο­νὴ πα­ρά­γει ἀ­ρε­τὴ δο­κι­μα­σμέ­νη, καὶ ἡ δο­κι­μα­σμέ­νη ἀ­ρε­τὴ πα­ρά­γει τὴν ἐλ­πί­δα στὸ Θε­ό.
   Καὶ ἡ ἐλ­πί­δα αὐ­τὴ δὲν ντρο­πιά­ζει καὶ δὲν δι­α­ψεύ­δει αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἔ­χει, δι­ό­τι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­δει­ξε σὲ μᾶς ὁ Θε­ός, στὸν Ὁ­ποῖ­ο ἐλ­πί­ζου­με, ἐκ­χύ­θη­κε καὶ πλημ­μύ­ρι­σε τὶς καρ­δι­ές μας μὲ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ποὺ μᾶς δό­θη­κε ὡς ἀρ­ρα­βώ­νας τῆς ἐλ­πί­δας μας. 
   Ἡ πί­στη μας λοι­πὸν καὶ ἡ ἐλ­πί­δα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας βα­σί­ζον­ται στὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τὸς ἀ­νέ­λα­βε νὰ μᾶς συμ­φι­λι­ώ­σει μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ μᾶς καὶ μᾶς ἐ­ξα­σφά­λι­σε τὴ σω­τη­ρί­α καὶ τὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα. 
   Αὐ­τὴ ἡ θε­ϊ­κὴ δό­ξα εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα καὶ τὸ καύ­χη­μά μας. Ὡ­στό­σο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­σθέ­τει κι ἕ­ναν ἀ­κό­μη λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­φεί­λου­με νὰ καυ­χό­μα­στε, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κού­γε­ται ὅ­μως πο­λὺ πα­ρά­δο­ξος: «καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σιν», γρά­φει. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ καυ­χό­μα­στε γιὰ τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς δο­κι­μα­σί­ες ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με; 
   Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς φα­νε­ρώ­νει τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῆς πί­στε­ώς μας. Ὁ πι­στὸς Χρι­στια­νὸς γνω­ρί­ζει ὅ­τι στὴ ζω­ὴ θὰ συ­ναν­τή­σει δυ­σκο­λί­ες καὶ ἐμ­πό­δια. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μὲ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι τὰ ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ὸς γιὰ τὸ κα­λό του. Γιὰ νὰ κα­ταρ­τι­στεῖ καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γή­σει ἀ­ρε­τὲς ὅ­πως ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ ἐλ­πί­δα. Γιὰ νὰ ἀ­γα­πή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν Κύ­ριο, κα­θὼς Τὸν νι­ώ­θει στὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες νὰ τὸν στη­ρί­ζει καὶ νὰ τὸν ἐ­νι­σχύ­ει. Ὁ συ­νει­δη­τὸς Χρι­στια­νὸς ἐμ­πι­στεύ­ε­ται πλή­ρως τὸν Θε­ό, δι­ό­τι εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­ος ὅ­τι ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­γα­πᾶ. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πε­ρί­τρα­να μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σω­τη­ρι­ῶ­δες ἔρ­γο τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, ὅ­πως το­νί­ζει καὶ ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος στὴ συ­νέ­χεια:
2. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ
   Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη καὶ μο­να­δι­κὴ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ μᾶς ἔ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἐ­μεῖς ἤ­μα­σταν ἀ­κό­μη ἀ­σθε­νεῖς πνευ­μα­τι­κὰ καὶ δὲν μπο­ρού­σα­με νὰ ἐρ­γα­σθοῦ­με τὸ κα­λό, ὁ Χρι­στὸς στὸν κα­τάλ­λη­λο χρό­νο ποὺ εἶ­χε ὁ­ρί­σει ὁ Θε­ός, πέ­θα­νε γιὰ νὰ σώ­σει ἀν­θρώ­πους ἀ­σε­βεῖς. 
   Κι αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει πράγ­μα­τι τὴ με­γά­λη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ· δι­ό­τι μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας θὰ βρε­θεῖ ἄν­θρω­πος νὰ πε­θά­νει γιὰ κά­ποι­ον δί­και­ο. Δι­ό­τι γιὰ ἕ­ναν κα­λὸ ἄν­θρω­πο ἴ­σως νὰ εἶ­χε κα­νεὶς τὴν τόλ­μη νὰ πε­θά­νει. 
   Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως δεί­χνει πε­ρί­τρα­να τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη Του γιὰ μᾶς, δι­ό­τι «ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν Χρι­στὸς ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νε». Ὁ Χρι­στὸς πέ­θα­νε γιὰ χά­ρη μας, ὅ­ταν ἐ­μεῖς ἤ­μα­σταν ἀ­κό­μη γε­μά­τοι ἁ­μαρ­τί­ες. 
   Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο λοι­πὸν τώ­ρα ποὺ δι­και­ω­θή­κα­με μὲ τὸ Αἷ­μα καὶ τὴ θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ σω­θοῦ­με μέ­σῳ Αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τὴ μέλ­λου­σα ὀρ­γή. 
   Δι­ό­τι, ἐ­ὰν συμ­φι­λι­ω­θή­κα­με μὲ τὸν Θε­ὸ μὲ τὸν θά­να­το τοῦ Υἱ­οῦ Του ὅ­ταν ἤ­μα­σταν ἐ­χθροί, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο τώ­ρα ποὺ συμ­φι­λι­ω­θή­κα­με, θὰ σω­θοῦ­με διὰ μέ­σου τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον ἀ­νάγ­κη νὰ πε­θά­νει, ἀλ­λὰ ζεῖ ἔν­δο­ξος στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὡς με­σί­της δι­κός μας. 
   Τί με­γα­λεῖ­ο ἀ­γά­πης! Ὁ Χρι­στὸς πέ­θα­νε γιὰ χά­ρη μας τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­μεῖς ἤ­μα­σταν ἁ­μαρ­τω­λοί, ἀ­σε­βεῖς, βλά­σφη­μοι, προ­δό­τες! Ἤ­μα­σταν ἐ­χθροί Του, κι Ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μό­νο μᾶς συγ­χω­ρεῖ, ἀλ­λὰ καὶ θυ­σι­ά­ζε­ται γιὰ μᾶς! Τί πα­ρά­φο­ρη ἀ­γά­πη! Κα­τα­δι­κά­ζε­ται ὁ Ἀ­θῶ­ος γιὰ νὰ ἀ­παλ­λά­ξει ἐ­μᾶς τοὺς ἐ­νό­χους ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη. Πα­ρα­δί­δε­ται στὸν θά­να­το ἡ πη­γὴ τῆς Ζω­ῆς γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τοὺς νε­κροὺς ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του. Γιὰ νὰ μᾶς χα­ρί­σει τὴν αἰ­ώ­νια Ζω­ή! 
   Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος ἐμ­πρὸς σ᾿ αὐ­τὸ τὸ πρω­το­φα­νὲς καὶ ἀ­σύλ­λη­πτο με­γα­λεῖ­ο τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης! 
   Τί ἄλ­λο ἀ­πο­μέ­νει γιὰ ἐ­μᾶς πα­ρὰ νὰ ἀ­γα­πή­σου­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν Κύ­ριο; Νὰ Τὸν ἀ­γα­ποῦ­με ὁ­λό­ψυ­χα ὡς ἀν­τα­πό­κρι­ση στὴ δι­κή Του ἀ­γά­πη. Νὰ Τὸν ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με ἀ­πό­λυ­τα ἔ­χον­τας τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι μό­νο κον­τά Του θὰ βροῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια, τὴ δό­ξα, τὴ χα­ρά, τὴν εὐ­τυ­χί­α. Αὐ­τὸς καὶ μό­νο μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει κά­θε βα­θύ­τα­το πό­θο καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α μας.
 (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλ­μός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.         
   (Ματθ.στ΄[6] 22 – 33)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
          Εἶπεν ὁ Κύριος. Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς. Ἐὰν λοιπὸν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμάτο φῶς, σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδιά σου δὲν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπ' τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλληση στὰ μάταια. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένο καὶ τυφλωμένο, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθισθεῖς; Κάτι ἀνάλογο θὰ συμβεῖ, ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο. Σὲ πόσο ἠθικὸ σκοτάδι θὰ βυθισθεῖ τότε ἡ ψυχή σου! Μὴν ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ θησαυρίζει κανεὶς καὶ στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι προσκολλημένος καὶ στὸ Θεό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους. Διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ, δηλαδὴ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ περιφρονήσετε τότε τὸν Θεό.
Ἡ καρδιά σας λοιπὸν πρέπει νὰ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω, κόψτε τὴ ρίζα τῆς πλεονεξίας· καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ἀνώτερα, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴ δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα. Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ δεῖτε ὅτι αὐτὰ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν τροφὲς σὲ ἀποθῆκες γιὰ τὸ χειμώνα ἢ τὸν καιρὸ τῆς στερήσεως. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει. Ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτά; Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο ἀνόητη καὶ ἀνίσχυρη εἶναι αὐτή σας ἡ μέριμνα, σᾶς ρωτῶ: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὁσοδήποτε κι ἂν φροντίσει, μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχη; Κανένας. Τί κατορθώνετε λοιπὸν μὲ τὴ μέριμνά σας; Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἔνδυμα γιατί κυριεύεσθε ἀπὸ ἀνήσυχη καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρῆστε τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρό, μὲ ποιὸ τρόπο αὐξάνουν. Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς λέω ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς σὲ ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ ὅλη τὴν ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη περιβολὴ καὶ ἐμφάνισή του, δὲν ντύθηκε μὲ ἔνδυμα τόσο ὡραῖο καὶ θαυμάσιο, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριολούλουδα αὐτά. Κι ἂν ὁ Θεὸς ντύνει μὲ τόση μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρὸ καὶ δὲν ἔχουν προορισμὸ νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλὰ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο ρίχνονται στὸ φοῦρνο ὡς καύσιμη ὕλη, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιὰ σᾶς καὶ δὲν θὰ σᾶς δώσει ἔνδυμα, ὀλιγόπιστοι; Μὴν καταληφθεῖτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ ἀγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: τί θὰ φᾶμε, ἢ τί θὰ πιοῦμε, ἢ μὲ ποιὸ ἔνδυμα θὰ ντυθοῦμε; Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ἐντελῶς τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀξία, ζητοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα. Ἐσεῖς ὅμως μὴν ἀνησυχεῖτε γι' αὐτά, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὄτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσει. Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ποὺ ὁ Θεὸς σᾶς ζητᾶ ὡς ὅρο γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ αὐτά. Καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μ' ἐκεῖνα.