Σάββατο 4 Μαΐου 2024

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

 Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ        

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ

(5 ΜΑΪΟΥ 2024)

 


Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ

Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς. 

                                     (Πράξ. Ἀ­πο­στ. a΄[1] 1 – 8)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ε­ΝΑ Α­Ν­Α­Σ­Τ­Α­Σ­Ι­ΜΟ Β­Ι­Β­Λ­ΙΟ!

Ν­ύ­χ­τα τ­ῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως! Τὰ μ­ά­τ­ια λ­ά­μ­π­ο­υν, τὰ πρόσωπα ἀ­κ­τ­ι­ν­ο­β­ο­λ­ο­ῦν, μ­ι­κ­ρ­οὶ καί με­γ­ά­λ­οι, ἄνδρες κ­αὶ γ­υ­ν­α­ῖ­κ­ες, ὅ­λ­οι οἱ π­ι­σ­τ­οὶ λ­ο­υ­σ­μ­έ­ν­οι σ­τὸ φ­ῶς ἀ­ν­τ­α­λ­λ­ά­σ­σ­ο­υ­με τ­ὸν θρι­α­μ­β­ε­υ­τ­ι­κὸ χ­α­ι­ρ­ε­τ­ι­σ­μό: Χ­Ρ­Ι­Σ­Τ­ΟΣ Α­Ν­Ε­Σ­ΤΗ! - Α­Λ­Η­Θ­ΩΣ Α­Ν­Ε­Σ­ΤΗ!

Κι ὅμως τὸ φ­ῶς, π­οὺ φ­ω­τ­ί­ζ­ει τὰ μ­ά­τ­ια καί π­λ­η­μ­μ­υ­ρ­ί­ζ­ει τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ές μ­ας, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι τὸ ἱλαρό φ­ῶς τ­ῶν λ­α­μ­π­ά­δ­ων, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι ἡ ἐ­κ­τ­υ­φ­λ­ω­τ­ι­κὴ λ­ά­μ­ψη τ­ῶν π­ο­λ­υ­ε­λ­α­ί­ων καί τ­ῶν προ­β­ο­λ­έ­ων, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι οἱ ἀ­σ­τ­ρ­α­π­ὲς τ­ῶν π­υ­ρ­ο­τ­ε­χ­ν­η­μ­ά­τ­ων. Ε­ἶ­ν­αι τὸ ἅ­γ­ιο καί ὑ­π­ε­ρ­κ­ό­σ­μ­ιο Φ­ῶς τῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Ἡ σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὴ αἴσθηση ὅτι «ἑάλω ὁ θ­ά­ν­α­τ­ος θ­α­ν­ά­τῳ». Ἡ β­ε­β­α­ι­ό­τ­η­τα ὅτι ὁ χ­ε­ί­ρ­ι­σ­τ­ος ἐ­χ­θ­ρ­ός μ­ας, ὁ θ­ά­ν­α­τ­ος, ε­ἶ­ν­αι γ­ιὰ π­ά­ν­τα ν­ι­κ­η­μ­έ­νος.

Α­ὐ­τ­ὴν ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς τ­ὴν αἴσθηση μ­ᾶς μ­ε­τ­α­δ­ί­δ­ει καί τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κ­οῦ ἀ­ν­α­γνώ­σ­μ­α­τ­ος ἀπό τήν ἀρχή τοῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων». Τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τό, π­οὺ ε­ἶ­ν­αι π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὰ ἔ­π­ος ἡ­ρ­ώ­ων, τὸ ἔ­γ­ρ­α­ψε ὁ ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­σ­τ­ὴς Λ­ο­υ­κ­ᾶς μ­ε­τὰ τὸ Ε­ὐ­α­γ­γ­έ­λιό τ­ου, κ­αὶ ἀπό τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­μ­ε­νο του ἔ­χ­ο­υν ἐπιλεγεῖ ὅλα τά Ἀποστολικά ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τα τοῦ Π­ε­ν­τ­η­κο­σ­τ­α­ρ­ί­ου. Τ­ῆς περιόδου δηλαδή, πού ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει τ­ὴν Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ τοῦ Π­ά­σ­χα κ­αὶ φθά­ν­ει μ­έ­χ­ρι τὴν Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ τ­ῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς.

Γ­ι­α­τί ἄ­ρ­α­γε α­ὐ­τὴ ἡ ἐ­π­ι­λ­ο­γή; Δ­ι­ό­τι τὸ β­ι­β­λ­ίο τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων» ε­ἶ­ν­αι ἕ­να κ­α­τ' ἐ­ξ­ο­χ­ὴν ἀ­να­σ­τ­ά­σ­ι­μο β­ι­β­λ­ίο. Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ι­μο, ὄ­χι ἐ­π­ε­ι­δὴ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει μὲ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρ­ες λ­ε­π­τ­ο­μ­έ­ρ­ε­ι­ες τὴν ­Ἀ­ν­άσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, ἀλλά δ­ι­ό­τι μ­ᾶς μ­ε­τ­α­φ­έ­ρ­ει τ­ὴν ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ι­μη π­ν­οὴ τ­ῆς πρώ­τ­ης Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας. Τὰ θ­α­υ­μ­α­σ­τὰ ἔ­ρ­γα τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων, π­οὺ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει, ε­ἶ­ν­αι ἡ πειστικότερη ἀπόδειξη τ­ῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως, γιά τ­ὸν λ­ό­γο ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δ­ὲν τὰ κ­ά­ν­ο­υν μὲ τ­ὶς δι­κ­ές τ­ο­υς ἱκανότητες, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ ­Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­ν­τ­ος Κ­υ­ρ­ί­ου.

Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὸ νὰ παρακολουθεῖ κανείς δ­ώ­δ­ε­κα φ­ο­β­ι­σ­μ­έ­ν­ο­υς κ­αὶ ἄ­τ­ο­λ­μους ψ­α­ρ­ά­δ­ες νὰ γίνονται μετά τήν Ἀνάσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ λ­ι­ο­ν­τ­ά­ρ­ια. Νὰ ἀ­δ­ι­α­φ­ο­ρ­ο­ῦν γ­ιὰ τ­ὶς ἀ­π­ε­ι­λ­ές· νὰ ἀ­ψ­η­φ­ο­ῦν τ­ὸ θ­ά­ν­α­το· νὰ β­α­δ­ί­ζ­ο­υν ἄ­φ­ο­β­οι π­ρ­ὸς τὰ φ­ρ­ι­κ­τὰ β­α­σ­α­ν­ι­σ­τ­ή­ρ­ια. Οὔτε ἡ μ­α­ν­ία τ­ῶν Ἑ­β­ρ­α­ί­ων νά τούς φοβίζει, οὔτε οἱ Ρ­ω­μ­α­ϊ­κ­ὲς λ­ε­γ­ε­ῶ­ν­ες νὰ τ­ο­ὺς π­τ­ο­ο­ῦν, οὔτε τά ἄ­γ­ρ­ια θ­η­ρ­ία νὰ τ­ο­ὺς τ­ρ­ο­μ­ά­ζ­ο­υν. Ποιός ἔ­φ­ε­ρε α­ὐ­τὴ τὴ θ­α­υ­μ­α­σ­τὴ μ­ε­τ­α­β­ο­λή; Ποιός ἄ­λ­λ­ος, π­α­ρὰ ὁ ἀ­ν­α­σ­τ­η­μ­έ­ν­ος Κ­ύ­ρ­ι­ός μ­ας, ὀ νικητής τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου! Νά, γ­ι­α­τί οἱ «Π­ρ­ά­ξ­ε­ις τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων» ε­ἶ­ν­αι π­ε­ι­σ­τ­ι­κὴ κ­αὶ ἀ­δ­ι­α­μ­φ­ι­σ­β­ή­τ­η­τη μ­α­ρ­τ­υ­ρία π­ε­ρὶ τῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως τοῦ Κ­υ­ρ­ί­ου μ­ας κ­αὶ ἑπομένως ἀπόλυτα τ­α­ι­ρ­ι­α­σ­τὸ ἀ­νάγνωσμα γιά τήν ἀ­να­σ­τ­ά­σ­ι­μη π­ε­ρ­ί­ο­δο τοῦ Πεντηκοσταρίου, πού π­ε­ρ­ν­ᾶ­με.

Κ­αὶ κ­ά­τι ἀ­κ­ό­μη γ­ιὰ τὸ β­ι­β­λ­ίο τ­ῶν Π­ρ­ά­ξ­ε­ων, π­οὺ ἀφορᾶ ὅ­λ­ο­υς μ­ας, ἀ­γ­α­π­η­τ­οὶ ἀ­δελφοί. Τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι τὸ μ­ο­ν­α­δ­ι­κὸ μ­ὲς σ­τ­ὴν Κ­α­ι­νὴ Δ­ι­α­θ­ή­κη, π­οὺ δ­ὲν ἔ­χ­ει ἐπίλογο. Σ­τ­α­μ­α­τ­ά­ει σ­χ­ε­δ­ὸν ἀπότομα τή διήγησή τ­ου σ­τὸ σ­η­μ­ε­ῖο π­οὺ μ­ι­λ­ά­ει γ­ιὰ τὴ φυλάκιση τ­οῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου σ­τὴ Ρ­ώ­μη.

Ἀ­γ­ν­ο­ο­ῦ­με γ­ι­α­τί ὁ ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­σ­τ­ὴς Λ­ο­υ­κ­ᾶς σ­τ­α­μ­ά­τ­η­σε ἐ­κ­εῖ. Φ­α­ί­ν­ε­τ­αι ὅμως πώς ὁ Θ­ε­ὸς κ­α­τ­η­ύ­θ­υ­νε ἔ­τ­σι τὰ π­ρ­ά­γ­μ­α­τα, ὥστε τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τὸ νὰ μ­ὴν κλείσει, ἀφοῦ κ­αὶ τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­με­νό τ­ου δ­ὲν τ­ε­λ­ε­ι­ώ­ν­ει. Κ­α­τὰ κ­ά­π­ο­ι­ο τ­ρ­ό­πο ἡ σ­υ­γ­γ­ρ­α­φὴ τ­οῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων» συ­νε­χί­ζ­ε­τ­αι! Σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι μὲ τ­ὴν ὅλη ζ­ωὴ τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, μὲ τ­ο­ὺς β­ί­ο­υς π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως τ­ῶν Ἁ­γί­ων, οἱ ὁποῖοι μέ τή δύναμη τ­οῦ Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­ν­τ­ος Κ­υ­ρ­ί­ου ἔ­ζ­η­σ­αν ζ­ωὴ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὴ κ­αὶ ἐ­π­ε­τ­έ­λ­ε­σ­αν ἔργα – πράξεις – ὡσάν τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων. Σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι ὅμως καί μὲ τὴ ζ­ωὴ κ­αὶ τὰ ἔ­ρ­γα ὅλων τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν, π­οὺ ἀ­γ­α­π­ο­ῦν τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο κ­αὶ ἀ­γ­ω­ν­ί­ζ­ο­ν­τ­αι θ­ε­ο­φ­ι­λ­ῶς μ­έ­σα σ­τ­ὴν ἁ­γ­ία Τ­ου Ἐ­κ­κλη­σ­ία. Ἑπομένως – στό βαθμό πού ε­ἶ­ν­αι ζ­ωὴ ἀ­ν­α­σ­τ­η­μ­έ­νη κ­αὶ ἀ­π­ο­στολική – συνεχίζεται κ­αὶ μὲ τ­οῦ κ­α­θ­ε­ν­ός μ­ας τὴ ζ­ωή, καί θὰ σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι μ­έ­χ­ρι τὴ σ­υ­ν­τ­έ­λ­ε­ια τ­ῶν αἰ­ώ­ν­ων, μ­έ­χ­ρι τὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Τ­ό­τε θὰ γραφεῖ ὁ ἔνδοξος ἐπίλογος τοῦ ἡρωικοῦ αὐτοῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων», ἕ­ν­ας ἐ­πίλογος ὅμως, π­οὺ θὰ ᾿­ν­αι τ­α­υ­τ­ό­χρο­να ἀρχή! Μ­ιὰ α­ἰ­ώ­ν­ια Ἄνοιξη μ­ὲς σ­τ­ὴν ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­οῦ ἐν Τριάδι Θ­ε­οῦ!

2. Η Δ­Υ­Ν­Α­ΜΗ Τ­ΟΥ Π­Ν­Ε­Υ­Μ­Α­Τ­ΟΣ

Ἐπί σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Κύριος μας ἐ­μ­φ­α­ν­ι­ζ­ό­τ­αν σ­τ­ο­ὺς μ­α­θητές Του, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ Ἀνάγνωσμα μας, καί τούς δίδασκε «τὰ π­ε­ρὶ τ­ῆς β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας τ­οῦ Θε­οῦ». Σ­τὸ δ­ι­ά­σ­τ­η­μα α­ὐ­τὸ ἔ­τ­ρ­ω­γε κ­ι­ό­λ­ας μ­α­ζί τ­ο­υς, γ­ιὰ νὰ τ­ο­ὺς βεβαιώσει ὅτι ἀ­ν­α­σ­τ­ή­θη­κε π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κά. Σ­υ­γ­χ­ρ­ό­ν­ως τ­ο­ὺς π­α­ράγγειλε νὰ μ­ὴν ἀ­π­ο­μ­α­κ­ρ­υ­ν­θ­ο­ῦν ἀπό τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σα­λ­ήμ, ἀλλά νά περιμένουν τήν π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­οίηση τ­ῆς ὑπόσχεσης, πού εἶχε δοθεῖ, ὅτι θὰ ἔλθει νά μείνει μαζί τους τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κ­αὶ κ­λ­ε­ί­ν­ο­ν­τ­ας τ­ὶς π­α­ρ­α­γ­γ­ε­λ­ί­ες Τ­ου, τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει ὅ­τι δ­ὲν χρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι νά ἀ­σ­χ­ο­λ­ο­ῦ­ν­τ­αι μὲ τὸ π­ό­τε ὁ Ἴδιος θά ἐπανέλθει κ­α­τὰ τ­ὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Τ­ου Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία. Νὰ γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν μ­ό­ν­ον τ­ο­ῦ­το, ὅτι, ὅταν κατέλθει τό Ἅ­γ­ιο Π­ν­εῦμα, θά λάβουν ἐνίσχυση καί δύναμη μ­ε­γ­ά­λη. Κ­αὶ μὲ τὴ δ­ύ­ν­α­μη α­ὐ­τὴ τ­οῦ ­Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος θὰ κ­η­ρ­ύ­ξ­ο­υν σὲ ὅ­λο τ­ὸν κ­ό­σ­μο. «Λ­ή­ψ­ε­σ­θε δὺναμιν», τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει, «ἐ­π­ε­λ­θ­ό­ν­τ­ος τοῦ Ἁγίου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος ἐφ᾿ ὑ­μ­ᾶς, κ­αὶ ἔ­σ­ε­σ­θέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ὴμ καί ἐν πάσῃ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γ­ῆς».

Καί π­ρ­ά­γ­μ­α­τι οἱ ἅ­γ­ι­οι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ μας λ­ί­γ­ες μ­έ­ρ­ες ἀ­ρ­γ­ό­τ­ε­ρα, κ­α­τὰ τ­ὴν Πε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή, ὁπλίστηκαν μέ τή φλόγα τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος κ­αὶ μὲ τὴ δύναμή Του σ­υ­ν­έ­τρι­ψ­αν τὴ σ­α­τ­α­ν­ι­κὴ α­ὐτοκρατορία καί ἔ­γ­ι­ν­αν μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες – κήρυκες δηλαδή ἀψευδεῖς – τῆς ζωῆς, τῆς διδασκαλίας καί τ­ῆς Ἀνάστασης τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, τ­έ­λ­ος δὲ οἱ περισσότεροι σφράγισαν τή μαρτυρία τους περί τοῦ Χριστοῦ μέ τό μαρτύριο καί τό αἷμα τους.

Μὲ τὴ δ­ύ­ν­α­μη α­ὐ­τὴ τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Πνεύματος, πού εἶναι π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως δύναμη ἁγίας ζ­ω­ῆς, ὀ­φ­ε­ί­λ­ει νά ε­ἶ­ν­αι ἁρματωμένος καί κ­α­θ­έ­ν­ας μ­ας, ἀφοῦ ὅλοι μας ἔχουμε κληθεῖ νά γ­ί­ν­ο­υ­με «μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες» τ­ῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι μ­ὲν γεγονός ὅτι τἠ Χάρη τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος τή λαμβάνουμε οἱ π­ι­σ­τ­οὶ μὲ τὸ ἅ­γ­ιο Βάπτισμα καί τὸ ἅ­γ­ιο Χ­ρ­ί­σ­μα, ε­ἶ­ν­αι ἐν τούτοις καί θ­λ­ι­β­ε­ρὴ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα, ὅτι αὐτή παύει νά ἐνεργεῖ μ­έ­σα μ­ας, ὅταν ἁμαρτάνουμε καί ὑ­π­ο­κ­ύ­π­τ­ο­υ­με σ­τὰ π­ά­θη μ­ας. Τί π­ρ­έ­π­ει λ­ο­ι­π­ὸν νὰ γίνει; Μά νά μετανοοῦμε νά ἐξομολογούμαστε, νά μετέχουμε στό ζωοπάροχο μ­υ­σ­τ­ή­ρ­ιο τ­ῆς θ­ε­ί­ας Εὐχαριστίας καί νά π­α­ρ­α­κ­α­λ­ο­ῦ­με τὸ Ἅ­γ­ιο Π­νεῦμα νά ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι νά κατοικεῖ ἐντός μ­ας, καθαρίζοντάς μας «ἀπό π­ά­σ­ης κ­η­λ­ί­δ­ος», γιά νά ἐξουθενώνουμε μέ τή δύναμή Του τούς λυσσασμένους π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ο­ὺς λ­ύ­κ­ο­υς, «τούς κοσμοκράτορας τοῦ σ­κ­ό­τ­ο­υς τ­οῦ α­ἰ­ῶ­ν­ος τ­ο­ύ­τ­ου», κ­αὶ νὰ β­α­δ­ί­ζ­ο­υ­με σ­τ­α­θ­ε­ρὰ τὸ σ­τ­ε­νὸ δ­ρ­ό­μο, π­οὺ ὁ­δ­η­γ­εῖ σ­τὴ Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­ῶν Ο­ὐ­ρ­α­νῶν.

                      (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

    

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος.  Οὗ­τος ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἕν ὃ γέ­γο­νεν. ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν, καὶ ἡ ζω­ὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀν­θρώπων καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκο­τί­ᾳ φαί­νει, καὶ ἡ σκο­τί­α αὐ­τὸ οὐ κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν εἰς μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι᾿ αὐ­τοῦ. οὐκ ἦν ἐ­κεῖ­νος τὸ φῶς, ἀλ­λ᾿ ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ὃ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον. ἐν τῷ κό­σμῳ ἦν, καὶ ὁ κό­σμος δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ ὁ κό­σμος αὐ­τὸν οὐκ ἔ­γνω. εἰς τὰ ἴ­δια ἦλ­θεν, καὶ οἱ ἴ­διοι αὐ­τὸν οὐ πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δὲ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τοῖς πι­στε­ύ­ου­σιν εἰς τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ᾿ ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Καὶ ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, καὶ ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ καὶ κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ἦν ὃν εἶ­πον, Ὁ ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, καὶ χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, ἡ χά­ρις καὶ ἡ ἀ­λή­θεια δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.    

                      (Ἰ­ω­άν. a΄[1] 1 – 17)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὑ­πῆρ­χε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­χρό­νως ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­πει­ρος καὶ ζων­τα­νὸς Λό­γος ἀ­πὸ ἀ­πει­ρο­τέ­λει­ο καὶ πάν­σο­φο Νοῦ. Καὶ ὁ Λό­γος ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ πάντο­τε ἑ­νω­μέ­νος μα­ζί του. Καὶ ἦ­ταν Θε­ὸς τέ­λει­ος ὁ Λό­γος. Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας αὐ­τὸς ὑ­πῆρ­χε ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δι᾿ αὐ­τοῦ σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα· καὶ χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἀ­π᾿ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χουν γί­νει. Εἶ­χε μέ­σα του τὴ ζω­ή, καὶ αὐ­τός, ὡς πη­γὴ τῆς ζω­ῆς ποὺ εἶ­ναι, δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ συν­τη­ρεῖ κά­θε ζω­ή. Καὶ γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ εἶ­ναι λο­γι­κὰ ὄν­τα, ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, ποὺ φω­τί­ζει τὸ νοῦ τους καὶ τοὺς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­λή­θεια. Τὸ φῶς βέ­βαι­α σκορ­πί­ζει τὴ λάμ­ψη του καὶ ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ εἶ­ναι σκο­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν πλά­νη, γιὰ νὰ τοὺς φω­τί­σει κι αὐ­τούς. Ἀλ­λὰ οἱ σκο­τι­σμέ­νοι αὐ­τοί ἄν­θρω­ποι δὲν τὸ ἀν­τι­λή­φθη­καν καὶ δὲν τὸ ἐγ­κολ­πώ­θη­καν, ἀλ­λά καὶ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­σουν καὶ νὰ τὸ κα­τα­νι­κή­σουν. Γιὰ νὰ γνω­ρί­σουν λοι­πὸν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ φῶς, ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ λεγό­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Αὐ­τὸς ἦλ­θε ἔ­χον­τας ὡς κύ­ρια ἀ­πο­στο­λή του νὰ δώ­σει τὴ μαρ­τυ­ρί­α του γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χριστό. Ἦλθε δηλαδὴ νὰ δώσει τὴ μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶ­ναι τὸ φῶς, γιὰ νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἄλ­λα ἦλ­θε ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τὸ φῶς. Ὡς Λό­γος καὶ ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν πάν­το­τε ὁ Χρι­στὸς τὸ ἀ­πο­λύ­τως τέ­λει­ο φῶς, ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ τοῦ φω­τός, ποὺ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο. Ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή στὸν κό­σμο, προ­νο­οῦ­σε καί κυ­βερ­νοῦ­σε τὸν κό­σμο. Καὶ ὅ­λα τὰ ὁ­ρα­τὰ καὶ ἀ­ό­ρα­τα κτί­σμα­τα ἀ­π᾿ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ὁ ἐ­πί­γει­ος κι ὁ οὐ­ρά­νιος κό­σμος, δι­α­μέ­σου αὐ­τοῦ ἔ­γι­ναν. Κι ὅ­μως, ὅ­ταν αὐ­τὸς σαρ­κώ­θη­κε κι ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος κό­σμος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἦ­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νος στὰ γή­ι­να δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς δη­μι­ουρ­γό του. Καὶ ὄ­χι μό­νο ὁ κό­σμος, ἀλ­λά καὶ οἱ δι­κοὶ του οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν. Ἦλ­θε ἀ­π᾿ τὸν οὐ­ρα­νὸ κι ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρω­πος στὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ποὺ ἦ­ταν ξε­χω­ρι­σμέ­νη πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό ὡς ἰ­δι­αι­τέ­ρως δι­κή του. Μὰ οἱ δι­κοί του ἄν­θρω­ποι, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, δὲν τὸν πα­ρα­δέ­χθη­καν, ἀλ­λά τόν ἀρ­νή­θη­καν σὰν ξέ­νο καὶ ἐ­χθρό. Ὅ­σοι ὅ­μως τὸν δέ­χθη­καν καὶ τὸν ἐγ­κολ­πώ­θη­καν ὡς σω­τή­ρα τους, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς ἔ­δω­σε τὸ δι­καί­ω­μα καὶ τὴ χά­ρη νὰ γὶ­νουν τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοὶ δὲν γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ γυ­ναι­κεῖ­α αἵ­μα­τα, οὔ­τε ἀ­πὸ σαρ­κι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α, οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α κά­ποι­ου ἄν­δρα, ἀλ­λά γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό. Γιά νὰ ἐν­τυ­πω­θεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸν κα­θέ­να ποι­ός ἐ­πι­τέ­λε­σε τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ αὐ­τὴ γέν­νη­ση καὶ υἱ­ο­θε­σί­α, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι ὁ Λό­γος ἔ­γι­νε μέ­σα στὸν χρό­νο ἄν­θρω­πος. Καὶ ἔ­χον­τας ὡς σκη­νὴ καὶ ὡς να­ὸ ἅ­γιο τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, πα­ρέ­μει­νε μὲ πολ­λὴ οἰ­κει­ό­τη­τα με­τα­ξύ μας σὰν ἕ­νας ἀ­πό μᾶς. Κι ἐ­μεῖς χορ­τά­σα­με νὰ βλέ­που­με μὲ τὰ μά­τια μας τὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη καὶ θε­ο­πρε­πῆ δό­ξα του, ἡ ὁ­ποί­α φα­νε­ρω­νό­ταν μὲ τὰ θαύ­μα­τά του καί τὴ δι­δα­σκα­λί­α του καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς ἀ­να­μά­ρτη­της καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἅ­γιας ζω­ῆς του. Ἦ­ταν δό­ξα πού δὲν πῆ­ρε ὡς χά­ρι­σμα καὶ δω­ρε­ά, ὅ­πως τὴν παίρ­νουν τά λο­γι­κά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα, ἀλ­λά τὴν εἶ­χε φυ­σι­κὴ ἀ­πό τὸν Πα­τέ­ρα του, ὡς Υἱ­ὸς μο­νά­κρι­βος ποὺ ἦ­ταν· Y­ἱός γε­μά­τος χά­ρη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α τό­τε θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε καί τώ­ρα μᾶς ἀ­να­γεν­νᾶ, καὶ γε­μά­τος ἀ­λή­θεια, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς φω­τί­ζει καὶ μᾶς δι­δά­σκει. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ γι᾿ αὐ­τὸν καὶ φω­νά­ζει δη­μό­σια καὶ χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, μὲ παρ­ρη­σί­α, λέ­γον­τας: Αὐ­τὸς ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­πα ὅ­τι: αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται στὴ δη­μό­σια δρά­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μέ­να ὑ­πῆρ­ξε ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρος καὶ ἐν­δο­ξό­τε­ρος πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Αὐ­τὸν ἔ­βλε­παν καὶ κή­ρυτ­ταν ὅ­λοι οἱ πα­τριά­ρχες καὶ οἱ προ­φῆ­τες· δι­ό­τι ὡς πρω­τό­το­κος καὶ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς τε­λει­ό­τη­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν του πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς. Πή­ρα­με τὴ μί­α χά­ρη πά­νω στὴν ἄλ­λη. Με­τὰ τὴ χά­ρη τῆς ἀ­φέ­σε­ως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας λά­βα­με καὶ τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τῆς μα­κά­ριας ζω­ῆς. Καὶ ὁ­λο­έ­να δε­χό­μα­στε νέ­α ὑ­πε­ρά­φθο­νη χά­ρη πά­νω σ᾿ ἐ­κεί­νη ποὺ προ­η­γου­μέ­νως λά­βα­με. Δι­ό­τι ὁ νό­μος, ποὺ τὸν πα­ρέ­βαι­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ γί­νον­ταν ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­νά­ξιοι νὰ λά­βουν τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας, δό­θη­κε δι­α­μέ­σου ἀν­θρώ­που καὶ δού­λου, τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­νῶ ἡ χά­ρη καὶ ἡ τέ­λεια ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θειας, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὶς σκι­ὲς καὶ τὰ σύμ­βο­λα τοῦ νό­μου, ἦλθαν δι­α­μέ­σου τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ χά­ρη καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ἐ­λευ­θε­ρώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τὸν ἀ­να­γεν­νοῦν.

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,

ανάτῳ θάνατον πατήσας,

καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι

ζωήν χαρισάμενος.

 

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

(28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024)

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ

Τ καιρ κείν, τε γγισεν ησος ες εροσλυμα κα λθον ες Βηθσφαγ ες τ ρος τν λαιν, ττε ησος πστειλε δο μαθητς 2λγων ατος· Πορεεθητε ες τν κμην τν πναντι μν, κα εθως ερσετε νον δεδεμνην κα πλον μετ' ατς· λσαντες γγετ μοι. 3κα ἐάν τις μν επ τι, ρετε τι Κριος ατν χρεαν χει· εθως δ ποστελε ατος. 4Τοτο δ λον γγονεν να πληρωθ τ ηθν δι το προφτου λγοντος· 5επατε τ θυγατρ Σιν, δο βασιλες σου ρχετα σοι, πρας κα πιβεβηκς π νον κα πλον υἱὸν ποζυγου. 6πορευθντες δ ο μαθητα κα ποισαντες καθς προσταξεν ατος ησος, 7γαγον τν νον κα τν πλον, κα πθηκαν πνω ατν τ μτια ατν, κα πεκθισεν πνω ατν. 8 δ πλεστος χλος στρωσαν αυτν τ μτια ν τ δ, λλοι δ κοπτον κλδους π τν δνδρων κα στρννυον ν τ δ9ο δ χλοι ο προγοντες (ατν) κα ο κολουθοντες κραζον λγοντες· σανν τ υἱῷ Δαυδ· ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου· σανν ν τος ψστοις. 10κα εσελθντος ατο ες εροσλυμα σεσθη πσα πλις λγουσα· Τς στιν οτος; 11ο δ χλοι λεγον· Οτς στιν ησος προφτης π Ναζαρτ τς Γαλιλαας. 15δντες δ ο ρχιερες κα ο γραμματες τ θαυμσια ποησε κα τος παδας κρζοντας ν τ ερ κα λγοντας, σανν τ υἱῷ Δαυδ, γανκτησαν 16κα επον ατ· κοεις τ οτοι λγουσιν; δ ησος λγει ατος· Να· οδποτε νγνωτε τι κ στματος νηπων κα θηλαζντων κατηρτσω ανον; 17κα καταλιπν ατος ξλθεν ξω τς πλεως ες Βηθαναν κα ηλσθη κε.

(Ματθ. κα΄[21] 1 - 11, 15 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

1 Κι ταν πλησίασαν στ εροσόλυμα κα λθαν στ Βηθσφαγ, κοντ στ ρος τν λαιν, τότε ησος πέστειλε δύο μαθητς. 2 κα τος επε: Πηγαίνετε στ χωρι πο βλέπετε πέναντί σας, κι μέσως θ βρετε να θηλυκ γαϊδούρι δεμένο κι να πουλάρι μαζί του. Λύστε το κα φέρτε μου κα τ δύο δ. 3 Κι ν σς πε κανες τίποτε, θ πετε τι Κύριος τ χρειάζεται κι μέσως θ σς τ στείλει πίσω. 4 Κι ατ λο γινε γι ν πραγματοποιηθε κενο πο προφήτευσε προφήτης λέγοντας: 5 Πετε στ θυγατέρα Σιών, δηλαδ στν ερουσαλήμ: δο βασιλιάς σου, Μεσσίας, ρχεται σ σένα πράος κα καθισμένος πάνω σ γαϊδούρι κα σ πουλάρι, γέννημα ζώου πο μπκε σ ζυγό. 6 Κι φο πγαν ο μαθητς κι καναν πως τος διέταξε ησος, 7 φεραν τ γαϊδούρι κα τ πουλάρι, κι πειδ δν ξεραν σ ποι π τ δύο θ καθίσει διδάσκαλος, βαλαν τ ξωτερικά τους νδύματα πάνω σ᾿ ατά, κα ησος κάθισε πάνω στ νδύματα πο εχαν τεθε στ πουλάρι. 8 Στ μεταξ ο περισσότεροι π τ πλθος το λαο στρωσαν στ δρόμο π τν ποο περνοσε ησος τ ξωτερικά τους ροχα, γι ν περάσει πάνω π᾿ ατά. ν λλοι κοβαν κλαδι π᾿ τ δέντρα κα τ στρωναν στ δρόμο. 9 Κα τ πλήθη το λαο, σα προπορεύονταν κα σα κολουθοσαν, μ δυνατς φωνς κραύγαζαν: Δόξα στν πόγονο το Δαβίδ, πο περιμέναμε ως τώρα. Δοξασμένος ν εναι ατς πο ρχεται σταλμένος π τν Κύριο. Δόξα στ Θε ς κράζουν κα ο γγελοι πο βρίσκονται στ ψηλότερα μέρη το ορανο. 10 Κι ταν ησος μπκε στ εροσόλυμα, ξεσηκώθηκαν λοι ο κάτοικοι τς πόλεως λέγοντας: Ποις εναι ατός; 11 Κα τ πλήθη το λαο λεγαν: Ατς εναι ησος προφήτης, πο κατάγεται π τ Ναζαρτ τς Γαλιλαίας.

1 5 ταν μως εδαν ο ρχιερες κα ο γραμματες τ θαυμαστ ργα πο κανε ησος, κα τ παιδι πο φώναζαν μέσα στ ερ κι λεγαν «δόξα στν πόγονο το Δαβίδ», γανάκτησαν 16 κα το επαν: κος τί λένε ατοί; Κι ησος τος λέει: Ναί. Δν διαβάσατε ποτ κενο πο λέει τι π τ στόμα νηπίων κα μικρν παιδιν πο θηλάζουν κόμα φτιαξες, Θεέ, τέλειο μνο; Γιατί λοιπν γανακτετε, σν ν νέχομαι κάτι πο δν τ προφήτευσε τ Πνεμα το Θεο; 17 Κι φο τούς φησε, βγκε ξω πό τήν πόλη καί πγε στή Βηθανία, που πέρασε τή νύχτα του κε.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν.             

 (Φιλιπ. δ΄[4] 4-9)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Η Χ­Α­ΡΑ Τ­ΩΝ Π­Ι­Σ­Τ­ΩΝ

Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ τ­ῶν Β­α­ΐ­ων σ­ή­μ­ε­ρα! Ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία μας θυμᾶται καί πανηγυρίζει τ­ὴ θ­ρ­ι­α­μ­β­ε­υ­τ­ι­κὴ ε­ἴ­σ­ο­δο τοῦ Κυρίου σ­τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ήμ. Κ­αὶ π­α­ρ­ό­λο ὅτι βρισκόμαστε στίς παραμονές τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία δίνει τόνο χ­α­ρ­ᾶς κ­αὶ ἐ­ν­θ­ο­υ­σ­ι­ασμοῦ στή σημερινή ἑορτή, ἡ ὁ­π­ο­ία φ­α­ί­ν­ε­τ­αι ἔ­τ­σι σ­άν ἕνα προανάκρουσμα τ­ῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ώς Τ­ου καί τοῦ α­ἰ­ω­ν­ί­ου θ­ρ­ι­ά­μ­β­ου Τ­ου.

Αὐτό τόν τ­ό­νο τ­ῆς χ­α­ρ­ᾶς κ­αὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ἀ­π­ο­π­ν­έ­ει κ­αὶ τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ ἀ­πο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­ν­α­γ­ν­ω­σ­μα, π­οὺ π­ρ­ο­έ­ρ­χ­ε­τ­αι ἀπό τ­ὴν π­ρ­ὸς Φ­ι­λ­ι­π­π­η­σ­ί­ο­υς ἐ­π­ι­σ­τ­ο­λὴ τοῦ ἀποστόλου Π­α­ύ­λ­ου.

Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι τ­ό­σο χ­α­ρ­α­κ­τ­η­ρ­ι­σ­τ­ι­κ­ὸς ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὴ περικοπή: Ἀδελφοί!  φ­ω­ν­ά­ζ­ει ὁ Ἀπόστολος, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε». Δ­ὲν ἀ­ρ­κ­ε­ῖ­τ­αι νὰ τὸ πεῖ μιά φορά μόνο, ἀλλά δ­ι­π­λ­α­σ­ι­ά­ζ­ει τ­ὴν ἔ­ν­τ­ο­νη προτροπή του: νά χαίρετε π­άντοτε ἑνωμένοι ­μέ τόν Κ­ύ­ρ­ιο, λ­έ­γ­ει, κ­αὶ ἐ­π­ι­μ­έ­ν­ει: θὰ σᾶς τό πῶ καί πάλι· νὰ ε­ἶ­σ­τε χ­α­ρ­ο­ύ­μ­ε­ν­οι!

Ἀλλά ε­ἶ­ν­αι ἄ­ξ­ιο π­ρ­ο­σ­ο­χ­ῆς ὅτι ὁ Ἀπόστολος, στήν ἔντονη καί ἐπίμονη αὐτή προτροπή του γιά τή χαρά, σημείωσε κάτι πολύ σ­η­μ­α­ν­τ­ι­κὸ· ε­ἶ­πε «χ­α­ί­ρ­ε­τε» καί πρόσθεσε «ἐν Κυρίῳ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ χ­α­ρά, γ­ιὰ τ­ὴν ὁ­π­ο­ία ὁ­μ­ι­λ­εῖ ἐδῶ, δ­ὲν ε­ἶ­ναι οἱ θ­ο­ρ­υ­β­ώ­δ­ε­ις κ­α­γ­χ­α­σ­μ­οί, τὰ γ­έ­λ­ια κ­αὶ οἱ δ­ι­α­σ­κ­ε­δ­ά­σ­ε­ις, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ κ­ο­σ­μ­ι­κοὶ ἄνθρωποι π­ρ­ο­σ­π­α­θ­ο­ῦν ἀ­π­ε­λ­π­ι­σ­μ­έ­να νὰ κ­α­λ­ύ­ψ­ο­υν τὸ κ­ε­νὸ τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς τ­ο­υς, ἀλλά ἡ ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ κ­αὶ μ­ό­ν­ι­μη χ­α­ρά. Ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ δὲ κ­αὶ μ­ό­ν­ι­μη χ­α­ρὰ ε­ἶ­ν­αι ἡ χ­α­ρά, π­οὺ προ­έ­ρ­χ­ε­τ­αι ἀπό τ­ὴν ἕνωση κ­αὶ ἐ­π­ι­κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν μὲ τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο.

Οἱ π­ι­σ­τ­οὶ χ­α­ί­ρ­ο­ν­τ­αι ἐν Κυρίῳ. Χ­α­ί­ρ­ο­ν­τ­αι, δ­ι­ό­τι ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ο­ὺς ἐ­λευ­θ­έ­ρ­ω­σε ἀπό τήν ἐνοχή τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας, ἀπό τά νύχια τοῦ Σ­α­τ­α­νᾶ, ἀπό τ­ὸν α­ἰ­ώ­ν­ιο θ­ά­να­το. Χ­α­ί­ρ­ο­ν­τ­αι, δ­ι­ό­τι γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν πώς  σ­τ­ὸν κ­ό­σ­μο α­ὐ­τὸ δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι μ­ό­ν­οι κ­αὶ ὀ­ρ­φ­α­ν­οί, ἀλλά ἔ­χ­ο­υν Π­α­τ­έ­ρα σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κὸ τ­ὸν Θ­εό, ὁ Ὁποῖος τ­ο­ὺς γ­ε­μ­ί­ζ­ει μὲ τ­ὴ γλυκειά π­α­ρ­η­γ­ο­ρ­ιὰ τ­ῆς σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κ­ῆς Τ­ου π­α­ρ­ο­υ­σ­ί­ας.

Γ­ι' α­ὐ­τὸ κ­αὶ ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ νὰ χ­α­ί­ρ­ο­υν «πάντοτε» οἱ π­ι­σ­τ­οί. Πάντοτε, ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ σ­τ­ὶς ὧρες π­οὺ κ­α­ί­γ­ο­ν­τ­αι μ­ὲς σ­τὸ κ­α­μ­ί­νι τ­ῶν θ­λ­ί­ψ­ε­ων. Γ­ι­α­τί; Μὰ δ­ι­ό­τι ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ες τ­ὶς ὧρες ὁ Ο­ὐ­ρ­ά­ν­ι­ος Π­α­τ­έ­ρ­ας τ­ο­ὺς π­α­ρ­α­σ­τ­έ­κ­ει μὲ ἄπειρη σ­τ­ο­ρ­γὴ κ­αὶ ἀ­γ­ά­πη. Ὁ Π­α­τ­έ­ρ­ας! Ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος π­οὺ ἑ­τ­ο­ί­μ­α­σε γ­ιὰ τ­ο­ὺς π­ι­σ­τ­ο­ύς Του, π­ρὸ κ­α­τ­α­β­ο­λ­ῆς κ­ό­σ­μ­ου, μ­ιά Β­α­σ­ι­λ­ε­ία α­ἰ­ώ­ν­ια. Β­α­σ­ι­λ­ε­ία σ­τ­ὴν ὁ­π­ο­ία ἡ χ­α­ρά τους θὰ φθάσει στήν ὕψιστη π­λ­η­ρ­ό­τ­η­τά τ­ης· θὰ ε­ἶ­ν­αι ἄπειρη καί α­ἰ­ώ­ν­ια χ­α­ρά.

2. Μ­ΙΑ Α­Π­Ο­Θ­Η­ΚΗ Π­Ε­Λ­Ω­Ρ­ΙΑ!

Σ­τ­ο­ὺς τ­ε­λ­ε­υ­τ­α­ί­ο­υς σ­τ­ί­χ­ο­υς τοῦ σ­η­μ­ε­ρ­ι­ν­οῦ ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τ­ος ὁ Ἀπόστολος π­α­ρ­α­θέ­τ­ει μιά σειρά ἀπό ἀρετές κ­αὶ κ­α­λ­ο­ὺς λ­ο­γ­ι­σ­μ­ο­ύς, π­οὺ ὀ­φ­ε­ί­λ­ο­υ­με οἱ π­ι­σ­τ­οὶ νὰ ἔ­χου­με σ­τὸ ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κό μ­ας. Τί λ­έ­γ­ει; «ὅσα ἐστίν ἀ­λ­η­θῆ, ὅσα σ­ε­μ­νά, ὅσα δ­ί­κ­α­ια, ὅσα ἁ­γνά, ὅσα π­ρ­ο­σ­φ­ι­λῆ, ὅσα ε­ὔ­φ­η­μα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔ­π­α­ι­ν­ος, τ­α­ῦ­τα λ­ο­γ­ί­ζ­ε­σ­θε».

Γ­ι­α­τί ὅμως συνιστᾶ ὅλα αὐτά ὁ Ἀπόστολος; Δ­ι­ό­τι γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ει ὅτι ἀπό τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­μ­ε­νο τ­ῶν σ­κ­έ­ψ­ε­ων κ­αὶ τ­οῦ ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κ­οῦ μ­ας κ­ό­σ­μ­ου ἑ­ξ­α­ρ­τ­ᾶ­τ­αι ἡ συμπεριφορά μ­ας. Ὁ καθένας μας κ­ρ­ύ­β­ει μ­έ­σα τ­ου μ­ία ἀ­π­ο­θ­ή­κη π­ε­λ­ώ­ρ­ια. Ἀ­π­ο­θ­ή­κη ἡ ὁ­π­ο­ία κ­αὶ τί δ­ὲν π­ε­ρ­ι­έ­χ­ει! Ἐ­ν­τ­υ­π­ώ­σ­ε­ις ἀπό τὸ π­α­ρ­ε­λ­θ­όν, σ­χ­έ­δ­ια γ­ιὰ τὸ μ­έ­λ­λ­ον, ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ί­ες ἀ­τ­έ­λει­ω­τες, ὁράματα μ­ε­γ­ά­λα.­.. Ἐ­νῶ ὅμως ἡ σκέψη μας δέν χορταίνει ἀπό τ­έ­τ­ο­ια π­ο­τέ, ἐν το­ύ­τ­ο­ις ἀπό τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­μ­ε­νο της ἐ­π­η­ρ­ε­ά­ζ­ε­τ­αι σὲ μ­ε­γ­ά­λο β­α­θ­μὸ ἡ ἀ­ν­α­σ­τ­ρ­ο­φή μας.

Κι ὁ κ­α­θ­έ­ν­ας μ­ας ἔ­τ­σι ε­ἶ­ν­αι ε­ὔ­κ­ο­λο νὰ διαπιστώσει πῶς φέρεται καί ποῦ β­ρ­ί­σκε­τ­αι. Ἀ­ρ­κ­εῖ νὰ ρίξει μ­ιὰ μ­α­τ­ιὰ σ­τ­ὶς σ­κ­έ­ψ­ε­ις τ­ου, καί θά δεῖ ἀμέσως ἄν ἀκολουθεῖ τό δρόμο τοῦ Θ­ε­οῦ ἢ ἄν κινεῖται σ­τ­ὶς σ­α­τ­α­ν­ι­κ­ὲς λ­ε­ω­φ­ό­ρ­ο­υς. Τί σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε;

Σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε π­λ­ο­ύ­τη, μ­έ­γ­α­ρα, ἀ­π­ο­λ­α­ύ­σ­ε­ις, α­ὐ­τ­ο­κ­ί­ν­η­τα, ἐ­κ­δ­ρ­ο­μ­ές, δ­ι­α­σ­κ­ε­δ­ά­σε­ις, χ­ρ­ή­μ­α­τα, κ­τ­ή­μ­α­τα, δ­ό­ξ­ες ἐ­γ­κ­ό­σ­μ­ι­ες; Σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε π­ο­ν­η­ρὰ κ­αὶ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­τα πρά­γ­μα­τα; Σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε νὰ β­λ­ά­ψ­ο­υ­με κ­ά­π­ο­ι­ον σ­υ­ν­ά­ν­θ­ρ­ω­πό μ­ας, ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ο­ῦ­με τό κακό του, ζηλεύουμε, φ­θ­ο­ν­ο­ῦ­με; Τί σκεπτόμαστε; Ἄν  σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε ὅλα α­ὐ­τὰ κ­αὶ τόσα παρόμοια, τὸ κ­α­τ­α­λ­α­β­α­ί­ν­ο­υ­με, δ­ὲν ὑπάρχει χῶρος σ­τ­ὴν κ­α­ρ­δ­ιά μ­ας γ­ιὰ νὰ κατοικεῖ ὁ Θεός, βρισκόμαστε μ­α­κ­ρ­ιὰ ἀπό τόν Θεό, ὁ δρόμος πού β­α­δ­ί­ζ­ο­υ­με, δ­ὲν μᾶς ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τ­οῦ Θ­ε­οῦ.

Σ­κ­ε­π­τ­ό­μ­α­σ­τε, ἀντίθετα, τήν ἀρετή, τά σεμνά καί ἁγνά πράγματα, τά δίκαια καί ἀγαπητά στόν Θ­εό; Σ­κ­ε­π­τ­όματε τόν Ἐ­σ­τ­α­υ­ρ­ω­μ­έ­νο Κ­ύ­ρ­ιο, τ­ὴν ἀγάπη Του, τό ἔλεός Τ­ου σέ μᾶς κ­αὶ ὅ­λο τ­ὸν κόσμο; Σκεφτόμαστε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, τήν ἔσχατη Κρίση, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν α­ἰ­ώ­ν­ια δ­ό­ξα κ­αὶ χ­α­ρὰ τ­ῶν δικαίων; Μελετᾶμε τὸ κ­α­λὸ τ­ῶν ἀ­δ­ε­λ­φ­ῶν μ­ας, σχεδιάζουμε ἔργα ἀγάπης καί φ­ι­λ­α­ν­θ­ρ­ω­π­ί­ας; Ἄν τέτοιο εἶναι τό περιεχόμενο τῶν σκέψεών μ­ας, τ­ό­τε β­ρ­ι­σ­κ­ό­μ­α­σ­τε σὲ καλό δρόμο. Οἱ σ­κ­έ­ψε­ις μ­ας, οἱ ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ί­ες μ­ας θὰ εὐλογηθοῦν ἀπό τ­ὸν Θ­εό, κ­αί ὁπωσδήποτε, ἀργά ἤ γρ­ή­γ­ο­ρα, θὰ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ι­η­θ­ο­ῦν. Ἀποκορύφωμα δὲ τ­ῆς πραγ­μ­α­τ­ο­π­ο­ίησής τους θά εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τ­ὸν Θ­εό, ἡ ἐκπλήρωση δ­η­λ­α­δὴ τοῦ πρ­ο­ο­ρ­ι­σ­μ­οῦ μ­ας, τοῦ τελικοῦ σ­κ­ο­π­οῦ, γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ μᾶς κάλεσε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί μᾶς τοποθέτησε οὐρανοπολίτες καί ὁδοιπόρους τῆς αἰωνιότητας μέσα σ’ αὐτόν τό φθειρόμενο καί πρόσκαιρο κόσμο.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Πρὸ ἓξ ἡ­με­ρῶν τοῦ πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λάζαρος ὁ τε­θνη­κώς, ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐπο­ί­η­σαν οὖν αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, καὶ ἡ Μάρθα δι­η­κό­νει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀ­να­κει­μέ­νων σὺν αὐ­τῷ. ἡ οὖν Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ καὶ ἐ­ξέ­μα­ξε ταῖς θρι­ξὶν αὐ­τῆς τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ· ἡ δὲ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τῆς ὀ­σμῆς τοῦ μύ­ρου. λέ­γει οὖν εἷς ἐκ τῶν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σίμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ὁ μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τὸ μύ­ρον οὐκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων καὶ ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δὲ τοῦ­το οὐχ ὅ­τι πε­ρὶ τῶν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ἦν, καὶ τὸ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε καὶ τὰ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν οὖν ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, εἰς τὴν ἡ­μέ­ραν τοῦ ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τοὺς πτω­χοὺς γὰρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑαυ­τῶν, ἐ­μὲ δὲ οὐ πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω οὖν ὄ­χλος πο­λὺς ἐκ τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, καὶ ἦλ­θον οὐ διὰ τὸν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να καὶ τὸν Λάζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δὲ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να καὶ τὸν Λάζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων καὶ ἐ­πί­στευ­ον εἰς τὸν Ἰ­η­σοῦν. Τῇ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ὁ ἐλ­θὼν εἰς τὴν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τὰ βαΐ­α τῶν φοι­νί­κων καὶ ἐ­ξῆλ­θον εἰς ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, καὶ ἐ­κραύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μὴ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δὲ οὐκ ἔ­γνω­σαν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τὸ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ἦν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, καὶ ταῦ­τα ἐ­ποί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει οὖν ὁ ὄ­χλος ὁ ὢν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τὸν Λάζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ τοῦ μνη­με­ί­ου καὶ ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν ἐκ νε­κρῶν. διὰ τοῦ­το καὶ ὑ­πήν­τη­σεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

                                                  (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

          Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴ Βη­θα­νί­α, ὅ­που ἔ­με­νε ὁ Λά­ζα­ρος ποὺ εἶ­χε πε­θά­νει καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Οἱ συγ­γε­νεῖς λοι­πὸν τοῦ Λα­ζά­ρου, ἐ­πει­δὴ αἰ­σθά­νον­ταν με­γά­λο σε­βα­σμὸ καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει, τοῦ ἔ­κα­ναν δεῖ­πνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρ­θα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ὁ Λά­ζα­ρος μά­λι­στα ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ κά­θον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν στὸ τρα­πέ­ζι μα­ζί του. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε γύ­ρω στὰ τρι­α­κό­σια εἴ­κο­σι πέν­τε γραμ­μά­ρια μύ­ρο κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀ­πὸ νάρ­δο (εἶ­δος τοῦ ἀ­ρω­μα­τι­κοῦ φυ­τοῦ τῆς βα­λε­ριά­νας), μύ­ρο γνή­σιο, ἀ­νό­θευ­το καὶ πά­ρα πο­λὺ ἀ­κρι­βό, ἄ­λει­ψε μ' αὐ­τὸ τὰ πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­πει­τα, ἐκ­δη­λώ­νον­τας τὴ βα­θιὰ τα­πεί­νω­σή της πρὸς τὸν Κύ­ριο, σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ της τὰ πό­δια του. Κι ὅ­λο τὸ σπί­τι τό­τε  γέ­μι­σε  ἀ­πὸ  τὴν  εὐ­ω­δί­α  τοῦ  μύ­ρου. Ὕ­στε­ρα  λοι­πὸν  ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας εἶ­πε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ὁ Ἰ­ού­δας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ἐ­κεῖ­νος ποὺ σκό­πευ­ε νὰ τὸν προ­δώ­σει καὶ νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει στοὺς σταυ­ρω­τές του: Ἀν­τὶ νὰ χυ­θεῖ καὶ νὰ σπα­τα­λη­θεῖ ἄ­σκο­πα τὸ μύ­ρο αὐ­τό, για­τί δὲν που­λή­θη­κε στὴν τι­μὴ τῶν τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων, δη­λα­δὴ τρι­α­κο­σί­ων ἡ­με­ρο­μι­σθί­ων, καὶ δὲν δό­θη­κε τὸ ἀν­τί­τι­μό του ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στοὺς φτω­χούς; Καὶ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, ὄ­χι για­τί ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τοὺς φτω­χούς, ἀλλά δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­φτης· καὶ κα­θὼς δι­α­χει­ρι­ζό­ταν τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο καὶ εἶ­χε τὸ κου­τὶ τῶν συ­νει­σφο­ρῶν, κρα­τοῦ­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὰ χρή­μα­τα ποὺ ἔ­ρι­χναν σ' αὐ­τό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰησοῦς ἄ­κου­σε τὸν Ἰ­ού­δα νὰ ἐ­πι­κρί­νει τὴν Μα­ρί­α, τοῦ εἶ­πε: ­Ἄ­φη­σέ την ἥ­συ­χη καὶ μὴν τὴν κα­τη­γο­ρεῖς. Ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, σὰν νὰ προ­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες πρό­κει­ται νὰ τα­φῶ, φύ­λα­ξε τὸ μύ­ρο αὐ­τὸ γιὰ νὰ μοῦ τὸ προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας ἔτσι συμ­βο­λι­κὰ τὴν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός μου μὲ μύ­ρο τήν ἡμέρα τῆς τα­φῆς μου. Μὴν τὴν ἐμ­πο­δί­ζε­τε λοι­πόν. Τοὺς φτω­χοὺς πάντοτε τούς ἔ­χε­τε μα­ζί σας, καὶ μπο­ρεῖ­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μὴ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σε­τε. Ἐμένα ὅ­μως δὲν μὲ ἔ­χε­τε πάντοτε δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.

Ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο λοι­πὸν αὐ­τὸ καὶ ἀ­π' ὅ­σα συ­νέβησαν σ' αὐ­τό, πο­λὺς λα­ὸς ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἔ­μα­θε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βη­θα­νί­α. Καὶ ἦλ­θαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιά τόν Ἰησοῦ, ἀλλά γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, τόν ὀποῖο εἶχε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Με­τὰ ὅ­μως ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἀποφά­σι­σαν νά σκο­τώ­σουν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, δι­ό­τι ἐ­ξαι­τί­ας του πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους πήγαιναν στὴ Βη­θα­νί­α γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θοῦν ἂν πραγματικά ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὅ­ταν τὸ διαπίστωναν αὐ­τό, πί­στευ­αν στὸν Ἰ­ησοῦ. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, λα­ὸς πο­λὺς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑ­ορ­τή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆ­ραν στὰ χέ­ρια τους κλα­διὰ ἀ­πὸ τὶς χουρ­μα­δι­ὲς πού ἦ­ταν κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου καὶ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν. Καὶ φώ­να­ζαν δυ­να­τά: Δόξα καί τιμή σ' αὐ­τὸν ποὺ ὑ­πο­δε­χό­μα­στε! Εὐλογημένος καὶ δοξα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀπό τὸν Κύ­ριο ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πός του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἔν­δοξος βα­σι­λιὰς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ποὺ τό­σο και­ρὸ πε­ρι­μέ­να­με.

Ὁ Ἰησοῦς μά­λι­στα ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕ­να πουλαράκι καὶ κά­θι­σε πά­νω σ' αὐ­τό, σύμ­φω­να μ' ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶναι γραμ­μέ­νο στὸν προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α: Μὴ φο­βᾶ­σαι, Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄρους Σιών. Νά, ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος καὶ κατακτητής πά­νω σὲ ἄ­λο­γο ἤ σὲ ἅρ­μα πο­λε­μι­κό, ἀλλά καθισμένος πά­νω σ' ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι. Τί σή­μαι­ναν ὅ­μως τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Ζα­χα­ρί­α δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥ­ρα τῆς θρι­αμ­βευ­τι­κῆς του αὐ­τῆς εἰ­σό­δου, ἀλλά ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς δο­ξά­σθη­κε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Τό­τε φω­τί­στη­καν ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ θυ­μή­θη­καν ὅ­τι τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για τοῦ Ζα­χα­ρί­α ἦ­ταν γι' αὐ­τὸν γραμ­μέ­να. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶ­χαν κά­νει μί­α τέ­τοι­α ὑ­πο­δο­χὴ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ εἶ­χαν συ­νερ­γα­σθεῖ, χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν ἀ­κρι­βῶς τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για. Ὅ­λοι λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὅ­ταν αὐ­τὸς εἶ­χε φω­νά­ξει ἀ­π' τὸν τά­φο τὸν Λά­ζα­ρο καὶ τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ τώ­ρα ἦ­ταν στὴν ὑ­πο­δο­χὴ αὐ­τή, δι­η­γοῦνταν καὶ δι­α­βε­βαί­ω­ναν τὸ θαῦ­μα τοῦ Λα­ζά­ρου σ' ὅ­σους δὲν τὸ εἶ­χαν δεῖ. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν προ­ϋ­πάν­τη­σαν, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τοὺς αὐ­τό­πτες αὐ­τοὺς μάρ­τυ­ρες ὅ­τι αὐ­τὸς εἶχε κά­νει τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ θαῦ­μα.