Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Φτωχός!

 



Εἶσαι φτωχός!... Τί ἔχεις; Δὲν ἔχεις τίποτε σχεδόν. Τβγάζεις πέρα; Πῶς νὰ τὰ βγάλεις; Εἶσαι ἄνεργος... Μ κι ἂν ἐργάζεσαι, κάθε πότε πληρώνεσαι καὶ πόσα παίρνεις; Ποῦ νὰ σοῦ φτάσουν; Ποῦ νά φτάσουν γι σένα, γιὰ τὰ παιδιά; Πῶς νά πληρώσεις τὸ νοίκι, τοὺς λογαριασμούς, τ κοινόχρηστα, τὸν μανάβη, τὸν φούρναρη...; 

Στενεύτηκες γερά, στενοχωριέσαι. Βλέπεις ἄλλους δίπλα σου ν καλοπερνοῦν. Δὲν ὑπάρχει κρίση γι᾿ αὐτούς; Μὲ τ ̓ αὐτοκίνητά τους, τ λοῦσα τους, τ γλέντια, τ συχνά προκλητική καλοπέρασή τους. Στενοχωριέσαι, ἔ; Πῶς νιώθεις; Δν νιώθεις ἀδικημένος; 

Δυστυχισμένε! Πο δν ἔχεις στὸν ἥλιο μοίρα... Κι ὄχι πς σοῦ φταίει μόνο κρίση ἐσένα. Ἐσ κα πρν ἀπ τν κρίση φτωχς κα στερημένος ἤσουν. Καί μετ τν κρίση, ἂν κάποτε ἔρθει αὐτό τὸ μετά, σως κα τότε φτωχς κα στερημένος νά ᾿σαι... Δυστυχισμένε! 

Εσαι!... Δὲν εἶσαι δυστυχισμένος; 

λλά γι στάσου!... Δὲν ἀνοίγεις λίγο τὸ Εὐαγγέλιο; Καταλαβαίνεις ἀσφαλῶς τ κρατς στ χέρια σου. Τ Εὐαγγέλιο δν εἶναι ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο. Εἶναι τ ὑπέρτατο βιβλίο! Τ πιστεύεις αὐτό, ἔτσι δὲν εἶναι; Λοιπόν, ἔλα νὰ προχωρήσουμε! Ἕνας κα μόνο λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τὸν παραδίδει στος «Μακαρισμούς» του ὁ εὐαγγελιστς Λουκᾶς, δίνει καίρια κα πλήρη ἀπάντηση στ παραπάνω ἐρώτημα. Ο «Μακαρισμο» στ κατ Λουκν Εὐαγγέλιο διαφέρουν ἀπ τος ντίστοιχους γνωστος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Τος δίδαξε ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίσταση. 

Ἡ ὁμιλία τν ὁποία παραθέτει ὁ εὐαγγελιστς Λουκᾶς ἐλέχθη ἀπ τν Κύριο «ἐπί τόπου πεδινοῦ», ἐνῶ αὐτὴ τοῦ Ματθαίου «ἐπί τοῦ ὄρους». Τά νοήματά τους εἶναι συγγενικά, παρουσιάζουν ὅμως κα ἀρκετς διαφορές. Σ᾿ αυτ λοιπν τν «ἐπ τόπου πεδινοῦ» ὁμιλία ὁ Κύριος τὸ - πιστεύεις; - μακάρισε τος φτωχούς. Τος μακάρισε! «Μακάριοι ο πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα στίν βασιλεία τοῦ Θεοῦ», επε. Εστε ετυχισμένοι ἐσεῖς οἱ φτωχοί, διότι σέ σᾶς ἀνήκει Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Λουκ. Ϛ'[6] 20). 

Παράδοξος λόγος! Δὲν εἶναι; Πῶς εἶναι δυνατν ν εἶναι μακάριος, ν εἶναι εὐτυχισμένος ὁ φτωχός; 

φτωχς ὑποφέρει. Ὁ φτωχός στερεῖται· συχν τοῦ λείπουν ἀκόμη κα τ πι ἀναγκαῖα. Δυσκολεύεται ὁ ἴδιος, δυσκολεύεται οικογένειά του, δύσκολα πορεύονται τ παιδιά του. Πῶς ν προχωρήσουν; Τ σπουδές ν κάνουν; Ποῦ νὰ βροῦν δουλειά; Τ ὄνειρα ν ἔχουν γι τ μέλλον τους; 

Λοιπόν; Πῶς μπορεῖ ν εἶναι μακάριος, πῶς μπορεῖ ν εἶναι εὐτυχισμένος ὁ φτωχός; 

ς ξεκινήσουμε ἀπ μι σταθερ κα ἀσάλευτη βάση. Εἶναι ποτ δυνατν τ στόμα τοῦ Χριστοῦ μας νὰ μὴν εἶναι πέρα ὣς πέρα ἀληθινό; Ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄλλος μπορεῖ νὰ κάνει λάθος. Ὁ Χριστός μας ὅμως; Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός. Καθετ ποὺ ἔχει πεῖ εἶναι ἀλήθεια. πομένως κα τοῦτος ὁ «Μακαρισμός» του εἶναι ἀληθινός. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀμφισβητήσει κανείς. Ἂν τὸ ἀμφισβητήσει, εἶναι σὰν νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Θεός. Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀκλόνητη βάση πάνω στὴν ὁποία μποροῦμε νά οίκοδομήσουμε τς παραπέρα σκέψεις μας. 

Γιατ λοιπν ο φτωχοί, σύμφωνα μ τ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι εὐτυχισμένοι;

Ἀλλὰ εἶναι ὁλοφάνερο. Τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ δεύτερο
μιστίχιο τοῦ «Μακαρισμοῦ». Εἶστε μακάριοι ο φτωχοί, λέει, «ὅτι ὑμετέρα ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»· διότι σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Παράδεισος. Ὁ Κύριος ἐδῶ μεταθέτει τκέντρο βάρους τῆς ζωῆς. Προσδίδει στ διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τ ἀληθινό της νόημα. Ἡ ἐπὶ γῆς ζωή, μᾶς λέει, εἶναι προοίμιο τῆς αἰωνιότητας, προετοιμασία  γι᾿ αὐτήν. Δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, εναι μέσον ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινή ζωή, στν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ φτωχὸς εὐκολότερα εἰσέρχεται σ ̓ αὐτήν. Ἂν δείξει λίγη πομον στὶς δυσκολίες τούτης τῆς ζωῆς, κερδίζει τν αωνιότητα. 

Ὅμως δὲν εἶναι μόνο αὐτό, πο βέβαια εἶναι τὸ βασικότερο κα τ πι σημαντικό. Εἶναι κα τ ὅτι ὁ φτωχὸς ποὺ ἐξαρτᾶ τὴ ζωή του ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι εὐτυχισμένος κα σ ̓ αὐτὴν ἐδῶ τ ζωή. Κα εἶναι εὐτυχισμένος, διότι σὲ ὅλες τς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς διαπιστώνει τ θαυμαστ πέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δίνει λύση ἀκόμη κα στ πι ἀσφυκτικ ἀδιέξοδα. Αὐτ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζω τοῦ φτωχοῦ εἶναι ἀστείρευτη πηγ χαρᾶς κα εὐτυχίας· ὑπ τν προϋπόθεση βέβαια, πως ἤδη ἔχουμε τονίσει, ὅτι αὐτὸς ἀφήνει μὲ πίστη τ ζωή του στ χέρια τοῦ Θεοῦ. 

Οἱ πολλοὶ μακαρίζουν τοὺς πλουσίους.

Ὁ Χριστὸς ἀντιστρέφει τὴν κλίμακα τῶν ἀξιῶν. Μακαρίζει τος φτωχούς. 

Ὅσο κι ἂν μᾶς φαίνεται παράλογο, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. 

«Μακάριοι» λοιπόν «οἱ πτωχοί»! 

 Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθμ. 2116, 1 καὶ 15 Αὐγούστου 2015, σελ. 353-354

 

 

ΚΥΡΙΑΚΗ IΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ (ΧΛΩΡΑΚΑΣ) 

ΚΥΡΙΑΚΗ IΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί,  γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, ἀ­δελ­φοί, τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον ὃ εὐ­ηγ­γε­λι­σά­μην ὑ­μῖν, ὃ καὶ πα­ρε­λά­βε­τε, ἐν ᾧ καὶ ἑ­στή­κα­τε, δι᾿ οὗ καὶ σῴ­ζε­σθε, τί­νι λό­γῳ εὐ­ηγ­γε­λι­σά­μην ὑ­μῖν εἰ κα­τέ­χε­τε, ἐ­κτὸς εἰ μὴ εἰ­κῇ ἐ­πι­στε­ύ­σα­τε. Πα­ρέ­δω­κα γὰρ ὑ­μῖν ἐν πρώ­τοις ὃ καὶ πα­ρέ­λα­βον, ὅ­τι Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν ὑ­πὲρ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν κα­τὰ τὰς γρα­φάς, καὶ ὅ­τι ἐ­τά­φη, καὶ ὅ­τι ἐ­γή­γερ­ται τῇ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ κα­τὰ τὰς γρα­φάς, καὶ ὅ­τι ὤ­φθη Κη­φᾷ, εἶ­τα τοῖς δώ­δε­κα· ἔ­πει­τα ὤ­φθη ἐ­πά­νω πεν­τα­κο­σί­οις ἀ­δελ­φοῖς ἐ­φά­παξ, ἐξ ὧν οἱ πλε­ί­ους μέ­νου­σιν ἕ­ως ἄρ­τι, τι­νὲς δὲ καὶ ἐ­κοι­μή­θη­σαν· ἔ­πει­τα ὤ­φθη ᾿Ι­α­κώ­βῳ, εἶ­τα τοῖς ἀ­πο­στό­λοις πᾶ­σιν· ἔ­σχα­τον δὲ πάν­των ὡ­σπε­ρεὶ τῷ ἐ­κτρώ­μα­τι ὤ­φθη κἀ­μοί. Ἐ­γὼ γάρ εἰ­μι ὁ ἐ­λά­χι­στος τῶν ἀ­πο­στό­λων, ὃς οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κα­λεῖ­σθαι ἀ­πό­στο­λος, δι­ό­τι ἐ­δί­ω­ξα τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ· χά­ρι­τι δὲ Θε­οῦ εἰ­μι ὅ εἰ­μι· καὶ ἡ χά­ρις αὐ­τοῦ ἡ εἰς ἐ­μὲ οὐ κε­νὴ ἐ­γε­νή­θη, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρον αὐ­τῶν πάν­των ἐ­κο­πί­α­σα, οὐκ ἐ­γὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σὺν ἐ­μοί. Εἴ­τε οὖν ἐ­γὼ εἴ­τε ἐ­κεῖ­νοι, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν καὶ οὕ­τως ἐ­πι­στεύ­σα­τε.                   

     (Α΄ Κορ. ιε΄[15] 1 –11)

 

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

 «Εἴ­τε ἐ­γώ εἴ­τε ἐ­κεῖ­νοι, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν καὶ

οὕ­τως ἐ­πι­στεύ­σα­τε».

Ὁ­λο­καύ­τω­μα γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­γι­ναν οἱ ἀ­πό­στο­λοι. Μί­α με­γά­λη θυ­σί­α ἦ­ταν ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή τους. Ἕ­νας ἀ­νη­φο­ρι­κὸς γολ­γο­θὰς κι ἕ­νας μα­τω­μέ­νος σταυ­ρός. Ἕ­να πυ­ρα­κτω­μέ­νο κα­μί­νι καὶ μί­α ἀ­στα­μά­τη­τη φουρ­του­νι­α­σμέ­νη θά­λασ­σα. Κά­θε βῆ­μα καὶ θλί­ψη, κά­θε θλί­ψη καὶ δό­ξα. Πό­νε­σαν στὴ γῆ, δο­ξά­στη­καν στὸν οὐ­ρα­νό. Συ­κο­φαν­τή­θη­καν ἀ­π' τοὺς ἀν­θρώ­πους, εὐ­λο­γή­θη­καν ἀ­π’ τόν Θε­ό. Κα­τα­δι­κά­στη­καν ἀ­π' τὴν ἀν­θρώ­πι­νη δι­και­ο­σύ­νη, βρα­βεύ­τη­καν ἀ­πὸ τὴν οὐ­ρά­νια. Ἡ πλη­ρω­μὴ τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ τὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ κή­ρυγ­μα, ἦ­ταν ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ συ­κο­φαν­τί­α καὶ δι­ωγ­μὸς καὶ μαρ­τύ­ριο. «Θέ­α­τρον ἐ­γε­νή­θη­μεν τῷ κό­σμῳ», λέ­γει ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος Παῦ­λος. «Ἡ­μεῖς μω­ροὶ διὰ Χρι­στόν». Οἱ ἄ­πι­στοι θε­ω­ροῦν ἐ­μᾶς τοὺς ἀ­πο­στό­λους μω­ροὺς καὶ ἀ­νό­η­τους. Μᾶς πε­ρι­φρο­νοῦν καὶ μᾶς δι­ώ­χνουν. Δὲ μᾶς λο­γα­ριά­ζουν γιὰ τί­πο­τε. Κι αὐ­τὰ ὅ­λα τὰ ὑ­πο­φέ­ρου­με «διὰ Χρι­στόν».

Στὴ δι­κή μας ἄ­ρα­γε ζω­ή, ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ θυ­σί­α;

α) ΠΡΩ­ΤΟ­ΜΑΡ­ΤΥ­ΡΕΣ

Πρῶ­τοι στὸ κή­ρυγ­μα, πρῶ­τοι καὶ στὴ θυ­σί­α, τοῦ Χρι­στοῦ οἱ ἀ­πό­στο­λοι. Πρῶ­τοι μα­θη­τές, πρῶ­τοι καὶ μάρ­τυ­ρες. Πρῶ­τοι στὴ μά­χη, πρῶ­τοι καὶ στὰ βό­λια τοῦ ἐ­χθροῦ. Πρῶ­τοι στὴν ἐ­κλο­γή, πρῶ­τοι καὶ στὸν πό­λε­μο. Πρω­το­πό­ροι, ἀλ­λά καὶ πρω­το­μάρ­τυ­ρες. Ση­μαι­ο­φό­ροι, ἀλ­λά καὶ στό­χος στὶς δυ­νά­μεις τοῦ σκό­τους. Ὅ­πως στὶς μά­χες ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τέ­χουν ἐ­ξέ­χου­σες θέ­σεις καὶ κρί­σι­μα ση­μεῖ­α συγ­κεν­τρώ­νουν σφο­δρό­τε­ρες τὶς ἐ­πι­θέ­σεις καὶ πυ­κνό­τε­ρα τὰ πυ­ρὰ τοῦ ἐ­χθροῦ, ἔ­τσι κι οἱ πρῶ­τοι τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γώ­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέ­χον­ται τὶς πιὸ βα­ρι­ὲς θλί­ψεις.

Αὐ­τὸ συ­νέ­βη μὲ τοὺς ἀ­πο­στό­λους τοῦ Χρι­στοῦ, πού ἦ­ταν «ἔ­σχα­τοι» καὶ «ἐ­πι­θα­νά­τιοι» καὶ «κα­θ' ἡ­μέ­ραν ἀ­πο­θνή­σκον­τες». Ὅ­πως γρά­φει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος, «κο­λα­φι­ζό­με­θα καί.­.. λοι­δο­ρού­με­νοι εὐ­λο­γοῦ­μεν, δι­ω­κό­με­νοι ἀ­νε­χό­με­θα, β­λα­σφη­μού­με­νοι πα­ρα­κα­λοῦ­μεν». Πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ στε­ρή­σεις πολ­λές. Μύ­ρια τούς βρῆ­καν συ­φο­ρᾶς μα­χαί­ρια. Ἀ­πο­δι­ωγ­μέ­νοι ἀ­πὸ τό­πο σὲ τό­πο, μοι­ά­ζα­νε μὲ σκη­νί­τες πλα­νό­διους. Συ­χνὰ στε­ροῦν­ταν κι αὐ­τὸ τὸ ψω­μὶ κι αὐ­τὸ τὸ νε­ρό.

Οἱ πρίγ­κη­πες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ζοῦν ἀ­πὸ τοὺς πρίγ­κη­πες τοῦ κό­σμου! Ἂν αὐ­τοὶ ζοῦ­νε στὴν πο­λυ­τέ­λεια καὶ τὴ χλι­δή, οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀγ­κα­λιά­ζουν ἑ­κού­σια τὴ φτώ­χεια. «Ὡς πε­ρι­κα­θάρ­μα­τα τοῦ κό­σμου ἐ­γε­νή­θη­μεν, πάν­των πε­ρί­ψη­μα ἕ­ως ἄρ­τι», προ­σθέ­τει ὁ πο­λυά­θλος ἀ­πό­στο­λος, ὁ Παῦ­λος. Δη­λα­δή, σὰν κα­θάρ­μα­τα γί­να­με καὶ σκου­πί­δια. ­Ἢ ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ἀρ­χαῖ­ος ἑρ­μη­νευ­τής, «ὥ­σπερ ἀ­πο­σα­ρώ­μα­τα καὶ κό­προς ἐξ οἴ­κου ἀ­πο­κα­θαρ­θέν­τος λη­φθεῖ­σα γε­γό­να­μεν». Τοὺς πε­ρι­φρο­νού­σα­νε σὰν μο­λυ­σμα­τι­κὲς ὑ­πάρ­ξεις.

Τί τρα­γι­κὴ στιγ­μὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α! Τὰ πιὸ ἅ­για πρό­σω­πα κι οἱ πιὸ εὐ­γε­νι­κὲς καρ­δι­ές, χλευ­ά­στη­καν καὶ ὑ­βρί­στη­καν σὰν τὰ πιὸ ρυ­πα­ρὰ ὑ­πο­κεί­με­να. Ἐ­χθρι­κὸ στρα­τό­πε­δο ἦ­ταν ὅ­λος ὁ κό­σμος, κι αὐ­τοὶ χα­ρού­με­νοι μελ­λο­θά­να­τοι. Τοὺς πο­λε­μοῦν ἄ­γρια καὶ ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ γραμ­μα­τεῖς καὶ φαρισαῖοι καὶ ἡ­γε­μό­νες καὶ βα­σι­λιά­δες καὶ δοῦλοι κι ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ντό­πιοι καὶ ξέ­νοι καὶ εἰ­δω­λο­λά­τρες. Κά­θε τραῦμα κι ἕ­να πα­ρά­ση­μο· κά­θε πό­νος καὶ μιὰ δό­ξα· κά­θε βλα­στή­μια κι ἕ­να βρα­βεῖ­ο. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς το­νί­ζει κι ὁ Ἀπ. Πέ­τρος, ὅ­ταν γρά­φει στοὺς χρι­στια­νούς: «Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν ὀ­νό­μα­τι Χριστοῦ, μα­κά­ριοι, ὅτι τὸ τῆς δό­ξης καὶ δυ­νά­με­ως καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦ­μα ἐ­φ' ὑ­μᾶς ἀ­να­παύ­ε­ται». Κι ἀ­μέ­σως με­τὰ προ­σθέ­τει: «Κα­τὰ μὲν αὐτούς βλα­σφη­μεῖ­ται, κα­τὰ δὲ ὑ­μᾶς δο­ξά­ζε­ται» (Α' Πε­τρ. δ'[4] 14). Τί κι ἂν ὁ κό­σμος τοὺς ἀ­πει­λεῖ μ' ἐ­ξόν­τω­ση καὶ θά­να­το; Τί κι ἂν τοὺς ὀ­νο­μά­ζει χλευ­α­στι­κὰ «μω­ρά.­.. ἀ­σθε­νῆ.­.. ἀ­γε­νῆ.­.. ἐξουθενημένα.­.. μὴ ὄν­τα;­». Νι­ώ­θουν χα­ρού­με­νοι καὶ «μα­κά­ριοι». Ξε­περ­νοῦν τὰ προ­σω­ρι­νὰ καὶ τὰ τι­πο­τέ­νια, για­τί μ' ἐλ­πί­δα στρέ­φον­ται στὰ μελ­λού­με­να κι ἀ­τε­νί­ζουν τὰ αἰ­ώ­νια. Ὅ­λα τὰ βλέ­πουν μὲ τὸ πρί­σμα τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.

«Οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ πρὸς τὴν μέλ­λουσαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡμᾶς», λέ­γει ὁ ἀετόφτερος Παῦ­λος πού «ἠρπάγη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα». Σ' ὅ­λα τὰ γε­γο­νό­τα κοι­τά­ζουν νὰ βροῦ­νε τὴ σκέ­ψη τοῦ Θεοῦ. Ξέ­ρουν πώς κά­τω ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες ὑ­πάρ­χουν οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σεις.

β) ΣΗ­ΜΕ­ΡΑ;

Πρω­το­μάρ­τυ­ρες οἱ ἀ­πό­στο­λοι. Πρω­τα­θλη­τὲς καὶ πρω­το­πό­ροι στὸν ἀ­γώ­να τοῦ πό­νου καὶ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Γιὰ τὴν ὑ­πό­θε­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου πρό­σφε­ραν πολ­λὰ· πρό­σφε­ραν τὸ πᾶν. Ἐμεῖς σή­με­ρα; Τί δώ­σα­με; Τί προ­σφέ­ρα­με; Πό­τε καὶ τί ὑ­πο­φέ­ρα­με γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ; Ποι­οὺς ἀ­νη­φο­ρι­κοὺς δρό­μους ἀ­νε­βή­κα­με; Ποι­οὺς γολ­γοθά­δες μα­τώ­σα­με; Ποι­ὰ ἀγ­κα­θε­ρὰ στε­φά­νια φο­ρέ­σα­με; Ποιὰ μαρ­τύ­ρια πε­ρά­σα­με; Κι ἂν ἴσως χλευ­α­στή­κα­με, ἢ ὑ­βρι­στή­κα­με, ἢ δι­ω­χτή­κα­με, τί στά­ση τη­ρή­σα­με; Τ' ἀν­τικρύ­σα­με μὲ καύ­χη­ση Κυ­ρί­ου, ἢ μή­πως δει­λι­ά­σα­με καὶ λυ­πη­θή­κα­με; Δε­χτή­κα­με τὶς ἀ­πει­λὲς μὲ γεν­ναι­ό­τη­τα, ἢ μή­πως βρή­κα­με δι­έ­ξο­δο στὴ λι­πο­τα­ξί­α καὶ τὴν ἄρ­νη­ση;

Οἱ πό­λε­μοι κα­τὰ τῶν χρι­στια­νῶν δὲν ἔ­χου­νε στα­μα­τή­σει. Ἀλ­λά­ζουν μο­νά­χα τα­κτι­κή. Σή­με­ρα ὁ πό­λε­μος αὐ­τὸς πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὸν χλευα­σμό. Εἶ­ναι πό­λε­μος τῶν νεύ­ρων γιὰ τοὺς χρι­στια­νούς. Εἶ­ναι πα­λιὰ πο­λε­μι­κὴ τα­κτι­κὴ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καὶ πάν­τα και­νούρ­για κι ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Ἡ εἰ­ρω­νεί­α εἶ­ναι μαρ­τύ­ριο δί­χως μα­χαί­ρι καὶ θά­να­το. Εἶ­ναι ἐ­πί­θε­ση «ἐξ ἐ­νέ­δρας». Λυ­γί­ζει κά­πο­τε καὶ τοὺς πιὸ ἰ­σχυ­ροὺς μα­χη­τές. Ἰ­δι­αί­τε­ρα εἶ­ναι τὸ ἀ­δύ­να­το ση­μεῖ­ο τῶν νέ­ων. Εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ πο­λι­ορ­κη­θεῖ τὸ φρού­ριο τῆς ψυ­χῆς τους. Κι οἱ εἰ­ρω­νεῖ­ες αὐ­τὲς κυ­κλο­φο­ροῦν σ' ὅ­λες τὶς ἀ­πο­χρώ­σεις. Εἶ­ναι νο­μί­σμα­τα κὶβδη­λα δι­α­φό­ρων ἀξιῶν. Ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ ἀ­θῶ­α μι­κρὰ πει­ράγ­μα­τα, προ­χω­ροῦν σὲ πι­κρό­χο­λους χλευα­σμούς, καὶ φτά­νουν στοὺς ἀ­παί­σιους σα­τα­νι­κοὺς σαρ­κα­σμοὺς καὶ τὶς ἐ­ξου­θε­νω­τι­κὲς βλα­στή­μι­ες.

Ὁ χλευα­σμὸς εἶ­ναι κοι­νὸς κλῆ­ρος ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ψυ­χῶν. Μὲ πι­κρὸ πα­ρά­πο­νο ὁ προ­φή­της Ἱ­ε­ρε­μί­ας ἐκ­φρά­ζει τὴ θλί­ψη του, «ὅτι ἐγενήθη λό­γος Κυ­ρί­ου εἰς ὀ­νει­δι­σμὸν ἐμοί καὶ εἰς χλευα­σμὸν πᾶσαν ἡμέραν μου» (Ἱ­ερ. κ'[20] 8). Πα­ρό­μοι­α ἐκ­φρά­ζε­ται κι ὁ θε­ό­πνευ­στος Ψαλ­μω­δός, ὅ­ταν λέ­γει, «ἔ­θου ἡ­μᾶς ὄ­νει­δος τοῖς γεί­το­σιν ἡ­μῶν, μυ­κτη­ρι­σμὸν καὶ χλευα­σμὸν τοῖς κύ­κλῳ ἡ­μῶν ἔ­θου ἡ­μᾶς εἰς.­.. κί­νη­σιν κε­φα­λῆς ἐν τοῖς λαοῖς» (Ψαλμ. 43, 14). Στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀνθρώπου χλευ­ά­ζε­ται ὁ ἴ­διος ὁ Θεός. Ὅ­ταν οἱ φαρισαῖοι μετά τό θαῦμα τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ γεννημένου τυφλοῦ, «ἐλοιδόρησαν αὐ­τὸν καὶ εἶ­πον σὺ εἶ μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου!­», ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ χλεύ­α­ζαν τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό. Ἂν ὅ­μως στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀνθρώπου χλευάζεται ὁ Θεός, τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀνθρώπου δο­ξά­ζε­ται ὁ Θεός.

Ὑ­πέ­ρο­χη ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ γεν­ναί­ου γέ­ρον­τα Ἐλεάζαρου στὸν ἀ­σε­βέ­στα­το εἰ­δω­λο­λά­τρη Ἀν­τί­ο­χο, πού μα­ζὶ μὲ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε καὶ τ' ὅ­πλο τῆς εἰ­ρω­νεί­ας. «Χλευά­ζεις δὲ ἡμῶν τὴν φι­λο­σο­φί­αν» (τὶς θρη­σκευ­τι­κές μας, δη­λα­δή, ἰ­δέ­ες), τοῦ λέ­γει, «ἀλλ’ οὐ γε­λά­σεις κα­τ' ἐ­μοῦ τοῦτον τὸν γέ­λω­τα.­.. οὐδ' ἂν ἐκκόψειάς μου τὰ ὄμ­μα­τα καὶ τὰ σπλάγ­χνα μου τή­ξεις». Ὄ­χι μό­νο τοὺς χλευα­σμοὺς ὑ­πέ­φε­ρε γεν­ναῖ­α, μὰ ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νὰ δε­χτεῖ νὰ τοῦ κά­ψουν τὰ σπλά­χνα.

Ἀ­δελ­φοί μου,

Στ' ἀχνάρια τῶν ἀ­πο­στό­λων ὅ­λοι σή­με­ρα νὰ βα­δί­σου­με. Νὰ τοὺς μι­μη­θοῦ­με στὴν πί­στη, τὸν ζῆ­λο, τὴ στα­θε­ρό­τη­τα, τὸν ἐν­θου­σια­σμό, τὴν αὐ­τα­πάρ­νηση. Νὰ γί­νου­με «τοῖς πᾶσι τὰ πάν­τα», ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι. Νὰ γί­νου­με ἀ­πό­στο­λοι τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Ἀ­πό­στο­λοι τοῦ εἰ­κο­στοῦ(πρώτου) αἰ­ώ­να. «Μάρ­τυ­ρες.­.. ἕ­ως ἐσχάτου τῆς γῆς».

(Θε­ο­λό­γου +Μιχ. Μι­χα­η­λί­δη, «Ἀ­πὸ τὸν Ἄμ­βω­να»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ­κεί­ν, νε­α­ν­σκος τις προ­σλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σο, γο­νυ­πε­τν α­τ, κα λέ­γων· Δι­δ­σκα­λε ­γα­θ, τ ­γα­θν ποι­­σω ­να ­χω ζω­ν α­­νιον; δ ε­πεν α­τ· Τ με λ­γεις ­γα­θν; ο­δες ­γα­θς, ε μ ες Θε­ς. Ε δ θ­λεις ε­σελ­θεν ες τν ζω­ν, τ­ρη­σον τς ν­το­λς. Λγει α­τ· Πο­­ας; δ ᾿Ι­η­σος ε­πε· Τ· Ο φο­νε­­σεις· Ο μοι­χε­­σεις· Ο κλ­ψεις· Ο ψευ­δο­μαρ­τυ­ρ­σεις· Τμα τν πα­τ­ρα σου κα τν μη­τ­ρα· κα· ­γα­π­σεις τν πλη­σ­ον σου ς σε­αυ­τν. Λγει α­τ νε­α­ν­σκος· Πντα τα­τα ­φυ­λα­ξ­μην κ νε­­τη­τς μου· τ ­τι ­στε­ρ;  ­φη α­τ ᾿Ι­η­σος· Ε θ­λεις τ­λει­ος ε­ναι, ­πα­γε, π­λη­σν σου τ ­πρ­χον­τα, κα δς πτω­χος· κα ­ξεις θη­σαυ­ρν ν ο­ρα­ν· κα δε­ρο, ­κο­λο­­θει μοι. ­κο­­σας δ νε­α­ν­σκος τν λ­γον, ­πλ­θε λυ­πο­­με­νος· ν γρ ­χων κτ­μα­τα πολ­λ. Ο δ Ι­η­σος ε­πε τος Μα­θη­τας α­το· ­μν λ­γω ­μν, ­τι πλο­­σιος δυ­σκ­λως ε­σε­λε­­σε­ται ες τν βα­σι­λε­­αν τν ο­ρα­νν. Πλιν δ λ­γω ­μν, ε­κο­π­τε­ρν ­στι κ­μη­λον δι τρυ­π­μα­τος α­φ­δος δι­ελ­θεν πλο­­σιον ες τν βα­σι­λε­­αν το Θε­ο ε­σελ­θεν. ­κο­σαν­τες δ ο Μα­θη­τα α­το, ­ξε­πλσ­σον­το σφ­δρα, λ­γον­τες· Τς ­ρα δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ἐμ­βλέ­ψας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρὰ δὲ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι.                   

                 (Ματθ. ιθ΄[19] 16 – 26)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸν, κάποιος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καί το επε: Διδάσκαλε γαθέ, τί καλό νά κάνω γιά νά ποκτήσω τήν αώνια ζωή;  Κι Κύριος το επε: φο πευθύνεσαι σέ μένα θεωρώντας τι εμαι νας πλός νθρωπος, γιατί μέ ­νο­μάζεις γαθό; Κανείς δέν εναι πό τόν αυτό του πραγ­ματικά γαθός παρά μόνο νας, Θεός. άν ­μως θέλεις νά μπες στήν αώνια καί μακάρια ζωή, τήρησε σ’ λη τή ζωή σου τίς ντολές. Το λέει νέος: Ποιές ντολές; Κι ησος το επε: Τό νά μή σκοτώσεις, νά μή μοιχεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα καί τή μητέρα, καί νά γαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου σάν τόν αυτό σου. Το λέει νέος, ποος δέν εχε διδαχθε ποι­ά ε­­­ναι καί πς φαρμόζεται γά­πη πρός τόν συνάν­­­­θρω­πολα ατά τά φύλαξα πό τότε πού μουν νέ­­­ος. Τί λλο μο λείπει κόμη; Κι ησος το επε: άν θέλεις νά εσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τά πάρχοντά σου καί μοίρασέ τα στούς φτωχούς, καί θά χεις θησαυρό στούς ορανούς. Κι λα νά μέ κολουθήσεις. Μόλις μως νέος κουσε τόν λόγο ατό, φυγε λυπημένος· διότι εχε πολλά κτήματα, καί καρδιά του ταν κολλημένη σ’ ατά. Τότε ησος επε στούς μαθητές του: ληθινά σς λέω τι δύσκολα νας πλούσιος νθρωπος θά μπε στή βασιλεία τν ορανν. Πάλι σς λέω, εκολότερο εναι νά περάσει μιά καμήλα πό τήν τρύπα πού νοίγει βελόνα, παρά πλούσιος νά μπε στή βασιλεία το Θεο. λλά ταν ο μαθητές του τό κουσαν ατό, νιωσαν πολύ μεγάλη κπληξη καί επαν: Ποιός τάχα μπορε νά σωθε;  ησος τότε τούς κοίταξε κφραστικά καί τούς ε­πε: Στούς νθρώπους ατό εναι δύνατο, στό Θεό μως λα εναι δυνατά. Μπορε λοιπόν Θεός μέ τή χάρη του νά λύσει τούς δεσμούς τς καρδις κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου μέ τό χρμα καί νά τόν καταστήσει ξιο τς σωτηρίας.