Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;
                 (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ  ΜΑΣ
«Καὶ ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου»
«Πεν­τη­κο­στὴν ἑ­ορ­τά­ζο­μεν» σή­με­ρα «καὶ Πνεύ­μα­τος ἐ­πι­δη­μί­αν». Ἑ­ορ­τά­ζου­με δη­λα­δὴ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα κα­τῆλ­θε στὸ ὑ­πε­ρῶ­ο ὅ­που ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι οἱ μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου «καὶ ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου». Ὅ­λοι τους τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ μὲ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀ­πὸ τό­τε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα φα­νε­ρώ­νε­ται καὶ ἐ­νερ­γεῖ μὲ ἕ­να μο­να­δι­κὸ τρό­πο μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θὼς εἶ­ναι γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ,τι εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ γιὰ τὸ σῶ­μα.
Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ μι­λή­σει κα­νεὶς γιὰ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς· τὸ τρί­το πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Προ­κει­μέ­νου ὅ­μως νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με κά­πως στὸ μέ­γα αὐ­τὸ μυ­στή­ριο, θὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με τρεῖς φρά­σεις ἀ­πὸ τὴ γνω­στὴ προ­σευ­χὴ πρὸς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «Βα­σι­λεῦ οὐ­ρά­νι­ε...», οἱ ὁ­ποῖ­ες φα­νε­ρώ­νουν πῶς ἐ­νερ­γεῖ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στὴ ζω­ή μας.
1. Τὸ «Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας»
Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ἡ φρά­ση «Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας». Τὸ ὀ­νό­μα­σε ἔ­τσι ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τοὺς μα­θη­τές του: «Ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὁ­δη­γή­σει ὑ­μᾶς εἰς πᾶ­σαν τὴν ἀ­λή­θειαν» (Ι­ω. ιϚ΄[16] 13)· δη­λα­δή, ὅ­ταν ἔλ­θει τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, θὰ σᾶς ὁ­δη­γή­σει σὲ ὅ­λη τὴ σω­τη­ρι­ώ­δη ἀ­λή­θεια.
Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ὀ­νό­μα­σε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας», δι­ό­τι Ἐ­κεῖ­νο μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­λή­θεια. Πράγ­μα­τι μό­νο μὲ τὸ φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν πί­στη μας καὶ τὶς με­γά­λες ἀ­λή­θει­ές της. Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μᾶς δι­δά­σκει πῶς νὰ προ­σευ­χό­μα­στε στὸν Θε­ό, μᾶς ἀ­νοί­γει τὸν νοῦ γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τῶν θεί­ων Γρα­φῶν, μᾶς φω­τί­ζει νὰ δι­α­κρί­νου­με ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή μας.
Ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γιὰ νὰ μὴν ἀ­στο­χοῦ­με ἀλ­λὰ νὰ βα­δί­ζου­με στα­θε­ρὰ στὸ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας.
2. Ὁ ἀ­γα­θὸς Πα­ρά­κλη­τος
Ἡ δεύ­τε­ρη φρά­ση εἶ­ναι μί­α μό­νο λέ­ξη: ἡ λέ­ξη «Πα­ρά­κλη­τος», ποὺ ση­μαί­νει πα­ρη­γο­ρη­τὴς κι ἐ­νι­σχυ­τής. Πράγ­μα­τι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει στὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γώ­να. Αὐ­τὸ ἀ­νά­βει στὴν καρ­διά μας τὴ φλό­γα τῆς πί­στε­ως, μᾶς ἀ­νορ­θώ­νει ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κά­ποι­α πτώ­ση στὴν ἁ­μαρ­τί­α, μᾶς στη­ρί­ζει στὴν ἀ­πό­φα­ση με­τα­νοί­ας, καλ­λι­ερ­γεῖ μέ­σα μας τὴ δι­ά­θε­ση γιὰ τὸν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς. Αὐ­τὸ ἐ­πί­σης μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ σὲ κά­ποι­α δύ­σκο­λη ὥ­ρα καὶ στη­ρί­ζει τὴν τσα­κι­σμέ­νη ψυ­χή μας ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κά­ποι­α δο­κι­μα­σί­α, ἀ­σθέ­νεια ἢ πέν­θος. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, «τὸ Πνεῦ­μα συ­ναν­τι­λαμ­βά­νε­ται ταῖς ἀ­σθε­νεί­αις ἡ­μῶν», δη­λα­δὴ μᾶς βο­η­θᾶ καὶ μᾶς στη­ρί­ζει στὶς φυ­σι­κὲς καὶ ἠ­θι­κὲς ἀ­δυ­να­μί­ες μας (Ρωμ. η΄[8] 26). Κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἔ­χου­με ἰ­σχυ­ρὴ θέ­λη­ση, ἀ­γω­νι­στι­κὴ δι­ά­θε­ση, στα­θε­ρό­τη­τα, χα­ρά, εἰ­ρή­νη ψυ­χῆς, ὅ­λα αὐ­τὰ τί ἄλ­λο εἶ­ναι πα­ρὰ δῶ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος; Ὅ­λα εἶ­ναι δι­κά του, δι­ό­τι «πάν­τα χο­ρη­γεῖ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον»!
3. Ὁ χο­ρη­γὸς τῆς ζω­ῆς
Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως κι ἕ­να τρί­το ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο ση­μεῖ­ο: Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται «ζω­ῆς χο­ρη­γός», ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς. Μᾶς τὸ ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος: «Τὸ πνεῦ­μά ἐ­στι τὸ ζω­ο­ποι­οῦν» (Ἰ­ω. Ϛ'[6]  63). Αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ζω­ο­γό­νο δύ­να­μη μέ­σα στὴν κτί­ση. Πράγ­μα­τι, οἱ ἄγ­γε­λοι καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι, τὰ ζῶ­α καὶ τὰ φυ­τὰ καὶ ὅ­λα, ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴ θά­λασ­σα, στὴ γῆ καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ, ὅ­λα λαμ­βά­νουν ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.
Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα χο­ρη­γεῖ στὸν ἄν­θρω­πο τὴν ἀ­να­γεν­νη­μέ­νη ζω­ή. Ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ βα­πτι­ζό­μα­στε καὶ στὴ συ­νέ­χεια δε­χό­μα­στε τὸ Ἅ­γιο Χρί­σμα, μέ­σα μας ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται νέ­α ζω­ή. «Σφρα­γὶς δω­ρε­ᾶς Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου», εἶ­πε ὁ ἱ­ε­ρεὺς κα­θὼς μᾶς ἔ­χρι­ε μὲ τὸ ἅ­γιο Μύ­ρο, καὶ ἡ καρ­διά μας πλημ­μύ­ρι­σε ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Κι ἐ­φό­σον ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ τη­ροῦ­με τὶς θεῖ­ες ἐν­το­λὲς καὶ συμ­με­τέ­χου­με συ­νει­δη­τὰ στὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, αὐ­τὴ ἡ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος ἐ­πι­δρᾶ μυ­στι­κὰ μέ­σα στὴν καρ­διά μας, μᾶς ἁ­γιά­ζει καὶ μᾶς με­τα­δί­δει ζω­ὴ ἀ­λη­θι­νή. Κι ἔ­τσι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα δὲν εἶ­ναι μό­νο ὁ χο­ρη­γός τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς μας, ἀλ­λὰ γί­νε­ται καὶ «ἀρ­ρα­βὼν τῆς μελ­λού­σης ζω­ῆς» στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.
Ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τος εἶ­ναι ὁ πλοῦ­τος τῶν θε­ϊ­κῶν δω­ρη­μά­των, ποὺ μᾶς πα­ρέ­χει τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Κι ὅ­λος αὐ­τὸς ὁ πλοῦ­τος μπο­ρεῖ νὰ γί­νει κτῆ­μα κά­θε πι­στοῦ. Ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε λοι­πὸν νὰ ζοῦ­με μὲ κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τα­πεί­νω­ση, μὲ πί­στη καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ κι ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα νὰ ἔλ­θει καὶ νὰ σκη­νώ­σει μέ­σα μας γιὰ νὰ μᾶς κα­θα­ρί­ζει καὶ νὰ μᾶς ἐ­ξα­γιά­ζει.       
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.
                                    (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέση μ' αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.
Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.
Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου